Γιάννης Ζουγανέλης στο ΘΕΜΑ: Ετοιμάζω τον τελευταίο δίσκο του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα

Γιάννης Ζουγανέλης στο ΘΕΜΑ: Ετοιμάζω τον τελευταίο δίσκο του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα

Είχε ηχογραφήσει τα τραγούδια και τα έχω ακούσει, λέει ο Γιάννης Ζουγανέλης στον Δημήτρη Δανίκα - Ο Μαχαιρίτσας δεν ήταν καθόλου μελαγχολικός και δεν έτρωγε πολύ όπως όλοι νομίζουν, ούτε ήταν φανατικός καπνιστής, ήταν αχόρταγος για την ομορφιά της ζωής λέει ο άνθρωπος που ήταν δίπλα του από 1977

Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
maxa000
Η συνάντηση έγινε στο γνωστό στέκι την περασμένη Πέμπτη το μεσημέρι. Ενα 24ωρο μετά τον μεγάλο και τελευταίο αποχαιρετισμό του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Στο «Daily Cafe» στην Ξενοκράτους. Ακριβώς στον από κάτω δρόμο από το διαμέρισμά του. Εκεί που είχε στεγάσει την αγάπη του για την Ελένη και την κόρη τους Μαρία-Κλάρα. Εκεί που συνήθως τον βλέπαμε, τον συναντούσαμε όλοι εμείς οι θαμώνες - οι περισσότεροι ήταν και είναι «Βάζελοι». Εγώ, η εξαίρεση. Η «χανούμισσα». «Να και το Αεκάκι», έλεγε. «Σιγά», του ανταπαντούσα. «Εμείς τουλάχιστον δραπετεύσαμε από τη χρεοκοπία, εσείς να δω τι θα κάνετε!».

Οταν λοιπόν η Πανάθα έπαιζε, όταν η τηλεόραση έπαιζε και όταν ο Λαυρέντης, χωμένος στην καρέκλα του, μπροστά απ’ όλους ώστε να μη χάσει μισή φάση, έπεφτε με τα μούτρα μέσα στη μικρή οθόνη. Μετά, συνήθως απογοητευμένος από τις επιδόσεις της «ομαδάρας» του, έφευγε αφήνοντας πίσω του μερικά γαμοσταυρίδια για τα αφεντικά της Πανάθας του. Τέλος πάντων.

Το «Daily» ήταν το στέκι του. Και όχι κάποιο μοδάτο της πλατείας Κολωνακίου. Και αυτός ως «ανώνυμος», οικείος, πάντα φιλικός με όλους, πάντα «έσχατος» με τους «έσχατους». Οι έσχατοι έσονται πρώτοι.

Ηταν εντελώς φυσικό μετά την κηδεία να βρεθούν όλοι της παρέας σε εκείνο το στέκι. Κατά τις πέντε το απόγευμα της Τετάρτης. Ολοι. Ο Νίκος (Πορτοκάλογλου), ο Γιάννης (Ζουγανέλης), ο Διονύσης (Τσακνής), ο Νίκος (Αλιάγας), η Λίνα (Νικολακοπούλου), ο Γιάννης (Κότσιρας), η Ελεωνόρα (Ζουγανέλη) και τόσοι άλλοι. Φυσικά οι δύο μεγάλες αγάπες του. Η Ελένη και η Μαρία-Κλάρα. Και πολλοί μα πολλοί «ανώνυμοι» της ευρύτερης παρέας. Καμιά διακοσαριά νοματαίοι.

Η τελευταία του μουσική κληρονομιά

Ετσι και η συνάντηση με τον Γιάννη Ζουγανέλη στο ίδιο στέκι την περασμένη Πέμπτη. Να μιλήσουμε για τον Λαυρέντη. Να μιλήσει ο Γιάννης για τον «αδελφό» του Λαυρέντη. Το βλέμμα του κατοικημένο από ακατανίκητη μελαγχολία. «Βιάζομαι», μου λέει, «πρέπει να πάω στο σπίτι του Λαυρέντη να δω την Ελένη και τα άλλα παιδιά».

Η Ελένη είναι η αγαπημένη του Λαυρέντη. Τα «παιδιά» είναι η παρέα. Ο Τσακνής, ο Πορτοκάλογλου και ο Ζουγανέλης. Από την πρώτη στιγμή, από Δευτέρα πρωί-πρωί, διαρκώς κοντά στην Ελένη. Αυθόρμητα. Με την καρδιά τους. Αισθάνονται πως κάτι μεγάλο, κάτι δυσαναπλήρωτο λείπει από την παρέα. Και ταυτόχρονα, κοντά στην Ελένη και τη Μαρία-Κλάρα, πορεύονται με την ψευδαίσθηση, με την αναγκαία, την πηγαία ψευδαίσθηση πως ο Λαυρέντης είναι ακόμα μαζί τους.

Κλείσιμο
«Πρέπει να πάω για να διαχειριστούμε και να λύσουμε μερικά πραγματάκια».
-Ποια πραγματάκια; (περίεργος εγώ)
«Να κανονίσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες με την έκδοση του τελευταίου έργου του».
-Το έχει γράψει;
«Φυσικά το έχει γράψει και όλα τα καινούρια του τραγούδια τα έχει ηχογραφήσει. Είναι έτοιμα. Μου έβαλε να ακούσω τρία από αυτά και σε βεβαιώ είναι σπουδαία. Θα σκίσει το άλμπουμ. Βάζω στοίχημα».
-Θυμάσαι τον τίτλο του άλμπουμ;
«Οχι, δεν τον θυμάμαι».

Γυρίζει και ρωτάει το αγόρι της Μαρίας-Κλάρας που καθόταν λίγο πιο πέρα.
«Εσύ το θυμάσαι;» «Οχι», απαντάει εκείνος.
«Δεν έχει σημασία. Μπορεί να μην πρόλαβε να το βαφτίσει».

Το τελευταίο τηλεφώνημα πριν τον προδώσει η καρδιά του

Για ελάχιστα δευτερόλεπτα επικρατεί σιωπή. Με το ένα πόδι σε μένα, με το άλλο στο διαμέρισμα με την Ελένη.

«Το απίστευτο είναι πως μίλησα μαζί του μερικές ώρες πριν τον προδώσει η καρδιά του».
-Πού;
Στον Πτελεό; «Οχι, εγώ ήμουν στην Αθήνα. Απλώς εκείνο το μοιραίο βράδυ έτυχε να συναντήσω τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη στα “Παπάκια” της Μεσογείου. Και πάνω στην κουβέντα έπεσε το όνομα του Λαυρέντη. Οπως γνωρίζεις, ο Λαυρέντης είχε συνεργαστεί με τους “Αγαμοι Θύται” του Ιεροκλή».
-Και του τηλεφωνήσατε;
«Ναι, γύρω στα μεσάνυχτα. Μερικές ώρες πριν από την αναχώρησή του...».

Θάνατος, μια λέξη εχθρική. Μονίμως στην εξορία. Ιδιαίτερα για περιπτώσεις όπως του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Συνήθως λέμε «αναχώρηση», «αποχαιρετισμός», «έφυγε», «απέδρασε», «εγκατέλειψε» Υπάρχει λόγος. Ο Ζουγανέλης τον εξηγεί με πειστική επάρκεια: «Η απώλεια του Λαυρέντη ήταν βίαιη. Γι’ αυτό μας κόστισε πολύ. Γι’ αυτό σοκαριστήκαμε. Γι’ αυτό ακόμα να συνέλθουμε. Αντιθέτως με τον πολυαγαπημένο Σάκη Μπουλά, που όταν εγκατέλειψε αισθανθήκαμε πως έτσι λυτρώθηκε. Δεν θέλαμε να ζει μαζί μας και ο ίδιος να βιώνει καθημερινά τη σωματική του παρακμή».

zou01

«Η απώλεια του Λαυρέντη ήταν βίαιη. Γι’ αυτό μας κόστισε πολύ. Γι’ αυτό σοκαριστήκαμε. Γι’ αυτό ακόμα να συνέλθουμε. Αντιθέτως με τον πολυαγαπημένο Σάκη Μπουλά, που όταν εγκατέλειψε αισθανθήκαμε πως έτσι λυτρώθηκε. Δεν θέλαμε να ζει μαζί μας και ο ίδιος να βιώνει καθημερινά τη σωματική του παρακμή»

Το τελευταίο «ραντεβού» με τον Ναδάλ

-Και τι σου είπε από το τηλέφωνο;
«Στην αρχή δεν απάντησε. Αργότερα με πήρε ο ίδιος από τον Πτελεό Μαγνησίας, τη γενέτειρά του κοντά στον Βόλο. Οταν πήγαινε εκεί πάντα έκανε παρέα με τους παιδικούς του φίλους. Ολοι τον αγαπούσαν και όλους τους φρόντιζε. Με πήρε, λοιπόν, εκεί γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Μου είπε πως περνάει περίφημα. “Είμαι καλά εδώ παρέα με τη Μαρία-Κλάρα. Αργότερα θα καθίσω να δω τον αγώνα με τον Ραφαέλ Ναδάλ”. Μα θα είναι πολύ αργά, θα αντέξεις; “Θα το δω. Περνάω θεσπέσια”».
-Επαιζε τένις;
«Οχι δεν έπαιζε αλλά του άρεσε να βλέπει αγώνες. Τρελός θαυμαστής του Ναδάλ. Οπως τρελός θαυμαστής του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αεικίνητος».
-Αλλά βαρύς...
«Ξέρεις κάτι; Δεν έτρωγε τόσο πολύ όπως φαινόταν πως έτρωγε».
-Εγώ νόμιζα πως ήταν βουλιμικός.
«Λάθος. Ηταν βουλιμικός για τη ζωή, όχι για το φαγητό».
-Τότε πώς εξηγούνται αυτά τα κιλά;
«Λόγω θυρεοειδούς».
-Ηταν και μελαγχολικός...
«Καθόλου, μα καθόλου. Λάθος εντύπωση».
-Φανατικός καπνιστής.
«Κι αυτό λάθος. Από καιρού εις καιρόν τραβούσε μερικές ρουφηξιές από το πουράκι του».

Πρώτη συνάντηση στην κάβα του Ατρείδη, το ’77

-Πότης;
«Θα σου πω. Μπαίνω στην κάβα του Ατρείδη, του αδελφού του. Ενας καλλονός. Μπήκα στην κάβα επειδή είδα τον Γιάννη τον Σπυρόπουλο, τον Μπαχ. Ετσι για πρώτη φορά συναντάω τον Λαυρέντη. Που με την πρώτη σύσταση μου μίλησε και μάλιστα κριτικά για την τελευταία μου δουλειά “Λαϊκή ανθολογία Βάρναλη” που μόλις είχε επανεκδοθεί. Το 1977. Πριν από σαράντα δύο χρόνια. Τότε τον συνάντησα για πρώτη φορά. Σε μια κάβα».
-Κι εκείνος τι έκανε; Πώς έβγαζε τον επιούσιο;
«Στη δισκογραφική εταιρεία Minos ως αποθηκάριος κουβαλώντας δίσκους. Η παρουσία του φοβερά έντονη. Με ένα γνήσιο αποτυπωμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του και με εκείνα τα χέρια πάντα ανοιχτά σαν μια μεγάλη αγκαλιά. Μια αγκαλιά που περίπου έλεγε “η ζωή είναι μπροστά”. Πάντα σεμνός. Μια αρετή που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του».

Σε εκείνη την κάβα του Ατρείδη Μαχαιρίτσα, ο Λαυρέντης αποκαλύπτει στον «φτασμένο» Γιάννη Ζουγανέλη πως έχει γράψει πέντε-έξι τραγούδια: «Οταν τα άκουσα κατάλαβα αμέσως πως ήταν ιδιαίτερος καλλιτέχνης. Με φοβερή έμπνευση. Και με εξαιρετική ευχέρεια να συνθέτει και να ακολουθεί ιδιότυπες μελωδικές και ταυτόχρονα λαϊκές γραμμές».

Από εκείνη τη στιγμή ο Γιάννης με τον Λαυρέντη σαν Διόσκουροι: «Και στους δικούς του και στους δικούς μου δίσκους. Αμέτρητες συναυλίες. Αμέτρητες εμφανίσεις. Αμέτρητα στέκια. Ακόμα και στο εξωτερικό, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Βρυξέλλες. Πάντα παρέα με όλο το φάσμα του ηλεκτρισμένου τραγουδιού. Και ταυτόχρονα βρισκόμαστε συνέχεια σαν φίλοι. Σε παρέες, ταβέρνες, μπαρ, καφέ, παντού. Ο Λαυρέντης ήταν η χαρά της παρέας».

-Κάτι ιδιαίτερο, κάτι περίεργο;
«Ο μπαγάσας στη σκηνή έβγαινε κατηφής και συνοφρυωμένος. Εγώ του έκανα πλάκα. Στα καμαρίνια του έλεγα: “Βρε Λαυρέντη, βγαίνεις μ’ αυτό το ύφος το συνοφρυωμένο ενώ ο κόσμος πληρώνει για να σε χαρεί. Εσύ βγαίνεις λες και πληρώνεις ο ίδιος για να δεις τον εαυτό σου!”. Γελούσε μ’ αυτά που του έλεγα και έγραφα και μου έλεγε να πω τα ίδια και για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Κι εγώ έβγαινα στη σκηνή και έλεγα προς τους θαμώνες: “Ο Βασίλης βγαίνει, φωνάζει και λέει για τον κομμουνισμό. Αλλά κομμουνισμός δεν θα ’ρθει”».

ma03

Αχώριστοι και στο γήπεδο, τρελοί Παναθηναϊκοί και οι δύο

Οταν ο Κυριάκος αγκάλιασε τη Μαρία-Κλάρα

-Ο Λαυρέντης ήταν αριστερός;
«Ανένταχτος αριστερός. Συνήθως συμμετείχε στα φεστιβάλ της ΚΝΕ όπως και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ομως στην πράξη στήριζε τη δημοκρατία. Πολύ δοτικός σε ανθρώπους που δεν είχαν χρήματα».
-Εσύ συμμετείχες στα φεστιβάλ της ΚΝΕ;
«Ποτέ. Παρά το γεγονός πως οι περισσότεροι φίλοι μου είναι με το ΚΚΕ».
-Γιατί δεν πήγαινες στα φεστιβάλ της ΚΝΕ;
«Δεν πήγαινα για λόγους αρχής. Επειδή ο καλλιτέχνης πρέπει να επιλέγεται από τους αποδέκτες του...».
-Το κοινό;
«Οχι, δεν μ’ αρέσει η λέξη “κοινό”. Τέλος πάντων. Ο καλλιτέχνης πρέπει να επιλέγεται από τον κόσμο ο ίδιος και όχι καθοδηγούμενος από κάποιο φεστιβάλ νεολαίας».
-Ο Λαυρέντης ψήφιζε ΚΚΕ;
«Κι εγώ ψήφιζα ΚΚΕ. Αλλά, μια και μιλάμε για πολιτική και κόμματα, θα σου πω κάτι σχετικά με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάτι που δεν έχει σχέση με εφαρμοσμένη πολιτική. Ο Κυριάκος ήρθε στην κηδεία του Λαυρέντη. Αλλά πρόσεξε. Πολύ ευγενικά, την προηγούμενη ημέρα, τηλεφώνησε στην Ελένη ζητώντας την άδειά της. Προφανώς φοβούμενος μήπως η παρουσία του την πληγώσει. Απίστευτη διακριτικότητα. Ηρθε και σεμνά κάθισε πίσω. Ηρθε πολύ ταπεινά μαζί με τη Μαρέβα».
-Νομίζω πως η Μαρέβα γνωρίζει την Ελένη.
«Πολύ σωστά. Η κόρη της Μαρέβας και η Μαρία-Κλάρα πήγαιναν μαζί μπαλέτο. Πρέπει να σου πόσο τρυφερή ήταν η συνάντηση του Κυριάκου με τη Μαρία-Κλάρα. Πόσο τρυφερά και συγκινητικά την αγκάλιασε. Σαν να ήταν δικό του παιδί. Και αντιλήφθηκα πως αυτό το αγκάλιασμα δεν είχε ίχνος προσποίησης και πολιτικαντισμού. Εντελώς γνήσιο και αληθινό».
-Εσύ τον συνάντησες;
«Ποιον; Τον Κυριάκο; Φυσικά. Και μάλιστα πρόλαβα να του ψιθυρίσω στ’ αυτί “είναι πολύ παρήγορο όταν ο πρωθυπουργός είναι παρών στην κηδεία του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα”».
-Ο Κυριάκος παρακολουθούσε συχνά εμφανίσεις του Λαυρέντη.
«Αυτό είναι αλήθεια. Λίγο πριν εκλεγεί πρωθυπουργός είχε βρεθεί σε κάποια από τις μουσικές εμφανίσεις του με τον Πορτοκάλογλου στη Θεσσαλονίκη».
-Στο δημοψήφισμα ψήφισε «Οχι»;
«Εννοείται».
-Πώς εννοείται; Εγώ ψήφισα «Ναι»!
«Ο Λαυρέντης όπως κι εγώ ψηφίσαμε “Οχι”. Ο Λαυρέντης με αγάπη για την πατρίδα, την οποία υπολόγιζε κάθε φορά που ήθελε να εκφραστεί με τα τραγούδια του. Αλλά και στις συνεντεύξεις του. Να συμβάλλει στην καθημερινότητα και την εξέλιξή της. Το πέτυχε εντελώς. Και στην έκφρασή του και στη ζωή του και στα τραγούδια του. Γι’ αυτό αγαπήθηκε από τρεις και όχι δύο, όπως λέγεται, γενιές ανθρώπων. Από ογδοντάρηδες, πενηντάρηδες και εικοσάρηδες».
-Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά του;
«Είχε συνεχώς οράματα. Εβλεπε μπροστά το καινούριο τραγούδι. Τι θα πει, πώς θα το πει. Ερευνούσε, σκάλιζε ασταμάτητα. Ποτέ δεν ρωτούσε “τι θα πάρουμε, πόσα λεφτά θα εισπράξουμε”. Πάντα έλεγε και ρωτούσε “τι θα δώσουμε”. Και συμπλήρωνε: “Κι άμα μας τα φέρει η ζωή, έχει καλώς”. Φαντάσου, και σ' το λέω επειδή γνωρίζω πρόσωπα και περιστατικά, πως έδινε και βοηθούσε φίλους του που είχαν την ανάγκη του».
-Επιμένεις πως δεν ήταν μελαγχολικός;
«Επιμένω. Αντιθέτως αγαπούσε την όμορφη ζωή, τις παρέες, το καλό φαγητό, τη συνύπαρξη. Και ήταν αποκλειστικά αφοσιωμένος στις δύο γυναίκες της ζωής του, την Ελένη και τη Μαρία-Κλάρα, την κόρη του. Ταυτόχρονα στήριζε και τον Σωκράτη, τον ετεροθαλή αδελφό του από τον δεύτερο σύζυγο μιας σπουδαίας και ιδιαίτερης γυναίκας, της μητέρας του».
-Φανατικός Παναθηναϊκός, το ίδιο κι εσύ;
«Φίλαθλος, όχι οπαδός».
-Δεν σε πιστεύω. Τον έχω δει σε κατάσταση αλλοφροσύνης σχετικά με την ομάδα του.
«Τι να σου πω, είναι τρέλα. Και οι δύο ήμασταν μέλη της Συμμαχίας του Γιάννη Αλαφούζου».
-Καλά να πάθετε. Μπας και στηρίξατε και τον Αλέξη;
«Στην αρχή ήταν θετικός απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Οπως όλοι μας».
-Ε, όχι και όλοι μας...
«Τέλος πάντων. Κάθε φορά, με κάθε νέα κυβέρνηση, ελπίζαμε. Ομως αργότερα διαφοροποιήθηκε. Ιδιαιτέρως με την ανυπαρξία πολιτιστικής πολιτικής και την αδιαφορία για τα ζητήματα της Τέχνης και των Γραμμάτων».

To βλέμμα του παρέμενε κατοικημένο από τη σκιά του φίλου του: «Τελευταία φορά συναντηθήκαμε πριν από 20 ημέρες στη Μύκονο. Τη δική του Μύκονο. Στον Αγιο Στέφανο, στην ταβέρνα της Μαρίας. Με όλη την οικογένεια. Τέσσερις ώρες ψυχικής υγείας, χαράς, γέλιου, ευφορίας. Μεγαλειώδης προσωπικότητα. Οι συναντήσεις μαζί του, χαρά Θεού».

-Δεν έχεις την αίσθηση πως η ζωή όλων, από τα νεογέννητα μέχρι τους υπέργηρους, κρέμεται από αόρατη κόκκινη κλωστή;
«Η ζωή από τη φύση της είναι ξεμυαλίστρα. Σου δημιουργεί, ανάβει και σε φλέγει από πάθη με τις αισθήσεις. Γεύση, ακοή, όραση, αφή. Τον θυμάμαι όπου στεκόταν έλεγε “τι ωραίο μέρος”, “πόσο καλομαγειρεμένο είναι το φαγητό”, “τι ωραία που μυρίζει αυτό το λουλούδι”».
Τον έβλεπα να ανασηκώνεται για να πάει στην Ελένη. Τον φίλο του να «συναντήσει».
-Ηταν αυτοδίδακτος στη μουσική...
«Ε, και; Ο αυτοδίδακτος έχει γράψει καλύτερα τραγούδια από μένα τον σπουδαγμένο».
Απίστευτη παραδοχή. Και την ώρα που έφευγε, γυρίζει και μου λέει: «Τηλεφώνησε στον Πορτοκάλογλου να σου δώσει αυτά που έγραψε στον επικήδειο. Θα ανατριχιάσεις». Ετσι κι έκανα...

max02

Ν. Πορτοκάλογλου: «Δεν ήταν έντεχνος ή ροκ ή λαϊκός. Ηταν ο Λαυρέντης. Και αφορούσε τους πάντες»

Ν. Πορτοκάλογλου: Ενα παιδί απρόβλεπτο, ατίθασο, και σκανταλιάρικο

O Πορτοκάλογλου μου εμπιστεύτηκε τα αισθήματά του για τον Λαυρέντη. Kι εγώ τα αναδημοσιεύω σαν υστερόγραφο καρδιακό προς έναν σπουδαίο, ονειροπόλο τραγουδοποιό:

«Με τον Λαυρέντη γνωριστήκαμε πριν από τέσσερις σχεδόν δεκαετίες. Αρχές δεκαετίας του ’80, σε μια συναυλία που παίζαμε με τα συγκροτήματα μας, τους Τερμίτες και τους Φατμέ. Από τότε συναντιόμασταν πού και πού σε στούντιο, συναυλίες και φεστιβάλ, τα συγκροτήματά μας διαλύθηκαν και μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν συζητήσαμε πολλές φορές για συνεργασία. Πρέπει να το κάνουμε, λέγαμε και οι δύο, αλλά τη μια δεν μπορούσε ο ένας, την άλλη ο άλλος και παραδόξως δεν μας προέκυψε για πολλά χρόνια.

Μέχρι το περασμένο καλοκαίρι του ’18 που επιτέλους ήρθε η σωστή στιγμή. Συμφωνήσαμε πως η πρώτη μας συνάντηση μετά από τόσα χρόνια παράλληλων διαδρομών δεν μπορούσε παρά να είναι μια γιορτή. Δική του ιδέα ήταν να δώσουμε στην παράσταση τον τίτλο “Τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά” από το παλιό τραγούδι μου. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο, αρχίσαμε πρόβες. Και όπως ξέρουν όλοι οι συνεργάτες και φίλοι του, ο Λαυρέντης δεν αγαπούσε τις πρόβες. Μπήκε στο στούντιο την πρώτη μέρα φουριόζος και άρχισε να φωνάζει με τη βροντερή φωνή του. Ωχ -σκέφτηκα- έμπλεξα με φωνακλά, θα βρω τον μπελά μου. Μετά από λίγο όμως κάποιος πέταξε ένα αστείο και εκεί που ήταν συνοφρυωμένος έσκασε αυτό το χαμόγελο που σε αφόπλιζε. Δεν πέρασαν δυο-τρεις μέρες και κατάλαβα πως είχα μπλέξει τελικά με έναν φωνακλά με χρυσή καρδιά. Εναν άνθρωπο απλό, εντελώς ανεπιτήδευτο, ειλικρινή και ευθύ σε βαθμό κακουργήματος, δυναμικό και πληθωρικό αλλά και τρυφερό και ευαίσθητο σαν παιδί. Ενα παιδί απρόβλεπτο, ατίθασο και σκανταλιάρικο. Από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μαζί στη σκηνή συνέβη κάτι μαγικό. Ηταν λες και παίζαμε μαζί για χρόνια, λες και τα τραγούδια μας είχαν γραφτεί για να ζευγαρώσουν και να ταιριάξουν με τον πιο φυσικό τρόπο σε αυτό το πρόγραμμα. Νιώθαμε ξανά σαν δυο πιτσιρικάδες που φτιάξανε το πρώτο τους συγκρότημα και όπως λέγαμε, ο πρώτος μας δίσκος θα είχε τίτλο “40 χρόνια επιτυχίες”. Εκεί, στη σκηνή, θαύμασα από κοντά τη δύναμη του ερμηνευτή, την απίστευτη γκάμα της εκφραστικότητάς του, το χάρισμα της επικοινωνίας που είχε με τον κόσμο, χωρίς κόλπα και εφέ, αλλά με μια πηγαία λαϊκότητα και ένα χιούμορ που ήταν εντελώς δικά του και βέβαια την αστείρευτη μελωδική του φλέβα. Ο “Λαυρέντιος ο μελωδός” τον έλεγα και χαμογελούσε. Η αγάπη του για το ροκ και το λαϊκό, αλλά και το γαλλικό και ιταλικό τραγούδι που ήταν το φόρτε του, όλα συνυπήρχαν αβίαστα και αρμονικά μέσα στις υπέροχες μελωδίες του. Ο Λαυρέντης δεν ήταν έντεχνος ή ροκ ή λαϊκός. Ηταν ο Λαυρέντης. Και αφορούσε τους πάντες.

Γι’ αυτό και από τη στιγμή που έπεσε στα κεφάλια μας σαν κεραυνός το τραγικό νέο, η αντίδραση του κόσμου στα κοινωνικά δίκτυα ήταν τόσο καθολική και τόσο αυθόρμητη. Ανθρωποι από όλο το ηλικιακό, κοινωνικό και πολιτικό φάσμα θρηνούσαν, όχι μόνο για την απώλεια ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, αλλά του δικού τους ανθρώπου. Αυτός που περιφρονούσε τις δημόσιες σχέσεις και το κυνήγι της δημοσιότητας, ήταν τελικά αγαπητός όσο ελάχιστοι. Σε αυτή τη δουλειά -ευτυχώς ή δυστυχώς- ό,τι δίνεις παίρνεις. Στη διάρκεια αυτής της συγκλονιστικής χρονιάς που περάσαμε μαζί μοιραστήκαμε τα πάντα. Γίναμε φίλοι. Γελούσαμε λέγοντας πως παίζουμε σε μια φτηνή σαπουνόπερα όπου ξαφνικά στα εξήντα μας ανακαλύπτουμε πως είχαμε έναν χαμένο αδελφό. Μου μιλούσε ξανά και ξανά για τη βαθιά αγάπη και την ευγνωμοσύνη του για τη σύντροφο της ζωής του, την Ελένη, που ήταν, όπως έλεγε, ο φύλακας άγγελός του και για τη λατρεμένη του κόρη, τη Μαρία-Κλάρα. Για τον αδελφό του τον Σωκράτη και τους φίλους και συνεργάτες του στους οποίους ήταν πιστός και αφοσιωμένος για πολλά χρόνια. Μοιραστήκαμε αναμνήσεις, εξομολογήσεις, ανέκδοτα, όνειρα, σχέδια και βέβαια μοναδικές συναυλιακές εμπειρίες με τόσο πολύ κόσμο. Αυτή η αγάπη του κόσμου ήταν το οξυγόνο του. Η τελευταία μας συναυλία ήταν την περασμένη Παρασκευή στην πατρίδα μας, τον Βόλο. Πού να το ξέρουμε πως ήταν κυριολεκτικά η τελευταία; Κατεβήκαμε από τη σκηνή ιδρωμένοι και πανευτυχείς και μου είπε: “Τι άλλο θέλουμε, Νικολάκη μου; Ερχεται ακόμη ο κόσμος να μας ακούσει, δεν μας βαρέθηκαν τόσα χρόνια, έρχονται και τραγουδάνε μαζί μας τα τραγουδάκια μας. Τι άλλο θέλουμε;” Αργησα πολύ να αποκτήσω αυτόν τον σπάνιο φίλο και δυστυχώς τον έχασα πολύ πρόωρα. Οπως τον χάσαμε όλοι μας. Θα ζει όμως πάντα στις καρδιές μας. Μακάρι αυτό να είναι μια μικρή παρηγοριά για τους αγαπημένους του».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης