Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Η Ελλάδα που αγάπησαν συγγραφείς από όλον τον κόσμο
Η Ελλάδα που αγάπησαν συγγραφείς από όλον τον κόσμο
«Η Ελλάδα αποτελεί τη μεγαλύτερη σχέση έρωτα-μίσους για οποιονδήποτε πραγματικά εθισμένο σ' αυτήν. [...] Αλλά η Ελλάδα είναι μια μεγάλη απελπιστική φρενίτιδα γι' αυτούς που την κατανοούν...» είχε πει ο μεγάλος Αυστραλός συγγραφέας Πάτρικ Γουάιτ
UPD:
1
ΣΧΟΛΙΟ
Η τέχνη, ο πολιτισμός, η διανόηση, αλλά και το φυσικό τοπίο της Ελλάδας προσήλκυσαν κατά καιρούς το ενδιαφέρον πολλών συγγραφέων από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος Χένρι Μίλερ θα δημοσιεύσει το 1941 τον «Κολοσσό του Μαρουσιού», ένα ταξιδιωτικό αφήγημα στο οποίο θα συγκεντρώσει τις εντυπώσεις του γύρω από του πρόσωπο του Γ. Κ. Κατσίμπαλη, που υπήρξε ακάματος βιβλιογράφος, στενός φίλος του Γιώργου Σεφέρη και μια από τις πρωταγωνιστικές μορφές της γενιάς του 1930.
Από την πλευρά του, ο Λόρενς Ντάρελ, ο εκπατρισμένος από τη Βρετανία συγγραφέας, ο οποίος άφησε ως κληρονομιά στην παγκόσμια λογοτεχνία το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», θα δημοσιεύσει το 1957 το αυτοβιογραφικό χρονικό «Πικρολέμονα», που παρά τον απολογητικό του χαρακτήρα για την πολιτική των Άγγλων στην Κύπρο, θα αποτελέσει ένα βιβλίο με ανάγλυφους χαρακτήρες και συναρπαστική πλοκή. από τους Αγγλοσάξονες στη Γαλλία και στον ελληνιστή Ζακ Λακαριέρ, που έζησε πολλά χρόνια στην Ελλάδα και δημοσίευσε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980 πολλά έργα για την αρχαιοελληνική μυθολογία και φιλοσοφία, αλλά και για τους σύγχρονους Έλληνες.
Πιο γνωστό ανάμεσά τους, το πολυδιαβασμένο «Ελληνικό καλοκαίρι» (1976).
Όσο για τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, αγγλικής και ιρλανδικής καταγωγής, που πολέμησε εναντίον των ναζί στα βουνά της Κρήτης, πρωταγωνίστησε στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην Καρδαμύλη, θα δημοσιεύσει δύο σημαντικά περιηγητικά βιβλία για την Ελλάδα: τη «Μάνη» (1958) και τη «Ρούμελη» (1966).
Πέρσι, συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την γέννηση του μεγάλου Αυστραλού συγγραφέα Πάτρικ Γουάιτ (1912-2012).
Ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος Χένρι Μίλερ θα δημοσιεύσει το 1941 τον «Κολοσσό του Μαρουσιού», ένα ταξιδιωτικό αφήγημα στο οποίο θα συγκεντρώσει τις εντυπώσεις του γύρω από του πρόσωπο του Γ. Κ. Κατσίμπαλη, που υπήρξε ακάματος βιβλιογράφος, στενός φίλος του Γιώργου Σεφέρη και μια από τις πρωταγωνιστικές μορφές της γενιάς του 1930.
Από την πλευρά του, ο Λόρενς Ντάρελ, ο εκπατρισμένος από τη Βρετανία συγγραφέας, ο οποίος άφησε ως κληρονομιά στην παγκόσμια λογοτεχνία το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», θα δημοσιεύσει το 1957 το αυτοβιογραφικό χρονικό «Πικρολέμονα», που παρά τον απολογητικό του χαρακτήρα για την πολιτική των Άγγλων στην Κύπρο, θα αποτελέσει ένα βιβλίο με ανάγλυφους χαρακτήρες και συναρπαστική πλοκή. από τους Αγγλοσάξονες στη Γαλλία και στον ελληνιστή Ζακ Λακαριέρ, που έζησε πολλά χρόνια στην Ελλάδα και δημοσίευσε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980 πολλά έργα για την αρχαιοελληνική μυθολογία και φιλοσοφία, αλλά και για τους σύγχρονους Έλληνες.
Πιο γνωστό ανάμεσά τους, το πολυδιαβασμένο «Ελληνικό καλοκαίρι» (1976).
Όσο για τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, αγγλικής και ιρλανδικής καταγωγής, που πολέμησε εναντίον των ναζί στα βουνά της Κρήτης, πρωταγωνίστησε στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην Καρδαμύλη, θα δημοσιεύσει δύο σημαντικά περιηγητικά βιβλία για την Ελλάδα: τη «Μάνη» (1958) και τη «Ρούμελη» (1966).
Πέρσι, συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την γέννηση του μεγάλου Αυστραλού συγγραφέα Πάτρικ Γουάιτ (1912-2012).
Ο Πάτρικ Γουάιτ ανανέωσε εκ βάρθρων την αυστραλιανή λογοτεχνία, βγάζοντάς την από το τέλμα του απομονωτισμού της και φέρνοντάς την στο διεθνές προσκήνιο.
Αυτό το εγχείρημά του, όμως, κάθε άλλο παρά εύκολο υπήρξε. Γνώρισε πρωτοφανή αμφισβήτηση και λυσσαλέα αντίδραση, κυρίως από το αυστραλιανό κατεστημένο αλλά όχι μόνο, για τρεις κυρίως λόγους: (α) Εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του (κάτι το αδιανόητο και ασυγχώρητο για την άκρως συντηρητική, πουριτανική αυστραλιανή κοινωνία της τότε εποχής)• (β) των ριζοσπαστικών, αριστερών απόψεών του, καθώς βέβαια και του εκκεντρικού, εριστικού χαρακτήρα του, και (γ) της εξαιρετικά περίπλοκης και δύσβατης γραφής του που καθιστούσαν τα βιβλία του δυσνόητα και, ενίοτε, ακατάληπτα. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που ο Πάτρικ Γουάιτ υπήρξε ανέκαθεν το «μαύρο πρόβατο» μέσα στην ίδια του την πατρίδα.
Γι' αυτό και το έργο του έπρεπε να αναγνωρισθεί πρώτα στη Βρετανία και τις ΗΠΑ όπου πρωτοκυκλοφόρησε, και πολύ αργότερα στην Αυστραλία.
Αν και το βραβείο Νόμπελ εξομάλυνε κάπως την κατάσταση, ουσιαστικά η σχέση του συγγραφέα με την Αυστραλία και τους Αυστραλούς ουδέποτε αποκαταστάθηκε πλήρως.
Ο Πάτρικ Γουάιτ, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και μέσα από το συγγραφικό του έργο, είχε στενή επαφή με τον Ελληνισμό. Ωστόσο, παρά τον αδιαμφισβήτητο «έρωτά» του, όπως γράφει, για την Ελλάδα, βλέπει - από τότε! - τα ουκ ολίγα τρωτά της και δεν παρασύρεται συναισθηματικά, ούτε την εξιδανικεύει, όπως κάνουν άλλοι.
Αντιθέτως, στέκεται αντικειμενικά και κριτικά - κάποτε δηκτικά, αλλά πάντα δίκαια - απέναντί της, όπως αποκαλύπτουν τα διαχρονικά και πάντα επίκαιρα αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ψεγάδια στον καθρέφτη» που μετέφρασε κι επιμελήθηκε ο ομογενής πανεπιστημιακός και συγγραφέας δρ. Γιάννης Βασιλακάκος και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός» έπειτα από κρατική χορηγία προς τον μεταφραστή από το Αυστραλιανό Συμβούλιο Τεχνών (Australia Council for the Arts).
Στη δύσκολη καμπή που διέρχονται η Ελλάδα και ο Ελληνισμός, χρήσιμο θα ήταν να ξαναθυμηθούμε τις οξυδερκείς επισημάνσεις του μεγάλου Αυστραλού συγγραφέα, όπως δημοσιεύθηκαν στο «Νέο Κόσμο».
Για τη σχέση με την Ελλάδα: «Η Ελλάδα αποτελεί τη μεγαλύτερη σχέση έρωτα-μίσους για οποιονδήποτε πραγματικά εθισμένο σ' αυτήν. [...] Αλλά η Ελλάδα είναι μια μεγάλη απελπιστική φρενίτιδα γι' αυτούς που την κατανοούν...»
«Πρώτα εν εξάρσει, κατόπιν νευριασμένος, απελπιζόσουν, εξαπτόσουν και τελικά το έπαιρνες απόφαση - με άλλα λόγια, περνούσες όλο το φάσμα των αντιδράσεων που προξενεί μια σχέση με την Ελλάδα». [...]
Για την ελληνική επιπολαιότητα: «Η Ελλάδα είναι αρκετά επιπόλαιη, αν εξαιρέσουμε την πολιτική, αλλά κι εκεί η σύγχυση περισσεύει. Οι Έλληνες είναι μόνο για κουτσομπολιό, και το πολιτικό κουτσομπολιό είναι ένας αποπλανητικός τρόπος για να χάνεις τον καιρό σου. Λίγοι Έλληνες διαβάζουν οτιδήποτε εκτός από εφημερίδες, αν και οι λογοτεχνικές κλίκες αφθονούν, συνήθως περιστρεφόμενοι γύρω απ' τους ποιητές. Όταν ρωτάς γιατί δεν υπάρχουν περισσότεροι μυθιστοριογράφοι, σου λένε πως η πολιτική κατάσταση το καθιστά επικίνδυνο για τους Έλληνες να γράφουν μυθιστορήματα. Τη στιγμή που τόσοι πολλοί Έλληνες είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για τα πολιτικά τους πιστεύω, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως δεν είναι διατεθειμένοι να κόψουν το κουτσομπολιό τους για να αφοσιωθούν σε μακρόχρονες και κοπιώδεις περιόδους απομόνωσης που απαιτεί η συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Το κουτσομπολιό είναι διασκεδαστικό, ενδιαφέρον, ως τη στιγμή που θ' αρχίσεις να το βλέπεις σαν ένα ακόμη είδος εθισμού όπως τα ναρκωτικά. Τότε νοσταλγείς να ξεφύγεις από τα νύχια του».
Για την κατάντια της Ελλάδας: «[...] στη Μεγαλόπολη, μια τσιμεντοβιομηχανία επιστημονικής φαντασίας ξερνούσε σύννεφα σκόνης και καυσαέρια πάνω απ' τις πεδιάδες, τα λιόδεντρα, τα βουνά της Πελοποννήσου. Από τη Μεγαλόπολη ως την Τρίπολη είχα δίπλα μου έναν μικρόσωμο, παχύ, γκριζομάλλη άντρα, με μαύρο κοστούμι και σκούρα γυαλιά, που θύμιζε τους "σπουδαίους" Αυστραλοέλληνες. [...] Κάπου, κατά μήκος αυτού που ήταν κάποτε ο Σαρωνικός, ήταν ένας σταθμός όπου μας ξέρασε το λεωφορείο, δίνοντάς μας χρόνο να φάμε, αν το επιθυμούσαμε. Μας κόπηκε η όρεξη όταν ρίξαμε μια ματιά στις προοπτικές. Ενώ στεκόμασταν σε μια ξυλογέφυρα πάνω απ' τα οικτρώς κατεξευτελισμένα νερά εκείνου του κλασικού κολπίσκου, κοίταξα κάτω, κι εκεί, ανάμσεα στα σκουπίδια, ήταν ένα πλαστικό κουτάλι σταμπαρισμένο με τη λέξη «AMERICA».
Φτάσαμε στην Αθήνα και, μια ή δυο μέρες μετά την άφιξή μας, διαβάσαμε για ένα λαμπρό σχέδιο της κυβέρνησης να "αξιοποιήσει" το Ναβαρίνο χτίζοντας ναυπηγεία κι επεκτείνοντας τα υπάρχοντα διυλιστήρια. Ως coup de grâce οι σχεδιαστές οραματίζονταν μια τοποθεσία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Πύλο. Τύχη αγαθή, το έργο ναυάγησε, αλλά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 1980, η Ελλάδα επανήλθε μ' ένα σχέδιο μόνιμου χώρου για τη διεξαγωγή εκείνων των περίφημων ταραχοποιών-αγώνων, αυτήν τη φορά στην ίδια την Ολυμπία. Καλύτερα να έρθει το τέλος των Oλυμπιακών Αγώνων παρά το τέλος της Ελλάδος.
Το ΑΜΕRΙCΑ δεν το συναντάς μόνο πάνω σ' ένα πλαστικό κουτάλι πεταγμένο τυχαία δίπλα στο Σαρωνικό, αλλά είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα πάνω στο θύμα του. Έχει χαραχτεί με τατουάζ στο σώμα μιας θεάς που κατάντησε πόρνη, από τη φτώχια, τον υλισμό και τη διεθνή πολιτική».
Για την ελληνική «διχοτομία»: «Μετά το μεσημεριανό φαγητό κατεβήκαμε μπαίνοντας με το αυτοκίνητο κάτω στο χωριό και βγήκαμε από την άλλη μεριά όπου άρχιζε η προθέρμανση ενός πανηγυριού. Δε θυμάμαι ποιον άγιο τιμούσαν στο πανηγύρι, αλλά υπήρχαν άλογα, τσιγγάνοι, "χριστιανοί", το κουδούνισμα των ιπποσκευών, η φλυαρία των φωνών, μουσική από την κυκλική εξέδρα με τα αλογάκια και τα πρώτα κυματάκια από μια πλαστική θάλασσα. Τριγύρω και πάνω μας αυτή η ροή του πανηγυριού ήταν άλλη μια περίπτωση της ελληνικής διχοτομίας της γης και του πνεύματος».
Για τη ζωή στην Αθήνα: «Κατά διαστήματα ο θόρυβος που προκαλούσε ο σημερινός τρόπος ζωής μας έκανε να πεταγόμαστε σχεδόν έξω από το ρετιρέ στην οδό Σειρήνων. Στον σκελετό της πολυκατοικίας που υψωνόταν δίπλα μας ακουγόταν πάντα το παραπονεμένο στρίγκλισμα και η δόνηση απ' τα ηλεκτρικά τρυπάνια και τα κομπρεσέρ και η φωνή ενός νεαρού εργάτη που τραγουδούσε για τη χήρα, που τον καλούσε μέσα να την πηδήξει. Μερικές φορές ένα τρομαγμένο σπουργίτι προσγειωνόταν πάνω στην ταράτσα μας για τα ψίχουλα του πρωινού μας, αλλά γρήγορα εκτοξευόταν στο διάστημα από ένα τσιμεντένιο σβώλο που του πετούσαν από τη διπλανή οικοδομή. Ο μέσος Έλληνας δε μπορεί ποτέ ν' αφήσει ήσυχο πουλί, γάτα ή σκύλο». [...]
«Η άλλη πλευρά του φαραγγιού που μας χώριζε από την απέναντι πολυκατοικία, τα ανθρώπινα όρνια, εγκλωβισμένα σε σιδερένια μπαλκόνια μες στα μικρά τσιμεντένια κελιά όπου η τηλεόραση διαρκώς αναβοσβήνει, έκανε τους ανθρώπους να ζουν μια νευρική, πανομοιότυπη, απομονωμένη ζωή, ξεκομμένη από εκείνα τα κοινωνικά ενδιαφέροντα που είχαν κάποτε χαρεί στα χωριά τους.
Τρώνε ομολογουμένως καλύτερα - να υποθέσουμε ότι τα κομμάτια του μαρτυρικού αργεντίνικου βοδινού, οι στβάδες πηγμένων μακαρονιών και τα βουνά από πλαδαρές τηγανητές πατάτες είναι καλύτερα από ένα τσουκάλι φασόλια, ντομάτες, κρεμμύδια και μια γουλιά αψιού κόκκινου κρασιού στην άκρη του χωραφιού, κάτω απ' τη μεσημεριάτικη σκιά. Είναι ευτυχισμένοι, αυτοί οι χωριάτες του χτες, που τώρα τους αποκαλούν... "αγρότες"; Δε φαίνεται να είναι, αν κρίνει κανείς από τα ουρλιαχτά που μπήγουν μέσα από ορισμένα κλουβιά, από τις συζύγους που σπανίως φαίνονται (οι ίδιες σκλάβες σε διαφορετικό σκηνικό), από τους συζύγους που παίζουν νευρικά κομπολόγια κατά την επιστροφή τους από τη δουλειά μέσα στα φίσκα λεωφορεία και τα στραβοκάνικα παιδάκια που κολλούν τα μεσάνυχτα τα πρόσωπά τους πάνω στα κάγκελα». [...]
«Αναπνέαμε έναν αέρα γαρνιρισμένο από τσιμεντόσκονη και καυσαέρια βενζίνης και νιώθαμε άρρωστοι, ο Μανόλης απ' τους αρθριτικούς πόνους του, εγώ από ένα στήθος το πρόβλημα του οποίου δεν είχα τη δύναμη να ομολογήσω».
Για τον ελληνικό εκσυγχρονισμό: «Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες ποτέ δεν είναι πιο πρωτόγονοι απ' όταν φιλοδοξούν να εκσυγχρονισθούν. Τίποτα δεν λειτουργεί ποτέ. Καθώς ξεκινούσαμε μόλις χάραζε, δεν πείραζε και τόσο αν η ζεστή βρύση έτρεχε κρύο νερό και αν αποβραδίς κόπηκε το ρεύμα. Όταν οι γερασμένες κύστες μάς οδηγούσαν έξω να προσγειωθούμε στο σκοτάδι, η τουαλέτα εντοπιζόταν εύκολα από τη μυρωδιά της. Όταν κατά την άφιξή μας έδειξαν το δωμάτιό μας, τα ηλεκτρικά τρυπάνια δούλευαν ακόμη δίπλα, όπου ένα ακόμη τσιμεντένιο κτίριο στεκόταν ως φόρος τιμής στον εκσυγχρονισμό».
Για την ελληνική βαναυσότητα: «... ο Έλληνας έχει πάντα απόλυτη συνείδηση των ήχων ενός θαλάμου βασανιστηρίων στον οποίο η ψυχή του είναι μόνιμο θύμα. Μυημένος από τη σκληρότητα των Τούρκων και των Γερμανών, δεν είναι λιγότερο βασανιστής των Ελλήνων συμπατριωτών του, κι αυτό γίνεται μπούμερανγκ για τον ίδιο».
Για την ελληνική «αριστοκρατία»: «Τις ίδιες ιδιότητες βρίσκω σ' αυτό που ισοδυναμεί με τη σχεδόν εκλιπούσα αριστοκρατία της δημοκρατικής Ελλάδας, όπου μέλη των μεγάλων οικογενειών έγιναν δημοκρατικοί την εποχή του Βενιζέλου. Μια νέα τάξη προέκυψε γύρω από τη γερμανική μοναρχία που επέβαλαν άδικα στην Ελλάδα οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Οι παλαιότερες αριστοκρατικές οικογένειες παρέμειναν πιο κοντά στο λαό απ' αυτή την άλλη, νεόπλουτη αστική τάξη. Μέλη παλαιότερων οικογενειών καλλιεργούν τον δημοτικό λόγο, συχνά σε γελοίο βαθμό, και μερικές φορές αγκαλιάζουν την κομμουνιστική ιδεολογία». [...] «Αυτοί που έχουν ελληνική χωριάτικη καταγωγή και που αντιστάθηκαν στο να πουλήσουν τα σπίτια και τη γη τους, παραμένοντας πιστοί στις παραδόσεις των νησιών και των πυργόσπιτών τους, είναι η πραγματική αριστοκρατία της Ελλάδας».
Για το Άγιον Όρος: «Θυμόμουν τα μοναστήρια του 'Αθω όταν μου έκαναν λόγο για ένα σύνθημα έξω από μια ευαγγελική εκκλησία στη Νότια Ακτή της Νέας Νότιας Ουαλίας, "Οι εκκλησίες είναι νοσοκομεία για αμαρτωλούς, όχι ξενοδοχεία για αγίους." Ξενοδοχεία για τους "αγίους" που στεγάζουν έχουν γίνει μερικά απ' τα λιγότερο ασκητικά μοναστήρια του 'Αθω, και αναμφίβολα το πολυτελές Βατοπέδι, εκείνο το Χίλτον θα καταντήσει πραγματικό ξενοδοχείο για πλούσιους, ομοιογενείς τουρίστες και των δύο φύλων αντί της ποικιλίας εκκεντρικών αρρένων που διαπιστώσαμε πως ήμασταν κατά τη διάρκεια του σύντομου προσκυνήματός μας».
Για το Πήλιο: «... μαθαίνουμε πως έχουν χτιστεί πολυκατοικές στη Μακρυνίτσα, και μια νύχτα, το 1979, σ' έναν κινηματογράφο του Σίδνεϊ, γνωρίσαμε τη φρίκη σ' ένα χιονοδρομικό θέρετρο του Πηλίου, σε μια ταινία που προωθούσε τον τουρισμό στην Ελλάδα: καθίσματα μεταφοράς σκιέρ σε βουνοκορφή μέσω εναέριου καλωδίου, πρόχειρος χαβαλές, χιονοκουνελάκια, αλαζόνες, καυλιάρηδες, λεφτάδες ενήλικοι που τα εκλάμβαναν όλα ως δεδομένα. Θέλω να πείσω τον εαυτό μου πως δεν πρέπει να μισεί τα ανθρώπινα όντα.
Προσπαθώ να επικαλεστώ το όραμά μου για ένα πραγματικό τοπίο και τους κατοίκους στους οποίους ανήκει. Αλλά είναι δύσκολο να επιζήσουν τα ορμάματα στο πλαστικό παρόν, όπως η μάσκαρα κυλά απ' τα μουντζουρωμένα μάτια, και τα φουσκωμένα χείλη τρώνε κατά κόρον φαγητά μαζικής παραγωγής. Έρχεται κάποια στιγμή που ένα κύμα μισοχωνεμένης μελιτζάνας, κιμά και ντομάτας ξερνιέται πάνω στην οθόνη της μνήμης σαν ξινισμένος χείμαρρος».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αυτό το εγχείρημά του, όμως, κάθε άλλο παρά εύκολο υπήρξε. Γνώρισε πρωτοφανή αμφισβήτηση και λυσσαλέα αντίδραση, κυρίως από το αυστραλιανό κατεστημένο αλλά όχι μόνο, για τρεις κυρίως λόγους: (α) Εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του (κάτι το αδιανόητο και ασυγχώρητο για την άκρως συντηρητική, πουριτανική αυστραλιανή κοινωνία της τότε εποχής)• (β) των ριζοσπαστικών, αριστερών απόψεών του, καθώς βέβαια και του εκκεντρικού, εριστικού χαρακτήρα του, και (γ) της εξαιρετικά περίπλοκης και δύσβατης γραφής του που καθιστούσαν τα βιβλία του δυσνόητα και, ενίοτε, ακατάληπτα. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που ο Πάτρικ Γουάιτ υπήρξε ανέκαθεν το «μαύρο πρόβατο» μέσα στην ίδια του την πατρίδα.
Γι' αυτό και το έργο του έπρεπε να αναγνωρισθεί πρώτα στη Βρετανία και τις ΗΠΑ όπου πρωτοκυκλοφόρησε, και πολύ αργότερα στην Αυστραλία.
Αν και το βραβείο Νόμπελ εξομάλυνε κάπως την κατάσταση, ουσιαστικά η σχέση του συγγραφέα με την Αυστραλία και τους Αυστραλούς ουδέποτε αποκαταστάθηκε πλήρως.
Ο Πάτρικ Γουάιτ, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και μέσα από το συγγραφικό του έργο, είχε στενή επαφή με τον Ελληνισμό. Ωστόσο, παρά τον αδιαμφισβήτητο «έρωτά» του, όπως γράφει, για την Ελλάδα, βλέπει - από τότε! - τα ουκ ολίγα τρωτά της και δεν παρασύρεται συναισθηματικά, ούτε την εξιδανικεύει, όπως κάνουν άλλοι.
Αντιθέτως, στέκεται αντικειμενικά και κριτικά - κάποτε δηκτικά, αλλά πάντα δίκαια - απέναντί της, όπως αποκαλύπτουν τα διαχρονικά και πάντα επίκαιρα αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ψεγάδια στον καθρέφτη» που μετέφρασε κι επιμελήθηκε ο ομογενής πανεπιστημιακός και συγγραφέας δρ. Γιάννης Βασιλακάκος και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός» έπειτα από κρατική χορηγία προς τον μεταφραστή από το Αυστραλιανό Συμβούλιο Τεχνών (Australia Council for the Arts).
Στη δύσκολη καμπή που διέρχονται η Ελλάδα και ο Ελληνισμός, χρήσιμο θα ήταν να ξαναθυμηθούμε τις οξυδερκείς επισημάνσεις του μεγάλου Αυστραλού συγγραφέα, όπως δημοσιεύθηκαν στο «Νέο Κόσμο».
Για τη σχέση με την Ελλάδα: «Η Ελλάδα αποτελεί τη μεγαλύτερη σχέση έρωτα-μίσους για οποιονδήποτε πραγματικά εθισμένο σ' αυτήν. [...] Αλλά η Ελλάδα είναι μια μεγάλη απελπιστική φρενίτιδα γι' αυτούς που την κατανοούν...»
«Πρώτα εν εξάρσει, κατόπιν νευριασμένος, απελπιζόσουν, εξαπτόσουν και τελικά το έπαιρνες απόφαση - με άλλα λόγια, περνούσες όλο το φάσμα των αντιδράσεων που προξενεί μια σχέση με την Ελλάδα». [...]
Για την ελληνική επιπολαιότητα: «Η Ελλάδα είναι αρκετά επιπόλαιη, αν εξαιρέσουμε την πολιτική, αλλά κι εκεί η σύγχυση περισσεύει. Οι Έλληνες είναι μόνο για κουτσομπολιό, και το πολιτικό κουτσομπολιό είναι ένας αποπλανητικός τρόπος για να χάνεις τον καιρό σου. Λίγοι Έλληνες διαβάζουν οτιδήποτε εκτός από εφημερίδες, αν και οι λογοτεχνικές κλίκες αφθονούν, συνήθως περιστρεφόμενοι γύρω απ' τους ποιητές. Όταν ρωτάς γιατί δεν υπάρχουν περισσότεροι μυθιστοριογράφοι, σου λένε πως η πολιτική κατάσταση το καθιστά επικίνδυνο για τους Έλληνες να γράφουν μυθιστορήματα. Τη στιγμή που τόσοι πολλοί Έλληνες είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για τα πολιτικά τους πιστεύω, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως δεν είναι διατεθειμένοι να κόψουν το κουτσομπολιό τους για να αφοσιωθούν σε μακρόχρονες και κοπιώδεις περιόδους απομόνωσης που απαιτεί η συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Το κουτσομπολιό είναι διασκεδαστικό, ενδιαφέρον, ως τη στιγμή που θ' αρχίσεις να το βλέπεις σαν ένα ακόμη είδος εθισμού όπως τα ναρκωτικά. Τότε νοσταλγείς να ξεφύγεις από τα νύχια του».
Για την κατάντια της Ελλάδας: «[...] στη Μεγαλόπολη, μια τσιμεντοβιομηχανία επιστημονικής φαντασίας ξερνούσε σύννεφα σκόνης και καυσαέρια πάνω απ' τις πεδιάδες, τα λιόδεντρα, τα βουνά της Πελοποννήσου. Από τη Μεγαλόπολη ως την Τρίπολη είχα δίπλα μου έναν μικρόσωμο, παχύ, γκριζομάλλη άντρα, με μαύρο κοστούμι και σκούρα γυαλιά, που θύμιζε τους "σπουδαίους" Αυστραλοέλληνες. [...] Κάπου, κατά μήκος αυτού που ήταν κάποτε ο Σαρωνικός, ήταν ένας σταθμός όπου μας ξέρασε το λεωφορείο, δίνοντάς μας χρόνο να φάμε, αν το επιθυμούσαμε. Μας κόπηκε η όρεξη όταν ρίξαμε μια ματιά στις προοπτικές. Ενώ στεκόμασταν σε μια ξυλογέφυρα πάνω απ' τα οικτρώς κατεξευτελισμένα νερά εκείνου του κλασικού κολπίσκου, κοίταξα κάτω, κι εκεί, ανάμσεα στα σκουπίδια, ήταν ένα πλαστικό κουτάλι σταμπαρισμένο με τη λέξη «AMERICA».
Φτάσαμε στην Αθήνα και, μια ή δυο μέρες μετά την άφιξή μας, διαβάσαμε για ένα λαμπρό σχέδιο της κυβέρνησης να "αξιοποιήσει" το Ναβαρίνο χτίζοντας ναυπηγεία κι επεκτείνοντας τα υπάρχοντα διυλιστήρια. Ως coup de grâce οι σχεδιαστές οραματίζονταν μια τοποθεσία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Πύλο. Τύχη αγαθή, το έργο ναυάγησε, αλλά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 1980, η Ελλάδα επανήλθε μ' ένα σχέδιο μόνιμου χώρου για τη διεξαγωγή εκείνων των περίφημων ταραχοποιών-αγώνων, αυτήν τη φορά στην ίδια την Ολυμπία. Καλύτερα να έρθει το τέλος των Oλυμπιακών Αγώνων παρά το τέλος της Ελλάδος.
Το ΑΜΕRΙCΑ δεν το συναντάς μόνο πάνω σ' ένα πλαστικό κουτάλι πεταγμένο τυχαία δίπλα στο Σαρωνικό, αλλά είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα πάνω στο θύμα του. Έχει χαραχτεί με τατουάζ στο σώμα μιας θεάς που κατάντησε πόρνη, από τη φτώχια, τον υλισμό και τη διεθνή πολιτική».
Για την ελληνική «διχοτομία»: «Μετά το μεσημεριανό φαγητό κατεβήκαμε μπαίνοντας με το αυτοκίνητο κάτω στο χωριό και βγήκαμε από την άλλη μεριά όπου άρχιζε η προθέρμανση ενός πανηγυριού. Δε θυμάμαι ποιον άγιο τιμούσαν στο πανηγύρι, αλλά υπήρχαν άλογα, τσιγγάνοι, "χριστιανοί", το κουδούνισμα των ιπποσκευών, η φλυαρία των φωνών, μουσική από την κυκλική εξέδρα με τα αλογάκια και τα πρώτα κυματάκια από μια πλαστική θάλασσα. Τριγύρω και πάνω μας αυτή η ροή του πανηγυριού ήταν άλλη μια περίπτωση της ελληνικής διχοτομίας της γης και του πνεύματος».
Για τη ζωή στην Αθήνα: «Κατά διαστήματα ο θόρυβος που προκαλούσε ο σημερινός τρόπος ζωής μας έκανε να πεταγόμαστε σχεδόν έξω από το ρετιρέ στην οδό Σειρήνων. Στον σκελετό της πολυκατοικίας που υψωνόταν δίπλα μας ακουγόταν πάντα το παραπονεμένο στρίγκλισμα και η δόνηση απ' τα ηλεκτρικά τρυπάνια και τα κομπρεσέρ και η φωνή ενός νεαρού εργάτη που τραγουδούσε για τη χήρα, που τον καλούσε μέσα να την πηδήξει. Μερικές φορές ένα τρομαγμένο σπουργίτι προσγειωνόταν πάνω στην ταράτσα μας για τα ψίχουλα του πρωινού μας, αλλά γρήγορα εκτοξευόταν στο διάστημα από ένα τσιμεντένιο σβώλο που του πετούσαν από τη διπλανή οικοδομή. Ο μέσος Έλληνας δε μπορεί ποτέ ν' αφήσει ήσυχο πουλί, γάτα ή σκύλο». [...]
«Η άλλη πλευρά του φαραγγιού που μας χώριζε από την απέναντι πολυκατοικία, τα ανθρώπινα όρνια, εγκλωβισμένα σε σιδερένια μπαλκόνια μες στα μικρά τσιμεντένια κελιά όπου η τηλεόραση διαρκώς αναβοσβήνει, έκανε τους ανθρώπους να ζουν μια νευρική, πανομοιότυπη, απομονωμένη ζωή, ξεκομμένη από εκείνα τα κοινωνικά ενδιαφέροντα που είχαν κάποτε χαρεί στα χωριά τους.
Τρώνε ομολογουμένως καλύτερα - να υποθέσουμε ότι τα κομμάτια του μαρτυρικού αργεντίνικου βοδινού, οι στβάδες πηγμένων μακαρονιών και τα βουνά από πλαδαρές τηγανητές πατάτες είναι καλύτερα από ένα τσουκάλι φασόλια, ντομάτες, κρεμμύδια και μια γουλιά αψιού κόκκινου κρασιού στην άκρη του χωραφιού, κάτω απ' τη μεσημεριάτικη σκιά. Είναι ευτυχισμένοι, αυτοί οι χωριάτες του χτες, που τώρα τους αποκαλούν... "αγρότες"; Δε φαίνεται να είναι, αν κρίνει κανείς από τα ουρλιαχτά που μπήγουν μέσα από ορισμένα κλουβιά, από τις συζύγους που σπανίως φαίνονται (οι ίδιες σκλάβες σε διαφορετικό σκηνικό), από τους συζύγους που παίζουν νευρικά κομπολόγια κατά την επιστροφή τους από τη δουλειά μέσα στα φίσκα λεωφορεία και τα στραβοκάνικα παιδάκια που κολλούν τα μεσάνυχτα τα πρόσωπά τους πάνω στα κάγκελα». [...]
«Αναπνέαμε έναν αέρα γαρνιρισμένο από τσιμεντόσκονη και καυσαέρια βενζίνης και νιώθαμε άρρωστοι, ο Μανόλης απ' τους αρθριτικούς πόνους του, εγώ από ένα στήθος το πρόβλημα του οποίου δεν είχα τη δύναμη να ομολογήσω».
Για τον ελληνικό εκσυγχρονισμό: «Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες ποτέ δεν είναι πιο πρωτόγονοι απ' όταν φιλοδοξούν να εκσυγχρονισθούν. Τίποτα δεν λειτουργεί ποτέ. Καθώς ξεκινούσαμε μόλις χάραζε, δεν πείραζε και τόσο αν η ζεστή βρύση έτρεχε κρύο νερό και αν αποβραδίς κόπηκε το ρεύμα. Όταν οι γερασμένες κύστες μάς οδηγούσαν έξω να προσγειωθούμε στο σκοτάδι, η τουαλέτα εντοπιζόταν εύκολα από τη μυρωδιά της. Όταν κατά την άφιξή μας έδειξαν το δωμάτιό μας, τα ηλεκτρικά τρυπάνια δούλευαν ακόμη δίπλα, όπου ένα ακόμη τσιμεντένιο κτίριο στεκόταν ως φόρος τιμής στον εκσυγχρονισμό».
Για την ελληνική βαναυσότητα: «... ο Έλληνας έχει πάντα απόλυτη συνείδηση των ήχων ενός θαλάμου βασανιστηρίων στον οποίο η ψυχή του είναι μόνιμο θύμα. Μυημένος από τη σκληρότητα των Τούρκων και των Γερμανών, δεν είναι λιγότερο βασανιστής των Ελλήνων συμπατριωτών του, κι αυτό γίνεται μπούμερανγκ για τον ίδιο».
Για την ελληνική «αριστοκρατία»: «Τις ίδιες ιδιότητες βρίσκω σ' αυτό που ισοδυναμεί με τη σχεδόν εκλιπούσα αριστοκρατία της δημοκρατικής Ελλάδας, όπου μέλη των μεγάλων οικογενειών έγιναν δημοκρατικοί την εποχή του Βενιζέλου. Μια νέα τάξη προέκυψε γύρω από τη γερμανική μοναρχία που επέβαλαν άδικα στην Ελλάδα οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Οι παλαιότερες αριστοκρατικές οικογένειες παρέμειναν πιο κοντά στο λαό απ' αυτή την άλλη, νεόπλουτη αστική τάξη. Μέλη παλαιότερων οικογενειών καλλιεργούν τον δημοτικό λόγο, συχνά σε γελοίο βαθμό, και μερικές φορές αγκαλιάζουν την κομμουνιστική ιδεολογία». [...] «Αυτοί που έχουν ελληνική χωριάτικη καταγωγή και που αντιστάθηκαν στο να πουλήσουν τα σπίτια και τη γη τους, παραμένοντας πιστοί στις παραδόσεις των νησιών και των πυργόσπιτών τους, είναι η πραγματική αριστοκρατία της Ελλάδας».
Για το Άγιον Όρος: «Θυμόμουν τα μοναστήρια του 'Αθω όταν μου έκαναν λόγο για ένα σύνθημα έξω από μια ευαγγελική εκκλησία στη Νότια Ακτή της Νέας Νότιας Ουαλίας, "Οι εκκλησίες είναι νοσοκομεία για αμαρτωλούς, όχι ξενοδοχεία για αγίους." Ξενοδοχεία για τους "αγίους" που στεγάζουν έχουν γίνει μερικά απ' τα λιγότερο ασκητικά μοναστήρια του 'Αθω, και αναμφίβολα το πολυτελές Βατοπέδι, εκείνο το Χίλτον θα καταντήσει πραγματικό ξενοδοχείο για πλούσιους, ομοιογενείς τουρίστες και των δύο φύλων αντί της ποικιλίας εκκεντρικών αρρένων που διαπιστώσαμε πως ήμασταν κατά τη διάρκεια του σύντομου προσκυνήματός μας».
Για το Πήλιο: «... μαθαίνουμε πως έχουν χτιστεί πολυκατοικές στη Μακρυνίτσα, και μια νύχτα, το 1979, σ' έναν κινηματογράφο του Σίδνεϊ, γνωρίσαμε τη φρίκη σ' ένα χιονοδρομικό θέρετρο του Πηλίου, σε μια ταινία που προωθούσε τον τουρισμό στην Ελλάδα: καθίσματα μεταφοράς σκιέρ σε βουνοκορφή μέσω εναέριου καλωδίου, πρόχειρος χαβαλές, χιονοκουνελάκια, αλαζόνες, καυλιάρηδες, λεφτάδες ενήλικοι που τα εκλάμβαναν όλα ως δεδομένα. Θέλω να πείσω τον εαυτό μου πως δεν πρέπει να μισεί τα ανθρώπινα όντα.
Προσπαθώ να επικαλεστώ το όραμά μου για ένα πραγματικό τοπίο και τους κατοίκους στους οποίους ανήκει. Αλλά είναι δύσκολο να επιζήσουν τα ορμάματα στο πλαστικό παρόν, όπως η μάσκαρα κυλά απ' τα μουντζουρωμένα μάτια, και τα φουσκωμένα χείλη τρώνε κατά κόρον φαγητά μαζικής παραγωγής. Έρχεται κάποια στιγμή που ένα κύμα μισοχωνεμένης μελιτζάνας, κιμά και ντομάτας ξερνιέται πάνω στην οθόνη της μνήμης σαν ξινισμένος χείμαρρος».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
UPD:
1
ΣΧΟΛΙΟ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα