Η Coca-Cola ταυτίζεται διαχρονικά με τα Χριστούγεννα και τις εορτές του νέου έτους και το κάνει πάντοτε μοναδικά. Φέτος το κάνει ακόμη καλύτερα, πραγματοποιώντας με το κατακόκκινο φορτηγό το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο tour που έγινε ποτέ στην Ελλάδα και μας προσκαλεί να φέρουμε τη μαγεία... στο χωριό μας!
«Εσύ και 80 χρόνων να πας, Ελενίτσα θα είσαι!»: Η Ελένη Τσαλιγοπούλου έχει μάθει στη σκηνή να βγάζει πάντα τα παπούτσια της
«Εσύ και 80 χρόνων να πας, Ελενίτσα θα είσαι!»: Η Ελένη Τσαλιγοπούλου έχει μάθει στη σκηνή να βγάζει πάντα τα παπούτσια της
Με φόντο το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι της στους Θρακομακεδόνες, η πάντα αναπάντεχη τραγουδίστρια μοιράζεται με το protothema.gr ιστορίες από το «Άλμπουμ» της ζωής της, με αφορμή τις νέες εμφανίσεις της στην «Πειραιώς 131», κάνοντας με έναν μαγικό τρόπο την εντελώς προσωπική της στιγμή, παρέα
Η «Ελενίτσα» όπως τη φωνάζει η Δήμητρα Γαλάνη, η «μπέμπα» για τον Γιώργο Νταλάρα και ο «θείος» της για εκείνη, η Μαντόνα, όπως την αποκάλεσε ο Μάνος Χατζιδάκις όταν την πρωτοσυνάντησε: είναι εκείνο το κορίτσι που ξεκίνησε από τη Νάουσα με μία καθαρή κρυστάλλινη σοπράνο φωνή, τραγουδώντας βιωματικά πάνω στα χνάρια της Μαρίκας Νίνου, της Ρόζας Εσκενάζυ, της Στέλλας Χασκίλ, και έχοντας στα αυτιά της τα διονυσιακά νταούλια και τους ζουρνάδες της Μακεδονίας. Είναι η ίδια εκρηκτική ερμηνεύτρια επί σκηνής που ύστερα από 30 και χρόνια, δεν χρειάζεται πια να αποδείξει σε κανέναν την χωρίς ηλικία νιότη της. Το στίγμα της την καθορίζει.
«Έχω κόψει το κάπνισμα εδώ και 1,5 χρόνο» μου λέει ανακουφισμένη, καθώς με υποδέχεται στη μονοκατοικία της, ψηλά στους Θρακομακεδόνες. «Το έκοψα. Εγώ που κάπνιζα σαν μαύρη. Αλλά έπρεπε, με την επέμβαση στον θυρεοειδή που έκανα. Τώρα έχω φωνή να φαν’ κι οι κότες!» λέει ξεκαρδισμένη με εκείνο το γάργαρο γέλιο της. Προσφέρει μελομακάρονα, εντυπωσιάζεται με τη γάτα που παραμένει ήσυχη στην κουζίνα, από τον πάνω όροφο ακούγεται μία ηλεκτρική κιθάρα να παίζει- «Είναι ο καλός μου, ο Σπύρος, κάνει πρόβα το πρόγραμμα που ετοιμάζουμε»- και όταν το μάτι μου πέφτει σε μια φωτογραφία πάνω στον ξύλινο μπουφέ: «Είναι ο γιος μου ο Αργύρης» λέει.
Παρατηρώ τη συγκλονιστική θέα από το μπαλκόνι και της θυμίζω εντυπωσιασμένος, ένα απίθανο live της με τους Bogaz Musique που είχε τύχει να δω πριν τρία καλοκαίρια στο Άλσος Βείκου. Ξυπόλυτη, με ένα μακρύ ροζ φουστάνι που το είχε δέσει κόμπους στις άκρες, χόρευε, τραγουδούσε και έτρεχε μες στον κόσμο σε μία σχεδόν μεταφυσική εμπειρία επαφής και επικοινωνίας με όλους.
«Μπορείς να φθαρείς μπροστά στον κόσμο»
Όλοι λέμε ότι χρειάζεται ταλέντο για να είσαι τραγουδιστής, αλλά δεν φτάνει σίγουρα μόνο αυτό. Θέλει να έχεις καλή ζωή, να έχεις επιλέξει σωστά τους φίλους σου, τους ανθρώπους σου, τους μουσικούς σου, να δημιουργήσεις δηλαδή μέσα από τη ζωή σου μια αισθητική. Τότε αισθάνεσαι μια σιγουριά, οπότε μπορείς ό,τι θέλεις να κάνεις, να κανιβαλίσεις τον εαυτό σου, να ιδρώσεις, να χαλάσεις τα μαλλιά σου, να φθαρείς μπροστά στον κόσμο, να κάνεις κόμπους στο φόρεμα και να δείξεις ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία παρά μόνο η τέχνη της επικοινωνίας μέσα από το τραγούδι.
Η μεγάλη τέχνη της δύναμης του τραγουδιού
Δεν είναι ένα είδος πολυτέλειας το τραγούδι και η επικοινωνία με το τραγούδι. Δεν έχει τίποτα εστέτ για μένα. Το καλύτερο πράγμα που μπορώ να κάνω, είναι να γίνω ένα με τον κόσμο. Να μπορέσω να τον επηρεάσω με το αίσθημα των τραγουδιών και να μπορώ να διονυσιαστώ μαζί τους. Μετά από 30 χρόνια, αυτό νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη τέχνη της δύναμης του τραγουδιού.
«Χοροπηδούσα σαν το κατσίκι και γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα»
Όταν ξεκίνησα και μπήκα στον χώρο, και βέβαια με ενδιέφερε να είμαι ωραία, να φοράω ωραία ψηλά τακούνια, να είμαι ωραία βαμμένη, ωραία χτενισμένα τα μαλλιά μου, τα ρούχα μου, όλα αυτά…. Στη συνέχεια όμως έβλεπα ότι μέσα σε κάνα 20λεπτο, όλο αυτό κατέρρεε. Γιατί εγώ χοροπηδούσα σαν το κατσίκι, γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα, οπότε δεν υπήρχε ούτε make up, ούτε μαλλί, ούτε τίποτα. Και αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν και κυρίως δεν ενοχλούσε εμένα. Οπότε σιγά άρχισα να μη δίνω σημασία σε όλο αυτό. Όχι δηλαδή ότι δεν θα προσέξω τι θα βάλω, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι δεν είναι αυτό που έχει σημασία για τον κόσμο. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι πρέπει να πετάξω αυτά που δεν μου χρειάζονταν. Ο καθωσπρεπισμός, η τεράστια φιλαρέσκεια, όλα αυτά ανήκουν στην παλιά εποχή.
«Έχω κόψει το κάπνισμα εδώ και 1,5 χρόνο» μου λέει ανακουφισμένη, καθώς με υποδέχεται στη μονοκατοικία της, ψηλά στους Θρακομακεδόνες. «Το έκοψα. Εγώ που κάπνιζα σαν μαύρη. Αλλά έπρεπε, με την επέμβαση στον θυρεοειδή που έκανα. Τώρα έχω φωνή να φαν’ κι οι κότες!» λέει ξεκαρδισμένη με εκείνο το γάργαρο γέλιο της. Προσφέρει μελομακάρονα, εντυπωσιάζεται με τη γάτα που παραμένει ήσυχη στην κουζίνα, από τον πάνω όροφο ακούγεται μία ηλεκτρική κιθάρα να παίζει- «Είναι ο καλός μου, ο Σπύρος, κάνει πρόβα το πρόγραμμα που ετοιμάζουμε»- και όταν το μάτι μου πέφτει σε μια φωτογραφία πάνω στον ξύλινο μπουφέ: «Είναι ο γιος μου ο Αργύρης» λέει.
Παρατηρώ τη συγκλονιστική θέα από το μπαλκόνι και της θυμίζω εντυπωσιασμένος, ένα απίθανο live της με τους Bogaz Musique που είχε τύχει να δω πριν τρία καλοκαίρια στο Άλσος Βείκου. Ξυπόλυτη, με ένα μακρύ ροζ φουστάνι που το είχε δέσει κόμπους στις άκρες, χόρευε, τραγουδούσε και έτρεχε μες στον κόσμο σε μία σχεδόν μεταφυσική εμπειρία επαφής και επικοινωνίας με όλους.
«Μπορείς να φθαρείς μπροστά στον κόσμο»
Όλοι λέμε ότι χρειάζεται ταλέντο για να είσαι τραγουδιστής, αλλά δεν φτάνει σίγουρα μόνο αυτό. Θέλει να έχεις καλή ζωή, να έχεις επιλέξει σωστά τους φίλους σου, τους ανθρώπους σου, τους μουσικούς σου, να δημιουργήσεις δηλαδή μέσα από τη ζωή σου μια αισθητική. Τότε αισθάνεσαι μια σιγουριά, οπότε μπορείς ό,τι θέλεις να κάνεις, να κανιβαλίσεις τον εαυτό σου, να ιδρώσεις, να χαλάσεις τα μαλλιά σου, να φθαρείς μπροστά στον κόσμο, να κάνεις κόμπους στο φόρεμα και να δείξεις ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία παρά μόνο η τέχνη της επικοινωνίας μέσα από το τραγούδι.
Η μεγάλη τέχνη της δύναμης του τραγουδιού
Δεν είναι ένα είδος πολυτέλειας το τραγούδι και η επικοινωνία με το τραγούδι. Δεν έχει τίποτα εστέτ για μένα. Το καλύτερο πράγμα που μπορώ να κάνω, είναι να γίνω ένα με τον κόσμο. Να μπορέσω να τον επηρεάσω με το αίσθημα των τραγουδιών και να μπορώ να διονυσιαστώ μαζί τους. Μετά από 30 χρόνια, αυτό νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη τέχνη της δύναμης του τραγουδιού.
«Χοροπηδούσα σαν το κατσίκι και γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα»
Όταν ξεκίνησα και μπήκα στον χώρο, και βέβαια με ενδιέφερε να είμαι ωραία, να φοράω ωραία ψηλά τακούνια, να είμαι ωραία βαμμένη, ωραία χτενισμένα τα μαλλιά μου, τα ρούχα μου, όλα αυτά…. Στη συνέχεια όμως έβλεπα ότι μέσα σε κάνα 20λεπτο, όλο αυτό κατέρρεε. Γιατί εγώ χοροπηδούσα σαν το κατσίκι, γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα, οπότε δεν υπήρχε ούτε make up, ούτε μαλλί, ούτε τίποτα. Και αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν και κυρίως δεν ενοχλούσε εμένα. Οπότε σιγά άρχισα να μη δίνω σημασία σε όλο αυτό. Όχι δηλαδή ότι δεν θα προσέξω τι θα βάλω, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι δεν είναι αυτό που έχει σημασία για τον κόσμο. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι πρέπει να πετάξω αυτά που δεν μου χρειάζονταν. Ο καθωσπρεπισμός, η τεράστια φιλαρέσκεια, όλα αυτά ανήκουν στην παλιά εποχή.
«Η Ελένη δεν έβγαλε σήμερα τα παπούτσια της και μάλλον δεν έχει περάσει καλά»
Πολλές φορές το λένε. Και αυτό με συγκινεί πάρα πολύ. Γιατί το θέμα είναι ότι εγώ προσπαθώ να τους μεταφέρω κάπου, εγώ να τους κάνω να περάσουν καλά. Εντάξει τα παπούτσια δεν ξέρω αν θα μπορώ να τα βγάζω εφ’ όρου, αλλά σίγουρα τα παπούτσια βγήκαν στην κυριολεξία για να γειωθώ και να γίνω ένα με τον κόσμο.
«Ελένη έχεις πόδια; Νομίζαμε δεν έχεις!»
Στη δεκαετία του ‘80 η μόδα ήταν με ριχτά φορέματα, με βάτες και επίσης εμείς ήμασταν τα παιδιά της έντεχνης σχολής, ας πούμε. Αυτό είχε και ένα ενδυματολόγιο θα έλεγα. Δεν ήταν ακριβώς πρωτόκολλο, αλλά νομίζω εκεί κάπου ταιριάζαμε εμείς. Ένας φίλος θυμάμαι, εκεί στις αρχές του ’90, επειδή με είδε να φοράω μια στενή φούστα πάνω από το γόνατο, με ρώτησε έκθαμβος: «Ελένη έχεις πόδια; Νομίζαμε δεν έχεις!». Αυτό μου είχε κάνει απίθανη εντύπωση και ήταν ο λόγος που άρχισα να προσέχω λίγο πώς ντύνομαι, δηλαδή να βγαίνω και κορίτσι και γυναίκα. Να γίνω θηλυκό δηλαδή.
«Σχεδόν με κατηγόρησαν ότι θέλω να γίνω Βίσση»
Ήταν το ‘99 νομίζω όπου ουσιαστικά έγινε ένα υπέρογκο hit το “Πιάσε με” . Μαζί με αυτό υπήρχε μια αλλαγή στα μαλλιά μου, κουρεύτηκα, τα έκανα πιο ξανθά, αλλά κυρίως ήταν το τραγούδι το οποίο σόκαρε τους πάντες. Αλλά να ξέρεις την προηγούμενη δεκαετία το είχε πάθει αυτό η Χαρούλα Αλεξίου με το «Δι’ ευχών». Δηλαδή γενικότερα όταν έχουμε μια τραγουδίστρια που έχει λαϊκό έρεισμα, δηλαδή ο κόσμος τη θέλει λαϊκή τραγουδίστρια, τραγουδάει καλά τα λαϊκά τραγούδια, έχει ένα θέμα με το τι σημαίνει εξέλιξη ή με το ποια εξέλιξη θέλει ο κόσμος. Εγώ έκανα μια στροφή στο τέλος του ’90, όπου άρχισα να τραγουδώ πιο ποπ τραγούδια. Ειδικά σε αυτό τον δίσκο «Αλλάζει κάθε που βραδιάζει», είναι ίσως από τα μοναδικά μου άλμπουμ όπου όλα τα τραγούδια έγιναν γνωστά. Πολλά από αυτά τα τραγουδώ και σήμερα, είναι διαχρονικά. Αυτό κάπως τάραξε τα νερά εκείνης της εποχής. Πάντως με ανακουφίζει σε ένα βαθμό. Γιατί ο καλλιτέχνης πρέπει να δείχνει τον κόσμο και όχι ο κόσμος τον καλλιτέχνη. Η τέχνη του τραγουδιού είναι πολύ υψηλή.
«Γίναμε η εικόνα μας, χάσαμε την ουσία μας»
Δεν θέλω να είμαι αχάριστη, αλλά η δική μου η γενιά το χάρηκε όλο αυτό στην αρχή του, και με τα λάθη και με τα σωστά. Είχε μια αγνότητα και η τηλεόραση και τα social media τότε. Δηλαδή μέχρι και το 2010 υπήρχε μια αθωότητα σε εισαγωγικά. Από ένα σημείο και μετά, άλλαξε όλο αυτό. Γίναμε η εικόνα μας, χάσαμε την ουσία μας. Είτε είμαστε τραγουδιστές, είτε συνθέτες, είτε ηθοποιοί, χάσαμε τον λόγο που υπάρχουμε και έπρεπε να γίνουμε πρώτα η εικόνα μας. «Πάμε να δούμε» δηλαδή, όχι «Πάμε να ακούσουμε». Άρχισε δηλαδή ποιος θα κάνει το καλύτερο, το μεγαλύτερο, το πιο ακριβό, το πιο… Μεγαλοπιαστήκαμε. Και επίσης όλη αυτή η καθημερινότητα, 5 μέρες την εβδομάδα να υπάρχει live του ίδιου καλλιτέχνη; Το θεωρώ υπερβολή. Ήρθε η κρίση και έκανε μια διορθωτική κίνηση. Δεν μπορεί ο κόσμος να δίνει τόσα λεφτά καθημερινά. Θα επιλέξει πιο σωστά να πάει να δει τον καλλιτέχνη που θέλει, κι αυτό είναι πιο σωστό έτσι και αλλιώς.
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο στο instagram
Δεν είμαι και η καλύτερη στο θέμα instagram και facebook. Αλλά έχω καλούς ανθρώπους γύρω μου και καλούς φίλους που με βοηθάνε σε όλο αυτό. Το instagram το παρακολουθώ λίγο καλύτερα. Δεν το κατανοώ όμως, οφείλω να ομολογήσω. Νομίζω ότι παίρνει πάρα πολύ χρόνο για να μπορέσεις να έρθεις σε επαφή με το κοινό σου, να απαντάς μέσα από τα social media. Και έχω πραγματικά πάρα πολλά να κάνω. Δεν μου φτάνει ο χρόνος.
«Θέλω να είμαι κανονικός άνθρωπος»
Ειδικά το τελευταίο διάστημα, μετά το θέμα της υγείας μου που έκανα επέμβαση στον θυρεοειδή μου και έπρεπε να ασχοληθώ λίγο με τον εαυτό μου, αισθάνθηκα λίγο νορμάλ ως άνθρωπος. Έκανα βόλτες στο βουνό, λίγο γυμναστική, λίγο άσκηση με τη φωνή μου. Είχα χρόνια να το νιώσω αυτό, ίσως και ποτέ. Και αυτό μου λείπει. Θέλω να είμαι κανονικός άνθρωπος.
«Τι συμβαίνει με την Ελένη Τσαλιγοπούλου που φοράει συνέχεια γυαλιά; Που είναι χοντρή;…»
Η αλήθεια είναι ότι κοινοποίησα εγώ στο instagram το θέμα της επέμβασης και της υγείας μου, γιατί πέρυσι το χειμώνα διάφορα διαδικτυακά gossip γράφανε με έναν πολύ τραγικό τρόπο: «Τι συμβαίνει με την Ελένη Τσαλιγοπούλου που φοράει συνέχεια γυαλιά; Που είναι χοντρή;…». Ξέρεις, όλο αυτό… Και δεν ήθελα να αφήσω αυτή την εικόνα. Θεωρώ ότι είναι κρίμα να μην λέμε για τα προβλήματα της υγείας. Ειδικά ο θυρεοειδής σαρώνει όλο τον κόσμο, είναι πραγματικά η ασθένεια της εποχής μας. Για ποιο λόγο να μη μιλήσω; Για να καταλάβει και ο κόσμος ότι δεν έχω πάθει κάτι βαρύ τελοσπάντων. Απλά έκανα τον θυρεοειδή, έπαθα μια οφθαλμοπάθεια, αλλά όλα αυτά είναι μέσα στη ζωή. Και είμαι και ένα αισιόδοξο πρόσωπο που μπορώ να δίνω κουράγιο στους άλλους. Και ναι, θα περάσουν όλα! Όσο για τη φωτογραφία μου με το μπικίνι και το ψάθινο καπέλο, ήθελα να δείξω ότι είμαι μια κανονική γυναίκα που μπορεί μέχρι και τον Οκτώβριο να κάνει μπάνιο στη θάλασσα.
«Νιώθω ότι έχασα συγγενή μου…»
Ο Γιώργος Ζήκας είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου. Ο πρώτος μου δίσκος. Ε, αυτό τα λέει όλα. Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι το πρώτο βράδυ που τραγούδησα στην «Όμορφη Νύχτα» στη Θεσσαλονίκη το ‘84, ‘85 εκεί περίπου, ήρθε και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Με έκανε να αισθανθώ τρελή αυτοπεποίθηση παρ’ όλο που του είπα όχι. Γιατί φοβόμουν τα πάντα. Ήμουν ένα πιτσιρίκι. Ο Γιώργος με άκουσε μέσα στην καρδιά του, μέσα στο κεφάλι του και έγραψε τραγούδια για μένα. Μου θυμίζει πάντα τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης που ήταν πιο χαλαροί, αληθινοί, που μπορούσαν να εργάζονται αλλά και να διασκεδάζουν. Και να κρατάνε πολύ ψηλά αυτό που λέμε «Πρέπει να ζήσουμε καλά». Η ζωή είναι μικρή, όχι τόσο άγχος. Μάλιστα έμαθα ότι ‘’έφυγε’’ από χαρά. Ήταν πάρα πολύ χαρούμενος για το πολύ ωραίο βιβλίο που έγραψε και πήγαινε να δώσει συνέντευξη. Και ‘’έφυγε’’ από χαρά. Ένας τέλειος θάνατος. Κι εγώ έτσι θα ήθελα να ‘’φύγω’’.
«Έκανα λάθη στη ζωή μου, στα προσωπικά μου»
Στα όνειρά μου τα κανονικά, του ύπνου δηλαδή, έχω βρει τον τρόπο να πετάω. Όποιος θέλει να έρθει να με ρωτήσει! Τα όνειρά μου τα άλλα, τα αρχικά; Μου βγήκαν. Της πιτσιρίκας δηλαδή που θέλει να γίνει τραγουδίστρια και ‘’ψήνει’’ όλο τον κόσμο ότι ναι, θα τα καταφέρω. Μου χαρίστηκε αυτό το ωραίο ταξίδι. Γνώρισα, έμαθα, μεγάλωσα, ωρίμασα, έγινα καλύτερος άνθρωπος. Έζησα πολύ ωραία πράγματα, αλλά και άλλα πολύ μυστήρια και σκοτεινά. Όλα μαζί. Αυτός ο κόσμος που έχει πολύ φως έχει και την άλλη όψη, με πολύ σκοτάδι. Σε πολλά, έκανα λάθη. Αλλά πιο πολύ, στα προσωπικά θα έλεγα, της ζωής μου. Λίγο άφησα τη ζωή μου σε ένα δεύτερο επίπεδο. Τελικά κατάλαβα μέσα στα χρόνια ότι αν δεν έχεις ζωή, δεν μπορείς να εξελίξεις την τέχνη σου.
«Το διαμαντάκι που κρατάω καλά κρυμμένο»
Μεγάλωσα με την ξένη μουσική που άκουγε ο αδελφός μου, την καλή ξένη μουσική στη δεκαετία του ’70. Βεβαίως ο Καλδάρας, ο Τσιτσάνης, ο Ζαμπέτας, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος…. όλοι μαζί αυτοί οι ήχοι βαράνε μέσα μου. Και επίσης μην ξεχνάμε τη μετέπειτα εποχή μετά το ’80. Έχει τεράστια γκάμα η ελληνική μουσική, αστική, λαϊκή, παραδοσιακή… Εκεί θα μπορούσα να βάλω μια μικρή εξαίρεση: το τραγούδι της παράδοσης το έχω βιωμένο λόγω καταγωγής. Η Νάουσα έχει πολύ ισχυρή παράδοση και επίσης έχω μια οικογένεια όπου ο μπαμπάς μου ήταν καταπληκτικός ψάλτης και τραγουδούσε τα παραδοσιακά τέλεια. Αυτό είναι το διαμαντάκι μου και το κρατάω καλά κρυμμένο.
«Δεν μπορείς να με πεις εμένα εύκολα λαϊκή τραγουδίστρια»
Μπορεί να έχω το λαϊκό έρεισμα, αλλά πρέπει να σου πω ότι το μόνο λαϊκό τραγούδι που τραγούδησα είναι το ζεϊμπέκικο που αγάπησε ο κόσμος πολύ, του Πορτοκάλογλου «Δεν μας συγχωρώ, από φόβο χάσαμε». Αυτό μαζί με το τραγούδι του Νικολόπουλου «Στων αγγέλλων τα μπουζούκια» με καθορίζει εμένα λαϊκή τραγουδίστρια. Έχω τραγουδήσει πιο ethnic τραγούδια το «Να μ’ αγαπάς» που είναι ένα ωραίο 7άρι θρακιώτικο, ή «Το παραμιλητό» που είναι ένα λαϊκό τσιφτετέλι αλλά πολύ σύγχρονο. Είναι σημαντικό ότι άλλαξε και ο ήχος στη γενιά μου. Αρχίσαμε να ‘’πειράζουμε’’ τα τραγούδια, μπορούσαμε να κάνουμε τα δικά μας. Κάποια σωστά και κάποια όχι, γιατί η εξέλιξη έχει και τα μπάζα από πίσω. Αλλά έτσι είναι. Όλα στην πλάτη μας τα μαθαίνουμε. Και κάποια από αυτά βγήκαν πάρα πολύ ωραία ‘’πειραγμένα’’. Και «Μην περιμένεις πια» και «Είσαι ένα περιστέρι» και τώρα με τους Bogaz Musique που ‘’πειράζουμε’’ στα live μας. Είμαι πανευτυχής που έχω μια μπάντα εδώ και 10 χρόνια και μπορούμε με μεγάλη ευκολία να είμαστε αληθινοί, με μια αισθητική κοινή για όλο αυτό το τεράστιο φάσμα της ελληνικής μουσικής.
«Όταν πέθανε ο Τσιτσάνης, έβαλα μαύρες πλερέζες»
Είναι τρομακτικό να θεωρούν ότι υπήρχα εγώ στην ίδια εποχή με τον Τσιτσάνη, με κολακεύει αυτό αλλά δεν συνέβη. Ο Τσιτσάνης πέθανε το ‘80 κι εγώ ξεκίνησα το ’85. Όταν πέθανε ο Τσιτσάνης, έβαλα μαύρες πλερέζες. Άρχισα σιγά σιγά να αισθάνομαι λίγο μοναξιά. Σαν να πεθαίνουν οι αγαπημένοι μου συνθέτες. Όταν βρέθηκα με τον Γιώργο Ανδρέου, αυτός με ταρακούνησε και μου είπε: «Ωραία και τα παλιά λαϊκά τραγούδια και τα ρεμπέτικα και τα σμυρναίικα και τα παραδοσιακά, αλλά εσύ είσαι τραγουδίστρια που πρέπει να γράψεις και να μιλήσεις στη γενιά σου». Κι αυτό με σόκαρε, με ξύπνησε, άρχισα να έχω την ευθύνη της γενιάς μου, άρχισα να προσέχω πιο πολύ το ρεπερτόριο, τι θα πω, πώς θα ενορχηστρωθεί όλο αυτό το πράγμα. Και φτάσαμε μέχρι σήμερα ακόμη, να γράφουμε τραγούδια, να ενορχηστρώνουμε και κανένας να μην έχει στο σπίτι του ένα καλό στερεοφωνικό. Όλοι ακούμε από τα τηλέφωνα, πατημένα mp3…. Χάλια. Κρίμα.
«Το τραγούδι είναι ένα ρίσκο. Και νομίζω δεν έχασα»
Για μένα το τραγούδι είναι εξέλιξη και ένα ρίσκο που πολύ συχνά το παίρνω. Και νομίζω δεν έχασα απ’ αυτό. Είτε κάνω τη «Μισιρλού» με τον Stereo Mike, είτε με τους Mikro τα πολύ ωραία τραγούδια που είπαμε, είτε τραγουδάω με την Εστουδιαντίνα, με τον Μανώλη Πάππο, τον Δημήτρη Μυστακίδη, τους μεγάλους μουσικούς της γενιάς μου που είναι θαυμάσιοι. Είναι ό,τι πιο ωραίο να έχεις ανοιχτή την καρδιά σου, ανοιχτά τα αυτιά σου και να λες «ναι» στους καλούς μουσικούς και την καλή μουσική.
«Οι σχέσεις που έκανα ήταν πάντα με μουσικούς»
Οι σχέσεις μου, οι αγάπες μου ήταν πάντα πάρα πολλά χρόνια. Με όλους τους άνδρες που ήμουν κοντά, όλους τους λάτρεψα και με λάτρεψαν. Και ακόμη το ίδιο. Οι σχέσεις που έκανα ήταν πάντα με μουσικούς. Δεν έχω βρεθεί με κάποιον όλα αυτά τα χρόνια που δεν είναι μουσικός. Όλοι ήταν μουσικοί, σύνθετες, περί της μουσικής, όλη μου η ζωή και οι άνθρωποι μου.
Έχω σχέσεις μαζί τους ακόμη πάρα πολύ καλές. Είναι οι άνθρωποι της ζωής μου, ο ένας βοηθάει τον άλλο πάντα. Με τον Γιώργο Ανδρέου ήμασταν μαζί 11, 12 χρόνια. Είμαστε καλύτερα από φίλοι. Αγαπιόμαστε ουσιαστικά.
Η τέλεια εφηβεία στη Νάουσα
Θυμάμαι 16 χρόνων, Νάουσα, μικρή επαρχιακή πόλη. Εγώ τραγουδάω. Είμαι η τραγουδίστρια του σπιτιού, της οικογένειας. Μαζί με άλλους εκεί που διεκδικούν τη θέση, αλλά εγώ είμαι η τραγουδίστρια της γειτονιάς. Η φίλη μου, η Μαιρούλα και η Έλλη θυμούνται ιστορίες ότι κάθε μέρα ήθελα να παίζουμε τις τραγουδίστριες, συνήθως με μια βούρτσα στο χέρι, και μου παραπονιόντουσαν. «Κάθε μέρα θα παίζουμε τις τραγουδίστριες; Να παίξεις κι εσύ ένα παιχνίδι που θέλουμε εμείς!».
Είχα το θράσος, κάποιος να ρωτήσει «Ποιος θέλει να τραγουδήσει;» και να πω «Εγώ!». Και ανέβηκα και τραγούδησα δύο τραγούδια, μάλλον καλά τα είπα, γιατί μετά ο κόσμος μου έλεγε: «Καλή σταδιοδρομία Ελένη! Είμαστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρεις και θα γίνεις πολύ καλή τραγουδίστρια».
«Ο πρώτος μου σύζυγος ήταν μουσικός»
Και γι’ αυτό τον ερωτεύτηκα. Πάλι μουσικό. Ονειρευόμασταν να φύγουμε μαζί στη Θεσσαλονίκη, να σπουδάσουμε μουσική, να παίξουμε… Τελικά δεν τα καταφέραμε και μάλλον γι’ αυτό χωρίσαμε. Αλλά ήμασταν πολύ μωρά, πολύ παιδιά. Δηλαδή στη φωτογραφία του γάμου μας, εγώ βλέπω δύο παιδιά, δεν βλέπω κάτι άλλο.
«Γέννησα 19 χρόνων και μαζί με το μωρό είχα και τις κούκλες μου»
Πήγα θυμάμαι τον Αργύρη για εμβόλιο και γυρνάει ο γιατρός και με ρωτάει: «Πού είναι η μαμά;» και του λέω: «Εγώ είμαι η μαμά». Είχα κι άλλες φίλες που είχαν γεννήσει στη δική μου ηλικία. Στις αρχές του ‘80 ήταν έτσι. Δηλαδή «Τι; Θα πάει να σπουδάσει το κορίτσι; Πρέπει να παντρευτεί. Να κάνει οικογένεια. Γιατί να φύγει; Γιατί να φύγει έξω από την οικογένεια;»… Εντάξει τα πράγματα άλλαξαν πάρα πολύ μετά. Θυμάμαι ότι ο Αργύρης μου ήταν το μοναδικό παιδί χωρισμένων γονιών στο δημοτικό, και το ‘90 στο γυμνάσιο ήταν πολύ λίγα τα παιδιά που ήταν με τους γονείς τους. Τα περισσότερα ζευγάρια είχαν αρχίσει να χωρίζουν.
«Χώρισε για να γίνει τραγουδίστρια; Αίσχος»
Η μικρή κοινωνία έχει όμως και το κουτσομπολιό. Δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς θα έκανα όταν θα έφευγα από μόνη μου. «Χώρισε για να γίνει τραγουδίστρια» έλεγαν. «Αίσχος, ντροπή» ξέρεις. Τα κατάφερα όμως. Ο κόσμος μετά με δέχτηκε ξανά, με είδε με τον Νταλάρα, τη Γαλάνη, με πολλούς καλλιτέχνες που αγαπούσε.
Έχει και τα καλά και τα κακά της η μικρή κοινωνία. Μου αρέσει η μικρή κοινωνία. Δηλαδή αν μου έλεγες τώρα, διαλέγω τη μικρή επαρχιακή πόλη. Οι μεγάλες πόλεις είναι πολύωρες και κρύβουν το ανθρώπινο στοιχείο από τον άνθρωπο. Βγάζουν μόνο το μίζερο, το αγχωτικό, χάνουν το ωραίο. Και το λέω αυτό μιλώντας για την καθημερινότητα στο δρόμο. Εγώ όμως έχω τη χαρά να βλέπω και να εισπράττω αγάπη από σκηνής. Και να ερωτεύομαι και να με ερωτεύονται και να δίνω χαρά και να μου δίνουν χαρά. Αυτή είναι η μαγεία του τραγουδιού.
«Η Λωξάντρα ‘’ήταν’’ η γιαγιά μου»
Ήταν τεράστια εμπειρία να είμαι και ως ηθοποιός πάνω στη σκηνή, γιατί το άλλο το είχα καταφέρει και πριν από 10 τόσα χρόνια ως κορυφαία του Χορού στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Αλλά μαζί με την Ελένη Κοκκίδου και όλο το θίασο, αισθάνθηκα ότι είναι ένα κομμάτι μου αυτό το έργο και γι’ αυτό είπα το ναι. Η Λωξάντρα ‘’ήταν’’ η γιαγιά μου, οι γειτόνισσες μας. Με αυτή την ιστορία μεγάλωσα, με αυτές τις γυναίκες. Δεν ξέρω αν θα το έκανα ξανά αυτό με συνέπεια. Θεωρώ τον εαυτό μου 100% τραγουδίστρια. Μου αρέσει το αίσθημα το 3λεπτο, μου αρέσει να μοιράζομαι, να αυτοσχεδιάζω… κάτι που στο θέατρο -εγώ που δεν είμαι ηθοποιός- δεν μπορώ να το κάνω. Το φοβάμαι.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Αισθάνομαι σε εισαγωγικά μια νεότητα, γιατί αισθάνομαι συνεχώς ανήσυχη»
«Εσύ και 80 χρόνων να πας, Ελενίτσα θα είσαι!». Η Γαλάνη μου το λέει. Δηλαδή ότι δεν πρόκειται να μεγαλώσεις. Κι αυτό το λέει επειδή είμαστε ανήσυχες. Έχουμε ένα κοινό με τη Δήμητρα: μας αρέσει η καλή μουσική, οι καλοί μουσικοί, και συνεχώς μπαίνουμε σε ξένα χωράφια για να τα κατακτούμε. Αισθάνομαι σε εισαγωγικά μια νεότητα, γιατί αισθάνομαι συνεχώς ανήσυχη και τα όνειρά μου εξελίσσονται διαρκώς.
«Είμαι ένα παιδί των βουνών»
25-26 χρόνων όταν ήρθα στην Αθήνα, ήρθα γιατί με κάλεσε ο Χατζιδάκις. Πήρα μέρος στον «Σείριο», ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε η Αθήνα. Εγώ είμαι ένα παιδί των βουνών. Στην κυριολεξία. Και άντε μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Η Αθήνα ήταν κάτι πάρα πολύ σκληρό. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και 20 χρόνια ζω στους Θρακομακεδόνες. Και δεν το αλλάζω με τίποτα. Δεν μου αρέσει να ζω στον θόρυβο, δεν το αντέχω. Ίσως να φταίει η δουλειά, η νύχτα όλα αυτά τα χρόνια που όταν τραγουδούσα γύριζα πίσω και ο ύπνος θα ήταν στις 4, στις 5 το πρωί. Θέλω ησυχία, δεν μπορώ να ακούω στο δρόμο τα αυτοκίνητα.
Και επίσης θέλω να βλέπω και να ακούω πουλάκια και λίγα ζωάκια, γατάκια, σκυλάκια γύρω. Δηλαδή το καλύτερο διαμέρισμα δεν θα μου άρεσε στο κέντρο της Αθήνας. Μπορεί να το πληρώνω λίγο περισσότερο εδώ, θέλει τη συντήρησή του όπως και να ‘χει γιατί είναι δύσκολη μια μονοκατοικία, αλλά δεν το αλλάζω με τίποτα.
INFO Η Ελένη Τσαλιγοπούλου μαζί με τους Bogaz Musique και τον Γιάννη Παπαγεωργίου, επιστρέφει με τη νέα της μουσική παράσταση «Άλμπουμ», σε επιμέλεια του Χρήστου Παπαμιχάλη. Από το Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020 και για όλα τα Σάββατα του Ιανουαρίου στην «Πειραιώς 131» ( Πειραιώς 131, Αθήνα). Προπώληση εισιτηρίων στο viva.gr και στο τηλ. 210-3450922
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα