Η Παιδεία χρειάζεται αλλαγές, όχι πολιτικό «βιτριόλι»
Μπάμπης Κούτρας
Η Παιδεία χρειάζεται αλλαγές, όχι πολιτικό «βιτριόλι»
Eάν υπάρχει ένας τομέας που απαιτεί διακομματική στήριξη και πολιτική συναίνεση, πέραν των εθνικών θεμάτων, είναι η Παιδεία. Σε όλα τα άλλα ζητήματα η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, μπορεί να κάνει τις επιλογές της, να προχωρήσει μόνη της, να αναζητήσει συναινέσεις ή να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και να κριθεί στις κάλπες
H Παιδεία στην Ελλάδα χρειάζεται εδώ και χρόνια μια γενναία μεταρρύθμιση. Ολοι αναγνωρίζουν την ανάγκη, αλλά κανείς δεν τολμά, γιατί φοβούνται το πολιτικό κόστος, τον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό, το πανεπιστημιακό κατεστημένο, τις φωνές των λίγων φοιτητών, τα κοινωνικά στερεότυπα. Κακά τα ψέματα, οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις που έγιναν στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας ήταν του Ευάγγελου Παπανούτσου το 1964 και του Γεωργίου Ράλλη το 1976. Από εκεί και πέρα χάθηκαν πολλές ευκαιρίες, αν και κάθε υπουργός Παιδείας (και είναι πολλές δεκάδες) ονειρεύτηκε να συνδέσει το όνομά του με τον χαρακτηρισμό «μεταρρυθμιστής».
Προφανώς οι αλλαγές που ολοκληρώθηκαν προχθές στη Βουλή δεν συνιστούν μεταρρύθμιση, αλλά κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, έπρεπε να έχουν γίνει από καιρό και βοηθούν στην αντιμετώπιση προβλημάτων και στον εκσυγχρονισμό και των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης. Τα μικρά βήματα είναι και αυτά μια κάποια λύση, αλλά είναι λίγα και κυρίως αργά. Σε έναν τομέα όπου η χώρα έπρεπε να τρέχει, γιατί από εκεί εξαρτάται το μέλλον της, εξακολουθεί να σέρνει φοβισμένη τα πόδια της. Η ευθύνη βαραίνει την κυβέρνηση, αλλά η αντιπολίτευση είναι αυτή που προκαλεί τον οίκτο.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασαν την καραντίνα του κορωνοϊού ασκώντας κριτική για το αν θα έπρεπε να ανοίξουν ή όχι τα σχολεία, αν θα πρέπει να παιδιά να φοράνε μάσκες ή αν είναι συνταγματικό να μεταδίδεται η εικόνα της τάξης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των παιδιών που παρέμειναν στο σπίτι τους. Τα κόμματα δεν έπρεπε καν να ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα γιατί δεν είναι η δουλειά τους και να αφήσουν τις αποφάσεις στους ειδικούς γιατρούς και την επιτροπή. Ωστόσο, είναι κατανοητό ότι η επιτυχία με την οποία διαχειρίστηκε αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση και η υψηλή αποδοχή της από την κοινή γνώμη, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, έκανε την αντιπολίτευση να θέλει να της ρίξει πολιτικό «βιτριόλι». Κατανοητό μεν, αλλά οι μαθητές και οι οικογένειές τους δεν φταίνε σε τίποτα για να πληρώσουν τα σπασμένα της κομματικής αντιπαράθεσης.
Οταν το θέμα αυτό έληξε και ακόμη και τα παιδιά του Δημοτικού επέστρεψαν για λίγο στα θρανία τους χωρίς να σημειωθεί ούτε ένα κρούσμα, η αντιπολίτευση στράφηκε σε αυτές τις αναγκαίες μεν αλλά δειλές αλλαγές που παρουσίασε το υπουργείο Παιδείας με το νομοσχέδιο. Αν εξαιρέσουμε τον Κυριάκο Βελόπουλο, όλα τα υπόλοιπα κόμματα που συγκροτούν την αντιπολίτευση κινούνται στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο. Θα περίμενε, λοιπόν, κάποιος η κριτική και οι προτάσεις κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ να είναι περισσότερο τολμηρές. Εγινε ακριβώς το αντίθετο. Πιο συντηρητικές και οπισθοδρομικές απόψεις για την Παιδεία δεν έχουν ακουστεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Είναι δυνατόν να καταψηφίζονται τα αγγλικά στα Νηπιαγωγεία γιατί δήθεν αποτελούν... δάκτυλο των Αμερικανών; Πώς συναίνεσαν σε αυτό στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν περάσει τη μισή ζωή τους στο εξωτερικό, ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας που επέλεξε να στείλει τα παιδιά του σε ένα καλό ιδιωτικό σχολείο; Πόσο λαϊκισμό μπορεί να κρύβει η αντίληψη ότι ο βαθμός προαγωγής στις τάξεις του Λυκείου πρέπει να παραμείνει στο 8 αντί του 9,5 που πρότεινε η κυβέρνηση; Τι επιπέδου μόρφωση θέλουμε για τα παιδιά μας που τελειώνουν το Λύκειο; Γιατί είναι τόσο κακή η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, τα νέα μαθήματα (εθελοντισμός, περιβάλλον, σεξουαλική αγωγή, οδική ασφάλεια, πρόληψη από εξαρτήσεις) σε τομείς που αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των νέων; Για ποιον ακριβώς λόγο να μη συνεργάζονται τα ελληνικά πανεπιστήμια με ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα; Και, τέλος, γιατί είναι έγκλημα η επιστροφή της «διαγωγής», όταν αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα ακόμη όπλο για τον έλεγχο του μπούλινγκ ανάμεσα στους μαθητές, που αποτελεί τη μεγάλη μάστιγα των σχολείων μας; Αντίστοιχα εξωφρενικές μπορούν να χαρακτηριστούν και οι υπόλοιπες αρνήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε μια σειρά ρυθμίσεων που πρότεινε η κυβερνητική πλειοψηφία.
Η άρνηση του Γιώργου Παπανδρέου να συναινέσει στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων το 2006 και η ακύρωση του νόμου Διαμαντοπούλου το 2013 ήταν άλλες δύο χαμένες ευκαιρίες αναβάθμισης της Παιδείας, της παρεχόμενης μόρφωσης και κυρίως της σύνδεσης των σπουδών με την απασχόληση, την οικονομία και την παραγωγικότητα. Είναι ανάγκη να αλλάξουμε, να καινοτομήσουμε, να βγούμε μπροστά. Κανένα κόμμα δεν κέρδισε ψήφους κρατώντας καθηλωμένο το εκπαιδευτικό σύστημα, όσο κι αν οι κομματικές ηγεσίες πιστεύουν το αντίθετο.
Προφανώς οι αλλαγές που ολοκληρώθηκαν προχθές στη Βουλή δεν συνιστούν μεταρρύθμιση, αλλά κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, έπρεπε να έχουν γίνει από καιρό και βοηθούν στην αντιμετώπιση προβλημάτων και στον εκσυγχρονισμό και των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης. Τα μικρά βήματα είναι και αυτά μια κάποια λύση, αλλά είναι λίγα και κυρίως αργά. Σε έναν τομέα όπου η χώρα έπρεπε να τρέχει, γιατί από εκεί εξαρτάται το μέλλον της, εξακολουθεί να σέρνει φοβισμένη τα πόδια της. Η ευθύνη βαραίνει την κυβέρνηση, αλλά η αντιπολίτευση είναι αυτή που προκαλεί τον οίκτο.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασαν την καραντίνα του κορωνοϊού ασκώντας κριτική για το αν θα έπρεπε να ανοίξουν ή όχι τα σχολεία, αν θα πρέπει να παιδιά να φοράνε μάσκες ή αν είναι συνταγματικό να μεταδίδεται η εικόνα της τάξης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των παιδιών που παρέμειναν στο σπίτι τους. Τα κόμματα δεν έπρεπε καν να ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα γιατί δεν είναι η δουλειά τους και να αφήσουν τις αποφάσεις στους ειδικούς γιατρούς και την επιτροπή. Ωστόσο, είναι κατανοητό ότι η επιτυχία με την οποία διαχειρίστηκε αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση και η υψηλή αποδοχή της από την κοινή γνώμη, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, έκανε την αντιπολίτευση να θέλει να της ρίξει πολιτικό «βιτριόλι». Κατανοητό μεν, αλλά οι μαθητές και οι οικογένειές τους δεν φταίνε σε τίποτα για να πληρώσουν τα σπασμένα της κομματικής αντιπαράθεσης.
Οταν το θέμα αυτό έληξε και ακόμη και τα παιδιά του Δημοτικού επέστρεψαν για λίγο στα θρανία τους χωρίς να σημειωθεί ούτε ένα κρούσμα, η αντιπολίτευση στράφηκε σε αυτές τις αναγκαίες μεν αλλά δειλές αλλαγές που παρουσίασε το υπουργείο Παιδείας με το νομοσχέδιο. Αν εξαιρέσουμε τον Κυριάκο Βελόπουλο, όλα τα υπόλοιπα κόμματα που συγκροτούν την αντιπολίτευση κινούνται στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο. Θα περίμενε, λοιπόν, κάποιος η κριτική και οι προτάσεις κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ να είναι περισσότερο τολμηρές. Εγινε ακριβώς το αντίθετο. Πιο συντηρητικές και οπισθοδρομικές απόψεις για την Παιδεία δεν έχουν ακουστεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Είναι δυνατόν να καταψηφίζονται τα αγγλικά στα Νηπιαγωγεία γιατί δήθεν αποτελούν... δάκτυλο των Αμερικανών; Πώς συναίνεσαν σε αυτό στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν περάσει τη μισή ζωή τους στο εξωτερικό, ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας που επέλεξε να στείλει τα παιδιά του σε ένα καλό ιδιωτικό σχολείο; Πόσο λαϊκισμό μπορεί να κρύβει η αντίληψη ότι ο βαθμός προαγωγής στις τάξεις του Λυκείου πρέπει να παραμείνει στο 8 αντί του 9,5 που πρότεινε η κυβέρνηση; Τι επιπέδου μόρφωση θέλουμε για τα παιδιά μας που τελειώνουν το Λύκειο; Γιατί είναι τόσο κακή η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, τα νέα μαθήματα (εθελοντισμός, περιβάλλον, σεξουαλική αγωγή, οδική ασφάλεια, πρόληψη από εξαρτήσεις) σε τομείς που αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των νέων; Για ποιον ακριβώς λόγο να μη συνεργάζονται τα ελληνικά πανεπιστήμια με ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα; Και, τέλος, γιατί είναι έγκλημα η επιστροφή της «διαγωγής», όταν αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα ακόμη όπλο για τον έλεγχο του μπούλινγκ ανάμεσα στους μαθητές, που αποτελεί τη μεγάλη μάστιγα των σχολείων μας; Αντίστοιχα εξωφρενικές μπορούν να χαρακτηριστούν και οι υπόλοιπες αρνήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε μια σειρά ρυθμίσεων που πρότεινε η κυβερνητική πλειοψηφία.
Η άρνηση του Γιώργου Παπανδρέου να συναινέσει στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων το 2006 και η ακύρωση του νόμου Διαμαντοπούλου το 2013 ήταν άλλες δύο χαμένες ευκαιρίες αναβάθμισης της Παιδείας, της παρεχόμενης μόρφωσης και κυρίως της σύνδεσης των σπουδών με την απασχόληση, την οικονομία και την παραγωγικότητα. Είναι ανάγκη να αλλάξουμε, να καινοτομήσουμε, να βγούμε μπροστά. Κανένα κόμμα δεν κέρδισε ψήφους κρατώντας καθηλωμένο το εκπαιδευτικό σύστημα, όσο κι αν οι κομματικές ηγεσίες πιστεύουν το αντίθετο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα