Τα ελληνικά ΑΕΙ και οι βολικές… παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Τα ελληνικά ΑΕΙ και οι βολικές… παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης
Τα όσα διαδραματίστηκαν τις προηγούμενες ημέρες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας αποτελούν αναμφισβήτητα την επιτομή της πολυσύνθετης παθογένειας η οποία ταλανίζει δεκαετίες τώρα την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας
Η απεχθής πράξη του ξυλοδαρμού ενός διδάσκοντα του ΟΠΑ από ομάδα κουκουλοφόρων επανέφερε στην επικαιρότητα την εκτεταμένη ανομία που επικρατεί στον χώρο των ελληνικών ΑΕΙ. Είναι, κακά τα ψέματα, μια ανομία, η οποία δεν αφορά και δεν περιορίζεται μόνον στους μπαχαλάκηδες οι οποίοι δρουν ανεξέλεγκτα μέσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο καταλαμβάνοντας χώρους, στήνοντας «στέκια» και ξυλοφορτώνοντας όποιον διαφωνεί μαζί τους ή αμφισβητεί την παράνομη δράση τους.
Χωρίς, ωστόσο, επ΄ ουδενί να αποτελεί άλλοθι ή ελαφρυντικό για την συμπεριφορά τους, πολύ περισσότερο που δεν ξέρουμε τα πραγματικά κίνητρα τους και τους ενδεχόμενους εντολείς τους, οι κουκουλοφόροι, οι οποίοι εισέβαλαν στην αίθουσα της πρώην ΑΣΟΕΕ για να επιτεθούν στον καθηγητή και στους φοιτητές που κινήθηκαν για να τον υπερασπιστούν, ανέδειξαν και την άλλη όψη της παθογένειας που αφορά τους διδάσκοντες.
Είναι η όψη που εξηγεί, ίσως, και τους λόγους για τους οποίους στα ελληνικά Πανεπιστήμια, αντί για το άσυλο στη διακίνηση των ιδεών, όπως συμβαίνει σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, επικρατεί το καθεστώς της ασυλίας την οποία απολαμβάνουν κάθε λογής δυναμικές μειοψηφίες που με όπλο την θρασύτητα επιβάλλουν τη δική τους «νομιμότητα».
Ο καθηγητής που έπεσε θύμα των κουκουλοφόρων βρισκόταν σε πολύχρονη δικαστική αντιδικία με (νυν και πρώην) συναδέλφους του για ζητήματα που δεν σχετίζονται με το ακαδημαϊκό έργο τους. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Όπως αποκαλύπτεται, και ο μεν και οι δε ήταν επί χρόνια συνεταίροι σε επιχείρηση που είχαν ανοίξει στη Ρουμανία και η οποία αποτελούσε την κύρια επαγγελματική τους δραστηριότητα. Χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο για να διεκδικούν και να παίρνουν και (άλλες) αμειβόμενες θέσεις στον δημόσιο τομέα.
Ευλόγως αναρωτιέται κανείς αν για τους συγκεκριμένους πανεπιστημιακούς το διδακτικό και ερευνητικό έργο, που θεωρητικά αποτελεί το βασικό καθήκον για το οποίο μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, μπορεί να ήταν κάτι περισσότερο από πάρεργο.
Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η περίπτωσή τους δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην πραγματικότητα για έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων πανεπιστημιακών, η ιδιότητα του καθηγητή ΑΕΙ αποτελεί απλό εφαλτήριο για να εξυπηρετήσουν τις εξωπανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις (επιχειρηματικές, συμβουλευτικές, κ.λπ.) που είναι και οι πλέον προσοδοφόρες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιο αν υπάρχει χρόνος ή και διάθεση για να ασκήσουν παράλληλα και τα διοικητικά καθήκοντα τα οποία διεκδικούν στο πλαίσιο της αρχής για διοικητική αυτοτέλεια των Ιδρυμάτων τους. Μια αυτοτέλεια, όμως, την οποία απαιτούν να έχουν χωρίς αυτή να συνοδεύεται και από την υποχρέωση για χρηστή και αποτελεσματική διοίκηση των πανεπιστημιακών πραγμάτων και πολύ περισσότερο από δημόσια λογοδοσία.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το λεγόμενο «Στέκι του Βιολογικού» στο ΑΠΘ λειτουργούσε επί 34 συναπτά έτη. Προσπαθήστε, παρακαλώ, να το κάνετε εικόνα, συνειδητοποιώντας ότι εκείνοι που πρώτοι κατέλαβαν τον συγκεκριμένο χώρο βρίσκονται πλέον στην έκτη δεκαετία της ζωής τους και, ενδεχομένως, ετοιμάζονται να… συνταξιοδοτηθούν.
Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα χρόνια δεν βρέθηκε καμία πανεπιστημιακή διοίκηση που να απαιτήσει την αποκατάσταση της νομιμότητας. Αν όχι για ο,τιδήποτε άλλο, τουλάχιστον για λόγους αρχής, όπως είναι η παιδευτική διαδικασία την οποία, μεταξύ των άλλων, είναι υποχρεωμένα και οφείλουν να υπηρετούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Ορισμένοι μπορεί να ισχυριστούν ότι οι πανεπιστημιακοί είναι άμοιροι ευθυνών επειδή δεν υπήρχε η ανάλογη πολιτική βούληση για να δοθούν λύσεις από τις πολλές κυβερνήσεις όλων αυτών των χρόνων. Δεν είναι ακριβώς έτσι, όμως. Διότι στις επανειλημμένες -ειλικρινείς ή μη- κυβερνητικές απόπειρες να μπει μια τάξη, οι πρώτοι που προέβαλαν προσκόμματα ήταν οι πανεπιστημιακοί που είχαν την ευθύνη διοίκησης των ιδρυμάτων τους.
Από βόλεμα, συμβιβασμό ή φόβο, σχεδόν πάντα αντιτάσσονται σε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια που διαταράσσει τις υφιστάμενες (αν)ισορροπίες μέσα στα ΑΕΙ. Την ίδια ώρα είναι μάλλον μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών οι πανεπιστημιακοί που τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να τα βάλουν με τις ομάδες της ανομίας που θέλουν επιβάλουν τις βουλήσεις τους.
Από την άλλη, βεβαίως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ατολμία των κυβερνήσεων να πάρουν όλα εκείνα τα μέτρα που θα κάνουν τα πανεπιστήμια κυψέλες ελεύθερης διακίνησης όλων των ιδεών και εργαστήρια καινοτόμων ερευνών. Διότι στο τέλος – τέλος, οι φορολογούμενοι πολίτες εκλέγουν τις κυβερνήσεις για να δημιουργήσουν εκείνο το πλαίσιο που θα κάνει τα χρήματα τους να πιάνουν τόπο.
Χωρίς, ωστόσο, επ΄ ουδενί να αποτελεί άλλοθι ή ελαφρυντικό για την συμπεριφορά τους, πολύ περισσότερο που δεν ξέρουμε τα πραγματικά κίνητρα τους και τους ενδεχόμενους εντολείς τους, οι κουκουλοφόροι, οι οποίοι εισέβαλαν στην αίθουσα της πρώην ΑΣΟΕΕ για να επιτεθούν στον καθηγητή και στους φοιτητές που κινήθηκαν για να τον υπερασπιστούν, ανέδειξαν και την άλλη όψη της παθογένειας που αφορά τους διδάσκοντες.
Είναι η όψη που εξηγεί, ίσως, και τους λόγους για τους οποίους στα ελληνικά Πανεπιστήμια, αντί για το άσυλο στη διακίνηση των ιδεών, όπως συμβαίνει σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, επικρατεί το καθεστώς της ασυλίας την οποία απολαμβάνουν κάθε λογής δυναμικές μειοψηφίες που με όπλο την θρασύτητα επιβάλλουν τη δική τους «νομιμότητα».
Ο καθηγητής που έπεσε θύμα των κουκουλοφόρων βρισκόταν σε πολύχρονη δικαστική αντιδικία με (νυν και πρώην) συναδέλφους του για ζητήματα που δεν σχετίζονται με το ακαδημαϊκό έργο τους. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Όπως αποκαλύπτεται, και ο μεν και οι δε ήταν επί χρόνια συνεταίροι σε επιχείρηση που είχαν ανοίξει στη Ρουμανία και η οποία αποτελούσε την κύρια επαγγελματική τους δραστηριότητα. Χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο για να διεκδικούν και να παίρνουν και (άλλες) αμειβόμενες θέσεις στον δημόσιο τομέα.
Ευλόγως αναρωτιέται κανείς αν για τους συγκεκριμένους πανεπιστημιακούς το διδακτικό και ερευνητικό έργο, που θεωρητικά αποτελεί το βασικό καθήκον για το οποίο μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, μπορεί να ήταν κάτι περισσότερο από πάρεργο.
Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η περίπτωσή τους δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην πραγματικότητα για έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων πανεπιστημιακών, η ιδιότητα του καθηγητή ΑΕΙ αποτελεί απλό εφαλτήριο για να εξυπηρετήσουν τις εξωπανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις (επιχειρηματικές, συμβουλευτικές, κ.λπ.) που είναι και οι πλέον προσοδοφόρες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιο αν υπάρχει χρόνος ή και διάθεση για να ασκήσουν παράλληλα και τα διοικητικά καθήκοντα τα οποία διεκδικούν στο πλαίσιο της αρχής για διοικητική αυτοτέλεια των Ιδρυμάτων τους. Μια αυτοτέλεια, όμως, την οποία απαιτούν να έχουν χωρίς αυτή να συνοδεύεται και από την υποχρέωση για χρηστή και αποτελεσματική διοίκηση των πανεπιστημιακών πραγμάτων και πολύ περισσότερο από δημόσια λογοδοσία.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το λεγόμενο «Στέκι του Βιολογικού» στο ΑΠΘ λειτουργούσε επί 34 συναπτά έτη. Προσπαθήστε, παρακαλώ, να το κάνετε εικόνα, συνειδητοποιώντας ότι εκείνοι που πρώτοι κατέλαβαν τον συγκεκριμένο χώρο βρίσκονται πλέον στην έκτη δεκαετία της ζωής τους και, ενδεχομένως, ετοιμάζονται να… συνταξιοδοτηθούν.
Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα χρόνια δεν βρέθηκε καμία πανεπιστημιακή διοίκηση που να απαιτήσει την αποκατάσταση της νομιμότητας. Αν όχι για ο,τιδήποτε άλλο, τουλάχιστον για λόγους αρχής, όπως είναι η παιδευτική διαδικασία την οποία, μεταξύ των άλλων, είναι υποχρεωμένα και οφείλουν να υπηρετούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Ορισμένοι μπορεί να ισχυριστούν ότι οι πανεπιστημιακοί είναι άμοιροι ευθυνών επειδή δεν υπήρχε η ανάλογη πολιτική βούληση για να δοθούν λύσεις από τις πολλές κυβερνήσεις όλων αυτών των χρόνων. Δεν είναι ακριβώς έτσι, όμως. Διότι στις επανειλημμένες -ειλικρινείς ή μη- κυβερνητικές απόπειρες να μπει μια τάξη, οι πρώτοι που προέβαλαν προσκόμματα ήταν οι πανεπιστημιακοί που είχαν την ευθύνη διοίκησης των ιδρυμάτων τους.
Από βόλεμα, συμβιβασμό ή φόβο, σχεδόν πάντα αντιτάσσονται σε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια που διαταράσσει τις υφιστάμενες (αν)ισορροπίες μέσα στα ΑΕΙ. Την ίδια ώρα είναι μάλλον μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών οι πανεπιστημιακοί που τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να τα βάλουν με τις ομάδες της ανομίας που θέλουν επιβάλουν τις βουλήσεις τους.
Από την άλλη, βεβαίως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ατολμία των κυβερνήσεων να πάρουν όλα εκείνα τα μέτρα που θα κάνουν τα πανεπιστήμια κυψέλες ελεύθερης διακίνησης όλων των ιδεών και εργαστήρια καινοτόμων ερευνών. Διότι στο τέλος – τέλος, οι φορολογούμενοι πολίτες εκλέγουν τις κυβερνήσεις για να δημιουργήσουν εκείνο το πλαίσιο που θα κάνει τα χρήματα τους να πιάνουν τόπο.
Στην πράξη, ωστόσο, ελάχιστα έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση, που είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, ελάχιστα έκανε για να εκπληρώσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις. Η πολυδιαφημισμένη πανεπιστημιακή αστυνομία, παρόλο που δεν αποτελεί πανάκεια, παραμένει ακόμη «στα χαρτιά», ίσως για να μας θυμίζει ότι είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν για να θεραπευτούν οι παθογόνες καταστάσεις που επικρατούν στα ελληνικά Πανεπιστήμια.
Ορισμένοι κάνουν λόγο για τις… παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης που κληρονομήθηκαν από την επτάχρονη δικτατορία και τον αυταρχισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Ακόμη και έτσι αν είναι, όμως, το κακό παρατράβηξε και αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο. Ο ρόλος των Πανεπιστημίων πρέπει να επαναπροσδιοριστεί και να ευθυγραμμιστεί με τα διεθνώς κρατούντα.
Η διάλυση των κάθε λογής «στεκιών» που έχουν στηθεί σε πολλά ιδρύματα είναι μόνον ένα από τα μέτρα που θα ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα. Χρειάζονται να γίνουν και πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία σίγουρα περιλαμβάνεται και η μετατροπή των καθηγητών σε πραγματικούς διδάσκοντες που ενδιαφέρονται για τα Ιδρύματα που τους πληρώνουν και δεν αδιαφορούν για τα εκεί τεκταινόμενα.
Ορισμένοι κάνουν λόγο για τις… παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης που κληρονομήθηκαν από την επτάχρονη δικτατορία και τον αυταρχισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Ακόμη και έτσι αν είναι, όμως, το κακό παρατράβηξε και αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο. Ο ρόλος των Πανεπιστημίων πρέπει να επαναπροσδιοριστεί και να ευθυγραμμιστεί με τα διεθνώς κρατούντα.
Η διάλυση των κάθε λογής «στεκιών» που έχουν στηθεί σε πολλά ιδρύματα είναι μόνον ένα από τα μέτρα που θα ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα. Χρειάζονται να γίνουν και πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία σίγουρα περιλαμβάνεται και η μετατροπή των καθηγητών σε πραγματικούς διδάσκοντες που ενδιαφέρονται για τα Ιδρύματα που τους πληρώνουν και δεν αδιαφορούν για τα εκεί τεκταινόμενα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα