«Αν δούλευα στο εξωτερικό θα ήμουν μεγάλος»

«Αν δούλευα στο εξωτερικό θα ήμουν μεγάλος»

Μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ μουσικού stage και θεατρικού σανιδιού, ο Νίκος Βουρλιώτης καταφέρνει να ακολουθεί τις παγκόσμιες τάσεις
της urban σκηνής,
να συνεργάζεται
με καλλιτέχνες διαφορετικής μουσικής φιλοσοφίας και να παραμένει ο εαυτός του

«Αν δούλευα στο εξωτερικό θα ήμουν μεγάλος»
Ε χουμε ραντεβού στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» όπου ανεβαίνει το ιστορικό μιούζικαλ «Fame». Προτού καθίσει στο πιάνο ως δάσκαλος χορού και τραγουδήσει την μπαλάντα με την οποία συστήνεται στους μαθητές του, εξιστορεί τις δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του και πενθεί για τον τραυματισμό του, που από χορευτή τον ανάγκασε να γίνει δάσκαλος. Ο Νίκος Βουρλιώτης έχει έρθει κατευθείαν από δουλειά στο στούντιο και μετά την παράσταση θα φύγει και πάλι για να εμφανιστεί με τους Goin’ Through στο «Club 22», μαζί με τον Πάνο Κιάμο. Κινητήριος δύναμη στον καθημερινό του μαραθώνιο είναι η τελειομανία του, η οποία, όπως λέει, τον βοηθάει να αυτοψυχοθεραπεύεται, αφού το καλό αποτέλεσμα αρκεί για να κατευνάσει «μανίες, εμμονές και άγχη».

Ξεκινάμε τη συζήτηση από τη -φαινομενικά- παράδοξη απόφασή του να συμμετάσχει σε μιούζικαλ. «Από την αρχή μού άρεσε και εξακολουθεί να μου αρέσει η αντίθεση που βγαίνει από την επιλογή μου αυτή», λέει και συνεχίζει: «Το μόνο που φοβήθηκα ήταν μήπως δεν μπορούσα να αντεπεξέλθω σε αυτό το -ξένο για μένα- είδος. Αλλωστε, μου δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσω μια πιο συναισθηματική πλευρά μου. Πέρα από ταμπέλες και ετικέτες, πάνω απ’ όλα είμαι άνθρωπος. Κάποιοι φαίνεται να το αγνοούν αυτό. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, έχω ακούσει διάφορα “τέρατα”, όπως “πώς ένας ράπερ παντρεύτηκε;” ή “γιατί παντρεύτηκε παραδοσιακά σε εκκλησία;”! Θα έπρεπε δηλαδή να παντρευτώ σε γκέτο, γύρω από βαρέλια με φωτιές; Αυτή η κατάσταση ομολογώ ότι με εκνεύρισε. Υπενθυμίζω σε όλους ότι είμαι άνθρωπος και μάλιστα Eλληνας: έχω γεννηθεί σ’ αυτόν τον τόπο κι έχω μεγαλώσει σε ελληνική οικογένεια. Εχω κι εγώ χωριό, φίλους, κακές και καλές συνήθειες και απλώς εκφράζομαι μέσα από το συγκεκριμένο είδος μουσικής καλύτερα απ’ ό,τι μέσα από κάποιο άλλο. Θα μπορούσα να κάνω μπαλάντες, έντεχνα, λαϊκά ή να είμαι ροκάς με μακρύ μαλλί και να παραμένω ο ίδιος».

Υπέρ αυτού προφανώς συνηγορεί και η επίσης «παράδοξη» φετινή συνεργασία των Goin’ Trough με τον Πάνο Κιάμο. «Εχω παραδεχθεί ότι δεν συμφωνώ με τον τρόπο που έχει αποφασίσει να διασκεδάζει ο Ελληνας, αλλά δεν μπορώ να επιβάλω στον άλλο πώς θα περάσει το ένα ή τα δύο βράδια που θα βγει και πώς θα εκφραστεί», εξηγεί χωρίς ίχνος απολογητικής διάθεσης. «Βλέπω άτομα να πηγαίνουν να χτυπιούνται και να χορεύουν σε μια ροκ συναυλία και το ίδιο βράδυ να τα σπάνε στα μπουζούκια. Γιατί πρέπει να είναι όλα μονοδιάστατα; Δεν μπορείς να απαγορεύσεις σε κάποιον να διασκεδάσει ανάλογα με τη διάθεση και τα κέφια του. Με τον ίδιο τρόπο κρίνουν πολλοί και τους καλλιτέχνες. Είχαν συνηθίσει στο κλισέ του ράπερ με τα χρυσά κοσμήματα, τα καπέλα και τα φαρδιά ρούχα και οτιδήποτε άλλο πλέον ξενίζει. Εχουν περάσει, όμως, σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε που γεννήθηκε η ραπ και, όπως όλα τα είδη μουσικής, διαμορφώνεται και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Το βλέπουμε πλέον και στα μεγάλα ονόματα της αμερικανικής σκηνής. Δεν αλλάζει μόνο ο ενδυματολογικός κώδικας αλλά και ο ήχος. Ακολουθούμε κι εμείς την εποχή. Για πρώτη φορά τα μέλη του συγκροτήματος εμφανίζονται χωρίς τη χιπ χοπ φορεσιά, καθώς το urban πλέον είναι διαφορετικό, ενώ στον καινούριο μας δίσκο έχουμε και πολλές συνεργασίες με ονόματα της mainstream κουλτούρας, όπως ο Αντώνης Ρέμος, οι Μέλισσες, η Ελισάβετ Σπανού και η Ελευθερία Ελευθερίου. Από τη στιγμή που πας στο σούπερ μάρκετ και βλέπεις την επόμενη μέρα φωτογραφία σε περιοδικό με τίτλο “Βγήκε για ψώνια με τη σύζυγό του”, ε, τότε περιμένεις κριτική για τα πάντα. Από το αν είσαι φρέσκος και καλοντυμένος μέχρι το γιατί έκανες μιούζικαλ ή πήγες στα μπουζούκια και τι σχέση έχει αυτό με το χιπ χοπ».

Πλέον αντιμετωπίζει τα διάφορα δημοσιεύματα με στωική διάθεση και διαχωρίζει τη θέση του. «Κάποτε υπήρχε μια διαφήμιση που έλεγε: “Ο άντρας ξεχωρίζει για δύο πράγματα. Το ένα είναι η κολόνια του”. Ε, εγώ λέω ότι το άλλο σίγουρα είναι η μπέσα του. Το πόσο εντάξει και τίμιος είναι με τον εαυτό του πρώτα και μετά με όλους τους άλλους γύρω του. Αυτό έχει σημασία», τονίζει και συμπληρώνει: «Ασχετα με το αν θέλει να το παραδεχθεί το σύστημα, εγώ μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια έχω κάνει πολλά πράγματα που αν τα είχα κάνει στο εξωτερικό, θα ήμουν αυτή τη στιγμή κάτι πολύ-πολύ μεγαλύτερο από αυτό που είμαι σήμερα. Θα το είχα εισπράξει διαφορετικά. Εδώ το σύστημα δουλεύει αλλιώς. Ανάμεσα στις συνεργασίες που πραγματικά απόλαυσα ήταν και αυτή με τον Michael Sembello, για το remake-remix της επιτυχίας των 80s “Maniac”, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει παγκοσμίως στο πλαίσιο της επανακυκλοφορίας της ταινίας “Flashdance” για την επέτειο των τριάντα χρόνων της. Με βρήκε στο YouTube, επικοινώνησε μαζί μου και κανονίσαμε να έρθει εδώ για την ηχογράφηση, στο στούντιο του συνεργάτη μου Μιχάλη Παπαθανασίου στη Σαντορίνη. Μια βίλα με πολλά δωμάτια και ξενώνες και ένα από τα καλύτερα εξοπλισμένα στούντιο στην Ευρώπη, όπου συνήθως κλείνουν και έρχονται ξένοι καλλιτέχνες, κυρίως Αμερικανοί, που συνδυάζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Για να πας να κάνεις έναν δίσκο έξω -όπως πήγα και ρώτησα- για μια παραγωγή του Timbaland θέλεις 1 εκατ. δολάρια. Αξίζει 1 εκατ. δολάρια για έναν δίσκο που μπορεί να μην πάει και καλά; Κι αν το είχα αυτό το εκατομμύριο γιατί να μην καθίσω να κάνω μόνιμες διακοπές στη Σαντορίνη, εκεί, στη βίλα με το studio;» ρωτάει ρητορικά και χαμογελάει χωρίς να έχει την απάντηση και, δυστυχώς, ούτε το εκατομμύριο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης