Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
Το μεγάλο γεγονός των ημερών: Η Βασιλόπιτα
Το μεγάλο γεγονός των ημερών: Η Βασιλόπιτα
Από την επιτυχία της περίμεναν καλές προγνώσεις για τον καινούργιο χρόνο!
«Το θέμα που απησχόλησε ολόκληρον την οικογένειαν κατά την ημέραν της παραμονής ήταν η κατασκευή της βασιλόπηττας. Η κυρία Ουρανία ευρίσκετο εις κίνησιν από δύο ημερών. Ο κύριος Μενέλαος υπεχρεώθη να φάη «εκ του προχείρου» επί τρία κατά σειράν μεσημέρια, διότι η κουζίνα ήτο απησχολημένη με τους κουραμπιέδες, τα φοινίκια και προ παντός με την βασιλόπητταν! Αυτή απετέλει το μεγάλο γεγονός των ημερών.
Η πρόληψις λέγει ότι από την επιτυχίαν της βασιλόπηττας εξαρτάται και η καλή πρόγνωσις του καινούργιου χρόνου. Ως εκ τούτου η κυρία Ουρανία έβαλε όλα τα δυνατά της και ενώ εζύμωνε το γλυκύ υποκίτρινον μίγμα εις την νεοαγορασθείσανλεκάνην διαρκώς έφτυνε «να μην το ματιάση» και χτυπούσε ξύλο!
-Ωραίο γίνεται! Της είπε θαυμαστικώς το μικρό δουλάκι.
-Φτού! Σκόρδα στα μάτια σου! Απήντησεν η κυρία Ουρανία.
Η πρόληψις λέγει ότι από την επιτυχίαν της βασιλόπηττας εξαρτάται και η καλή πρόγνωσις του καινούργιου χρόνου. Ως εκ τούτου η κυρία Ουρανία έβαλε όλα τα δυνατά της και ενώ εζύμωνε το γλυκύ υποκίτρινον μίγμα εις την νεοαγορασθείσανλεκάνην διαρκώς έφτυνε «να μην το ματιάση» και χτυπούσε ξύλο!
-Ωραίο γίνεται! Της είπε θαυμαστικώς το μικρό δουλάκι.
-Φτού! Σκόρδα στα μάτια σου! Απήντησεν η κυρία Ουρανία.
Και όταν η μικρή παρέλαβε το ταψί για να το πάη στο φούρνο, δεν παρέλειψε να της τονίση:
-Να πας βόλτα. Μην περάσης από την κυρά-Κατερίνα γιατί έχει ένα μάτι ο Θεός να σε φυλάη!
-Καλά, απήντησεν εκείνη.
-Να σταθής εκεί ώσπου να την ψήση, και να του πης να προσέξη να μην «αρπάξη» από πάνω και μέσα μείνη ωμή. Τ’ άκουσες;
-Μάλιστα.
Ως που να γυρίση η μικρή της κυρίας Ουρανίας «έτρεμε το φυλλοκάρδι της»! Επί τέλους κατά το μεσημέρι επέστρεψε το δουλάκι κατέρυθρον και περίτρομον, κομίζον τη βασιλόπηττα σκασμένη και μαύρη από το κάψιμο!
-Τ’ είν’ αυτό μωρή; Ανέκραξεν έξαλλη η κυρία Ουρανία.
-Δεν την πέτυχε! Εψιθύρισενηλιθίως το δουλάκι.
-Χριστός και Παναγία! Κάρβουνο την έκανε ο παληάνθρωπος!... Κακοχρονάχη μέρα που είνε!
Λαχτάρα που μας άναψε πρωτοχρονιάτικα!... Κ’ εσύ μωρή που τα είχες τα μάτια σου;…
Ξεκουμπίσου να πας στην αστυνομία! Γρήγορα!...
Την ίδια στιγμή αφίχθη ο κύριος Μενέλαος, όστις επληροφορήθη με σχετικήναπάθειαν το δράμα.
-Μενέλαε, άστα! Αποτυχία η βασιλόπηττα!
Έ τι θες να κάνω; Να βάλω το γάιδαρο να κλαίη;
-Εμ’ έτσι αναίσθητος ήσουνα πάντα! Εσύ ο κόσμος να χαλάση καρφί δεν σου καίγεται!
-Μ’ εμένα τάβαλες τώρα;
Εντός ολίγου κατέπλευσε και η κυρά-Κατερίνα να ρωτήση «μήπως τους βρίσκεται λίγο αλεύρι περσευούμενο». Μόλις είδε την καρβουνιασμένη βασιλόπηττα, η οποία δεν είχε πάη στην αστυνομία, διότι το δουλάκι δεν απεφάσιζε να κάνη τέτοιο πραμμα, εγούρλωσε τα μάτια της με καταφανή ικανοποίησιν.
-Καλέ τ’ είν’ αυτό; Η βασιλόπηττά σας είνε; Μεγάλη γρουσουζιά κυρία Ουρανία μου!
-Στο κεφάλι σου! Εμουρμούρισε από μέσα της η κυρία Ουρανία.
Αλλά έκανε «μαύρη πρωτοχρονιά». Με μισό στόμα απαντούσε στις ευχές, κι’ όταν ήρθαν τα μεσάνυχτα και ενεφανίσθη η βασιλόπηττα μόνο που δεν την πήραν τα δάκρυα…
-Δεν την βάζετε για ανθρακίτη στη σόμπα; Είπεν ο πνευματώδης υιός της οικογενείας.
Ο κύριος Μενέλαος ανέλαβε τα καθήκοντα του πάτερ-φαμίλια σιωπηλός και επίσημος. Επήρε το μαχαίρι και άρχισε να κόβη.
-Του σπιτιού… Του φτωχού… Το δικό μου…
Αλλά εις το σημείον τούτο έκοψε το δάχτυλό του!
-Κακός οιωνός! Είπεν πάλιν ο πνευματώδης υιός.
-Σώπα παιδί μου, Χριστός και Παναγία! Επενέβη η κυρία Ουρανία.
Εκόπη τέλος η βασιλόπηττα και επηκολούθησεν «οικογενειακός μπακαρατζίκος» εις τον οποίον όμως ο κύριος Μενέλαος έχασε δραχμάςχιλίαςπεντακοσίας!
-Αμ’ τώξερα εγώ. Την είδα τη βασιλόπηττα! Εψιθύρισε περί το τέλος της επισήμου εσπέρας η κυρία Ουρανία.
-Τον κακό σου τον φλάρο! Της απήντησεν ο κύριος Μενέλαος έξαλλος αυτή τη φορά, διότι είχε χάση τις χίλιες πεντακόσιες. Εσύ με γλωσσόφαγες!... Εσύ τις κάνεις τις γρουσουζιές!...
-Και του χρόνου! Είπεν ο πνευματώδης υιός της οικογενείας!
Και απεσύρθη να κοιμηθή».
(«ΕΘΝΟΣ», 1939, «ΕΥ»)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
-Να πας βόλτα. Μην περάσης από την κυρά-Κατερίνα γιατί έχει ένα μάτι ο Θεός να σε φυλάη!
-Καλά, απήντησεν εκείνη.
-Να σταθής εκεί ώσπου να την ψήση, και να του πης να προσέξη να μην «αρπάξη» από πάνω και μέσα μείνη ωμή. Τ’ άκουσες;
-Μάλιστα.
Ως που να γυρίση η μικρή της κυρίας Ουρανίας «έτρεμε το φυλλοκάρδι της»! Επί τέλους κατά το μεσημέρι επέστρεψε το δουλάκι κατέρυθρον και περίτρομον, κομίζον τη βασιλόπηττα σκασμένη και μαύρη από το κάψιμο!
-Τ’ είν’ αυτό μωρή; Ανέκραξεν έξαλλη η κυρία Ουρανία.
-Δεν την πέτυχε! Εψιθύρισενηλιθίως το δουλάκι.
-Χριστός και Παναγία! Κάρβουνο την έκανε ο παληάνθρωπος!... Κακοχρονάχη μέρα που είνε!
Λαχτάρα που μας άναψε πρωτοχρονιάτικα!... Κ’ εσύ μωρή που τα είχες τα μάτια σου;…
Ξεκουμπίσου να πας στην αστυνομία! Γρήγορα!...
Την ίδια στιγμή αφίχθη ο κύριος Μενέλαος, όστις επληροφορήθη με σχετικήναπάθειαν το δράμα.
-Μενέλαε, άστα! Αποτυχία η βασιλόπηττα!
Έ τι θες να κάνω; Να βάλω το γάιδαρο να κλαίη;
-Εμ’ έτσι αναίσθητος ήσουνα πάντα! Εσύ ο κόσμος να χαλάση καρφί δεν σου καίγεται!
-Μ’ εμένα τάβαλες τώρα;
Εντός ολίγου κατέπλευσε και η κυρά-Κατερίνα να ρωτήση «μήπως τους βρίσκεται λίγο αλεύρι περσευούμενο». Μόλις είδε την καρβουνιασμένη βασιλόπηττα, η οποία δεν είχε πάη στην αστυνομία, διότι το δουλάκι δεν απεφάσιζε να κάνη τέτοιο πραμμα, εγούρλωσε τα μάτια της με καταφανή ικανοποίησιν.
-Καλέ τ’ είν’ αυτό; Η βασιλόπηττά σας είνε; Μεγάλη γρουσουζιά κυρία Ουρανία μου!
-Στο κεφάλι σου! Εμουρμούρισε από μέσα της η κυρία Ουρανία.
Αλλά έκανε «μαύρη πρωτοχρονιά». Με μισό στόμα απαντούσε στις ευχές, κι’ όταν ήρθαν τα μεσάνυχτα και ενεφανίσθη η βασιλόπηττα μόνο που δεν την πήραν τα δάκρυα…
-Δεν την βάζετε για ανθρακίτη στη σόμπα; Είπεν ο πνευματώδης υιός της οικογενείας.
Ο κύριος Μενέλαος ανέλαβε τα καθήκοντα του πάτερ-φαμίλια σιωπηλός και επίσημος. Επήρε το μαχαίρι και άρχισε να κόβη.
-Του σπιτιού… Του φτωχού… Το δικό μου…
Αλλά εις το σημείον τούτο έκοψε το δάχτυλό του!
-Κακός οιωνός! Είπεν πάλιν ο πνευματώδης υιός.
-Σώπα παιδί μου, Χριστός και Παναγία! Επενέβη η κυρία Ουρανία.
Εκόπη τέλος η βασιλόπηττα και επηκολούθησεν «οικογενειακός μπακαρατζίκος» εις τον οποίον όμως ο κύριος Μενέλαος έχασε δραχμάςχιλίαςπεντακοσίας!
-Αμ’ τώξερα εγώ. Την είδα τη βασιλόπηττα! Εψιθύρισε περί το τέλος της επισήμου εσπέρας η κυρία Ουρανία.
-Τον κακό σου τον φλάρο! Της απήντησεν ο κύριος Μενέλαος έξαλλος αυτή τη φορά, διότι είχε χάση τις χίλιες πεντακόσιες. Εσύ με γλωσσόφαγες!... Εσύ τις κάνεις τις γρουσουζιές!...
-Και του χρόνου! Είπεν ο πνευματώδης υιός της οικογενείας!
Και απεσύρθη να κοιμηθή».
(«ΕΘΝΟΣ», 1939, «ΕΥ»)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα