Ελένη Ψυχούλη: «Δοκίμασα τα πάντα, από ναρκωτικά μέχρι σχέσεις, αλλά δεν κόλλησα σε τίποτα»

Ελένη Ψυχούλη: «Δοκίμασα τα πάντα, από ναρκωτικά μέχρι σχέσεις, αλλά δεν κόλλησα σε τίποτα»

Έχει παρτάρει ακραία, έχει γνωρίσει τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες και συλλέκτες του κόσμου, μαγειρεύει συγκλονιστικά και ντρέπεται όταν την αναγνωρίζουν στο δρόμο. Αυτή είναι η ιστορία της Ελένης Ψυχούλη

Ελένη Ψυχούλη: «Δοκίμασα τα πάντα, από ναρκωτικά μέχρι σχέσεις, αλλά δεν κόλλησα σε τίποτα»
Ελένη Ψυχούλη: «Δοκίμασα τα πάντα, από ναρκωτικά μέχρι σχέσεις, αλλά δεν κόλλησα σε τίποτα»
Η Ελένη Ψυχούλη είναι οδοστρωτήρας. Σκέφτεται, κινείται, μιλάει, διαβάζει, μαγειρεύει, κεντάει, λύνει σταυρόλεξα, περπατάει, χορεύει, καθαρίζει, δουλεύει σε ρυθμούς εξοντωτικούς για οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο και, παρ’ όλα αυτά, είναι αειθαλής και με σώμα και καρδιά μικρού κοριτσιού. Έχει ζήσει τη ζωή έντονα, από τα παριζιάνικα πάρτι της δεκαετίας του ’80, παρέα με την ιντελιγκέντσια της εποχής, μέχρι τις μυθικές ημέρες (και νύχτες) των δύο προηγούμενων δεκαετιών στην Αθήνα, όπου μεταξύ άλλων κατάφερε να φτιάξει το πρώτο (και υπερεπιτυχημένο) αληθινά νεοϋορκέζικο bar-restaurant της πόλης (το Bee στου Ψυρρή), να κάνει μια απογειωτική καριέρα στα ελληνικά media (με συνεργασίες με δεκάδες από αυτά, από το Nitro και το Esquire μέχρι το Symbol και το Βήμα Gourmet) και ύστερα να γίνει σταρ της τηλεόρασης μέσα από την εκπομπή της Σεφ στον Αέρα στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ. Τα τραπέζια που διοργανώνει συχνά-πυκνά στο σπίτι της είναι «μυθικά», με το μενού να ξεπερνάει σε ποιότητα αντίστοιχα αστεράτων εστιατορίων, έχει έναν υπέροχο γιο 18 ετών που τον λατρεύει, ταξιδεύει κυρίως σε αραβικές χώρες και μαγεύεται από τον πολιτισμό και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, καταναλώνει ολόκληρες βιβλιοθήκες διαβάζοντας, έχει το site pirouni.gr και πριν από λίγες ημέρες άνοιξε ένα νέο εστιατόριο στο Βόλο (το Πιρουνάκι), για το οποίο είναι ενθουσιασμένη.

Γεννήθηκες και μεγάλωσες στο Βόλο. Πώς βρέθηκες στην Αθήνα;
Τυχαία. Ήμουν ανοιχτή και περίεργη. Ό,τι περνούσε από δίπλα μου, ακόμα και σουρεαλιστικό να ήταν, έλεγα «ναι». Όταν αποφάσισα να δουλέψω με τον Takis, ήμουν 19 χρόνων. Δεν ήξερα καν τι είναι η σύγχρονη τέχνη, ούτε ο Τakis ήξερε. Αυτό ήταν στα όρια της τρέλας. Όμως το έκανα για να δω πώς είναι.


Κλείσιμο

Περίγραψέ μας την πρώτη φορά που συνάντησες τον Takis;
Τον συνάντησα πρώτη φορά, ενώ δεν είχα σκοπό να δουλέψω γι’ αυτόν. Ήταν σαν Βούδας με κατάθλιψη σε ένα υπέροχο κτίριο και έψαχνε έναν άνθρωπο να του οργανώνει τις δουλειές του στην Ελλάδα. Ζούσε τότε στο Παρίσι. Εγώ δεν είχα ιδέα από όλες αυτές τις δουλειές που ήθελε να του κάνω. Πίστευα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να με πάρει. Μου λέει: «Δεσποινίς, πώς σας λένε και τι ζώδιο είστε;». «Κριός» του απαντώ. «Κριός είναι ο Ιόλας και ο γιος μου. Σας προσλαμβάνω!». Εκεί δεν λες «όχι». Χωρίς να ξέρω τι πρόκειται να κάνω, πού μπλέκω, σε τι περιπέτεια. Αλλά ήταν μια περιπέτεια που έπρεπε να την ακολουθήσω. Το ίδιο κάνω μέχρι τώρα. Μονίμως μπλέκω σε περιπέτειες που δεν ξέρω τι είναι, αλλά τις ακολουθώ. Δεν μου βγήκε ποτέ σε κακό.

Τι θυμάσαι πιο έντονα από την περίοδο που έζησες στο Παρίσι;
Ήταν 80s, η πάρτι εποχή του πλανήτη. Η απόλυτη εποχή του εγωκεντρισμού και του στιλ. Τα 80s ήταν μια πορεία χέρι  με χέρι με το θάνατο. Ήμασταν, όμως, πολύ νέοι για να στενοχωρηθούμε μ’ αυτό. Όταν είσαι νέος, είναι δύσκολο να συλλάβεις την έννοια του θανάτου. Είχαμε και λίγο την αίσθηση του αθάνατου. Έχει τύχει να πεθαίνει φίλος μας από Aids μέσα στο σπίτι και να τον αφήσουμε για να πάμε στο κλαμπ το βράδυ. Φράντζα, πολύ μακιγιάζ και πολλή εικόνα. Ζούσες για τη νύχτα.

Ήταν εύκολο να ισορροπήσεις ανάμεσα στην τρέλα των 80s και στην επαγγελματική καριέρα στη συνέχεια;

Θεωρώ ότι ζω από σύμπτωση. Όλοι της γενιάς μου, που ζήσαμε έντονα τα 80s, είμαστε survivors. Είχα όμως και έναν ενδόμυχο φόβο, είχα ένα άστρο που με προστάτευε. Δοκίμαζα τα πάντα, αλλά δεν κολλούσα σε τίποτα. Από ναρκωτικά μέχρι σχέσεις, ήμουν περισσότερο άνθρωπος της δοκιμής, παρά του εθισμού. Κι αυτό γιατί ήμουν πάρα πολύ περίεργη. Πίστευα ότι η κάθε μέρα θα μου φέρει κάτι καινούριο, που, για να το ζήσω, έπρεπε να είμαι καλά. Στοιχειωδώς καλά. Όχι ότι δεν έχω κάνει φοβερές βλακείες. Πάντα, όμως, είχα έναν τρόπο να τις μαζεύω στο τέλος, όταν άρχιζαν να γίνονται επικίνδυνες. Τελικά η περιπέτεια της ζωής ήταν πιο ενδιαφέρουσα από όλα τα κολλήματα. Πολλοί δεν ήταν τυχεροί. Ειδικά με το Aids, δεν ήταν θέμα αυτοπροστασίας. Ήταν καθαρά ρώσικη ρουλέτα. Όσοι το έπαθαν το έπαθαν.



Γιατί άφησες τη ζωή στο Παρίσι;
Είχε τελειώσει. Τα 80s είχαν τελειώσει, η Γαλλία ζούσε μια πρώτη ισχυρή οικονομική κρίση, το πάρτι εκεί είχε τελειώσει. Στην Ελλάδα, όμως, συνεχιζόταν. Ήρθα για διακοπές ένα καλοκαίρι και δεν έφυγα ποτέ. Άφησα όλα τα πράγματά μου στο Παρίσι και δεν ξαναγύρισα. Το κάνω αυτό. Όταν φύγω από κάπου, δεν με ενδιαφέρει τι μένει πίσω. Μόνο το καινούριο, αν είναι συναρπαστικό, με ρουφάει τόσο πολύ, που τα αφήνω όλα.

Δηλαδή, τι σε κράτησε στην Ελλάδα και άφησες για πάντα τη Γαλλία;
Αυτή η εποχή με το Εργοστάσιο, το Άτομο, τον Κούκο, όλα αυτά στην Ελλάδα ήταν ζωντανά. Κόσμος που είχε ζήσει στο εξωτερικό γυρνούσε, όλοι ντυμένοι με ωραίο και προσωπικό στιλ, χωρίς να μιμείται ο ένας τον άλλο. Όλο αυτό ακόμη επιβίωνε. Γνωριζόμασταν μεταξύ μας, η Αθήνα ήταν πάρα πολύ μικρή και κάθε μέρα συναντιόμασταν σε ένα κλαμπ. Όλοι όσοι πηγαίναμε τότε στα κλαμπ στη συνέχεια δουλέψαμε μαζί. Ο ένας έφερε τον άλλο. Στα περιοδικά, στη μόδα... Η Ελλάδα ήταν ένα πάρα πολύ μικρό δημιουργικό κύκλωμα, με έδρα το Κολωνάκι. Συνέβαιναν καινούρια πράγματα. Τότε συνέπεσαν το Κλικ, τα Πρόσωπα, τα έντυπα της δημιουργίας.

Στόχους επαγγελματικούς είχες;
Άρχισα να έχω μετά τα 48. Μέχρι τότε ήταν ό,τι έφερνε η μέρα. Και η νύχτα κυρίως! Η νύχτα νομίζω ότι μου τα έφερε όλα. Ήταν συναντήσεις με ανθρώπους. Ένας έφερνε μια ιδέα, άνθιζε η μόδα, τα περιοδικά, όλα γίνονταν συμπτωματικά. Και εγώ σε όλες τις προτάσεις έλεγα «ναι». Το κάθε «ναι» με πήγαινε στο επόμενο «ναι».

Η αφετηρία για να ασχοληθείς με τη μαγειρική ποια ήταν;

Ο πρώην σύζυγός μου ήταν art director στο περιοδικό 01. Επειδή ξενυχτούσαν στο γραφείο, έρχονταν όλοι στο σπίτι και τους μαγείρευα. Δεν ήμουν και πολύ καλή μαγείρισσα τότε. Μόνη μου σιγά σιγά έμαθα. Με το φαγητό είχα δυσκολίες όταν ήμουν μικρή. Δεν έτρωγα τίποτα. Είχα όμως μια γιαγιά καταπληκτική μαγείρισσα και έβλεπα τις συνταγές. Ζούσα μέσα στο φαγητό, το μύριζα. Και όλες αυτές τις μυρωδιές, δηλαδή ό,τι δεν έφαγα μικρή, προσπάθησα μετά μόνη μου να το μαγειρέψω, να το ξαναβρώ για να το φάω. Μου είχε μείνει κάποιο απωθημένο. Είχε γραφτεί μέσα μου σαν πείνα. Μετά πέρασα μια περίοδο που έτρωγα μόνο γλυκά από το ζαχαροπλαστείο. Ακολούθησε μια περίοδος που με ενδιέφερε μόνο το κλαμπ. Δεν μαγείρευα, ούτε πήγαινα σε εστιατόρια. Με ενδιέφερε το πάρτι. 

Το μαγείρεμα, δηλαδή, ξεκίνησε από τα μαζέματα στο σπίτι;

Τα σπίτια μου ήταν πάντα κέντρο διερχομένων, με πολλά πάρτι, όπου ερχόταν όλη η Αθήνα, και με την πάροδο του χρόνου έγιναν dinner parties, με λιγότερο κόσμο. Μπήκε το φαγητό μέσα στη διασκέδαση. Αυτό έγινε μετά τα 30 μου. Τότε ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Ό,τι καριέρα κι αν έκανα, την έκανα χάρη σε αυτά τα μαζέματα στο σπίτι. Όλα ήταν μια επαγγελματική αλυσίδα, που προέκυπτε μέσα από την προσωπική χαρά της ζωής, του πάρτι και του ανοιχτού σπιτιού. Ανοίγεις το σπίτι, καλείς όλο τον κόσμο και από αυτό κάτι προκύπτει. Είναι οι πιο απλές δημόσιες σχέσεις.



Η τηλεόραση πώς προέκυψε;
Ήμουν φανατική τηλεθεάτρια όλων των εκπομπών μαγειρικής – και στις επαναλήψεις! Αλλά δεν ήταν κάτι που ήθελα να κάνω, ήθελα να είμαι θεατής. Τότε ήρθε η πρόταση από τον παραγωγό του Σεφ στον Αέρα. Με ρώτησε ποιος πιστεύω ότι θα μπορούσε να παρουσιάσει την εκπομπή. Του είπα πέντε αγαπημένους συναδέλφους και, τελείως αυθόρμητα, είπα ότι η μοναδική που μπορεί να το κάνει καλά αυτό είμαι εγώ, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Τότε έκανα αρχισυνταξία στο Food and the City, που παρουσίαζε ο Βασίλης Καλλίδης, και την είχα καταβρεί. Ήμουν στην τηλεόραση με τον τρόπο που ήθελα, πίσω από τις κάμερες, με ιδανικές συνθήκες. Ο παραγωγός έκανε την πρόταση για μένα και με δέχτηκαν. Μου το είπε τηλεφωνικά και απάντησα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω. Μετά από 67 «όχι», τελικά με έπεισε. Νομίζω ότι ο λόγος που πέτυχε είναι επειδή δεν με ενδιέφερε η τηλεόραση, δεν με ενδιέφερε η εικόνα μου, ούτε να πουλήσω κάτι που δεν είμαι. Έβγαλα μια αλήθεια, όπως θα ήθελα εγώ να γίνονται οι τηλεοπτικές εκπομπές. Στην αρχή όλοι ήταν διστακτικοί. Φορούσα δαχτυλίδια, ήμουν σοβαρή, πολύ αδύνατη... Πέρασε ένας χρόνος μέχρι να με αποδεχτούν σαν εικόνα. Η επιτυχία ήρθε το δεύτερο χρόνο. Εκεί έπαιξε σημαντικό ρόλο και το κανάλι, που με στήριξε. Αν ήμουν σε άλλο κανάλι, θα με είχαν κόψει από τη δεύτερη εκπομπή.

Έχω παρατηρήσει ότι, όταν σε αναγνωρίζουν στο δρόμο, ντρέπεσαι. Γιατί;

Ξεχνάω ότι δουλεύω στην τηλεόραση, βγαίνω έξω και με συναντούν οι άνθρωποι, μου μιλάνε και νομίζω ότι είναι από την προσωπική μου ζωή. Έχω και το πρόβλημα της μυωπίας, δεν φοράω γυαλιά και έτσι δεν βλέπω τον άλλο. Μου λένε «είσαι σνομπ και δεν χαιρετάς», εγώ παθαίνω ενθουσιασμό και ταραχή ταυτόχρονα... «Αυτός ποιος είναι, από πού τον ξέρω...». Τους φιλάω, ρωτάω τι κάνουν και ανακαλύπτω ότι δεν είναι γνωστοί μου, αλλά με ξέρουν από την τηλεόραση!

Άλλαξε ο χαρακτήρας σου με την είσοδό σου στην τηλεόραση;

Εγώ μπήκα γριά στην τηλεόραση και πολύ χορτασμένη, τι να αλλάξει; Τίποτα δεν μπορεί να μ’ αλλάξει. Δεν υπήρχε σχέση ματαιοδοξίας ανάμεσα σε μένα και στην τηλεόραση. Ό,τι επιβεβαίωση ήταν να πάρω την είχα πάρει από αλλού. Μπήκα και την εποχή που δεν έχει καθόλου λεφτά και έτσι δεν μπορώ και να ξιπαστώ! Όταν δεν έχω για το λογαριασμό του κινητού, πώς να νιώσω σταρ;

Το εστιατόριο είναι το επόμενο στοίχημα;

Ναι, το εστιατόριο στο Βόλο. Στην ηλικία μου έχω ανάγκη από άλλα πράγματα, έχω ανάγκη από τη φύση και τη λιτότητα. Και στον τρόπο που μαγειρεύω, και στον τρόπο που ντύνομαι, και στις σχέσεις μου. Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη αποδοχή και ο μεγαλύτερος πλούτος είναι η φύση. Επειδή δεν μπορώ να το κάνω αυτό στην Αθήνα, το κάνω στο Βόλο. Βρήκα και το χώρο, ένα κτίριο που το έβλεπα πολλά χρόνια και σκεφτόμουν ότι, αν έκανα ποτέ εστιατόριο, θα ήθελα να γίνει εκεί. Ανακάλυψα ότι το κτίριο ανήκει σε έναν ξάδερφό μου και μέσα από συγκυρίες αποφασίσαμε να το ανοίξουμε μαζί.

Το καινούριο αυτό βήμα στην περιφέρεια σε τρομάζει;

Λείπω πολλά χρόνια από το Βόλο, πάνω από τριάντα πέντε, δεν ξέρω την επαρχία. Πάω σε μια πόλη, που μπορεί να είναι η πόλη που γεννήθηκα, αλλά είναι και ένας ολοκαίνουριος πλανήτης για μένα ταυτόχρονα.

Βρίσκεις διαφορές στο φαγητό ανάμεσα στην Αθήνα και στο Βόλο;

Στην Αθήνα όλοι θέλουν να φάνε το φαγητό της μαμάς τους. Στις άλλες πόλεις, επειδή ακόμα λειτουργεί η οικογένεια, δεν θέλουν με τίποτα να φάνε το φαγητό της μαμάς. Θέλουν κάτι οικείο, αλλά και ανανεωτικό μαζί. Επίσης, το κοινό της επαρχίας είναι πιο δύσκολο. Ξέρουν από καλά υλικά, είναι πιο... κακομαθημένοι στο καλό φαγητό. Έπειτα, μετράνε και τα λεφτά τους. Αν έκανα το ίδιο πράγμα στην Αθήνα, θα είχα σίγουρη επιτυχία. Στο Βόλο θα δοκιμαστώ. Θα έρθουν σε ένα εστιατόριο που δεν θα έχει καπνιστό σολομό, πράγμα που θεωρούν ότι είναι το καλό και το πολυτελές. Εγώ θέλω να τιμήσω και τους παραγωγούς, άλλωστε η μόδα παγκόσμια είναι το τοπικό προϊόν. Έχουμε ξεφύγει από τη συνταγή και τη δημιουργική κουζίνα και ο πρωταγωνιστής είναι το προϊόν, το καλής ποιότητας και το λιτά μαγειρεμένο.

Η σχέση σου με τους gay ποια είναι;

Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι gay. Αναγνωρίζω καλύτερα τον εαυτό μου μέσα σε ένα πλήθος gay, παρά σε ένα straight πλανήτη. Αν είναι να κάνω παρέα με άντρες, προτιμώ εκείνους που είναι συμφιλιωμένοι με τη γυναικεία τους πλευρά.

Τι πιστεύεις για τον έρωτα;

Ο έρωτας είναι ένα πολύ υπερτιμημένο συναίσθημα, όπως και τα παιδιά. Όλα αυτά πρέπει να συνδυάζονται μέσα από προσωπική δημιουργία και την πραγμάτωση του ίδιου του ανθρώπου. Δεν είναι η αρχή και το τέλος του κόσμου ο έρωτας και το να κάνεις ένα παιδάκι. Παιδιά κάνουν και οι γάτες. Όλα πρέπει να έχουν το χώρο τους, αλλά σε μια ισορροπία. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τα άλλα.

Επίσης έχεις κυκλοφορήσει και τη δική σου σειρά με είδη σπιτιού, με την επωνυμία Idi Prikos. Αυτό σε συνδέει με το παρελθόν σου και τη γιαγιά σου;

Όχι, δεν με συνδέει με τη γιαγιά μου. Είμαι υπέρμαχος του κιτς. Λατρεύω την gipsy αισθητική και τα χρώματα. Το κιτς είναι υποτιμημένη αισθητική. Για μένα είναι η εμμονή στην παιδικότητα, να βλέπεις τον κόσμο σαν παραμύθι. Αυτό προσπαθώ να αναπαράγω μέσα από τα υφάσματα. Τα έβαλα σε ένα δικό μου πλανήτη. Βρίσκομαι σε ένα σωρό από κουρέλια και δεν ξέρω τι θα βγει. Πάντα βγαίνει κάτι. Αυτό που κάνω δεν είναι τέχνη, αλλά τρόπος να την αγγίξω.

Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης