Το fēnix 8 της Garmin είναι το απόλυτο εργαλείο που θα σε βοηθήσει να ανταπεξέλθεις στην πολυάσχολη και απαιτητική καθημερινότητά σου.
Παλεύοντας με τους δαίμονες της εφορίας και της ζωής του
Παλεύοντας με τους δαίμονες της εφορίας και της ζωής του
Οσο και αν κάποιοι επιμένουν ότι είναι άφαντος, κυνηγημένος και οφειλέτης, ο ίδιος υποστηρίζει ότι είναι ένα θύμα του συστήματος. Τι είναι όμως αυτό που έκανε τον Κιμούλη να γράφει τεράστια μανιφέστα και τι πραγματικά συνέβη με τη γνωστή υπόθεση της Εφορίας, στην οποία φέρεται να χρωστάει 200.000 ευρώ;
Κάθε βράδυ νιώθει την ίδια πίεση, τα μηνίγγια του να τσακίζονται από τα τσεκούρια που βαράνε ακόμη στο μυαλό του από την ένταση του ρόλου. Ο Γιώργος Κιμούλης, για μια ακόμη φορά, πιέζεται να φέρει στα μέτρα του έναν ρόλο που λειτουργεί προφητικά για όσα θα ακολουθήσουν τις ερχόμενες μέρες: στην παράσταση που φέρει ειρωνικά τον τίτλο «Η συνέντευξη» υποδύεται έναν πρώην πολεμικό ανταποκριτή ο οποίος κατάφερε να «ξεβγάλει» από πάνω του τις οβίδες, αλλά όχι να τα βάλει με το δημοσιογραφικό κατεστημένο και τις ψεύτικες ειδήσεις. Στην προσπάθειά του, μάλιστα, να επιβιώσει κατέληξε από πολεμικός ανταποκριτής λαϊφστάιλ ρεπόρτερ, βρίσκοντας τον δάσκαλό του στο πρόσωπο μιας διάσημης τηλεπερσόνας, την οποία ερμηνεύει ιδανικά η Δήμητρα Ματσούκα. Για μια ακόμη φορά και για τραγική ειρωνεία, όπως έχει παραδεχτεί επανειλημμένα ο ίδιος, δεν παίζει, γίνεται ο ρόλος του. Αισθάνεται στο πετσί του κάθε φράση που ξεστομίζει για το κατασκευασμένο σύστημα, νιώθει τα τραύματα που διαπερνάνε το γυμνό του δέρμα, οι δυνάμεις του μπορεί κάποιες στιγμές να τον εγκαταλείπουν.
Εκτός θεάτρου τώρα, οι δημοσιογράφοι, που τόσο πολύ κάποτε τον αγάπησαν και τον ανέδειξαν σε αγαπημένο τους δημιουργό, γίνονται οι νέοι κήνσορές του. Μέσα σε μια βδομάδα θα τον έχουν στήσει στον τοίχο ως επικίνδυνο αντεξουσιαστή και θα γνωστοποιήσουν δημόσια ότι τον κυνηγάει η Αστυνομία. Ο Γιώργος Κιμούλης, τσακισμένος, θα διακόψει για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο τις παραστάσεις και θα κλειστεί στο σπίτι του ακούγοντας μουσική και διαβάζοντας ένα από τα αγαπημένα του βιβλία, ας πούμε αυτό του Γκι Ντε Μπορ για τον κόσμο του θεάματος. Αυτή τη φορά δεν είναι μόνο η δημοσιογραφική επίθεση που πονάει, είναι η ίδια η πραγματικότητα. Λίγοι οι φίλοι, ακόμη περισσότεροι οι εχθροί.
Κατά τα άλλα, ο ίδιος είχε σκεφτεί να μην απαντήσει στις αιτιάσεις αν το γεγονός δεν γινόταν πρώτη είδηση. Σε δημόσια επιστολή που απέστειλε στα Μέσα επιμένει ότι δεν είναι φοροφυγάς, αλλά φοροοφειλέτης. «Στις μέρες μας, η πλειοψηφία των θεατών δεν πρέπει με τίποτα να απολέσει την ταυτότητα του Χρεωμένου», γράφει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Πρέπει να αισθάνεται διαρκώς ότι οφείλει. Μόνον έτσι μπορεί να ταυτιστεί μ’ ένα κράτος που χρωστά και που για να κατορθώσει να είναι “εμπρόθεσμο” στις υποχρεώσεις του προς τους δανειστές του αναγκάζεται (;) να επιβάλλει όλο και πιο αυστηρά και σκληρά μέτρα. Ο μοναδικός τρόπος να συντηρείται αυτή η κατάσταση είναι να προστεθεί στον χαρακτηρισμό του Χρεωμένου πολίτη η διαρκής υποψία του κλέφτη. Κάθε Χρεωμένος είναι εν δυνάμει Απατεώνας. Εξ ου και το απροσδιόριστο (υποτίθεται αθώο) μπέρδεμα μεταξύ οφειλέτη του Δημοσίου και φοροφυγά», τονίζει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή που επέχει θέση μανιφέστου. Εκεί επιμένει ότι δεν έπαιξε παιχνίδια με «κρατικοδίαιτες παρέες», ότι τα χρέη του δημιουργήθηκαν επειδή πάντα προτιμούσε πρώτα να πληρώνει τους εργαζομένους και μετά τα χρέη στην Εφορία. Επιπλέον, επιμένει κατηγορηματικά: «Δεν ήμουν άφαντος, κρυμμένος, εξαφανισμένος ή χαμένος, όπως κάποια έντυπα ή μπλογκ με παρουσίασαν». Και σπεύδει να συμπληρώσει ότι η δική του πόρτα είναι «οικονομικά γκρεμισμένη εδώ και χρόνια. Οσο κι αν θεωρώ κακόγουστη την αυτοδιαφημιζόμενη, λόγω της κρίσης, τάση της εικόνας του πτωχού καλλιτέχνη, αναγκάζομαι να δηλώσω (το Ε9 μου είναι στη διάθεση όσων λασπολογούν) πως μένω σε ενοικιασμένο διαμέρισμα και τα μόνα περιουσιακά μου στοιχεία είναι ένα αυτοκίνητο 18 ετών, μια μοτοσικλέτα 15 ετών και ένα οικόπεδο ούτε ενός στρέμματος, το οποίο μάλιστα είναι προσημειωμένο για ένα τραπεζικό δάνειο, το οποίο χρειάστηκε να πάρω για να πληρώσω τους συνεργάτες μιας αποτυχημένης εμπορικά παράστασής μου. Οσα χρήματα έχω βγάλει τα έχω επιστρέψει όλα στο θέατρο, παράγοντας έργα ιδίοις εξόδοις, μια και δεν έχω πάρει ποτέ ούτε μια δραχμή, ούτε ένα ευρώ από το κράτος».
Αντίστοιχα μανιφέστα-επιστολές, λιγότερο προσωπικού και περισσότερο πολιτικού χαρακτήρα, έχει στείλει μαζικά, τελευταία, σε διάφορες εφημερίδες, αλλά όχι σίγουρα σε αυτές που ανήκουν σε συγκεκριμένο μιντιακό συγκρότημα που δείχνει να έχει ανοίξει πόλεμο με τον ηθοποιό. Η εμφάνισή του σε τηλεοπτική εκπομπή, όπου είχε υποστηρίξει ευθαρσώς ότι ανήκει στο ευρύτερο πολιτικό φάσμα της Αριστεράς, είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί δημοσιογράφοι να του επιτεθούν για υποτιθέμενο αντικομφορμισμό εκ μέρους ενός ανθρώπου που δεν αρνήθηκε ποτέ τις θεατρικές του επιτυχίες. Εκτοτε, είναι καθημερινά τα κείμενα που ανταλλάσσονται ανάμεσα στον ηθοποιό και τους εκπροσώπους του Τύπου. Εξ ου και η τελική, καθοριστική επιστολή που απέστειλε ο Κιμούλης, όπου μιλάει για «δημόσιο εξευτελισμό μου» που είχε οργανωθεί από τα μίντια. Αυτή τη φορά όμως, στο επίκεντρο, δεν βρίσκονταν οι έρωτές του ή το πόσο πραγματικά φίλος είναι με τη Ματσούκα -το σπίτι της οποίας έγραψαν ότι επισκέφτηκαν αστυνομικοί, κάτι που διαψεύδει το περιβάλλον της ηθοποιού-, αλλά κατά πόσο ένας διάσημος ηθοποιός μπορεί να είναι κριτής του συστήματος. Ο ίδιος, πάντως, δεν κάνει καμία προσπάθεια να απολογηθεί. Η στρατηγική του -σύμφωνα με τις επιταγές του αγαπημένου του Νίτσε- υπαγορεύει να απαντά στις επιθέσεις με μεγαλύτερη ορμή και όχι με δουλοπρεπή άμυνα. Αυτό έκανε κάθε φορά που τα εξώφυλλα τον ήθελαν να βγαίνει με τις συμπρωταγωνίστριές του ή να οδηγεί διάφορες συντρόφους του στην απόγνωση. Απλώς περνούσε στην αντεπίθεση επιβεβαιώνοντας με ακόμη μεγαλύτερο στόμφο τον ρόλο του Δον Ζουάν, αυτού που μπορεί και σαγηνεύει το σύμπαν. Ηθελε να είναι ο απόλυτος εραστής με τον ίδιο τρόπο που ήθελε να είναι ο απόλυτος ηθοποιός, σκηνοθέτης ή φιλόσοφος. Ενα κράμα, όπως παραδεχόταν, της μανιακής με την πρωτιά μητέρας του και της επιθυμίας του πατέρα του που ήθελε να ρουφήξει απόλυτα τις εμπειρίες και τον χρόνο. «Ηταν άρρωστος ο πατέρας μου», είχε πει. «Πήγαινε σε νευροψυχίατρο να ελέγξει το μυαλό του. Αυτό που ήθελε ήταν σώνει και καλά να ζήσει έναν αιώνα. Τελεία. Είχε στόχο. Να ζήσει πλήρως τον 20ό αιώνα», έλεγε χαρακτηριστικά.
Εκτός θεάτρου τώρα, οι δημοσιογράφοι, που τόσο πολύ κάποτε τον αγάπησαν και τον ανέδειξαν σε αγαπημένο τους δημιουργό, γίνονται οι νέοι κήνσορές του. Μέσα σε μια βδομάδα θα τον έχουν στήσει στον τοίχο ως επικίνδυνο αντεξουσιαστή και θα γνωστοποιήσουν δημόσια ότι τον κυνηγάει η Αστυνομία. Ο Γιώργος Κιμούλης, τσακισμένος, θα διακόψει για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο τις παραστάσεις και θα κλειστεί στο σπίτι του ακούγοντας μουσική και διαβάζοντας ένα από τα αγαπημένα του βιβλία, ας πούμε αυτό του Γκι Ντε Μπορ για τον κόσμο του θεάματος. Αυτή τη φορά δεν είναι μόνο η δημοσιογραφική επίθεση που πονάει, είναι η ίδια η πραγματικότητα. Λίγοι οι φίλοι, ακόμη περισσότεροι οι εχθροί.
Το παρασκήνιο ενός ανθρωποκυνηγητού
Τι όμως είχε πραγματικά συμβεί που μετέτρεψε τον Γιώργο Κιμούλη από Δον Ζουάν, όπως τον ήθελαν ο προηγούμενος ρόλος του και η δημόσια εικόνα του, σε κυνηγημένο; Οι φίλοι του μιλάνε για κάποια χρέη που είχαν πιστωθεί στη θεατρική εταιρεία του, η οποία λειτουργούσε ως θέατρο και ως σχολή για σχεδόν μια δεκαετία, τα οποία λόγω προσαυξήσεων είχαν φτάσει σε τεράστια ύψη και ο ηθοποιός αδυνατούσε να αποπληρώσει με διακανονισμό. Είχε ήδη προηγηθεί πριν από χρόνια μια πρώτη εξωδικαστική συνεννόηση με την Εφορία, που ωστόσο είχε «εκπέσει». Κατόπιν όμως παρέμβασης εισαγγελέα, ο οποίος όπως γράφτηκε, έδωσε την εντολή να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, σύμφωνα με τον νέο νόμο για τα χρέη προς το Δημόσιο που ξεπερνάνε τις 100.000 ευρώ, ο ηθοποιός κατέληξε και πάλι στην Εφορία, όπου κατάφερε να πετύχει τελικά νέο διακανονισμό, μόλις πριν από λίγες μέρες. Ενώ όμως εκείνος ισχυρίζεται ότι διευθετούσε το ζήτημα σε συνεννόηση με την Εφορία, τα δημοσιεύματα ήθελαν τον γνωστό σκηνοθέτη και ηθοποιό λίγο πριν τη φυλακή. Σύμφωνα με πληροφορίες που έρχονται από το άμεσο περιβάλλον του, ήταν αυτά τα νέα που τον ανάγκασαν να κλείσει το θέατρό του για να αποτρέψει ενδεχόμενη σύλληψη δίκην εντυπωσιασμού. Η είδηση ενός γεμάτου θεάτρου που θα άδειαζε λόγω της σύλληψης του πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη θα ήταν όντως εντυπωσιακή. Ετσι, ο Γιώργος Κιμούλης σταματώντας μια παράσταση που, ειρωνικώ τω τρόπω, μιλάει εξ ολοκλήρου για το πώς λειτουργεί η δημοσιογραφία, προτίμησε να μη διακινδυνεύσει ένα τέτοιο επικίνδυνο σενάριο.Κατά τα άλλα, ο ίδιος είχε σκεφτεί να μην απαντήσει στις αιτιάσεις αν το γεγονός δεν γινόταν πρώτη είδηση. Σε δημόσια επιστολή που απέστειλε στα Μέσα επιμένει ότι δεν είναι φοροφυγάς, αλλά φοροοφειλέτης. «Στις μέρες μας, η πλειοψηφία των θεατών δεν πρέπει με τίποτα να απολέσει την ταυτότητα του Χρεωμένου», γράφει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Πρέπει να αισθάνεται διαρκώς ότι οφείλει. Μόνον έτσι μπορεί να ταυτιστεί μ’ ένα κράτος που χρωστά και που για να κατορθώσει να είναι “εμπρόθεσμο” στις υποχρεώσεις του προς τους δανειστές του αναγκάζεται (;) να επιβάλλει όλο και πιο αυστηρά και σκληρά μέτρα. Ο μοναδικός τρόπος να συντηρείται αυτή η κατάσταση είναι να προστεθεί στον χαρακτηρισμό του Χρεωμένου πολίτη η διαρκής υποψία του κλέφτη. Κάθε Χρεωμένος είναι εν δυνάμει Απατεώνας. Εξ ου και το απροσδιόριστο (υποτίθεται αθώο) μπέρδεμα μεταξύ οφειλέτη του Δημοσίου και φοροφυγά», τονίζει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή που επέχει θέση μανιφέστου. Εκεί επιμένει ότι δεν έπαιξε παιχνίδια με «κρατικοδίαιτες παρέες», ότι τα χρέη του δημιουργήθηκαν επειδή πάντα προτιμούσε πρώτα να πληρώνει τους εργαζομένους και μετά τα χρέη στην Εφορία. Επιπλέον, επιμένει κατηγορηματικά: «Δεν ήμουν άφαντος, κρυμμένος, εξαφανισμένος ή χαμένος, όπως κάποια έντυπα ή μπλογκ με παρουσίασαν». Και σπεύδει να συμπληρώσει ότι η δική του πόρτα είναι «οικονομικά γκρεμισμένη εδώ και χρόνια. Οσο κι αν θεωρώ κακόγουστη την αυτοδιαφημιζόμενη, λόγω της κρίσης, τάση της εικόνας του πτωχού καλλιτέχνη, αναγκάζομαι να δηλώσω (το Ε9 μου είναι στη διάθεση όσων λασπολογούν) πως μένω σε ενοικιασμένο διαμέρισμα και τα μόνα περιουσιακά μου στοιχεία είναι ένα αυτοκίνητο 18 ετών, μια μοτοσικλέτα 15 ετών και ένα οικόπεδο ούτε ενός στρέμματος, το οποίο μάλιστα είναι προσημειωμένο για ένα τραπεζικό δάνειο, το οποίο χρειάστηκε να πάρω για να πληρώσω τους συνεργάτες μιας αποτυχημένης εμπορικά παράστασής μου. Οσα χρήματα έχω βγάλει τα έχω επιστρέψει όλα στο θέατρο, παράγοντας έργα ιδίοις εξόδοις, μια και δεν έχω πάρει ποτέ ούτε μια δραχμή, ούτε ένα ευρώ από το κράτος».
Αντίστοιχα μανιφέστα-επιστολές, λιγότερο προσωπικού και περισσότερο πολιτικού χαρακτήρα, έχει στείλει μαζικά, τελευταία, σε διάφορες εφημερίδες, αλλά όχι σίγουρα σε αυτές που ανήκουν σε συγκεκριμένο μιντιακό συγκρότημα που δείχνει να έχει ανοίξει πόλεμο με τον ηθοποιό. Η εμφάνισή του σε τηλεοπτική εκπομπή, όπου είχε υποστηρίξει ευθαρσώς ότι ανήκει στο ευρύτερο πολιτικό φάσμα της Αριστεράς, είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί δημοσιογράφοι να του επιτεθούν για υποτιθέμενο αντικομφορμισμό εκ μέρους ενός ανθρώπου που δεν αρνήθηκε ποτέ τις θεατρικές του επιτυχίες. Εκτοτε, είναι καθημερινά τα κείμενα που ανταλλάσσονται ανάμεσα στον ηθοποιό και τους εκπροσώπους του Τύπου. Εξ ου και η τελική, καθοριστική επιστολή που απέστειλε ο Κιμούλης, όπου μιλάει για «δημόσιο εξευτελισμό μου» που είχε οργανωθεί από τα μίντια. Αυτή τη φορά όμως, στο επίκεντρο, δεν βρίσκονταν οι έρωτές του ή το πόσο πραγματικά φίλος είναι με τη Ματσούκα -το σπίτι της οποίας έγραψαν ότι επισκέφτηκαν αστυνομικοί, κάτι που διαψεύδει το περιβάλλον της ηθοποιού-, αλλά κατά πόσο ένας διάσημος ηθοποιός μπορεί να είναι κριτής του συστήματος. Ο ίδιος, πάντως, δεν κάνει καμία προσπάθεια να απολογηθεί. Η στρατηγική του -σύμφωνα με τις επιταγές του αγαπημένου του Νίτσε- υπαγορεύει να απαντά στις επιθέσεις με μεγαλύτερη ορμή και όχι με δουλοπρεπή άμυνα. Αυτό έκανε κάθε φορά που τα εξώφυλλα τον ήθελαν να βγαίνει με τις συμπρωταγωνίστριές του ή να οδηγεί διάφορες συντρόφους του στην απόγνωση. Απλώς περνούσε στην αντεπίθεση επιβεβαιώνοντας με ακόμη μεγαλύτερο στόμφο τον ρόλο του Δον Ζουάν, αυτού που μπορεί και σαγηνεύει το σύμπαν. Ηθελε να είναι ο απόλυτος εραστής με τον ίδιο τρόπο που ήθελε να είναι ο απόλυτος ηθοποιός, σκηνοθέτης ή φιλόσοφος. Ενα κράμα, όπως παραδεχόταν, της μανιακής με την πρωτιά μητέρας του και της επιθυμίας του πατέρα του που ήθελε να ρουφήξει απόλυτα τις εμπειρίες και τον χρόνο. «Ηταν άρρωστος ο πατέρας μου», είχε πει. «Πήγαινε σε νευροψυχίατρο να ελέγξει το μυαλό του. Αυτό που ήθελε ήταν σώνει και καλά να ζήσει έναν αιώνα. Τελεία. Είχε στόχο. Να ζήσει πλήρως τον 20ό αιώνα», έλεγε χαρακτηριστικά.
Οντως, ο πατέρας του Κιμούλη, από τους πιο γνωστούς θεωρητικούς της Αριστεράς στην Ελλάδα, έζησε μέχρι το βαθύ γήρας και πέθανε τελικά το 2000. Αλλη μια οδυνηρή απώλεια που προστέθηκε στο μεγάλο φάσμα των ανθρώπων που δεν θα ξεπεράσει ποτέ ο ίδιος, όπως του πατέρα του, είναι αυτή του στενού του φίλου, συγγραφέα και γνωστού ψυχιάτρου Γιώργου Χειμωνά. Ισως μάλιστα να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει ο ίδιος παραδεχτεί ως πνευματικό του συνοδοιπόρο, άξιο φίλο και ιδανικό συνομιλητή του.
«Η αλαζονεία είναι νόσος ιερή», λέει ένα αγαπημένο του ρητό, γι’ αυτό και ο ίδιος φροντίζει με κάθε τρόπο να εξακολουθούν να τον θεωρούν αλαζόνα. Αδιαφορεί αν επιμένουν ότι έχει την ταμπέλα του ασυγχώρητου εραστή, του πανούργου Δον Ζουάν, όπως ήθελε και η προηγούμενη παράστασή του, αν είναι νάρκισσος και αν καταφεύγει σε μανιέρες. Προτιμά να απαντά ότι η μανιέρα είναι η εμμονή του στην τεχνική, επιμένοντας στην άποψη ότι όταν ερμηνεύεις δεν παίζεις ρόλους, αλλά γίνεσαι κομμάτια των ηρώων που αγάπησες. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, ο Κιμούλης είναι ταυτόχρονα ένας καταραμένος Οιδίποδας, ένας αμετανόητος Δον Ζουάν, ένας απαρηγόρητος Αμλετ. Και ακόμη και αν προτιμά να κρύβεται, όπως επιμένουν κάποιοι, από τους δικούς του Ιαβέρηδες, το σίγουρο είναι ότι ο Κιμούλης δεν έκανε ποτέ καμία προσπάθεια να κρυφτεί από τον εαυτό του.
Τα ήσυχα βράδια και η κατάθλιψη
Οσο, λοιπόν, κι αν οι περισσότεροι νομίζουν ότι οι νύχτες του Κιμούλη είναι υπέρ το δέον ξέφρενες, συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Τις νύχτες προτιμάει να βαδίζει μόνος στα αδιέξοδα των δρόμων και ως άνθρωπος που έχει γευτεί πια τα πάντα στη ζωή του, να ατενίζει με ενδιαφέρον το συμβολικό βάραθρο που χωρίζει τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Αν τον ρωτήσεις, θα επιμείνει ότι μονάχα εκείνοι που έχουν το κουράγιο να κλείσουν τα μάτια τους μπορούν να επηρεάσουν τη μοίρα μας, εν ολίγοις, ότι οι καλύτεροί του φίλοι είναι μάλλον οι νεκροί «δάσκαλοί» του και «φίλοι», τα κείμενα των οποίων διαβάζει με τις ώρες κλεισμένος στο σπίτι του, παρέα με την κόρη του, και όχι οι ζωντανοί. Αυτή είναι ίσως η ακριβής εικόνα για όσους γνωρίζουν ότι ο Κιμούλης βασανίζεται περισσότερο από τα οντολογικά προβλήματα της φιλοσοφίας παρά από την ποινική του καταδίκη για χρέη στο Δημόσιο. Και ότι ο μόνος λόγος που μπορεί να τον κάνει πραγματικά να ανησυχήσει είναι η κόρη του, την οποία ο ίδιος δεν αρνείται να δει ηθοποιό ως το ιδανικό μετείκασμα του εαυτού του. Η 18χρονη σήμερα Μαριάννα, καρπός του έρωτά του με τη Μαρία Δαμανάκη, είναι που τον έχει κάνει να βλέπει τα πράγματα αλλιώς. Δεν παίζει πια χαρτιά, δεν πίνει, δεν ξενυχτάει, δεν φλερτάρει με επικίνδυνα χόμπι όπως οι καταδύσεις. Προτιμάει να μένει μαζί της στο σπίτι ή να κάνει βόλτες γνωρίζοντάς της με τον δικό του τρόπο την πόλη. Από την κόρη του δεν κρύβει μυστικά, ίσως είναι και αυτός ένας τρόπος να συνομιλήσει με το θηλυκό πλάσμα που αγαπάει περισσότερο και από τον εαυτό του. Για τη Μαριάννα οφείλει να μην περιπέσει στην κατάθλιψη, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων, και να αντιπαρέλθει τους πολέμους. Σε παλιότερη συνέντευξή του προς τον δημοσιογράφο Βασίλη Τσακίρογλου ο ίδιος είχε παραδεχτεί ότι «πρέπει κανείς να συμφιλιωθεί με την κατάθλιψη. Δεν είναι παρά μια μοντέρνα ασθένεια, η συνειδητοποίηση του αυτισμού του ανθρώπου που ανοήτως τρέχει σε γιατρούς να τη θεραπεύσει». Ετσι, ακόμη και όταν παλαιότερος έρωτάς του, μια γνωστή σήμερα ηθοποιός, τον είχε πείσει να ξαπλώσει κάποια στιγμή στο ντιβάνι, εκείνος αρκέστηκε στο να ειρωνευτεί -όπως έλεγε ο ίδιος, «να τρελάνω»- τον άνθρωπο που είχε αναλάβει τη θεραπεία του. Στην περίπτωσή του ο Νίτσε δεν έπρεπε να κλάψει, όπως θέλει το γνωστό βιβλίο του Γιάλομ, αλλά να συμβιβαστεί με την κατάθλιψη και τους δαίμονές του. Να προσέξει με κάθε τρόπο να προστατέψει όχι τον εαυτό του, αλλά τον πατέρα της κόρης του. Εξάλλου, ήξερε ότι δεν πρόκειται να της αφήσει μεγάλη περιουσία αφού και ο ίδιος, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να επιλέξει, από την κληρονομιά που άφησε ο πατέρας του, ανάμεσα στη βίλα και στους 15.000 τόμους βιβλίων, προτίμησε το δεύτερο. Συνηθισμένο για έναν άνθρωπο που ρέπει μια ολόκληρη ζωή προς την αρετή ή το ελάττωμα της υπερβολής. Ισως αυτός να είναι ο λόγος που δεν φροντίζει να κατεβάσει τους τόνους και δεν τον πειράζει να προσυπογράφει κείμενα γεμάτα αφηρημένες έννοιες για τους «κατασταλτικούς μηχανισμούς» που μάλλον δεν παραπέμπουν σε ηθοποιό, αλλά σε εξεγερμένο θεωρητικό - το πραγματικό πρότυπό του.«Η αλαζονεία είναι νόσος ιερή», λέει ένα αγαπημένο του ρητό, γι’ αυτό και ο ίδιος φροντίζει με κάθε τρόπο να εξακολουθούν να τον θεωρούν αλαζόνα. Αδιαφορεί αν επιμένουν ότι έχει την ταμπέλα του ασυγχώρητου εραστή, του πανούργου Δον Ζουάν, όπως ήθελε και η προηγούμενη παράστασή του, αν είναι νάρκισσος και αν καταφεύγει σε μανιέρες. Προτιμά να απαντά ότι η μανιέρα είναι η εμμονή του στην τεχνική, επιμένοντας στην άποψη ότι όταν ερμηνεύεις δεν παίζεις ρόλους, αλλά γίνεσαι κομμάτια των ηρώων που αγάπησες. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, ο Κιμούλης είναι ταυτόχρονα ένας καταραμένος Οιδίποδας, ένας αμετανόητος Δον Ζουάν, ένας απαρηγόρητος Αμλετ. Και ακόμη και αν προτιμά να κρύβεται, όπως επιμένουν κάποιοι, από τους δικούς του Ιαβέρηδες, το σίγουρο είναι ότι ο Κιμούλης δεν έκανε ποτέ καμία προσπάθεια να κρυφτεί από τον εαυτό του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα