Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Έτοιμη για πολλά γκολ η οικογένεια Σαβιόλα
Έτοιμη για πολλά γκολ η οικογένεια Σαβιόλα
Ο Χαβιέ Σαβιόλα στο τερέν και η Ρομανέλα Αμάτο με την μικρή στις κερκίδες
Μπορεί ο Χαβιέ Σαβιόλα να βρίσκεται ήδη στις καρδιές των φιλάθλων του Ολυμπιακού, αφού είναι από τα μεγαλύτερα ονόματα που έχουν έρθει στην Ελλάδα, αλλά είναι σίγουρο ότι και η γυναίκα του θα διεκδικήσει θέση σ' αυτές! Μια... γεύση από την εκπληκτική Ρομανέλα Αμάτο πήραν χθες, Τρίτη, δημοσιογράφοι και φίλαθλοι που έδωσαν το παρών στο Γ. Καραϊσκάκης για την επίσημη παρουσίαση του Αργεντινού άσου. Ο Σαβιόλα είχε στο πλευρό του τόσο τη 22χρονη γυναίκα του όσο και το παιδί τους, την μερικών μηνών Χουλιέτα, η οποία πήρε θέση στην πρώτη σειρά μαζί με τους εκπροσώπους του και τους διοικούντες τον Ολυμπιακό. Σϋμφωνα, πάντως με πληροφορίες η Ρομανέλα ήταν αυτή που μονοπώλησε τα... φωτογραφικά φλας εις βάρος του συζύγου της!
Ηταν κάτι σαν απάντηση στις προσδοκίες των φίλων του Ολυμπιακού - αν όχι ολόκληρου του ελληνικού ποδοσφαιρικού κόσμου: ο Χαβιέ Σαβιόλα ήρθε επειδή τον χρειαζόμασταν επειγόντως, γιατί υπήρχε άμεση ανάγκη για ένα πραγματικά μεγάλο όνομα, ένα αληθινό αστέρι.
Οι «γαύροι» που τον αποθέωσαν μαζικά από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του σε ελληνικό έδαφος ήταν η απόδειξη για το τι μπορεί να κάνει μια πολύκροτη μεταγραφή. Ενας παίκτης με την αξία, τη λάμψη και τις περγαμηνές του Σαβιόλα -για να μην αναφέρουμε τη συγκλονιστική σύντροφό του- ξυπνά μνήμες Κριστιάν Καρεμπέ-Αντριάνα Σκλεναρίκοβα. Ο Χαβιέ Σαβιόλα, πέρα απ’ ό,τι καλείται να κάνει μέσα στον αγωνιστικό χώρο, φορά την ερυθρόλευκη φανέλα με το Νο 9 και οφείλει να εξάπτει τη φαντασία των φιλάθλων, καλώντας τους πίσω στο γήπεδο, κόντρα στη μιζέρια και την κατήφεια στην οποία έχει περιπέσει τελευταία το εγχώριο πρωτάθλημα. Αντί για τα κάθε είδους τρόπαια που έχει κατακτήσει, για να προσδιοριστεί η αξία του νέου αποκτήματος του Ολυμπιακού ίσως να ήταν αρκετό μόνο το εγκώμιο που, ξανά και ξανά, έχει πλέξει γι’ αυτόν ο μέγας Ντιέγκο Μαραντόνα: «Ανέκαθεν θαύμαζα τον Σαβιόλα. Είχαμε πάντα καλή σχέση.
Ηταν κάτι σαν απάντηση στις προσδοκίες των φίλων του Ολυμπιακού - αν όχι ολόκληρου του ελληνικού ποδοσφαιρικού κόσμου: ο Χαβιέ Σαβιόλα ήρθε επειδή τον χρειαζόμασταν επειγόντως, γιατί υπήρχε άμεση ανάγκη για ένα πραγματικά μεγάλο όνομα, ένα αληθινό αστέρι.
Οι «γαύροι» που τον αποθέωσαν μαζικά από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του σε ελληνικό έδαφος ήταν η απόδειξη για το τι μπορεί να κάνει μια πολύκροτη μεταγραφή. Ενας παίκτης με την αξία, τη λάμψη και τις περγαμηνές του Σαβιόλα -για να μην αναφέρουμε τη συγκλονιστική σύντροφό του- ξυπνά μνήμες Κριστιάν Καρεμπέ-Αντριάνα Σκλεναρίκοβα. Ο Χαβιέ Σαβιόλα, πέρα απ’ ό,τι καλείται να κάνει μέσα στον αγωνιστικό χώρο, φορά την ερυθρόλευκη φανέλα με το Νο 9 και οφείλει να εξάπτει τη φαντασία των φιλάθλων, καλώντας τους πίσω στο γήπεδο, κόντρα στη μιζέρια και την κατήφεια στην οποία έχει περιπέσει τελευταία το εγχώριο πρωτάθλημα. Αντί για τα κάθε είδους τρόπαια που έχει κατακτήσει, για να προσδιοριστεί η αξία του νέου αποκτήματος του Ολυμπιακού ίσως να ήταν αρκετό μόνο το εγκώμιο που, ξανά και ξανά, έχει πλέξει γι’ αυτόν ο μέγας Ντιέγκο Μαραντόνα: «Ανέκαθεν θαύμαζα τον Σαβιόλα. Είχαμε πάντα καλή σχέση.
Οι πόρτες της εθνικής ομάδας είναι πάντα ανοιχτές γι’ αυτόν». Εξάλλου, ο Σαβιόλα ήταν επί χρόνια γνωστός ως «διάδοχος του Μαραντόνα» και ήταν εκείνος που κατέρριψε το ρεκόρ του Μαραντόνα, καθώς το 1999 έγινε αυτός ο νεότερος πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα Αργεντινής με τη φανέλα της Ρίβερ Πλέιτ. Ο Χαβιέ δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ ένα περιστατικό που τον έδεσε για πάντα με τον Ντιέγκο Μαραντόνα: «Ηταν η εποχή που ο Ντιέγκο ήταν άρρωστος, σε πολύ κακή κατάσταση, ίσως στη χειρότερη της ζωής του. Τον επισκέφθηκα στο νοσοκομείο και του χάρισα τη φανέλα μου», θυμάται ο Σαβιόλα και συμπληρώνει ότι «μερικές εβδομάδες αργότερα ξεφυλλίζοντας κάποιο περιοδικό είδα πως υπήρχε μια φωτογραφία από τη στιγμή που έπαιρνε εξιτήριο. Φορούσε τη φανέλα που του είχα δώσει. Κόντεψα να πεθάνω από τη χαρά και την περηφάνια μου. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα τη φορούσε».
Προτού συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του, ένα πρόβλημα υγείας βύθισε τους γονείς του σε τρομακτική αγωνία: ο μικρούλης Χαβιέ Πέδρο Σαβιόλα Φερνάντεζ παρουσίασε έντονες στομαχικές διαταραχές και σταμάτησε να τρώει, με αποτέλεσμα να υπάρξουν ανησυχίες ακόμη και για την επιβίωσή του. Οι γιατροί δήλωναν ανίκανοι να εντοπίσουν την αιτία της νόσου. Απελπισμένοι, οι γονείς του Χαβιέ προσέτρεξαν σε μια πρακτική θεραπεύτρια, η οποία με τα γιατροσόφια της κατάφερε τελικά να θεραπεύσει το νήπιο. Αν εξαιρεθεί αυτό το περιστατικό, η ζωή του Χαβιέ Σαβιόλα ήταν μάλλον απαλλαγμένη από δυσάρεστες καταστάσεις. Φαίνεται ότι τις δυσκολίες της ζωής τις είχε απορροφήσει όλες ο παππούς του, Πέδρο Φερνάντεζ, και η γιαγιά Κασιάνα.
Ο ίδιος θυμάται πως «η γιαγιά μού μιλούσε για την Ισπανία, για τις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει μαζί με τον παππού μου, τα παιδικά τους χρόνια, τη φτώχεια, την προσπάθεια, την αγάπη, τον χωρισμό και την επανένωση. Ηταν όλες αυτές οι ιστορίες που με έκαναν να νιώθω ότι οι ρίζες μου είναι στην Ισπανία. Χωρίς ποτέ να έχω γνωρίσει αυτή τη χώρα, ένιωθα νοσταλγία γι’ αυτήν».
Ο Χαβιέ άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο σαν χόμπι, καθώς η οικογένειά του τον προόριζε για αρχιτέκτονα, ακριβώς όπως ο πατέρας του. Η πρώτη ομάδα όπου έπαιξε ο Χαβιέ Σαβιόλα ήταν η Ατενέο Κόλετζ. Οταν ο Χαβιέ ήταν έφηβος, η Ρίβερ Πλέιτ χρησιμοποιούσε πολλές ομάδες μικρότερων κατηγοριών σαν φυτώρια. Οποιο παιδί ξεχώριζε πήγαινε στη Ρίβερ για να περάσει από το επόμενο ποδοσφαιρικό κόσκινο: ο Χαβιέ Σαβιόλα ήταν ένας από τους εκλεκτούς. Αφότου εντάχθηκε στη Ρίβερ Πλέιτ, ήδη από τον πρώτο καιρό ξεχώρισε για το ένστικτο του σκόρερ και το ποιοτικό του παιχνίδι. Υστερα από μόλις έξι προπονήσεις με τη μεγάλη ομάδα τον περίμενε η μεγάλη έκπληξη: πηγαίνοντας προς τα αποδυτήρια έριξε μια ματιά στον πίνακα ανακοινώσεων - μάλλον από περιέργεια.
Το βλέμμα του έπεσε πάνω στ’ όνομά του: «Νόμιζα πως είχε γίνει λάθος. Εμεινα εκεί να το κοιτάζω, μέχρι να πειστώ ότι όντως ήταν γραμμένο το δικό μου όνομα», διηγείται ο ίδιος. Η τύχη τού είχε χαμογελάσει, καθώς ο προπονητής Ραμόν Ντίας είχε τη συνήθεια να προάγει μικρούς σε ηλικία παίκτες στη μεγάλη ομάδα της Ρίβερ. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι εφημερίδες της Αργεντινής τον αποκαλούσαν «μπέιμπι-σίτερ».
Το γεγονός όμως ήταν ένα: ο Χαβιέ, στην ηλικία των 17 ετών, θα συμμετείχε για πρώτη φορά σε αποστολή της ανδρικής, της μεγάλης Ρίβερ Πλέιτ. Ηταν 16 Οκτωβρίου του 1998 και, όπως θυμάται ο Χαβιέ, «τραυματίστηκε ο Κριστιάν Καστίγιο στο 15ο λεπτό του αγώνα. Καθόμουν στον πάγκο όταν ο προπονητής μού έδωσε εντολή να μπω στον αγώνα. Αρχισα να τρέμω. Εκλαιγα από τη χαρά μου. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα έκανα τέτοιο ντεμπούτο». Ο Σαβιόλα όχι μόνο έπαιξε, αλλά σκόραρε κιόλας σ’ εκείνο το ματς που θα άλλαζε την καριέρα και τη ζωή του, καθώς αμέσως τράβηξε την προσοχή των φιλάθλων της Ρίβερ Πλέιτ - και όχι μόνο.
Με αυτή την ομάδα κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, την Απερτούρα του 1999 και την Κλαουζούρα του 2000, ενώ το 1999, σε ηλικία μόλις 18 ετών, αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης στη Λατινική Αμερική. Εγινε ο «El Conejo», o αγαπημένος «Κούνελος» της κερκίδας, ένα παρατσούκλι που άλλοι λένε ότι του το έδωσε ο Χερμάν Μπούργκος, τερματοφύλακας της Ρίβερ, λόγω της ταχύτητας και της ικανότητάς του να ξεπηδά εκεί όπου δεν τον περίμενε κανείς, και άλλοι, λόγω της προτεταμένης οδοντοστοιχίας και του στρόγγυλου προσώπου του.
Εναν μήνα μετά την ολοκλήρωση της μεταγραφής του, ο πατέρας του απεβίωσε. «Ηταν μια δύσκολη στιγμή, απερίγραπτα σκληρή. Ημουν 19 χρονών, στην ουσία έφηβος ακόμα, και λίγο μετά την άφιξή μου στη Βαρκελώνη ο πατέρας μου πέθανε. Σε μια ηλικία που οι περισσότεροι χρειάζονται την υποστήριξη και τις συμβουλές του πατέρα, εγώ έχασα τον δικό μου. Βέβαια, είχα πάντα τη μητέρα μου και καλούς φίλους που με βοήθησαν, αλλά ένιωθα μόνος. Μεγάλωσα γρήγορα, έπρεπε να υποδυθώ τον άντρα αμέσως».
Παραδόξως, στην Μπαρτσελόνα ο Σαβιόλα δεν έκανε ποτέ την καριέρα που όλοι περίμεναν από κάποιον που είχε χριστεί «φυσικός διάδοχος του Μαραντόνα». Από τα έξι χρόνια τα οποία πέρασε στη Βαρκελώνη και το «Καμπ Νου», τα δύο ήταν δανεικός και μόνο στις τρεις πρώτες αγωνιστικές περιόδους κατόρθωσε να βάλει τις δικές του χαρακτηριστικές ποδοσφαιρικές πινελιές. Μιλάμε βέβαια για τις χρονιές που κυριαρχούσε η Ρεάλ: την πρώτη, με προπονητή τον Λουίς Φαν Γκάαλ, ο Σαβιόλα πέτυχε 17 γκολ, ενώ την αμέσως επόμενη σεζόν, 2002-2003, σκόραρε 13 φορές. Το καλοκαίρι του 2003, η πρόσληψη του Φρανκ Ράικαρντ ως προπονητή των «μπλαουγκράνα» οδήγησε τον Χαβιέ Σαβιόλα στον πάγκο. Το 2004 δόθηκε δανεικός στη Μονακό, με την οποία μάλιστα έπαιξε και ως αντίπαλος του Ολυμπιακού και πέτυχε ένα γκολ το οποίο εξακολουθεί να ανακαλεί συχνά στη μνήμη του, καθώς το θεωρεί από τα ωραιότερα της καριέρας του.
Μετά τη Μονακό ο Σαβιόλα πήγε στη Σεβίλλη, με την οποία κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, και επιστρέφοντας στη Βαρκελώνη κέρδισε το ισπανικό Σούπερ Καπ. Δυστυχώς για τον Χαβιέ, οι επιτυχίες των συλλόγων με τους οποίους αγωνιζόταν δεν μεταφράστηκαν σε καινούριο συμβόλαιο.
Το 2007 ήταν η χρονιά που πήγε στην αιώνια αντίπαλο της Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ Μαδρίτης. Παρά το γεγονός ότι πέρασε στο στρατόπεδο της μισητής αντιπάλου, οι οπαδοί της Μπάρτσα δεν έγραψαν ποτέ το όνομά του στα μαύρα κατάστιχα, όπως έχουν κάνει με άλλους ποδοσφαιριστές που ακολούθησαν το ίδιο δρομολόγιο. Κάθε φορά που μπαίνει στο «Καμπ Νου», ο Σαβιόλα καταχειροκροτείται. Στην πρώτη του χρονιά στη Μαδρίτη, η Ρεάλ αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ισπανίας, ενώ κατέκτησε και το Σούπερ Καπ.
Κάτι δεν πήγαινε καλά όμως στη «Βασίλισσα»: σε δύο σεζόν ο Σαβιόλα είχε μόλις 28 συμμετοχές και 5 γκολ. Ο κολλητός του Πάμπλο Αϊμάρ τού τηλεφώνησε μόλις έληξε το συμβόλαιό του με τη Ρεάλ και τον προέτρεψε να πάει στην Μπενφίκα, όπου κατέκτησε ένα πρωτάθλημα και τρία Σούπερ Καπ Πορτογαλίας. Ο τελευταίος του σταθμός πριν γίνει παίκτης του Ολυμπιακού ήταν η Μάλαγα, όταν επέστρεψε ανανεωμένος στην Πριμέρα Ντιβιζιόν, συμβάλλοντας καθοριστικά στην πορεία της Μάλαγα το 2012-2013.
Αρχιτέκτων Ή ποδοσφαιριστής;
Ακούγοντας κανείς ότι ένα παιδί από κάποια χώρα της Νότιας Αμερικής κερδίζει μια θέση στο πάνθεον του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, αυτόματα φαντάζεται εικόνες από φτωχογειτονιές, δύσκολα παιδικά χρόνια, πίκρα και κλάμα ατελείωτο. Ωστόσο, υπάρχουν και προσωπικότητες που ξεφεύγουν από το κλισέ του αμερικάνικου ονείρου και μια τέτοια περίπτωση είναι ο Χαβιέ Σαβιόλα, το μοναχοπαίδι μιας αστικής οικογένειας. Το ημερολόγιο έγραφε 11 Δεκεμβρίου του 1981 όταν το ζεύγος του αρχιτέκτονα Κάτσο και της Μαρία Αντόνια Φερνάντεζ, ύστερα από 11 χρόνια γάμου, αποκτούσε το πρώτο και μοναδικό της παιδί. Το βρέφος ζύγιζε μόλις 2,4 κιλά και οι διαστάσεις του προοιωνίζονταν ότι ο Χαβιέ θα ήταν μικρόσωμος και ως ενήλικος.Προτού συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του, ένα πρόβλημα υγείας βύθισε τους γονείς του σε τρομακτική αγωνία: ο μικρούλης Χαβιέ Πέδρο Σαβιόλα Φερνάντεζ παρουσίασε έντονες στομαχικές διαταραχές και σταμάτησε να τρώει, με αποτέλεσμα να υπάρξουν ανησυχίες ακόμη και για την επιβίωσή του. Οι γιατροί δήλωναν ανίκανοι να εντοπίσουν την αιτία της νόσου. Απελπισμένοι, οι γονείς του Χαβιέ προσέτρεξαν σε μια πρακτική θεραπεύτρια, η οποία με τα γιατροσόφια της κατάφερε τελικά να θεραπεύσει το νήπιο. Αν εξαιρεθεί αυτό το περιστατικό, η ζωή του Χαβιέ Σαβιόλα ήταν μάλλον απαλλαγμένη από δυσάρεστες καταστάσεις. Φαίνεται ότι τις δυσκολίες της ζωής τις είχε απορροφήσει όλες ο παππούς του, Πέδρο Φερνάντεζ, και η γιαγιά Κασιάνα.
Ο ίδιος θυμάται πως «η γιαγιά μού μιλούσε για την Ισπανία, για τις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει μαζί με τον παππού μου, τα παιδικά τους χρόνια, τη φτώχεια, την προσπάθεια, την αγάπη, τον χωρισμό και την επανένωση. Ηταν όλες αυτές οι ιστορίες που με έκαναν να νιώθω ότι οι ρίζες μου είναι στην Ισπανία. Χωρίς ποτέ να έχω γνωρίσει αυτή τη χώρα, ένιωθα νοσταλγία γι’ αυτήν».
Ο δημοφιλής «Κούνελος»
Στην Αργεντινή, ο Σαβιόλα δεν θα μπορούσε να έχει ξεφύγει από το ποδόσφαιρο εφόσον τόσο ο πατέρας όσο και ο θείος του τον πήγαιναν στο γήπεδο από την ηλικία των τριών ετών. Μάλιστα, το πρώτο δώρο που πήρε ποτέ από τον μπαμπά του ήταν -τι άλλο;- μια μπάλα ποδοσφαίρου. «Δυσκολευόμασταν να τον κάνουμε να χαμογελάσει για να βγάλουμε φωτογραφία», λέει η μητέρα του για τον Σαβιόλα ως παιδί και συνεχίζει: «Μόλις όμως του δείχναμε την μπάλα, γελούσε και έτσι μπορούσαμε και κάναμε τη δουλειά μας».Ο Χαβιέ άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο σαν χόμπι, καθώς η οικογένειά του τον προόριζε για αρχιτέκτονα, ακριβώς όπως ο πατέρας του. Η πρώτη ομάδα όπου έπαιξε ο Χαβιέ Σαβιόλα ήταν η Ατενέο Κόλετζ. Οταν ο Χαβιέ ήταν έφηβος, η Ρίβερ Πλέιτ χρησιμοποιούσε πολλές ομάδες μικρότερων κατηγοριών σαν φυτώρια. Οποιο παιδί ξεχώριζε πήγαινε στη Ρίβερ για να περάσει από το επόμενο ποδοσφαιρικό κόσκινο: ο Χαβιέ Σαβιόλα ήταν ένας από τους εκλεκτούς. Αφότου εντάχθηκε στη Ρίβερ Πλέιτ, ήδη από τον πρώτο καιρό ξεχώρισε για το ένστικτο του σκόρερ και το ποιοτικό του παιχνίδι. Υστερα από μόλις έξι προπονήσεις με τη μεγάλη ομάδα τον περίμενε η μεγάλη έκπληξη: πηγαίνοντας προς τα αποδυτήρια έριξε μια ματιά στον πίνακα ανακοινώσεων - μάλλον από περιέργεια.
Το βλέμμα του έπεσε πάνω στ’ όνομά του: «Νόμιζα πως είχε γίνει λάθος. Εμεινα εκεί να το κοιτάζω, μέχρι να πειστώ ότι όντως ήταν γραμμένο το δικό μου όνομα», διηγείται ο ίδιος. Η τύχη τού είχε χαμογελάσει, καθώς ο προπονητής Ραμόν Ντίας είχε τη συνήθεια να προάγει μικρούς σε ηλικία παίκτες στη μεγάλη ομάδα της Ρίβερ. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι εφημερίδες της Αργεντινής τον αποκαλούσαν «μπέιμπι-σίτερ».
Το γεγονός όμως ήταν ένα: ο Χαβιέ, στην ηλικία των 17 ετών, θα συμμετείχε για πρώτη φορά σε αποστολή της ανδρικής, της μεγάλης Ρίβερ Πλέιτ. Ηταν 16 Οκτωβρίου του 1998 και, όπως θυμάται ο Χαβιέ, «τραυματίστηκε ο Κριστιάν Καστίγιο στο 15ο λεπτό του αγώνα. Καθόμουν στον πάγκο όταν ο προπονητής μού έδωσε εντολή να μπω στον αγώνα. Αρχισα να τρέμω. Εκλαιγα από τη χαρά μου. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα έκανα τέτοιο ντεμπούτο». Ο Σαβιόλα όχι μόνο έπαιξε, αλλά σκόραρε κιόλας σ’ εκείνο το ματς που θα άλλαζε την καριέρα και τη ζωή του, καθώς αμέσως τράβηξε την προσοχή των φιλάθλων της Ρίβερ Πλέιτ - και όχι μόνο.
Με αυτή την ομάδα κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, την Απερτούρα του 1999 και την Κλαουζούρα του 2000, ενώ το 1999, σε ηλικία μόλις 18 ετών, αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης στη Λατινική Αμερική. Εγινε ο «El Conejo», o αγαπημένος «Κούνελος» της κερκίδας, ένα παρατσούκλι που άλλοι λένε ότι του το έδωσε ο Χερμάν Μπούργκος, τερματοφύλακας της Ρίβερ, λόγω της ταχύτητας και της ικανότητάς του να ξεπηδά εκεί όπου δεν τον περίμενε κανείς, και άλλοι, λόγω της προτεταμένης οδοντοστοιχίας και του στρόγγυλου προσώπου του.
Κατακτώντας την Ευρώπη
Οι φίλαθλοι δεν άργησαν να συγκρίνουν τον Σαβιόλα με τον Ντιέγκο Μαραντόνα, το απόλυτο ποδοσφαιρικό είδωλο της Αργεντινής. Το καλοκαίρι του 2000 η Μπαρτσελόνα επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να τον αποκτήσει. Επανήλθε δριμύτερη την επόμενη χρονιά, το καλοκαίρι του 2001, τότε που ο Σαβιόλα ξεχώρισε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων, όπου και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ με 11 γκολ σε 7 αγώνες. Ωστόσο, ήταν μια τρομακτικά άσχημη χρονιά σε προσωπικό επίπεδο για τον ίδιο, καθώς ο πατέρας του αργοπέθαινε χτυπημένος από καρκίνο στο συκώτι. Ο Σαβιόλα ήθελε να προσφέρει κάθε ιατρική βοήθεια στον πατέρα του και αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος για να επιδιώκει να μεταγραφεί στην Ισπανία. Το κοκτέιλ των συναισθημάτων ήταν αφόρητα βαρύ - και πόσο μάλλον για ένα 19χρονο παιδί. Η διοίκηση της Ρίβερ Πλέιτ ήταν αρνητική στη μεταγραφή, το ίδιο και οι φίλαθλοι της ομάδας, εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Είχε κάνει την επιλογή του. Στις 5 Ιουλίου του 2001 ανακοινώθηκε η μεταγραφή του Χαβιέ Σαβιόλα στην Μπαρτσελόνα αντί 23 εκατ. ευρώ, 19 χρόνια αφότου ο Ντιέγκο Μαραντόνα είχε κάνει το δικό του πέρασμα από τη μεγάλη ομάδα της Καταλονίας.Εναν μήνα μετά την ολοκλήρωση της μεταγραφής του, ο πατέρας του απεβίωσε. «Ηταν μια δύσκολη στιγμή, απερίγραπτα σκληρή. Ημουν 19 χρονών, στην ουσία έφηβος ακόμα, και λίγο μετά την άφιξή μου στη Βαρκελώνη ο πατέρας μου πέθανε. Σε μια ηλικία που οι περισσότεροι χρειάζονται την υποστήριξη και τις συμβουλές του πατέρα, εγώ έχασα τον δικό μου. Βέβαια, είχα πάντα τη μητέρα μου και καλούς φίλους που με βοήθησαν, αλλά ένιωθα μόνος. Μεγάλωσα γρήγορα, έπρεπε να υποδυθώ τον άντρα αμέσως».
Παραδόξως, στην Μπαρτσελόνα ο Σαβιόλα δεν έκανε ποτέ την καριέρα που όλοι περίμεναν από κάποιον που είχε χριστεί «φυσικός διάδοχος του Μαραντόνα». Από τα έξι χρόνια τα οποία πέρασε στη Βαρκελώνη και το «Καμπ Νου», τα δύο ήταν δανεικός και μόνο στις τρεις πρώτες αγωνιστικές περιόδους κατόρθωσε να βάλει τις δικές του χαρακτηριστικές ποδοσφαιρικές πινελιές. Μιλάμε βέβαια για τις χρονιές που κυριαρχούσε η Ρεάλ: την πρώτη, με προπονητή τον Λουίς Φαν Γκάαλ, ο Σαβιόλα πέτυχε 17 γκολ, ενώ την αμέσως επόμενη σεζόν, 2002-2003, σκόραρε 13 φορές. Το καλοκαίρι του 2003, η πρόσληψη του Φρανκ Ράικαρντ ως προπονητή των «μπλαουγκράνα» οδήγησε τον Χαβιέ Σαβιόλα στον πάγκο. Το 2004 δόθηκε δανεικός στη Μονακό, με την οποία μάλιστα έπαιξε και ως αντίπαλος του Ολυμπιακού και πέτυχε ένα γκολ το οποίο εξακολουθεί να ανακαλεί συχνά στη μνήμη του, καθώς το θεωρεί από τα ωραιότερα της καριέρας του.
Μετά τη Μονακό ο Σαβιόλα πήγε στη Σεβίλλη, με την οποία κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, και επιστρέφοντας στη Βαρκελώνη κέρδισε το ισπανικό Σούπερ Καπ. Δυστυχώς για τον Χαβιέ, οι επιτυχίες των συλλόγων με τους οποίους αγωνιζόταν δεν μεταφράστηκαν σε καινούριο συμβόλαιο.
Το 2007 ήταν η χρονιά που πήγε στην αιώνια αντίπαλο της Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ Μαδρίτης. Παρά το γεγονός ότι πέρασε στο στρατόπεδο της μισητής αντιπάλου, οι οπαδοί της Μπάρτσα δεν έγραψαν ποτέ το όνομά του στα μαύρα κατάστιχα, όπως έχουν κάνει με άλλους ποδοσφαιριστές που ακολούθησαν το ίδιο δρομολόγιο. Κάθε φορά που μπαίνει στο «Καμπ Νου», ο Σαβιόλα καταχειροκροτείται. Στην πρώτη του χρονιά στη Μαδρίτη, η Ρεάλ αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ισπανίας, ενώ κατέκτησε και το Σούπερ Καπ.
Κάτι δεν πήγαινε καλά όμως στη «Βασίλισσα»: σε δύο σεζόν ο Σαβιόλα είχε μόλις 28 συμμετοχές και 5 γκολ. Ο κολλητός του Πάμπλο Αϊμάρ τού τηλεφώνησε μόλις έληξε το συμβόλαιό του με τη Ρεάλ και τον προέτρεψε να πάει στην Μπενφίκα, όπου κατέκτησε ένα πρωτάθλημα και τρία Σούπερ Καπ Πορτογαλίας. Ο τελευταίος του σταθμός πριν γίνει παίκτης του Ολυμπιακού ήταν η Μάλαγα, όταν επέστρεψε ανανεωμένος στην Πριμέρα Ντιβιζιόν, συμβάλλοντας καθοριστικά στην πορεία της Μάλαγα το 2012-2013.
Το υπερ-ατού Ρομανέλα Αμάτο
Η ταχύτητά του στο γήπεδο, με και χωρίς την μπάλα, η ικανότητά του να σκοράρει ακόμη και από τις πλέον απίθανες θέσεις, το ταλέντο του γενικώς δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίον θα μπορούσαν να τον ζηλεύουν εκατομμύρια άνδρες σ’ αυτόν τον πλανήτη. Η Ρομανέλα Αμάτο είναι άλλο ένα από τα μεγάλα ατού, τα στοιχεία που κάνουν ξεχωριστό τον Χαβιέ Σαβιόλα. Η εκτυφλωτική Ρομανέλα κατάγεται επίσης από την Αργεντινή, η δουλειά της είναι το μόντελινγκ και σήμερα είναι 22 ετών, σύζυγος και μητέρα: πριν από μερικούς μήνες χάρισε στον Χαβιέ το πρώτο του παιδί, τη Χουλιέτα, κάτι που τον έστειλε ακόμη πιο ψηλά στα ουράνια. Ο Σαβιόλα, ούτως ή άλλως, δήλωνε τρελά ερωτευμένος με τη Ρομανέλα του από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, το 2008, όταν ακόμη εκείνος ήταν παίκτης της Ρεάλ Μαδρίτης και εκείνη μια 17χρονη λολίτα.Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα