Μαυρίλα

Μαυρίλα

«Κόρακας (ο) κ. κοράκι (το) ουσ. (Κ κόραξ, -ακος ): Πουλί σαρκοφάγο με μαύρο φτέρωμα» (από το Μείζον Ελληνικό Λεξικό της ελληνικής γλώσσας – Τεγόπουλος, Φυτράκης).

Έτσι τους βάφτισε ο σοφός λαός: κοράκια. Πουλιά σαρκοβόρα, δηλαδή, με μαύρα φτερά, που τρέφονται αποκλειστικά με νεκρή σάρκα. Κατά προτίμηση ανθρώπινη, η οποία είναι απαραίτητο να βρίσκεται ήδη σε αποσύνθεση. Καθότι, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, τα κοράκια είναι και δειλά. Κι ακόμα χειρότερα: θρασύδειλα...

Και τι σημασία έχει, δηλαδή, που τα τελευταία χρόνια έχουν εκμοντερνιστεί κι αυτά και το ’χουν γυρίσει στην πολυχρωμία; Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι…, λέει η παροιμία. Αλλά δε λέει τίποτ’ άλλο. Λειψή παροιμία, δηλαδή. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Καθότι, όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, θα βγάλει κι η γιαγιά μου ζαχαρότευτλα στο κρανίο και θα γίνει μαλλί της γριάς.

Οι παροιμίες δεν βγαίνουν για πλάκα. Δεν του τη δίνει κάποιου στα καλά καθούμενα και σου λέει κάτσε να βγάλω μια παροιμία για να περάσει η ώρα. Η λαϊκή σοφία, στο πέρασμα των αιώνων, έχει ξεσκαρτάρει τις άχρηστες κι έχει βγάλει στον αφρό τις καλές, αυτές που κάτι έχουν να πουν. Κι αυτές για τα κοράκια έχουν να πουν πολλά, στις σημερινές χαλεπές συγκυρίες.

Και δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η λαϊκή σοφία έχει βαφτίσει κοράκια μόνο δύο εργασιακές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. Τους μεν λόγω της μαυρίλας του επαγγέλματός τους. Τους δε λόγω της μαυρίλας της ψυχής τους (οι δε εξαιρέσεις –που κι εδώ υπάρχουν- απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα)…

«Κόρακας (ο) κ. κοράκι (το) ουσ. (Κ κόραξ, -ακος ): Πουλί σαρκοφάγο με μαύρο φτέρωμα» (από το Μείζον Ελληνικό Λεξικό της ελληνικής γλώσσας – Τεγόπουλος, Φυτράκης).

Έτσι τους βάφτισε ο σοφός λαός: κοράκια. Πουλιά σαρκοβόρα, δηλαδή, με μαύρα φτερά, που τρέφονται αποκλειστικά με νεκρή σάρκα. Κατά προτίμηση ανθρώπινη, η οποία είναι απαραίτητο να βρίσκεται ήδη σε αποσύνθεση. Καθότι, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, τα κοράκια είναι και δειλά. Κι ακόμα χειρότερα: θρασύδειλα...

Και τι σημασία έχει, δηλαδή, που τα τελευταία χρόνια έχουν εκμοντερνιστεί κι αυτά και το ’χουν γυρίσει στην πολυχρωμία; Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι…, λέει η παροιμία. Αλλά δε λέει τίποτ’ άλλο. Λειψή παροιμία, δηλαδή. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Καθότι, όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, θα βγάλει κι η γιαγιά μου ζαχαρότευτλα στο κρανίο και θα γίνει μαλλί της γριάς.

Οι παροιμίες δεν βγαίνουν για πλάκα. Δεν του τη δίνει κάποιου στα καλά καθούμενα και σου λέει κάτσε να βγάλω μια παροιμία για να περάσει η ώρα. Η λαϊκή σοφία, στο πέρασμα των αιώνων, έχει ξεσκαρτάρει τις άχρηστες κι έχει βγάλει στον αφρό τις καλές, αυτές που κάτι έχουν να πουν. Κι αυτές για τα κοράκια έχουν να πουν πολλά, στις σημερινές χαλεπές συγκυρίες.

Και δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η λαϊκή σοφία έχει βαφτίσει κοράκια μόνο δύο εργασιακές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. Τους μεν λόγω της μαυρίλας του επαγγέλματός τους. Τους δε λόγω της μαυρίλας της ψυχής τους (οι δε εξαιρέσεις –που κι εδώ υπάρχουν- απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα)…

Κλείσιμο
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης