Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
«Survivor»: 20 χρόνια παγκόσμιο success story
«Survivor»: 20 χρόνια παγκόσμιο success story
Στις ΗΠΑ έχει συμπληρώσει αισίως 34 σεζόν, στις Κάτω Χώρες προβαλλόταν ανελλιπώς από το 2000 έως το 2012, οι Δανοί έχουν το δικό τους ριάλιτι επιβίωσης από το 1998, ενώ Ιταλοί, Γάλλοι, Ισπανοί, Νορβηγοί και Σουηδοί το έχουν αναδείξει σε σταθερή αξία
Το μακρινό 1992 ο Βρετανός παραγωγός Τσάρλι Πάρσονς και ο σύντροφός του οραματίστηκαν ένα τηλεοπτικό σόου επιβίωσης που απέρριπταν μετά βδελυγμίας οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Τους πήρε αρκετά χρόνια προκειμένου να πείσουν τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα να υλοποιήσουν την ιδέα τους.
Τελικά, οι δυο τους ήταν γραφτό να γίνουν οι πατέρες της reality TV. Είναι οι άνθρωποι που ευθύνονται για τον όψιμο συλλογικό εθισμό και της ελληνικής τηλεόρασης στο φαινόμενο «Survivor».
Στις ΗΠΑ έχει συμπληρώσει αισίως 34 σεζόν ή 500 επεισόδια διάρκειας 43 λεπτών -με τον ίδιο μάλιστα παρουσιαστή-, στις Κάτω Χώρες προβαλλόταν ανελλιπώς από το 2000 έως το 2012, οι Δανοί έχουν το δικό τους ριάλιτι επιβίωσης ήδη από το 1998, ενώ Ιταλοί, Γάλλοι, Ισπανοί, Νορβηγοί και Σουηδοί το έχουν αναδείξει σε σταθερή - αναλλοίωτη αξία του τηλεοπτικού προγράμματός τους. Τι συμβαίνει με το «Survivor»; Πώς ένα προϊόν όχι απλώς παλιό αλλά μάλλον απαρχαιωμένο σε σχέση με την κεκτημένη ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια η τηλεόραση αποδεικνύεται τόσο εθιστικό για το κοινό όλων των καταβολών και των ηλικιών; Τι είναι εκείνο που κάνει ένα τηλεοπτικό concept χωρίς σενάριο και προβλέψιμη γραμμική εξέλιξη να καθηλώνει το κοινό, σημειώνοντας μάλιστα σεβαστές επιδόσεις στην τηλεθέαση και αποφεύγοντας να κουράσει τους τηλεθεατές;
Οταν πριν από περίπου ενάμιση χρόνο δημοσιογράφος της «Washington Post» αναρωτιόταν πώς τελικά είναι δυνατόν το «Survivor» να παραμένει έπειτα από 20 χρόνια στον τηλεοπτικό αέρα ένα ανταγωνιστικό προϊόν στην αρένα του prime time, ο Μαρκ Μπέρνετ, παραγωγός του reality show στην Αμερική, απαντούσε ότι η επιτυχία του εδράζεται ακριβώς σε αυτή την έλλειψη σεναρίου, στους χαρακτήρες των παικτών που δεν γεννήθηκαν στο μυαλό κάποιου γραφιά αλλά είναι φτιαγμένοι από τα υλικά της ίδιας της ζωής, καθώς και στο γεγονός ότι μπορεί οι πρωταγωνιστές να φλερτάρουν συχνά πυκνά με τα όριά τους, όμως κανείς δεν έχει την πρόθεση να τους ταπεινώσει, να τους περιγελάσει ή να τους χλευάσει γι’ αυτό που είναι ή για την προσπάθεια που καταβάλλουν. Προφανώς οι εξωτικές τοποθεσίες -από την Καραϊβική, όπου γυρίζεται και το ελληνικό «Survivor», τον Παναμά, τη Γουατεμάλα και την Κένυα μέχρι την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία και τη Γαλλική Πολυνησία στον Ειρηνικό Ωκεανό-, αλλά και οι διαφορετικές παραλλαγές του σόου έχουν παίξει τον ρόλο τους στην ανάδειξή του σε ναυαρχίδα των ριάλιτι.
Σε πολλές εκδοχές του οι συμμετέχοντες δεν χωρίζονται σε φυλές τυχαία, αλλά βάσει των χαρακτηριστικών τους. Εχουν υπάρξει ομάδες νέων (κάτω των 30 ετών) αντιμέτωπες με ομάδες μεγαλύτερων σε ηλικία διαγωνιζομένων, φυλές που οι δύο πρεσβύτεροι παίκτες επέλεξαν ως αρχηγοί τη σύνθεσή τους, ομάδες ανδρών κόντρα σε ομάδες γυναικών, ενώ υπήρξε ακόμη και περίπτωση όπου οι παίκτες χωρίστηκαν βάσει των εξωτερικών γνωρισμάτων και του χαρακτήρα τους σε όμορφους και έξυπνους. Η εκδοχή με αναγνωρίσιμους/celebrities συμμετέχοντες λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το 2005 στη Δανία. Το 2006 στο ελληνικό «Survivor» το μοναδικό κριτήριο για τη στελέχωση των φυλών ήταν η καταγωγή των παικτών: είχαμε μία ομάδα Ελλήνων και μία Τούρκων. Ακόμη και πρώην ζευγάρια έχουν βρεθεί να αγωνίζονται ή να ανταγωνίζονται για το βαρύτιμο έπαθλο, το οποίο μπορεί στις ευρωπαϊκές εκδοχές του παιχνιδιού να φτάνει τις μερικές χιλιάδες ευρώ, ωστόσο στην Αμερική αγγίζει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων - σε κάποιες μάλιστα σεζόν δινόταν ως μπόνους και ένα αυτοκίνητο στον μεγάλο νικητή.
Εννοείται ότι και οι μικρές εκπλήξεις που επιφυλάσσει η παραγωγή -το concept είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να επιτρέπει τροποποιήσεις κατά το δοκούν- κρατούν ζωηρό το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού. Για παράδειγμα, σε αρκετές περιπτώσεις παίκτες που καταψηφίζονται και αποχωρούν μεταφέρονται κρυφά σε άλλο νησί όπου και παραμένουν για ημέρες, έτοιμοι να επιστρέψουν όποτε το αποφασίσει η παραγωγή - ποιος είπε ότι θα ξεμπερδέψουμε τόσο εύκολα με τον Πάνο Αργιαννίδη; (Ρητορικό το ερώτημα.) Σταθερό σημείο κορύφωσης του ενδιαφέροντος είναι η στιγμή που οι δύο ή οι τρεις σε κάποιες περιπτώσεις ομάδες ενσωματώνονται δημιουργώντας μια νέα ομάδα, με τους συμμετέχοντες να μην αγωνίζονται πλέον για τη φυλή τους, αλλά αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό τους. Στο τέλος κάθε κύκλου οι παίκτες που έχουν ενσωματωθεί στην τελευταία ομάδα καλούνται στο τελευταίο συμβούλιο του νησιού να ψηφίσουν -συνήθως επεισοδιακά, βγάζοντας όλα τα σωρευμένα απωθημένα τους- ποιον από τους δύο ή τρεις φιναλίστ προκρίνουν ως «Survivor». Και κάπου εκεί τελειώνει η εξαντλητική περιπέτειά τους, η οποία έχει αντλήσει την αρχική έμπνευσή της από τις ανεμοδαρμένες περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου.
Τελικά, οι δυο τους ήταν γραφτό να γίνουν οι πατέρες της reality TV. Είναι οι άνθρωποι που ευθύνονται για τον όψιμο συλλογικό εθισμό και της ελληνικής τηλεόρασης στο φαινόμενο «Survivor».
Στις ΗΠΑ έχει συμπληρώσει αισίως 34 σεζόν ή 500 επεισόδια διάρκειας 43 λεπτών -με τον ίδιο μάλιστα παρουσιαστή-, στις Κάτω Χώρες προβαλλόταν ανελλιπώς από το 2000 έως το 2012, οι Δανοί έχουν το δικό τους ριάλιτι επιβίωσης ήδη από το 1998, ενώ Ιταλοί, Γάλλοι, Ισπανοί, Νορβηγοί και Σουηδοί το έχουν αναδείξει σε σταθερή - αναλλοίωτη αξία του τηλεοπτικού προγράμματός τους. Τι συμβαίνει με το «Survivor»; Πώς ένα προϊόν όχι απλώς παλιό αλλά μάλλον απαρχαιωμένο σε σχέση με την κεκτημένη ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια η τηλεόραση αποδεικνύεται τόσο εθιστικό για το κοινό όλων των καταβολών και των ηλικιών; Τι είναι εκείνο που κάνει ένα τηλεοπτικό concept χωρίς σενάριο και προβλέψιμη γραμμική εξέλιξη να καθηλώνει το κοινό, σημειώνοντας μάλιστα σεβαστές επιδόσεις στην τηλεθέαση και αποφεύγοντας να κουράσει τους τηλεθεατές;
Οταν πριν από περίπου ενάμιση χρόνο δημοσιογράφος της «Washington Post» αναρωτιόταν πώς τελικά είναι δυνατόν το «Survivor» να παραμένει έπειτα από 20 χρόνια στον τηλεοπτικό αέρα ένα ανταγωνιστικό προϊόν στην αρένα του prime time, ο Μαρκ Μπέρνετ, παραγωγός του reality show στην Αμερική, απαντούσε ότι η επιτυχία του εδράζεται ακριβώς σε αυτή την έλλειψη σεναρίου, στους χαρακτήρες των παικτών που δεν γεννήθηκαν στο μυαλό κάποιου γραφιά αλλά είναι φτιαγμένοι από τα υλικά της ίδιας της ζωής, καθώς και στο γεγονός ότι μπορεί οι πρωταγωνιστές να φλερτάρουν συχνά πυκνά με τα όριά τους, όμως κανείς δεν έχει την πρόθεση να τους ταπεινώσει, να τους περιγελάσει ή να τους χλευάσει γι’ αυτό που είναι ή για την προσπάθεια που καταβάλλουν. Προφανώς οι εξωτικές τοποθεσίες -από την Καραϊβική, όπου γυρίζεται και το ελληνικό «Survivor», τον Παναμά, τη Γουατεμάλα και την Κένυα μέχρι την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία και τη Γαλλική Πολυνησία στον Ειρηνικό Ωκεανό-, αλλά και οι διαφορετικές παραλλαγές του σόου έχουν παίξει τον ρόλο τους στην ανάδειξή του σε ναυαρχίδα των ριάλιτι.
Σε πολλές εκδοχές του οι συμμετέχοντες δεν χωρίζονται σε φυλές τυχαία, αλλά βάσει των χαρακτηριστικών τους. Εχουν υπάρξει ομάδες νέων (κάτω των 30 ετών) αντιμέτωπες με ομάδες μεγαλύτερων σε ηλικία διαγωνιζομένων, φυλές που οι δύο πρεσβύτεροι παίκτες επέλεξαν ως αρχηγοί τη σύνθεσή τους, ομάδες ανδρών κόντρα σε ομάδες γυναικών, ενώ υπήρξε ακόμη και περίπτωση όπου οι παίκτες χωρίστηκαν βάσει των εξωτερικών γνωρισμάτων και του χαρακτήρα τους σε όμορφους και έξυπνους. Η εκδοχή με αναγνωρίσιμους/celebrities συμμετέχοντες λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το 2005 στη Δανία. Το 2006 στο ελληνικό «Survivor» το μοναδικό κριτήριο για τη στελέχωση των φυλών ήταν η καταγωγή των παικτών: είχαμε μία ομάδα Ελλήνων και μία Τούρκων. Ακόμη και πρώην ζευγάρια έχουν βρεθεί να αγωνίζονται ή να ανταγωνίζονται για το βαρύτιμο έπαθλο, το οποίο μπορεί στις ευρωπαϊκές εκδοχές του παιχνιδιού να φτάνει τις μερικές χιλιάδες ευρώ, ωστόσο στην Αμερική αγγίζει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων - σε κάποιες μάλιστα σεζόν δινόταν ως μπόνους και ένα αυτοκίνητο στον μεγάλο νικητή.
Εννοείται ότι και οι μικρές εκπλήξεις που επιφυλάσσει η παραγωγή -το concept είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να επιτρέπει τροποποιήσεις κατά το δοκούν- κρατούν ζωηρό το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού. Για παράδειγμα, σε αρκετές περιπτώσεις παίκτες που καταψηφίζονται και αποχωρούν μεταφέρονται κρυφά σε άλλο νησί όπου και παραμένουν για ημέρες, έτοιμοι να επιστρέψουν όποτε το αποφασίσει η παραγωγή - ποιος είπε ότι θα ξεμπερδέψουμε τόσο εύκολα με τον Πάνο Αργιαννίδη; (Ρητορικό το ερώτημα.) Σταθερό σημείο κορύφωσης του ενδιαφέροντος είναι η στιγμή που οι δύο ή οι τρεις σε κάποιες περιπτώσεις ομάδες ενσωματώνονται δημιουργώντας μια νέα ομάδα, με τους συμμετέχοντες να μην αγωνίζονται πλέον για τη φυλή τους, αλλά αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό τους. Στο τέλος κάθε κύκλου οι παίκτες που έχουν ενσωματωθεί στην τελευταία ομάδα καλούνται στο τελευταίο συμβούλιο του νησιού να ψηφίσουν -συνήθως επεισοδιακά, βγάζοντας όλα τα σωρευμένα απωθημένα τους- ποιον από τους δύο ή τρεις φιναλίστ προκρίνουν ως «Survivor». Και κάπου εκεί τελειώνει η εξαντλητική περιπέτειά τους, η οποία έχει αντλήσει την αρχική έμπνευσή της από τις ανεμοδαρμένες περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου.
Οι διαγωνιζόμενοι πολλές φορές καθηλώνουν το κοινό με αυτά που περνάνε
Ο πατέρας του ριάλιτι
Αυτό τουλάχιστον είχε κατά νου ο Τσάρλι Πάρσονς, ο... εφευρέτης του «Survivor». Πίσω, στα βαθιά 90s ο Βρετανός τηλεοπτικός παραγωγός και ο σύντροφός του λόρδος Γουαχίντ Αλί θεωρούνταν τα it boys της τηλεοπτικής πιάτσας. Οχι άδικα. Μαζί με τον Μπομπ Γκέλντοφ δημιούργησαν το 1992 την εταιρεία παραγωγής Planet 24, η οποία πέρα από το διαφορετικό από το έως τότε κατεστημένο οργανόγραμμα και τη φιλοσοφία της εισήγαγε καινά -και σίγουρα μοντέρνα- δαιμόνια στο συντηρητικό, αρτηριοσκληρωτικό τηλεοπτικό περιβάλλον της πατρίδας τους. Αν ο Πάρσονς είχε τις ιδέες και το όραμα, ο Αλί -ο οποίος παρεμπιπτόντως εκτός από ανοιχτά ομοφυλόφιλος είναι και μουσουλμάνος, ενώ έως τα τέλη του 2012 ήταν η κεφαλή της Μέκκας του online shopping, του ηλεκτρονικού καταστήματος Asos.com- είχε το μυαλό για να καταστήσει κερδοφόρα την έμπνευση του συντρόφου του. Και κάτι παραπάνω. Ηδη από τα μέσα των 90s η εταιρεία τους είχε προτείνει τόσο στο BBC όσο και στο ITV τη φιλοξενία του πρωτοποριακού για την εποχή «Survivor» εισπράττοντας όμως μονότονα αρνητικές απαντήσεις. Ωστόσο δεν το έβαλαν κάτω και πούλησαν το concept τους, για το οποίο επέμεναν ότι δεν μπορεί να υπάρξει επεισόδιο-πιλότος γιατί κάθε «Survivor» είναι απλώς μοναδικό, στους Σουηδούς.
Το 1997 αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Survivor» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στον σουηδικό τηλεοπτικό σταθμό SVT με τίτλο «Expedition Robinson» - μάλιστα μέχρι σήμερα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθεί να προβάλλεται με αυτό τον τίτλο. Μολονότι η πρώτη παίκτρια που αποχώρησε από το παιχνίδι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει έναν μήνα αργότερα, η επιτυχία του καινοφανούς ριάλιτι ήταν σαρωτική. Την παγκόσμια πρωτιά ως νικητής του νέου είδους τηλεοπτικού διαγωνισμού κατέκτησε ο Μάρτιν Μέλιν, πρώην αστυνομικός, νυν συγγραφέας, τηλεοπτική προσωπικότητα και σύζυγος της γνωστής Σκανδιναβής συγγραφέως Καμίλα Λέκμπεργκ. Οι Σουηδοί αγάπησαν το «Survivor», γεγονός που μαρτυρούν και οι αριθμοί: ο τελικός του τέταρτου κύκλου καθήλωσε 4 εκατομμύρια τηλεθεατές, δηλαδή τον μισό πληθυσμό της χώρας. Εν τω μεταξύ, ο Πάρσονς είχε καταφέρει να εξαγάγει το προϊόν του στην Αμερική, όπου προβάλλεται ανελλιπώς μέχρι σήμερα με παρουσιαστή τον βραβευμένο με Emmy Τζεφ Προμπστ, να εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη με πρώην συνεργάτη του που προσλήφθηκε από την ολλανδική εταιρεία Endemol -τη μαμά του «Big Brother»- κατηγορώντας τον για βιομηχανική κατασκοπεία και να μεταπωλήσει την επιτυχημένη εταιρεία του κρατώντας για τον εαυτό του μόνο τα δικαιώματα του «Survivor». Ηταν μια διορατική επιλογή. Ξεκάθαρα. Το 2001, και ενώ πια τα reality shows έχουν γίνει το νέο τηλεοπτικό κατεστημένο, κατάφερε να υλοποιήσει το εξωτικό τηλεπαιχνίδι του και στη Μεγάλη Βρετανία - συγκεκριμένα στο ITV.
Ωστόσο, παρά το έπαθλο του ενός εκατομμυρίου λιρών, το βρετανικό «Survivor» προβλήθηκε μόλις για δύο σεζόν. Μικρό το κακό. Ο 59χρονος σήμερα Πάρσονς κατάφερε χάρη στη διεθνή επιτυχία του concept που εμπνεύστηκε να γίνει κάτι περισσότερο από ζάπλουτος και να διαφεντεύει σήμερα μια εταιρεία με το όνομά του η οποία διαχειρίζεται, εκτός από τα δικαιώματα προβολής του «Survivor», θεατρικές παραγωγές, αλλά και το Gaydar, το δημοφιλέστερο σάιτ γνωριμιών για ομοφυλόφιλους άνδρες στη Μεγάλη Βρετανία.
Συνταγή για buzz
Τσάρλι Πάρσονς, Μπομπ Γκέλντοφ και Γουαχίντ Αλί, οι πατέρες του ριάλιτι
Μπορεί οι μέχρι στιγμής δοκιμασίες του ελληνικού «Survivor» να μοιάζουν από απλές έως παιδαριώδεις για όσα έχουν δει τα μάτια του Πάρσονς -αυτό ίσως δικαιολογείται από τη διάρκεια των τεσσάρων μηνών που έχει η εγχώρια εκδοχή, τη στιγμή που κατά μέσο οι διεθνείς παραγωγές φτάνουν τις 45 με 50 ημέρες-, ωστόσο το δίπολο Διασήμων - Μαχητών έχει συνεπάρει το τηλεοπτικό κοινό. Τι κι αν ακόμη δεν τους έχουμε δει να σκάβουν με τα ίδια τους τα χέρια λαγούμια στην άμμο -λέγεται «Dig it» και θεωρείται η πιο σκληρή δοκιμασία στο αμερικανικό «Survivor» κατά τη διάρκεια της οποίας μάλιστα παίκτες έχουν καταρρεύσει- ή δεν έχουν υποβληθεί στο μαρτύριο να ανεβαίνουν μια τεράστια σκάλα κουβαλώντας στην πλάτη τους πελώρια κομμάτια παζλ (στο YouTube κυκλοφορούν βίντεο του «Step on it» ικανά να σε κάνουν να λαχανιάσεις και μόνο παρακολουθώντας τους), οι Ελληνες υποψήφιοι survivors απασχολούν καθημερινά την επικαιρότητα, μονοπωλούν τις συζητήσεις, προσφέρουν την καλύτερη πρώτη ύλη για τρολάρισμα αλλά και για αποθέωση στα κοινωνικά δίκτυα.
To site Survivor2017.gr είναι η πιο ανάγλυφη απόδειξη της έξης που έχει προκαλέσει το τηλεπαιχνίδι επιβίωσης του ΣΚΑΪ στον πραγματικό αλλά και στον virtual κόσμο. Πρόκειται για μια σελίδα αφιερωμένη όχι στην εξέλιξη ή στο κουτσομπολιό αναφορικά με τους συμμετέχοντες, αλλά εστιασμένη αποκλειστικά στις δοκιμασίες και στις επιδόσεις τους. Ο δημιουργός της σελίδας παραθέτει τα στατιστικά κάθε παίκτη αναλόγως των επιδόσεών του στις δοκιμασίες με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες (ανά επεισόδιο, αγώνισμα, δίδυμο διαγωνιζομένων). Σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, την πρωτοκαθεδρία έχει ο αποδιοπομπαίος τράγος των Μαχητών Γιώργος Αγγελόπουλος με ποσοστό νικών που φτάνει στο 63% (20 νίκες/12 ήττες). Ακολουθούν η Ειρήνη Παπαδοπούλου, ο Στέλιος Χανταμπάκης και η Ειρήνη Κολιδά με 61%, ενώ την κορυφαία πεντάδα συμπληρώνει ο Γιώργος Χρανιώτης, οι επιδόσεις του οποίου αγγίζουν το 58%.
Ενδεικτικά της πανδημίας που έχει προκαλέσει το «Survivor» είναι και τα ανεπίσημα γκρουπ αλλά και τα fan clubs που εκκολάπτονται στα κοινωνικά δίκτυα τις τελευταίες εβδομάδες. Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, το φαβορί για την επικράτηση, σύμφωνα με τα στοιχηματικά γραφεία, έχει τον δικό του ανεπίσημο λογαριασμό στο Instagram (@giorgosaggelopoulos_fans), τον οποίο παρακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια 15.000 followers.
Τα σχόλια στις φωτογραφίες και στα στιγμιότυπα που αναρτώνται από τα επεισόδια του παιχνιδιού βρίθουν άλλοτε από πάθος και άλλοτε από ηδυπάθεια (ο Σκιαθίτης καθηγητής του σκι ασκεί αναπόδραστη γοητεία στις γυναίκες). Ο Πάνος Αργιαννίδης, ο παίκτης που έχει γεννήσει το οξύμωρο συναίσθημα του αγαπομίσους στο κοινό, εξυμνείται καθημερινά στη σελίδα που δημιουργήθηκε για την αφεντιά του στο Facebook με τον καθόλου λιτό αλλά περιεκτικό τίτλο «Πανελλήνιος Σύλλογος Μάνατζερ Ράγκμπι». Σχεδόν 50.000 συμπολίτες μας έχουν δώσει ήδη το like τους στο λαοπρόβλητο γκρουπ, οι διαχειριστές του οποίου επιφυλάσσουν πάντα έναν καλό λόγο και για το αυτοκολλητάκι του Αργιαννίδη, τον Ορέστη Τσανγκ ή κατά τη σοσιαλμιντιακή αργκό ΝυφίΤσανγκ. Τον δικό της -μικρό ακόμη- πυρήνα fans στο Facebook έχει και η γιόγκι του «Survivor» Σόφη Πασχάλη. Το γκρουπ «Σόφη Πασχάλη Ultras» μπορεί να έχει μόνο 515 πιστούς θιασώτες, ωστόσο με μεθοδικότητα και chakras πιο καθαρά και από τον ανέφελο αττικό ουρανό ο δημιουργός του τροφοδοτεί τα κοινωνικά δίκτυα με συμπαντική ενέργεια, υπέροχα στιγμιότυπα αλλά και ατάκες της γυμνάστριας των Διασήμων.
Τα δικά τους fan clubs στο Facebook έχουν ακόμη η Ευρυδίκη Βαλαβάνη, ο Κωνσταντίνος Βασάλος και φυσικά ο Ορέστης Τσανγκ. Οχι ότι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες μένουν παραπονεμένοι. Σελίδες όπως τα Survivor Memes έχουν μια καλή/κακή κουβέντα για αμφότερους Μαχητές και Διασήμους - μάρτυράς μας τα 20.000 like του γκρουπ. Οι Ελληνες Ροβινσώνες Κρούσοι είναι τα νέα αστέρια του τηλεοπτικού prime time, αλλά και το trending topic των κοινωνικών δικτύων: τα #survivorGR και #επόμενο_σαρβάιβορ βρίσκονται σταθερά στη δεκάδα των πολυσυζητημένων του ελληνικού Twitter. Είναι μια ντουζίνα ένοχες απολαύσεις που έχουν προκαλέσει έναν ακατάληπτο και γι’ αυτό τελικά ίσως θελξικάρδιο -μα πάνω απ’ όλα ακόρεστο- συλλογικό εθισμό.
Οι φαν του ριάλιτι παιχνιδιού έχουν φτιάξει ιστοσελίδες και γκρουπ στα social media που παρακολουθούν τις επιδόσεις των παικτών
Ο Γιώργος Αγγελόπουλος εκτός από αγαπημένος του γυναικείου κοινού είναι
και πρώτος σε όλες τις δοκιμασίες
Τη δοκιμασία «Step on it» λαχανιάζεις και μόνο που τη βλέπεις
Στη δοκιμασία «Dig it» του αμερικανικού «Survivor» μερικοί παίκτες έχουν λιποθυμήσει
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα