Η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων συνεχίζεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς από τη χώρα μας - Τελευταία καταβολή το 1,1 δισ. ευρώ που επιστρέψαμε στη Γαλλία προς όφελος της ελληνικής οικονομίας και της διεθνούς εικόνας της χώρας μας
Ασφαλώς, δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε και η μόνη θετική καταγραφή για τη βελτίωση των δεικτών της ελληνικής οικονομίας. Το μαρτυρούν, άλλωστε, οι αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, η πορεία των ελληνικών ομολόγων, καθώς και δεκάδες άλλα αντίστοιχα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου.
Το συγκεκριμένο, ωστόσο, αποκτά συμβολικό και σημαίνοντα χαρακτήρα γιατί στο επίκεντρό του δεν βρίσκεται η Ελλάδα, αλλά η Γαλλία, η δεύτερη ισχυρότερη και πλέον κλυδωνιζόμενη οικονομία της Ευρώπης. Αυτή η πρόωρη αποπληρωμή εντός του 2025, αντί για μετά το 2033, αναδεικνύεται από τη «Le Monde» ως μάννα εξ ουρανού, συμβάλλοντας στη μείωση του γαλλικού ελλείμματος, την ώρα που το Παρίσι βρίσκεται αντιμέτωπο με σοβαρή δημοσιονομική στενότητα.
Η έγκυρη γαλλική εφημερίδα χαρακτηρίζει εντυπωσιακή την κίνηση, εστιάζοντας στην επιτυχία του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που επέτρεψε στην Αθήνα να αποπληρώσει νωρίτερα το ΔΝΤ και μέρος των δανείων της Ευρωζώνης, ενισχύοντας την αξιοπιστία της στις αγορές.
Κάπως έτσι, από φέτος το καλοκαίρι η Ελλάδα «θεωρείται πλέον πιο ασφαλής δανειολήπτρια από τη Γαλλία, με ελαφρώς χαμηλότερο κόστος δανεισμού», κατά τη «Le Monde».
Η αλλαγή σελίδας
Αυτό δείχνει, αν μη τι άλλο, την αλλαγή της θέσης της Ελλάδας, από αποσυνάγωγο και χρεοκοπημένο βαρίδι της Ευρωζώνης, σε αξιόπιστο και αξιόχρεο εταίρο, που μπορεί να «διευκολύνει» ακόμη εκείνους που κάποτε μας κουνούσαν απειλητικά το δάχτυλο, όπως σε κάποια φάση και η Γαλλία επί προεδρίας του πρόσφατα αποφυλακισμένου Νικολά Σαρκοζί.
Δεν είναι ένα απλό «γύρισμα» της ιστορίας, όπως θα συνέβαινε στην πλοκή ενός μυθιστορήματος. Είναι το αποτέλεσμα των αιματηρών θυσιών ενός ολόκληρου λαού και της πολιτικής που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια με στόχο την ανόρθωση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό ασφαλώς κοστίζει γιατί στο διεθνές οικονομικό στερέωμα η αξιοπιστία δεν χαρίζεται, αλλά αγοράζεται... Χρειάζεται, δηλαδή, σαφείς προτεραιότητες, πρόγραμμα και κυρίως απτές πράξεις, όπως η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων, που πείθουν ότι πράγματι υπάρχει αλλαγή σελίδας.
Και αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή «ευημερία των αριθμών». Γιατί μπορεί σήμερα η ελληνική κοινωνία να εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την ασφυκτική πίεση της ακρίβειας, του ενεργειακού κόστους και άλλων προβλημάτων -είτε εισαγόμενων είτε εγγενών-, αλλά χωρίς την ενίσχυση της ανάπτυξης και την ανάκτηση της αξιοπιστίας της εθνικής οικονομίας δεν θα ήταν εφικτές και οι όποιες ανακουφιστικές παρεμβάσεις.
Σε ένα άλλο επίπεδο, ως ένα ακόμη σαφές δείγμα ότι η χώρα έχει εγκαινιάσει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορική διαδρομή της, θα πρέπει να ειδωθεί και η διεκδίκηση, μέσω του ΥΠΟΙΚ Κυριάκου Πιερρακάκη, μέχρι και της προεδρίας του Eurogroup.
Η είσοδος στα μνημόνια
Για να φτάσουμε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, έχει προηγηθεί και είναι σε εξέλιξη μια σκληρή και διαρκής μάχη με στόχο την τιθάσευση του χρέους.
Προκειμένου να φανεί η πορεία της εκτόξευσής του, είναι απαραίτητο να γυρίσει κανείς το ρολόι του χρόνου αρκετά πίσω.
Ενα από τα πρώτα ηχηρά «καμπανάκια» χτύπησε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, το 1993, με την τότε κυβέρνησή του να έχει παραλάβει το δημόσιο χρέος περίπου στα 60,5 δισ. ευρώ, σπάζοντας, για πρώτη φορά το φράγμα του 100% του ΑΕΠ (111,6% του ΑΕΠ).
Στην ομιλία του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, στις 2 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς, έκανε μια ανάλυση για το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, στο πλαίσιο της οποίας κωδικοποίησε την κατάσταση με την περίφημη φράση «είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος».
Οσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια επιβεβαίωσαν την πρόβλεψή του. Η πορεία του χρέους ήταν ανοδική και παρά τις όποιες προσπάθειες και τα προγράμματα λιτότητας, τελικά οδήγησε σε ουσιαστική πτώχευση της χώρας και σε... αφανισμό της κοινωνίας.
Η τελευταία για εκείνη την εποχή διεθνής αναλαμπή της Ελλάδας, με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004, ήταν ένα κομβικό σημείο. Ο ρυθμός ανάπτυξης από το 2002 έως και το 2004 ήταν πολλαπλάσιος της Ευρωζώνης, φτάνοντας στο 5,6%, το 2003, αλλά μετά το τέλος των Αγώνων έπεσε στο 2,9%. Αντίστοιχα, ενώ ο προϋπολογισμός των επενδύσεων για Ολυμπιακές εγκαταστάσεις και υποδομές ήταν στα 6,5 δισ. ευρώ, τελικά εκτροχιάστηκε και δαπανήθηκαν πολλά περισσότερα. Κάπως έτσι μετά το 2004 το χρέος άρχισε να ανεβαίνει με ταχύ βήμα.
Επί διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξησή του (κατά 132%) και εν μέσω πλέον της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2009, έφτασε στα 299,7 δισ. ευρώ ή στο 129,85% του ΑΕΠ. Τον Απρίλιο του 2010 η Ελλάδα προσέφυγε στον νεοσύστατο Μηχανισμό Στήριξης, εγκαινιάζοντας την εποχή των μνημονίων και της τρόικας.
Εκτοτε εισήλθε σε ένα μακρύ, ατέλειωτο, θαρρείς, σκοτεινό τούνελ. Σε αυτή τη δεκαετή σκληρή περιπέτεια δεν εξανεμίστηκε μόνο η αξιοπιστία της χώρας, αλλά ισοπεδώθηκε και φτωχοποιήθηκε η πλειονότητα των πολιτών, διαλύθηκαν η πραγματική οικονομία και η αγορά, κατέρρευσε το κοινωνικό κράτος, εκτοξεύθηκε η ανεργία.
Η Ελλάδα βρέθηκε σε μια δίνη που έμοιαζε περισσότερο με συμπαντική «μαύρη τρύπα», τέτοια, όμως, που δεν οδηγούσε σε άλλη διάσταση προς το μέλλον, αλλά σε κάποιες από τις πιο οδυνηρές στιγμές του ιστορικού παρελθόντος.
Οι διαδοχικές κινήσεις διάσωσης έφεραν οδυνηρά μέτρα όπως ο ΕΝΦΙΑ -αρχικά ΕΕΤΗΔΕ- που ανακοινώθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 2011 από τον τότε υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο ως ένα «έκτακτο μέτρο», το οποίο βέβαια στη συνέχεια μονιμοποιήθηκε. Το γεγονός ότι οι Ελληνες μέσω του ΕΝΦΙΑ ακόμη και σήμερα πληρώνουν... ενοίκιο για την ιδιόκτητη κατοικία τους και για όποιο άλλο ακίνητό τους δεν ήταν η μόνη αρνητική «κληρονομιά» της εθνικής χρεοκοπίας.
Με το πρώτο μνημόνιο, το χρέος, αντί να πέσει, εκτοξεύθηκε το 2011 στο 172,1% του ΑΕΠ, καθιστώντας μονόδρομο το «κούρεμα» με το PSI. Το 2012 λόγω της διαγραφής του χρέους των ιδιωτών το ποσοστό υποχώρησε προσωρινά στο 159,6%.
Μαζί με το αξιόχρεο της οικονομίας, όμως, ανατινάχτηκε και η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Οι τραγικές για την κοινωνική συνοχή συνέπειες των μονόπλευρων και λανθασμένων πολιτικών που εφαρμόστηκαν αποτέλεσαν το καλύτερο λίπασμα για την ανάδειξη των λεγόμενων «αντισυστημικών δυνάμεων», με τις επαγγελίες της πολιτικής αλλαγής του 2015 να καταρρέουν σύντομα, οδηγώντας στην παράταση της εθνικής περιπέτειας και σε ένα ακόμη μνημόνιο με τον λογαριασμό να φτάνει τα 100 δισ. ευρώ...
Το πραγματικό κόστος, ωστόσο, για την ελληνική οικονομία εξαιτίας της εξάμηνης διαπραγματευτικής τακτικής που κατέληξε στη δραματική επιβολή των capital controls ήταν ακόμη μεγαλύτερο εάν συνυπολογιστεί και η όποια φυγή κεφαλαίων το προηγούμενο διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, με το δεύτερο και το τρίτο μνημόνιο, από το 2014 έως το 2018, το χρέος λόγω της ύφεσης και των νέων δανείων κυμάνθηκε από το 178% έως το 186% του ΑΕΠ.
Τα δάνεια διάσωσης
Η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου, από τον Μάιο του 2010, έγινε κυρίως μέσω του Μηχανισμού Στήριξης για τη Σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, μέχρι και τον Ιανουάριο του 2012 τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκταμίευσαν σταδιακά συνολικό ποσό ύψους 73,2 δισ. ευρώ. Από αυτό, το ΔΝΤ συμμετείχε με 20,3 δισ. ευρώ και τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με 52,9 δισ. ευρώ.
Με το δεύτερο Πρόγραμμα Στήριξης, οι συνολικές εκταμιεύσεις από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, από τις αρχές του 2012 έως το τέλος Σεπτεμβρίου του 2014, ανήλθαν σε 107,29 δισ. ευρώ, ενώ η συμμετοχή του ΔΝΤ για το παραπάνω διάστημα ήταν 11,74 δισ. ευρώ.
Στις 31/08/2015 το σύνολο των ευρωπαϊκών δανείων του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου Προγράμματος Στήριξης (GLF, EFSF, ESM) ανερχόταν σε 183,8 δισ. ευρώ, ενώ τα ανεξόφλητα δάνεια προς το ΔΝΤ έφταναν τα 19,11 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι στις 30 Ιουνίου 2015 είχε ολοκληρωθεί το δεύτερο Πρόγραμμα Στήριξης. Στη συνέχεια, κατ’ εφαρμογήν των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου 2015, το Ελληνικό Δημόσιο προχώρησε στη σύναψη σύμβασης χρηματοδότησης με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) τριετούς διάρκειας, ύψους έως 86 δισ. ευρώ.
Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 2016 το σύνολο των ευρωπαϊκών δανείων ανερχόταν σε 212,71 δισ. ευρώ και τα ανεξόφλητα του ΔΝΤ σε 12,94 δισ. ευρώ.
Η πορεία του δανεισμού τα επόμενα χρόνια ήταν αυξητική σε ό,τι αφορά το ευρωπαϊκό σκέλος, σε αντίθεση με το σκέλος του ΔΝΤ που σταδιακά αποκλιμακωνόταν.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 το σύνολο των δανείων που είχαν χορηγηθεί από τον Μηχανισμό Στήριξης έφτασε στο peak των 251,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα δάνεια από το ΔΝΤ ήταν πλέον στα 8,43 δισ. ευρώ.
Από την επόμενη χρονιά ξεκινά ο κύκλος της μείωσης των δανείων, που τον Σεπτέμβριο του 2020 ανέρχονταν σε 248,71 δισ., εκ των οποίων του ΔΝΤ στα 5,47 δισ.
Τον Σεπτέμβριο του 2022, το σύνολο των δανείων από τον Μηχανισμό Στήριξης ήταν στα 238,87 δισ. ευρώ, τα οποία, μετά την πλήρη εξόφληση του ΔΝΤ, συνίσταντο αποκλειστικά σε δάνεια των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Η σταδιακή μείωσή τους συνεχίστηκε το 2023 (στα 233,81 δισ.) και το 2024 (στα 226,79 δισ.). Ετσι, στις 31 Αυγούστου 2025 το σύνολο των χορηγηθέντων δανείων είχε μειωθεί στα 216,7 δισ. ευρώ.
Η «βόμβα» της πανδημίας
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που ανέλαβε τον Ιούλιο του 2019, αναγκάστηκε άμεσα σχεδόν να βουτήξει στα βαθιά χωρίς αναπνευστήρα, αφού, πριν καλά-καλά ξεκινήσει να εφαρμόζει την πολιτική της, βρέθηκε αντιμέτωπη με την ιστορικών διαστάσεων πανδημική κρίση. Με άλλα λόγια, στην ούτως ή άλλως δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση ήρθαν να προστεθούν η κατάρρευση του ΑΕΠ και οι αυξημένες, αλλά απόλυτα αναγκαίες, δαπάνες στήριξης της κοινωνίας και της οικονομίας. Σε αυτή το φάση, το 2020, το χρέος έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 207% του ΑΕΠ.
Παρά τις πρωτοφανείς δυσχέρειες, από την επόμενη κιόλας χρονιά ξεκίνησε η συντονισμένη προσπάθεια διπλής ανάκαμψης από την οικονομική κρίση και το σοκ της πανδημίας. Ετσι, το 2021 το χρέος υποχώρησε στο 195% και το 2022 στο 172,7%, ενώ το 2023, με την ενίσχυση της ανάπτυξης και τα πλεονάσματα, συνεχίστηκε η αποκλιμάκωση στο 161,9% του ΑΕΠ.
Οι πρόωρες αποπληρωμές
Στο πλαίσιο αυτής της συντονισμένης πολιτικής με στρατηγική στόχευση την ανάκτηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας και την «επιστροφή» της χώρας στο διεθνές επενδυτικό και χρηματοπιστωτικό προσκήνιο, η κυβέρνηση ξεκίνησε τις πρόωρες αποπληρωμές των ακριβών δανείων διάσωσης.
Η Ελλάδα κατάφερε να εξοφλήσει το ΔΝΤ δύο χρόνια νωρίτερα από το προγραμματισμένο, δεδομένου μάλιστα ότι τα δάνεια αυτά είχαν υψηλό επιτόκιο (περίπου 4,9% για κάποια τμήματα) και η αποπληρωμή τους βελτίωσε την ψυχολογία των αγορών. Ειδικότερα, τον Νοέμβριο του 2019 πληρώθηκαν 2,7 δισ. ευρώ, τον Μάρτιο του 2021, άλλα 3,3 δισ. ευρώ, και τον Απρίλιο του 2022 -στα 12 χρόνια από την είσοδο στα μνημόνια μέσω... Καστελόριζου- δόθηκε η τελική πληρωμή ύψους 1,86 δισ. ευρώ, σηματοδοτώντας την οριστική εξόφληση και το τέλος εποχής του ΔΝΤ.
Τότε ξεκίνησε και η πρόωρη αποπληρωμή των ευρωπαϊκών δανείων του μηχανισμού Greek Loan Facility (GLF), δηλαδή των διακρατικών δανείων του πρώτου μνημονίου που έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο.
Αφού προηγουμένως ολοκληρώθηκαν οι απαραίτητες νομικές διαδικασίες για την εξασφάλιση της έγκρισης των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, τον Δεκέμβριο του 2022 πληρώθηκαν 2.645 εκατ. ευρώ, τον Δεκέμβριο του 2023 άλλα 5.290 εκατ. ευρώ και τον Δεκέμβριο του 2024 δόθηκαν 7.935 εκατ. ευρώ για την αποπληρωμή δανείων που λήγουν τα έτη 2026, 2027 και 2028.
Φέτος τον Δεκέμβριο αναμένεται να υλοποιηθεί νέα πρόωρη αναλογική αποπληρωμή των ευρωπαϊκών δανείων του GLF, που λήγουν κατά τα έτη 2033-2041, συνολικού ύψους 5,287 δισ. ευρώ.
Στο τέλος του 2025 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 362,8 δισ. ευρώ ή 145,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ, έναντι 364,88 δισ. ευρώ ή 153,6% το 2024, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες σε έναν χρόνο.
Για το 2026, το χρέος αναμένεται να παρουσιάσει για έκτο συνεχόμενο έτος τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση στην Ευρωπαϊκή Ενωση και να πέσει σε επίπεδα κάτω του 140%, με την πρόβλεψη να διαμορφώνεται σε 137,6% (359 δισ. ευρώ) -παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2025-, που είναι το χαμηλότερο σημείο από το 2010.