Ζητούν πίσω τόκους οι δανειολήπτες
Στη σωρεία δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τις περισσότερες φορές τους καταναλωτές στις διαφορές και τις διεκδικήσεις τους από τις τράπεζες έρχεται να προστεθεί μία ακόμη που εξέδωσε πρόσφατα το Ειρηνοδικείο Αθηνών. Οπως και σε προηγούμενες υποθέσεις έτσι και τώρα αναμένεται η αντίδραση των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα προσφεύγουν στα δευτεροβάθμια δικαστήρια, αμφισβητώντας τις πρωτόδι
Στη σωρεία δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τις περισσότερες φορές τους καταναλωτές στις διαφορές και τις διεκδικήσεις τους από τις τράπεζες έρχεται να προστεθεί μία ακόμη που εξέδωσε πρόσφατα το Ειρηνοδικείο Αθηνών. Οπως και σε προηγούμενες υποθέσεις έτσι και τώρα αναμένεται η αντίδραση των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα προσφεύγουν στα δευτεροβάθμια δικαστήρια, αμφισβητώντας τις πρωτόδικες αποφάσεις.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ειρηνοδικείο αποδέχθηκε την επιχειρηματολογία των καταναλωτικών οργανώσεων και ειδικότερα της ΕΚΠΟΙΖΩ, σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες καταχρηστικώς δεν αναπροσάρμοσαν τα βασικά κυμαινόμενα επιτόκια στεγαστικών δανείων που είχαν συναφθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν τα επόμενα χρόνια το κόστος χρήματος μειώθηκε ως αποτέλεσμα της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόβλημα, που όμως έχει «διπλή» ανάγνωση. Οι τράπεζες, πέραν των κυμαινόμενων επιτοκίων τα οποία στηρίζονται στο euribor + το περιθώριο κέρδους (spread), έχουν επίσης τα λεγόμενα «βασικά» επιτόκια. Στα επιτόκια αυτά δεν είναι απολύτως... ορατή η βάση υπολογισμού και το spread και αναπροσαρμόζονται με απόφαση της τράπεζας και όχι αυτόματα, κάθε φορά που αυξομοιώνεται το euribor ή το βασικό επιτόκιο ΕΚΤ.
Οι καταναλωτές που προσέφυγαν στα δικαστήρια υποστηρίζουν ότι την περίοδο 2001 - 2003, δηλαδή την περίοδο της μεγάλης πτώσης των ευρωεπιτοκίων, οι τράπεζες απέφυγαν να αναπροσαρμόσουν τα βασικά τους επιτόκια, με αποτέλεσμα ενώ το κόστος χρήματος είχε μειωθεί αισθητά, στα εν λόγω δάνεια παρέμεινε αμετάβλητο σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τα τρέχοντα της περιόδου.
Για παράδειγμα,ενώ το στεγαστικό επιτόκιο που προσδιοριζόταν με βάση την ΕΚΤ κυμαινόταν στο 3%, το βασικό στεγαστικό παρέμενε στο 5%-5,5%. Η διαφορά αυτή των επιτοκίων αντιστοιχεί σε επιπλέον τόκους που κατέβαλαν τη συγκεκριμένη περίοδο οι δανειολήπτες,που μπορεί να φθάνουν έως και 7.000 με 8.000 ευρώ για στεγαστικό δάνειο ύψους 100.000 ευρώ.
Οι τράπεζες «καλύπτονται» για την πρακτική που ακολούθησαν, από το γεγονός ότι ο δανειολήπτης έχοντας επιλέξει ελεύθερα το επιτόκιο δανεισμού του αφενός είχε αποδεχθεί τον συγκεκριμένο όρο στη σύμβαση του δανείου του (περί ευχέρειας της τράπεζας για την αναπροσαρμογή), αφετέρου δεν απευθύνθηκε στην τράπεζα από την οποία είχε δανειοδοτηθεί για να ζητήσει ο ίδιος αναπροσαρμογή του επιτοκίου.
Τυπικά, οι τράπεζες «καλύπτονται» πίσω από την άγνοια ή και την ελλιπή ενημέρωση του πελάτη, ο οποίος ενδεχομένως δεν κατάλαβε ή δεν σκέφθηκε ή έστω δεν ζήτησε να ενημερωθεί για τις δυνατότητες αναπροσαρμογής του επιτοκίου του και συνέχισαν να του χρεώνουν το κατά πολύ υψηλότερο βασικό επιτόκιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι όσοι πελάτες παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην πορεία των επιτοκίων και ζητούσαν από τις τράπεζες μείωση των επιτοκίων τους, το είχαν επιτύχει.
Η απόφαση του ειρηνοδικείου μέχρι στιγμής δεν έχει αμφισβητηθεί από τις τράπεζες, οι οποίες «προτιμούν» να κλείσουν το θέμα όσο πιο ήπια γίνεται. Προτιμούν να προχωρήσουν σε συμβιβασμό με όσους από τους πελάτες τους έχουν προσφύγει στα δικαστήρια, κλείνοντας τις υποθέσεις το ταχύτερο δυνατόν, με στόχο να μην ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και προκληθεί κύμα διεκδικήσεων από δανειολήπτες που έχουν ξεχασμένα στις συμβάσεις τους «βασικά στεγαστικά».
Αν υπάρξει τέτοιο ενδεχόμενο τότε η πιθανότερη εξέλιξη είναι η αμφισβήτηση της απόφασης του ειρηνοδικείου από τις τράπεζες, με πιθανότερο αποτέλεσμα την παραπομπή του θέματος στις τραπεζικές καλένδες.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr