Προδημοσίευση: «Το μένος» με την υπογραφή του Alex Michaelides

Προδημοσίευση: «Το μένος» με την υπογραφή του Alex Michaelides

To πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο του Eλληνοκύπριου best-seller συγγραφέα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Διόπτρα

Untitled_design__17_
Ένα αποκλεισμένο νησί. Ένας φόνος. Έξι ύποπτοι. Σε αυτή την ιστορία δεν μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν!

Ο συγγραφέας των μεγάλων επιτυχιών «Οι κόρες» και «Η σιωπηλή ασθενής» που κατάφερε να παραμείνει πάνω από 100 εβδομάδες στη λίστα των NΥ Times best sellers, επιστρέφει με ένα ανατρεπτικό θρίλερ που εκτυλίσσεται σε ένα ελληνικό νησί. Μια ιστορία εγκλήματος και αγάπης, που πιστοποιεί ότι ο καθένας μας μπορεί να έχει μέσα του Το Μένος.

220626


Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο

Κλείσιμο
Το όνομά μου είναι Έλιοτ Τσέις και θα σας πω μια ιστορία που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Είναι μια ιστορία για έναν φόνο.

Ή ίσως αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια.

Γιατί ουσιαστικά είναι μια ιστορία για την αγάπη, έτσι δεν είναι;

Η Λάνα Φάραρ, πρώην σταρ του κινηματογράφου, προσκαλεί κάθε χρόνο τους πιο στενούς της φίλους να περάσουν τις διακοπές του Πάσχα στο ειδυλλιακό ιδιωτικό της νησί στην Ελλάδα.

Φέτος όμως η παρέα βρίσκεται παγιδευμένη στο νησί εξαιτίας του ανέμου, που οι ντόπιοι ονομάζουν «μένος». Κι ενώ οι εφτά φίλοι περνούν τις μέρες τους διασκεδάζοντας, έρχεται μια νύχτα που καταλήγει στον θάνατο του ενός.

Μόνο ένας από τους υπόλοιπους έξι μπορεί να είναι ο υπαίτιος.

Τι κρύβεται πίσω από τις παλιές φιλίες; Τι κίνητρο μπορεί να είχε ο δράστης;

Ένα μυστήριο γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις, που καταλήγει σε μια αξέχαστη κορύφωση.

Μπορεί να νομίζετε ότι ξέρετε τι έχει συμβεί. Όμως κάνετε λάθος…

Ένα φανταστικό νέο θρίλερ από τον Alex Michaelides, τον διεθνή βραβευμένο συγγραφέα best sellers.

Ποτέ μην ξεκινάς ένα βιβλίο μιλώντας για τον καιρό.

Ποιος το είπε αυτό; Δεν θυμάμαι – μάλλον κάποιος διάσημος συγγραφέας.

Όποιος κι αν ήταν, δίκιο είχε.

Ο καιρός είναι βαρετός. Κανείς δεν θέλει να διαβάσει για τον καιρό, ειδικά στην Αγγλία, όπου κάνουμε τόσες συζητήσεις γι’ αυτόν. Οι άνθρωποι θέλουν να διαβάσουν για ανθρώπους – και γενικά, σύμφωνα με την εμπειρία μου, πηδάνε τις παραγράφους με τις περιγραφές.

Είναι καλή συμβουλή να αποφεύγεις να μιλάς για τον καιρό – και τώρα την αγνοώ υπ’ ευθύνη μου. Μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, ελπίζω. Μην ανησυχείτε, η ιστορία μου δεν λαμβάνει χώρα στην Αγγλία, επομένως δεν μιλάω για βροχή εδώ. Τραβάω μια κόκκινη γραμμή στη βροχή – κανένα απολύτως βιβλίο δεν πρέπει να ξεκινάει ποτέ με βροχή. Χωρίς καμία εξαίρεση.

Μιλάω για άνεμο. Για τον άνεμο που στροβιλίζεται στα ελληνικά νησιά. Τον άγριο, απρόβλεπτο ελληνικό άνεμο. Έναν άνεμο που σε τρελαίνει.

Ο άνεμος ήταν σφοδρός εκείνο το βράδυ – το βράδυ του φόνου. Ήταν δυνατός, μανιασμένος – έπεφτε με ορμή πάνω στα δέντρα, σάρωνε τα μονοπάτια, σφύριζε, μοιρολογούσε, άρπαζε όλους τους άλλους ήχους και το ’βαζε γρήγορα στα πόδια.

Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο

Το νησί της Λάνα ήταν δώρο. Ένα δώρο αγάπης.
Της το είχε χαρίσει ο Ότο για τον γάμο τους. Ήταν ομολογουμένως ένα παράλογα πολυτελές δώρο, φαίνεται όμως ότι αυτό ήταν χαρακτηριστικό του. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ήταν φοβερός τύπος.
Το νησί βρισκόταν στην Ελλάδα, στα νότια του Αιγαίου, σε μια αραιή συστάδα νησιών, τις Κυκλάδες. Έχεις ακουστά τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, που είναι τα πιο διάσημα, αλλά τα περισσότερα νησιά είναι ακατοίκητα και μη κατοικήσιμα. Μερικά είναι ιδιόκτητα, όπως αυτό που αγόρασε ο Ότο για τη Λάνα. Βασικά το νησί δεν κόστισε τόσο πολλά λεφτά όσο θα νόμιζες. Το ποσό είναι βέβαια πέρα από τα πιο τρελά όνειρα των περισσότερων συνηθισμένων ανθρώπων, αλλά για νησί δεν ήταν τόσο ακριβό – ούτε η αγορά ούτε η συντήρησή του.
Πρώτα απ’ όλα ήταν μικροσκοπικό, καμιά οχτακοσαριά στρέμματα όλο κι όλο, σχεδόν βραχονησίδα. Και, δεδομένου ότι οι καινούριοι ιδιοκτήτες ήταν ένας παραγωγός του Χόλιγουντ και η μούσα του, ο Ότο και η Λάνα είχαν ένα πολύ μετρημένο νοικοκυριό. Για προσωπικό είχαν προσλάβει μόνο ένα άτομο, έναν επιστάτη – πλήρους απασχόλησης· το πώς είχε συμβεί αυτό ήταν ολόκληρη ιστορία, ένα ανέκδοτο που λάτρευε να διηγείται ο Ότο, ο οποίος ενθουσιαζόταν με την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Τον είχαν μαγνητίσει εντελώς. Και πρέπει να πούμε ότι εδώ, μακριά από την ελληνική ενδοχώρα, οι νησιώτες ήταν πολύ εκκεντρικοί.
Το κοντινότερο κατοικημένο νησί ήταν η Μύκονος, είκοσι λεπτά με βάρκα. Όπως ήταν φυσικό, εκεί πήγε ο Ότο να ψάξει επιστάτη για το νησί της Λάνα. Ωστόσο αποδείχτηκε δυσκολότερο απ’ ό,τι περίμενε. Φαίνεται πως κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος να ζήσει στο νησί, ούτε καν με κίνητρο τον γενναιόδωρο μισθό.
Δεν ήταν απλώς ότι ο επιστάτης θα έπρεπε ν’ αντέξει μια απομονωμένη και μοναχική ζωή. Υπήρχε επίσης ένας μύθος, μια ιστορία φαντασμάτων που διηγούνταν οι ντόπιοι πως τάχα το νησί ήταν στοιχειωμένο από τη ρωμαϊκή εποχή. Το θεωρούσαν γρουσουζιά να πατήσουν το πόδι τους, πόσο μάλλον να ζήσουν, εκεί. Προληπτικοί άνθρωποι οι Μυκονιάτες.
Τελικά βρέθηκε ένας μονάχα εθελοντής για τη δουλειά: ο Νίκος, ένας νεαρός ψαράς.
Ο Νίκος τότε ήταν είκοσι πέντε ετών και είχε χηρέψει πρόσφατα. Ήταν σιωπηλός και σοβαρός. Η Λάνα μού είπε ότι, κατά τη γνώμη της, έπασχε από βαριά κατάθλιψη. Το μόνο που ήθελε, είπε εκείνος στον Ότο, ήταν να είναι μόνος.
Ο Νίκος μετά βίας ήξερε γράμματα και μιλούσε σπαστά αγγλικά, αλλά αυτός κι ο Ότο κατάφερναν να συνεννοηθούν χρησιμοποιώντας συχνά περίπλοκες χειρονομίες. Δεν συντάχθηκε κανένα συμβόλαιο, μια χειραψία ήταν αρκετή.
Και από τότε ο Νίκος ζούσε μόνος όλο τον χρόνο στο νησί. Επιστάτης της ιδιοκτησίας και άτυπος κηπουρός. Στην αρχή δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος κήπος. Ο Νίκος έμενε εκεί δυο τρία χρόνια προτού αρχίσει να καλλιεργεί ζαρζαβατικά, όταν ξεκίνησε όμως, είχε κατευθείαν επιτυχία.
Την επόμενη χρονιά ο Ότο, εμπνευσμένος από τις προσπάθειες του Νίκου, κανόνισε να φέρει από την Αθήνα έναν μικρό οπωρώνα. Κρεμασμένες από σχοινιά, αιωρούμενες από ελικόπτερα, οι μηλιές, οι αχλαδιές, οι ροδακινιές και οι κερασιές φυτεύτηκαν σε έναν περιτοιχισμένο κήπο. Και ευδοκίμησαν και αυτές. Όλα έμοιαζαν ν’ ανθίζουν σ’ αυτό το νησί της αγάπης.
Υπέροχο δεν ακούγεται; Ξέρω, ειδυλλιακό. Ακόμα και τώρα είναι τόσο δελεαστικό να το ωραιοποιήσει κανείς. Κανείς δεν θέλει την πραγματικότητα· όλοι θέλουμε τη φαντασία και έτσι φαινόταν στον έξω κόσμο η ιστορία της Λάνα. Μια γοητευτική, μαγική ζωή. Αν όμως έχω μάθει ένα πράγμα, αυτό είναι πως τα πράγματα σπανίως είναι όπως φαίνονται.
Ένα βράδυ πολλά χρόνια αργότερα η Λάνα μού είπε την αλήθεια για τη σχέση της με τον Ότο, πως ο γάμος τους δεν ήταν όπως υπέθεταν όλοι. Ίσως να ήταν αναπόφευκτο· την πληθωρική προσωπικότητα του Ότο, τη γενναιοδωρία του, την αδίστακτη δυναμικότητα και τη φιλοδοξία του συνόδευαν κι άλλα, λιγότερο ελκυστικά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ’ όλα ήταν πολύ μεγαλύτερος από τη Λάνα κι είχε μια πατρική έως και πατριαρχική συμπεριφορά απέναντί της. Έλεγχε ό,τι έκανε, της υπαγόρευε τι θα έτρωγε και τι θα φορούσε, ήταν ανελέητα επικριτικός για οποιαδήποτε επιλογή της, τη μείωνε, την εκφόβιζε – κι όταν ήταν μεθυσμένος, την κακοποιούσε ψυχικά και πολλές φορές σωματικά.
Είναι λογικό να υποπτεύομαι πως, αν είχαν μείνει περισσότερο καιρό μαζί, η Λάνα θα επαναστατούσε κάποια στιγμή, όσο μεγάλωνε και γινόταν πιο ανεξάρτητη. Σίγουρα μια μέρα θα τον εγκατέλειπε, τι λες κι εσύ;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια μόνο από τον γάμο τους όταν ο Ότο έπαθε ένα μοιραίο έμφραγμα στο αεροδρόμιο του Λος Άντζελες – αν είναι δυνατόν! Πήγαινε να συναντήσει τη Λάνα στο νησί, να ξεκουραστεί, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού. Δυστυχώς δεν κατάφερε να φτάσει ποτέ στον προορισμό του.
Μετά τον θάνατο του Ότο η Λάνα έμεινε μακριά από το νησί για αρκετά χρόνια. Την τάραζαν πάρα πολύ οι αναμνήσεις και οι συνειρμοί. Μα, καθώς περνούσε ο καιρός, κατάφερε να θυμάται χωρίς υπερβολικό πόνο το νησί και όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που είχαν μοιραστεί εκεί. Έτσι, αποφάσισε να επιστρέψει.
Από τότε η Λάνα πήγαινε τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο στο νησί, μερικές φορές και πιο συχνά. Ιδιαίτερα αφότου μετακόμισε στην Αγγλία κι είχε ανάγκη να ξεφύγει από το κλίμα της.
Προτού συνεχίσουμε, πρέπει να σου πω για τα ερείπια. Όπως θα διαπιστώσεις, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία μας.
Τα ερείπια ήταν το αγαπημένο μου σημείο στο νησί. Ένα ημικύκλιο από έξι κατεστραμμένες κι ανεμοδαρμένες μαρμάρινες κολόνες σ’ ένα ξέφωτο περικυκλωμένο από ελιές. Ατμοσφαιρικό σημείο, εύκολο να διαποτιστεί με μαγεία. Τέλειο για περισυλλογή. Καθόμουν συχνά σε μια από τις κολόνες, έπαιρνα απλώς βαθιές ανάσες κι αφουγκραζόμουν τη σιωπή.
Τα ερείπια ήταν ό,τι απέμεινε από μια αρχαία βίλα που κάποτε είχε χτιστεί στο νησί, πάνω από χίλια χρόνια πριν. Ανήκε σε μια πλούσια ρωμαϊκή οικογένεια. Αυτές οι κατεστραμμένες κολόνες ήταν το μόνο που είχε απομείνει από ένα συγκρότημα που, όπως είχαν πει στη Λάνα και στον Ότο, στέγαζε κάποτε ένα κανονικό θέατρο, ένα μικρό αμφιθέατρο για ιδιωτικές παραστάσεις.
Ωραία ιστορία – αν και κάπως σικέ, κατά τη γνώμη μου. Δεν μπορούσα να μην υποψιαστώ ότι την είχε επινοήσει ένας υπερβολικά ενθουσιώδης μεσίτης, ελπίζοντας να κεντρίσει τη φαντασία της Λάνα. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τα κατάφερε. Η Λάνα μαγεύτηκε κατευθείαν. Εφεξής αποκαλούσε πάντα τα ερείπια «θέατρο».
Και για ένα διάστημα αναβίωσαν με τον Ότο αυτή την αρχαία παράδοση: Παρουσίαζαν στα ερείπια τα καλοκαιρινά βράδια σκετσάκια και μικρά θεατρικά, τα οποία έγραφαν και στα οποία πρωταγωνιστούσαν η οικογένεια και οι καλεσμένοι τους. Ευτυχώς εγκατέλειψαν αυτή τη συνήθεια πολύ καιρό πριν πάω εγώ στο νησί. Ειλικρινά δεν θα άντεχα να πρέπει να απολαμβάνω τους καλεσμένους σταρ του κινηματογράφου στις ερασιτεχνικές θεατρικές παραγωγές τους.
Εκτός από τα ερείπια υπήρχαν μόνο άλλα δύο κτίσματα στο νησί, αρκετά πρόσφατα και τα δύο: το σπιτάκι του επιστάτη, όπου έμενε ο Νίκος, και το κυρίως σπίτι.
Το σπίτι βρισκόταν στο κέντρο του νησιού. Ήταν ένα τερατούργημα από ψαμμόλιθο πάνω από εκατό χρονών. Είχε ανοιχτοκίτρινους τοίχους, μια κόκκινη πήλινη σκεπή, πράσινα ξύλινα παραθυρόφυλλα. Ο Ότο και η Λάνα έκαναν προσθήκες, το επεκτείνανε, ανακαινίζοντας τα πιο ρημαγμένα σημεία. Έφτιαξαν μια πισίνα κι έναν καλοκαιρινό ξενώνα στον κήπο, καθώς και μια πέτρινη προβλήτα στην πιο προσβάσιμη παραλία, όπου έδεναν το ταχύπλοό τους.
Είναι δύσκολο να περιγράψω πόσο όμορφο είναι –ήταν;– το νησί. Μπερδεύω λίγο τους χρόνους μου εδώ. Δεν είμαι σίγουρος πού βρίσκομαι – στο παρόν ή στο παρελθόν; Ξέρω πού θα βρισκόμουν, έτσι και μου δινόταν η ευκαιρία. Θα έδινα τα πάντα για να είμαι εκεί τώρα.
Τα φαντάζομαι όλα τόσο ξεκάθαρα. Έτσι και κλείσω τα μάτια μου, μπορώ να βρεθώ εκεί: στη βεράντα του σπιτιού μ’ ένα δροσερό ποτό στο χέρι, να ατενίζω τη θέα. Το νησί είναι αρκετά επίπεδο στο μεγαλύτερο μέρος του, οπότε μπορείς να δεις σε μεγάλη απόσταση: πέρα από τις ελιές, κάτω στις παραλίες και στους όρμους, ως τα καθάρια τιρκουάζ νερά. Όταν είναι ήρεμη, η θάλασσα είναι γαλάζια και κρυστάλλινη, διάφανη θαρρείς. Μα, όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, δεν έχει μόνο έναν χαρακτήρα. Όταν φυσάει, και φυσάει συχνά, τα φουρτουνιασμένα κύματα και τα ρεύματα αναδεύουν όλη την άμμο στον βυθό κάνοντας τα νερά θολά, σκοτεινά κι επικίνδυνα.
Ο αέρας μαστίζει αυτό το μέρος. Το χτυπάει όλο τον χρόνο· όχι συνέχεια όμως ούτε με την ίδια ένταση, αλλά κάθε τόσο οργίζεται κι ορμάει πάνω από τη θάλασσα, σφυροκοπώντας τα νησιά. Η γιαγιά της Αγάθης αποκαλούσε τον αιγαιοπελαγίτικο άνεμο «μένος», που σημαίνει μανία.
Παρεμπιπτόντως, το νησί έχει όνομα.
Λεγόταν Αύρα, από την Ελληνίδα θεά που το όνομά της σημαίνει «απαλό αεράκι». Όμορφο όνομα, που διέψευδε τη σφοδρότητα του ανέμου και της ίδιας της θεάς.
Η Αύρα ήταν μια πιο ασήμαντη θεότητα, Νύμφη, κυνηγός, σύντροφος της Άρτεμης. Δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους άντρες και τους έσφαζε για πλάκα. Όταν γέννησε δυο αγόρια, κατασπάραξε το ένα, πριν της αρπάξει η Άρτεμη το άλλο για να το σώσει.
Μιας και το ’φερε η κουβέντα, έτσι μιλούσαν για τον αέρα οι ντόπιοι – τον χαρακτήριζαν τερατώδη, καταστροφικό. Να γιατί συμπεριλήφθηκε στους μύθους και στις ιστορίες τους, ενσαρκωμένος στην Αύρα.
Ήμουν αρκετά τυχερός, ώστε να μην τον έχω βιώσει προσωπικά – τον αέρα εννοώ. Επισκεπτόμουν το νησί αρκετά χρόνια και πάντα πετύχαινα ασυνήθιστα ήπιο καιρό – τις περισσότερες φορές έχανα για μια δυο μέρες τις θύελλες.
Όχι όμως φέτος. Το μένος αυτή τη χρονιά με πρόφτασε.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα


alexmichaelidis


O Alex Michaelides (Άλεξ Μιχαηλίδης) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού στην Αγγλική Λογοτεχνία από το Trinity College του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, καθώς και μεταπτυχιακού στη Σεναριογραφία από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στο Λος Άντζελες. Η Σιωπηλή ασθενής, το πρώτο του μυθιστόρημα, βρέθηκε στο #1 στη λίστα με τα best sellers των New York Times και έχει πουλήσει περισσότερα από 7,5 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Τα δικαιώματα έχουν πουληθεί σε 52 χώρες και το βιβλίο πρόκειται να γίνει ταινία από την εταιρεία παραγωγής Plan B. Οι Κόρες, το δεύτερο μυθιστόρημά του, ήταν στη λίστα με τα best sellers των New York Times και των Sunday Times και θα μεταφερθεί στη μικρή οθόνη από την Miramax Television και την Stone Village.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης