Επιζήσασα του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη παρουσίασε την ποιητική συλλογή της

Επιζήσασα του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη παρουσίασε την ποιητική συλλογή της

Η ποιήτρια διηγήθηκε την ιστορία της σε εκδήλωση που διοργάνωσαν οι συνταξιούχοι του ΟΑΕΕ στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος

Επιζήσασα του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη παρουσίασε την ποιητική συλλογή της
«...Πώς μπόρεσαν Θεέ μου, τόσο σκληρά, να βιάσουν φτωχές καρδιές …κανένας δεν απόμεινε, ούτε ζωής σημάδι / εκείνο το καταραμένο, Σάββατο βράδυ…».
Ποιητική συλλογή, Ευαγγελίας Κυρίμη - Πιτσούλη: «Δακρύων ποταμός» / Ολοκαύτωμα - Νύχτα Αστροφεγγιάς».
 
Η εγγονή της Ευαγγελίας Κυρίμη -Πιτσούλη διαβάζει στίχους από μελοποιημένα ποιήματα, με τίτλο : «Δακρύων ποταμός» / Ολοκαύτωμα» από την ποιητική συλλογή: «Νύχτα Αστροφεγγιάς».

Η ποιήτρια, η Ευαγγελία, είναι επιζήσασα του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη. Η απόφαση της μητέρας της να εγκαταλείψει το χωριό που φλεγόταν στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής και τους δωσίλογους, τους συνεργάτες τους, της έσωσε τη ζωή. Η ίδια τότε ήταν μόλις έξι χρονών και η αδελφή της τεσσάρων…

Η ποιήτρια διηγήθηκε την ιστορία της σε εκδήλωση που διοργάνωσαν οι συνταξιούχοι του ΟΑΕΕ στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος.

Κλείσιμο
Ο πατέρας της Ευαγγελίας ήταν αγρονόμος. Ο δικός του πατέρας και ο αδελφός του ήταν ήδη στο βουνό, στην αντίσταση. Είχε πει ο πατέρας της Ευαγγελίας στη μητέρα της να είναι έτοιμη, σε εγρήγορση, η ατμόσφαιρα στο χωριό ήταν βαριά. «Να είσαι έτοιμη, να πάρεις τα παιδιά και να φύγετε στο βουνό». Ήξερε ότι εκεί, εάν κάτι συνέβαινε, η οικογένεια του, η γυναίκα του και τα κοριτσάκια του, θα έβρισκαν τους δικούς του. Όλο το χωριό ήταν ανήσυχο εκείνες τις ημέρες, τέλος του καλοκαιριού του 1944. Συζητούσε ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί. «Κάτι θα γίνει στο Χορτιάτη…» έλεγαν χαμηλόφωνα στα καφενεία και στους δρόμους. Σα να περίμεναν κάτι κακό. Η εποχή της αποχώρησης των ναζιστικών στρατευμάτων πλησίαζε κι ο Χορτιάτης, χωριό ορεινό, κομβικό, ήταν πέρασμα. Εκείνο το πρωινό μάλιστα είχε ήδη χτυπηθεί σε ενέδρα αντιστασιακών ένα γερμανικό στρατιωτικό όχημα. Κάποιοι το θεώρησαν προπομπό. Άλλοι, κάτοικοι και βοσκοί από την γύρω περιοχή έτρεξαν να ενημερώσουν το χωριό και τους ανθρώπους του να το εγκαταλείψουν.

Η ποιήτρια θυμήθηκε, πώς βίωσε τα δραματικά γεγονότα, τα οποία μετέφερε και στον ποιητικό της λόγο: Ο πατέρας της είχε πάρει στην ίδια και στην μικρή αδελφή της από ένα ζευγάρι τσόκαρα, την προηγούμενη ημέρα. Χαιρόταν τα κοριτσάκια, τα φορούσαν και έπαιζαν. Δεν φανταζόταν, ότι αυτά θα γινόταν ένα δεύτερο μαρτύριο στα πόδια τους, σε κάθε τους βήμα, πασχίζοντας να γλυτώσουν από τον όλεθρο, που βρήκε το χωριό τους. Άκουγε, τους συνεργάτες των ναζί τους καλούσαν να βγουν από τα σπίτια και να μη φοβηθούν: «Έλληνες είμαστε, μη φοβάστε, δε θα σας πειράξουμε φώναζαν και μόλις έβγαιναν στο κατώφλι τους εκτελούσαν επιτόπου». «Τους μισούς τους πήγαν στο φούρνο του Γκουραμάνη και τους έκαψαν και τους άλλους μισούς στο σπίτι του Νταμπούδη…» είπε η Ευαγγελίας Κυρίμη -Πιτσούλη και συνέχισε τη διήγηση της.

Η μητέρα της, τις πήρε βιαστικά, την ίδια και την αδελφή της, ενώ φορούσαν τα τσοκαράκια που τους χάρισε ο πατέρας της, μόλις άρχισαν οι πυροβολισμοί, για να τις ανεβάσει στο βουνό και να τις σώσει από το βέβαιο θάνατο.

«Ο Χορτιάτης κάπνιζε και εμείς ήμασταν μακριά μέσα στο βουνό, πήγαμε και βρήκαμε τον πατέρα μου και τον αδελφό μου. Μας βοήθησαν πολύ και άλλοι, γιατί εμείς δε μπορούσαμε να περπατήσουμε άλλο, τα τσοκαράκια που μας είχε πάρει ο πατέρας μας, μέσα στα χώματα, στα χαλίκια, μας πλήγωναν τα πόδια…».

Η Ευαγγελία ανέφερε και άλλες από τις προσωπικές ιστορίες που την σημάδεψαν και ένοιωσε την ανάγκη να τις μεταφέρει στο χαρτί και να τους δώσει μορφή μέσα από τα ποιήματά της.

Είπε ότι η γιαγιά της, τους είχε ακολουθήσει, αλλά είχε μείνει αρκετά πίσω, παρ’ ότι δε φαινόταν από τον δρόμο, που περνούσε πάνω από το χωριό. Είχε πάρει μαζί της η ηλικιωμένη γυναίκα και λίγο ψωμί, αλλά και το πλεκτό της. Αυτό το πλεκτό θα της στοίχιζε τη ζωή. Στην προσπάθεια της να κρυφτεί καλύτερα πίσω από ένα πουρνάρι, της έφυγε το κουβάρι με το μαλλί από τη μασχάλη της και κύλησε μέχρι το δρόμο, απ’ όπου περνούσαν τα αυτοκίνητα των Γερμανών και των συνεργατών τους.

«Έτσι, φεύγοντας το κουβάρι, βρήκαν το κρυψώνα της γιαγιάς και δύο άλλες γυναίκες, μάνα και κόρη. Και πιο δίπλα ήταν μια που θήλαζε το μωρό της. Και τις τέσσερεις τις σκοτώσανε εκεί επιτόπου» είπε η κ. Πιτσούλη.

Η ποιήτρια ανέφερε επίσης για τα ξαδέρφια της, τα τρία, από τα τέσσερα, που σώθηκαν, όταν οι κατοχικές δυνάμεις τους έκλεισαν στο φούρνο για να τους κάψουν μαζί με τη μητέρα τους. Όταν έφυγε ο Γερμανός ο οποίος ασφάλισε το πορτάκι από το ζυμωτήριο, η μητέρα τους βρήκε τη δύναμη να το ανοίξει και ένα, ένα, έσπρωξε τα τρία παιδάκια της έξω.

«Πάει η θεία μου και το ανοίγει και σπρώχνει έξω τα τρία παιδιά, τα οποία βέβαια γλύτωσαν, αλλά όλα αυτά τα χρόνια ήταν στις ψυχιατρικές κλινικές, ποτέ δεν έγιναν καλά».

Η Ευαγγελία Κυρίμη -Πιτσούλη τους έχει αφιερώσει ένα ποίημα της: «Ειρήνη το όνομα μου/είμαι και εγώ εδώ βγήκα απ’ το φούρνο τον καυτό/μάνα φωνάζω …κράτα τον πόνο σου και σφίξε την καρδιά σου».

Για την ποιήτρια και το έργο της μίλησαν εκπρόσωποι του ΒΕΘ και εκπρόσωποι της Ένωσης Λογοτεχνών Β. Ελλάδος, η οποία την έχει βραβεύσει στο παρελθόν για έργο της.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης