Η INALAN προσέλκυσε 40 εκατ. ευρώ ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, τριπλασίασε το προσωπικό της σε ένα χρόνο και παρέχει δυνατότητα σύνδεσης γρήγορου internet σε πάνω από 600.000 νοικοκυριά - Κατά 44% αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών της.
La Boheme backstage: «Κατασκευάζοντας» μία όπερα
La Boheme backstage: «Κατασκευάζοντας» μία όπερα
Παρακολουθήσαμε τις πρόβες της νέας φιλόδοξης παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που ανεβαίνει αύριο με επικεφαλής τον σπουδαίο Βρετανό σκηνοθέτη Γκράχαμ Βικ και μάθαμε πολλά - σίγουρα περισσότερα απ’ όσα υπολογίζαμε...
Λένε πως η αληθινή, η γνήσια μαγεία μιας παράστασης δεν πηγάζει από το αποτέλεσμα που παρακολουθεί ο θεατής επί σκηνής, όταν όλα είναι προβαρισμένα, κουρδισμένα, μέχρι κεραίας προαποφασισμένα. Αλλά στις πρόβες, εκεί όπου τα πάντα δομούνται και αποδομούνται από την αρχή, τίθενται υπό συζήτηση και αναθεωρούνται. Υπάρχει κάτι αδιαπραγμάτευτα δημοκρατικό στις πρόβες, αφού από τον πρωταγωνιστή μέχρι τον τελευταίο βοηθητικό ηθοποιό όλοι έχουν δικαίωμα στον πειραματισμό, ακόμα και στο λάθος.
Θα μπορούσες να δεις τα πολλά και διαφορετικά κομμάτια μιας παράστασης -εν προκειμένω τους λυρικούς τραγουδιστές, τη χορωδία, τους χορευτές, τους μουσικούς- σαν τα κομμάτια ενός επίπλου της περίφημης σουηδικής αλυσίδας, τα οποία ο σκηνοθέτης Γκράχαμ Βικ προσπαθεί αγνοώντας τις οδηγίες χρήσης να ενώσει, ώστε να δημιουργήσει ένα στέρεο αισθητικά και ερμηνευτικά αποτέλεσμα. Ο ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής της όπερας του Μπέρμινχαμ τα τελευταία τριάντα χρόνια είχε σκηνοθετήσει ξανά την «Μποέμ» του Πουτσίνι για την Εθνική Λυρική Σκηνή πριν από μια δεκαετία. Από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Δραματικά. Από την έδρα της ΕΛΣ που πλέον βρίσκεται στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» μέχρι την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα. Του Βικ δεν του αρέσουν τα κλασικά, πομπώδη ανεβάσματα. Θέλει οι παραγωγές του να συνομιλούν με το τώρα και να απευθύνονται στο σήμερα - είναι λόγου χάρη χαρακτηριστικό ότι το 2015 στο ανέβασμα της όπερας «Ice Break» συμμετείχαν είτε ως θεατές, είτε ως ηθοποιοί 10.000 πολίτες του Μπέρμινγχαμ. Και να μπορεί να τις παρακολουθήσει καθένας, αφού, όπως έχει ξεκάθαρα δηλώσει στο παρελθόν, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μορφωμένος ή ειδικός για να συγκινηθεί από μια παράσταση όπερας.
Θα μπορούσες να δεις τα πολλά και διαφορετικά κομμάτια μιας παράστασης -εν προκειμένω τους λυρικούς τραγουδιστές, τη χορωδία, τους χορευτές, τους μουσικούς- σαν τα κομμάτια ενός επίπλου της περίφημης σουηδικής αλυσίδας, τα οποία ο σκηνοθέτης Γκράχαμ Βικ προσπαθεί αγνοώντας τις οδηγίες χρήσης να ενώσει, ώστε να δημιουργήσει ένα στέρεο αισθητικά και ερμηνευτικά αποτέλεσμα. Ο ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής της όπερας του Μπέρμινχαμ τα τελευταία τριάντα χρόνια είχε σκηνοθετήσει ξανά την «Μποέμ» του Πουτσίνι για την Εθνική Λυρική Σκηνή πριν από μια δεκαετία. Από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Δραματικά. Από την έδρα της ΕΛΣ που πλέον βρίσκεται στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» μέχρι την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα. Του Βικ δεν του αρέσουν τα κλασικά, πομπώδη ανεβάσματα. Θέλει οι παραγωγές του να συνομιλούν με το τώρα και να απευθύνονται στο σήμερα - είναι λόγου χάρη χαρακτηριστικό ότι το 2015 στο ανέβασμα της όπερας «Ice Break» συμμετείχαν είτε ως θεατές, είτε ως ηθοποιοί 10.000 πολίτες του Μπέρμινγχαμ. Και να μπορεί να τις παρακολουθήσει καθένας, αφού, όπως έχει ξεκάθαρα δηλώσει στο παρελθόν, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μορφωμένος ή ειδικός για να συγκινηθεί από μια παράσταση όπερας.
Σε πρώτη ανάγνωση δεν είναι αυτό που έχει κανείς στον νου του ως δεσποτικό, απόλυτο στις απόψεις του σκηνοθέτη. Ο τρόπος του και ο λόγος του καθώς προσπαθεί να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς στη Β’ πράξη της «Μποέμ» είναι μάλλον πράος. Ακόμα και όταν εκείνοι μοιάζουν να μην έχουν αντιληφθεί αυτό που ζητά, σταματά την πρόβα με συνοπτικές διαδικασίες και τους επιπλήττει με τον πιο χαριτωμένο τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ακόμη και τα ρούχα του, ένα τζιν παντελόνι και ένα καρό πουκάμισο, τον κάνουν να μοιάζει σαν ένας από την πολυπληθή ομάδα.
Αλλωστε μπορεί όταν στις 7 του μήνα η παράσταση ανέβει στην εντυπωσιακή αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» όλα να φαντάζουν τέλεια, όμως τώρα είμαστε αρκετά μέτρα πίσω από τη σκηνή, σε έναν χώρο που μοιάζει και είναι στην πραγματικότητα το εργαστήρι του Βικ. Και ο ίδιος συμφωνεί ότι μπορεί η όπερα να είναι τέχνη, όμως η προετοιμασία της απαιτεί τεχνική και χειρωνακτική σχεδόν εργασία. Η συζήτησή μας στη διάρκεια ενός διαλείμματος από τις πρόβες δεν είναι μεγάλη, είναι όμως πυκνή. Ο Βικ λέει ότι ήρθε για να σκηνοθετήσει ξανά την «Μποέμ» γιατί απλώς του το ζήτησαν. Και αμέσως μετά γελάει. Προφανώς για έναν ανήσυχο, αεικίνητο σκηνοθέτη είναι πρόκληση να σκηνοθετήσει σε μια νέα, υπερσύγχρονη σκηνή, η ακουστική μάλιστα της οποίας θεωρείται από πολλούς η κορυφαία αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Δεν χρειάζεται να τον ρωτήσω αν είναι ενθουσιασμένος, φαίνεται. Ειδικά με τον συμβολισμό που δημιουργεί το μνημειακών διαστάσεων Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» σε μια κοινωνία σε οικονομική -και όχι μόνο- κρίση. Πάντως, επιμένει ότι η ιδέα του για την παράσταση δεν πηγάζει μόνο από την ελληνική πραγματικότητα σήμερα. Η δική του «Μποέμ» θα μπορούσε να είναι παντού, όπως λέει. Πάντως δεν κρύβει και το άγχος του, αφού επισημαίνει ότι δεν γνωρίζει πώς θα λειτουργήσει η παράσταση σε έναν χώρο που πόρρω απέχει από το θέατρο «Ολύμπια» της Ακαδημίας, όπου είχε παρουσιαστεί πριν από δέκα χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, στις τρεις εβδομάδες που βρίσκεται στην Ελλάδα, όταν τον συναντώ, ο προσηνής Βικ περνάει καλά και αυτό βγαίνει και στις πρόβες του, στη σχέση του με τους συνεργάτες και τους ηθοποιούς του. Είναι άλλωστε δεδηλωμένος ελληνολάτρης. Μιλά με ενθουσιασμό για το σπίτι του στην Κρήτη και την ευλογία να μπορείς να κολυμπάς στη θάλασσα μέχρι και τα μέσα Νοέμβρη, ενώ μοιάζει συγκινημένος που το σπίτι στο οποίο διαμένει στην Αθήνα έχει θέα στην Ακρόπολη. Μάλιστα, παρά τις πολύωρες πρωινές και απογευματινές πρόβες -το εγχείρημα λέει ότι κάνει ακόμα δυσκολότερο το γεγονός ότι η «Μποέμ» θα έχει διπλή διανομή- εξομολογείται ότι προσπαθεί φιλότιμα να μάθει ελληνικά. Τα βράδια κάθεται και με στωικότητα καταγράφει ελληνικές λέξεις, προκειμένου να τις αποτυπώσει πρώτα οπτικά και κατόπιν να τις κάνει κτήμα του. Μπορώ να βεβαιώσω ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Ο Βικ τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια το ωράριο της πρόβας. Γι’ αυτό και μετά από ένα σύντομο διάλειμμα 10 λεπτών είναι ο πρώτος που επιστρέφει στην πρόβα. Οι ηθοποιοί και οι χορευτές μαζεύονται γύρω του παρακολουθώντας τις οδηγίες του και ακολουθώντας τα νεύματά του, προκειμένου να υποδυθούν με κανονικότητα το χαρούμενο πλήθος που κάνει τα χριστουγεννιάτικα ψώνια του. Σκιά του είναι η βοηθός σκηνοθέτη Κατερίνα Πετσατώδη, η οποία όποτε απαιτείται εκτελεί και χρέη Google Translate. Λίγο πιο πίσω, στο βάθος του χώρου όπου πραγματοποιείται η πρόβα, κάποιοι βοηθητικοί ηθοποιοί σκοτώνουν τον χρόνο τους περιμένοντας να έρθει η σειρά τους. Αλλος κάνει πους απ στηριζόμενος στα μαρμάρινα τραπέζια που βρίσκονται στον χώρο, άλλος βοηθά του τεχνικούς που τρέχουν για να επιμεληθούν ακόμα και την πιο μικρή λεπτομέρεια του σκηνικού, κάποιες κοπέλες παίζουν με μια τράπουλα που έχουν βρει και αστειεύονται μεταξύ τους. Ολα γίνονται χαμηλόφωνα, αφού την ώρα που δίνονται οι κατευθυντήριες γραμμές, η μόνη φωνή που επιτρέπεται να ακούγεται είναι εκείνη του σκηνοθέτη. Βέβαια, γίνονται και εξαιρέσεις.
Οπως όταν οι πρωταγωνιστές φτάνουν στον χώρο, οπότε και η πρόβα διακόπτεται. Ο Βικ τους παρουσιάζει έναν-έναν και ο υπόλοιπος θίασος ζητωκραυγάζει και χειροκροτεί στο άκουσμα κάθε ονόματος. Είναι μέσα στο πρόγραμμα κι αυτές οι στιγμές εκτόνωσης. Κάπως γειώνουν ένα υπό κατασκευή σύνολο, το οποίο κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, να υποψιαστεί, να διανοηθεί πώς θα δομηθεί και θα παρουσιαστεί μέσα σε λίγες εβδομάδες επί σκηνής, παρά μόνο ο έμπειρος σκηνοθέτης. Προφανώς και κανείς δεν μπορεί να παρεισφρήσει στη φαντασία του Βικ, ούτε και να βγει εύκολα από τον κόσμο που πλάθει για τη θεωρούμενη από πολλούς ως «απόλυτη όπερα». Κι αυτό φυσικά δεν έχει να κάνει με τη χαρακτηριστική δυσκολία του να βγει κανείς στον έξω κόσμο από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους της νέας Λυρικής Σκηνής. Μόνο που στην περίπτωση του Βικ η χωροταξία της φαντασίας του και του κτιρίου ταυτίζονται περίφημα.
Info: «Μποέμ» του Τζιάκομο Πουτσίνι στην Εθνική Λυρική Σκηνή στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Στέφανο Λαζαρίδη. Πρεμιέρα στις 7 Δεκεμβρίου. Επόμενες παραστάσεις στις 8, 13, 17, 20, 24, 27 & 30 Δεκεμβρίου & στις 3 & 5 Ιανουαρίου 2018
Αλλωστε μπορεί όταν στις 7 του μήνα η παράσταση ανέβει στην εντυπωσιακή αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» όλα να φαντάζουν τέλεια, όμως τώρα είμαστε αρκετά μέτρα πίσω από τη σκηνή, σε έναν χώρο που μοιάζει και είναι στην πραγματικότητα το εργαστήρι του Βικ. Και ο ίδιος συμφωνεί ότι μπορεί η όπερα να είναι τέχνη, όμως η προετοιμασία της απαιτεί τεχνική και χειρωνακτική σχεδόν εργασία. Η συζήτησή μας στη διάρκεια ενός διαλείμματος από τις πρόβες δεν είναι μεγάλη, είναι όμως πυκνή. Ο Βικ λέει ότι ήρθε για να σκηνοθετήσει ξανά την «Μποέμ» γιατί απλώς του το ζήτησαν. Και αμέσως μετά γελάει. Προφανώς για έναν ανήσυχο, αεικίνητο σκηνοθέτη είναι πρόκληση να σκηνοθετήσει σε μια νέα, υπερσύγχρονη σκηνή, η ακουστική μάλιστα της οποίας θεωρείται από πολλούς η κορυφαία αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Δεν χρειάζεται να τον ρωτήσω αν είναι ενθουσιασμένος, φαίνεται. Ειδικά με τον συμβολισμό που δημιουργεί το μνημειακών διαστάσεων Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» σε μια κοινωνία σε οικονομική -και όχι μόνο- κρίση. Πάντως, επιμένει ότι η ιδέα του για την παράσταση δεν πηγάζει μόνο από την ελληνική πραγματικότητα σήμερα. Η δική του «Μποέμ» θα μπορούσε να είναι παντού, όπως λέει. Πάντως δεν κρύβει και το άγχος του, αφού επισημαίνει ότι δεν γνωρίζει πώς θα λειτουργήσει η παράσταση σε έναν χώρο που πόρρω απέχει από το θέατρο «Ολύμπια» της Ακαδημίας, όπου είχε παρουσιαστεί πριν από δέκα χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, στις τρεις εβδομάδες που βρίσκεται στην Ελλάδα, όταν τον συναντώ, ο προσηνής Βικ περνάει καλά και αυτό βγαίνει και στις πρόβες του, στη σχέση του με τους συνεργάτες και τους ηθοποιούς του. Είναι άλλωστε δεδηλωμένος ελληνολάτρης. Μιλά με ενθουσιασμό για το σπίτι του στην Κρήτη και την ευλογία να μπορείς να κολυμπάς στη θάλασσα μέχρι και τα μέσα Νοέμβρη, ενώ μοιάζει συγκινημένος που το σπίτι στο οποίο διαμένει στην Αθήνα έχει θέα στην Ακρόπολη. Μάλιστα, παρά τις πολύωρες πρωινές και απογευματινές πρόβες -το εγχείρημα λέει ότι κάνει ακόμα δυσκολότερο το γεγονός ότι η «Μποέμ» θα έχει διπλή διανομή- εξομολογείται ότι προσπαθεί φιλότιμα να μάθει ελληνικά. Τα βράδια κάθεται και με στωικότητα καταγράφει ελληνικές λέξεις, προκειμένου να τις αποτυπώσει πρώτα οπτικά και κατόπιν να τις κάνει κτήμα του. Μπορώ να βεβαιώσω ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Ο Βικ τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια το ωράριο της πρόβας. Γι’ αυτό και μετά από ένα σύντομο διάλειμμα 10 λεπτών είναι ο πρώτος που επιστρέφει στην πρόβα. Οι ηθοποιοί και οι χορευτές μαζεύονται γύρω του παρακολουθώντας τις οδηγίες του και ακολουθώντας τα νεύματά του, προκειμένου να υποδυθούν με κανονικότητα το χαρούμενο πλήθος που κάνει τα χριστουγεννιάτικα ψώνια του. Σκιά του είναι η βοηθός σκηνοθέτη Κατερίνα Πετσατώδη, η οποία όποτε απαιτείται εκτελεί και χρέη Google Translate. Λίγο πιο πίσω, στο βάθος του χώρου όπου πραγματοποιείται η πρόβα, κάποιοι βοηθητικοί ηθοποιοί σκοτώνουν τον χρόνο τους περιμένοντας να έρθει η σειρά τους. Αλλος κάνει πους απ στηριζόμενος στα μαρμάρινα τραπέζια που βρίσκονται στον χώρο, άλλος βοηθά του τεχνικούς που τρέχουν για να επιμεληθούν ακόμα και την πιο μικρή λεπτομέρεια του σκηνικού, κάποιες κοπέλες παίζουν με μια τράπουλα που έχουν βρει και αστειεύονται μεταξύ τους. Ολα γίνονται χαμηλόφωνα, αφού την ώρα που δίνονται οι κατευθυντήριες γραμμές, η μόνη φωνή που επιτρέπεται να ακούγεται είναι εκείνη του σκηνοθέτη. Βέβαια, γίνονται και εξαιρέσεις.
Οπως όταν οι πρωταγωνιστές φτάνουν στον χώρο, οπότε και η πρόβα διακόπτεται. Ο Βικ τους παρουσιάζει έναν-έναν και ο υπόλοιπος θίασος ζητωκραυγάζει και χειροκροτεί στο άκουσμα κάθε ονόματος. Είναι μέσα στο πρόγραμμα κι αυτές οι στιγμές εκτόνωσης. Κάπως γειώνουν ένα υπό κατασκευή σύνολο, το οποίο κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, να υποψιαστεί, να διανοηθεί πώς θα δομηθεί και θα παρουσιαστεί μέσα σε λίγες εβδομάδες επί σκηνής, παρά μόνο ο έμπειρος σκηνοθέτης. Προφανώς και κανείς δεν μπορεί να παρεισφρήσει στη φαντασία του Βικ, ούτε και να βγει εύκολα από τον κόσμο που πλάθει για τη θεωρούμενη από πολλούς ως «απόλυτη όπερα». Κι αυτό φυσικά δεν έχει να κάνει με τη χαρακτηριστική δυσκολία του να βγει κανείς στον έξω κόσμο από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους της νέας Λυρικής Σκηνής. Μόνο που στην περίπτωση του Βικ η χωροταξία της φαντασίας του και του κτιρίου ταυτίζονται περίφημα.
Info: «Μποέμ» του Τζιάκομο Πουτσίνι στην Εθνική Λυρική Σκηνή στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Στέφανο Λαζαρίδη. Πρεμιέρα στις 7 Δεκεμβρίου. Επόμενες παραστάσεις στις 8, 13, 17, 20, 24, 27 & 30 Δεκεμβρίου & στις 3 & 5 Ιανουαρίου 2018
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα