Ο «μονόδρομος» Ερντογάν μετά τις Βρυξέλλες …
Φώτης Καρύδας
Ο «μονόδρομος» Ερντογάν μετά τις Βρυξέλλες …
Στην επικαιρότητα των ημερών, η πρόσφατη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Τουρκίας στις Βρυξέλλες δεν συνοδεύτηκε από «πηχυαίους τίτλους» κατά τη δημοσιογραφική ορολογία. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό γιατί οι χαμηλοί τόνοι περισσότερο βοηθούν παρά βλάπτουν σε περιπτώσεις που άπτονται των διπλωματικών μας θεμάτων. Μάλιστα αν και το ενδιαφέρον που δόθηκε ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την ουσία της συνάντησης, η αποτίμησή της είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την πορεία των σχέσεων μας με τη γειτονική χώρα.
Κατ’ αρχάς η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να αποκοπεί από τη γενικότερη στρατηγική που ακολουθεί την τελευταία διετία η κυβέρνηση της ΝΔ. Μια στρατηγική στηριγμένη σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διπλωματικών κινήσεων προς όλες τις κατευθύνσεις για την προώθηση των ελληνικών θέσεων και των εθνικών συμφερόντων της πατρίδας μας.
Για τους προσεκτικούς παρατηρητές και κυρίως τους παίκτες της γεωπολιτικής σκακιέρας, αυτή η στρατηγική έχει αποδώσει ήδη απτά αποτελέσματα προς όφελος της ελληνικής πλευράς. Χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς και αχρείαστες κινήσεις, δεν έχουν απλώς ενισχυθεί οι θέσεις μας αλλά αρχίζει να καταγράφεται και μια αντίστοιχη άμβλυνση αν όχι μεταστροφή της τουρκικής στάσης.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς πολύ πίσω για να θυμηθεί τη συμπεριφορά της Τουρκίας όλο το προηγούμενο διάστημα. Η προκλητικότητά της είχε φθάσει ορισμένες φορές σε ακραία σημεία επιδιώκοντας προφανέστατα να παρασύρει τη χώρα μας σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση η συνέχεια της οποίας θα μπορούσε να αποδειχθεί επώδυνη από κάθε άποψη. Και κυρίως θα βοηθούσε την γείτονα στο στόχο της που δεν είναι άλλος από το σύρσιμο στο τραπέζι του διαλόγου υπό συνθήκες πιεστικές, εκβιαστικές και μέσα σε πολεμικούς καπνούς.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας, αρκετές φορές η στάση της Άγκυρας αντιμετωπίστηκε με μια σκληρή ρητορική η οποία ομολογουμένως γοήτευε τα πλήθη και ηχούσε αποφασιστικά. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει με ακρίβεια ποια ήταν επί της ουσίας τα αποτελέσματα, τα κέρδη και οι αστοχίες, αλλά αυτό που δεν αμφισβητείται σε καμία περίπτωση είναι ότι η νέα περίοδος που διανύουμε απαιτεί διαφορετικές τακτικές. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες επίσης όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, ακολουθώντας την εθνική στρατηγική, φρόντιζαν ταυτόχρονα να «απομακρύνουν» την τουρκική απειλή, έστω κι αν αυτό ενίοτε σήμαινε απλώς μετάθεση των προβλημάτων προς το μέλλον.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτό που ως πρωθυπουργός πέτυχε είναι, μέσα σε ένα νέο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, να βγάλει με επιτυχία τα προβλήματα κάτω από το χαλί και να εντάξει τη διαχείρισή τους στην πάγια εθνική στρατηγική της χώρας. Η μεθοδικότητα, η συνέπεια και η αξιοπιστία –χωρίς κραυγές και αλαλαγμούς- με τις οποίες έχουν χτιστεί οι συμμαχίες της χώρας κατά τρόπο πολυδιάστατο και ευέλικτο τα δύο τελευταία χρόνια, ύψωσαν κι ένα τείχος ισχυρής διπλωματικής αποτροπής (σε συνδυασμό και με την αμυντική θωράκιση) στο οποίο προσέκρουσε ο κ. Ερντογάν.
Δεν ήταν κάτι το αιφνίδιο και το ξαφνικό αυτό που παρατηρήσαμε στον Τούρκο πρόεδρο. Κατά τη συνάντηση των Βρυξελλών και στις μετέπειτα δηλώσεις του, τον είδαμε να «αποκηρύσσει» τον προηγούμενο εαυτό του και να υιοθετεί μια νέα γραμμή. Όχι μόνο έναντι της Ελλάδας αλλά και ευρύτερα, πρωτίστως δε προς τις ΗΠΑ. Ο κ. Ερντογάν κατάλαβε -για την ακρίβεια, υποχρεώθηκε να καταλάβει – ότι με τους «τσαμπουκάδες» όπως αυτούς που επιχειρούσε επί μακρόν χρόνο κατά το περσινό καλοκαίρι με το Ορούτς Ρέις όχι μόνο δεν κέρδισε τίποτε άλλα βγήκε και πολλαπλά χαμένος. Έσπασε κατά το κοινώς λεγόμενο τα μούτρα του. Οι προκλήσεις του και οι ακρότητες προς την Ελλάδα δεν έπιασαν τόπο. Τουναντίον τη βοήθησαν να ενισχύσει τα διεθνή της ερείσματα απέναντι σε αυτή την τακτική. Χαμένος βγήκε και στις διεθνείς ισορροπίες του ενώ ταυτόχρονα η -ευρισκόμενη εν μέσω σοβαρότατης οικονομικής κρίσης- Τουρκία «μάτωσε» πολύ και όσον αφορά τον τουρισμό της. Θα ήταν σκέτη αυτοκτονία λοιπόν να συνεχίσει να κάνει τα ίδια.
Βεβαίως είναι εύλογη η επιφύλαξη για το κατά πόσο μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τον κ. Ερντογάν. Το παρελθόν του όντως δεν τον βοηθά σε κάτι τέτοιο. Το ζήτημα όμως εν προκειμένω είναι η σταθερότητα και η αποφασιστικότητα, σε συνδυασμό με τη νηφαλιότητα, της ελληνικής πλευράς. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αυτή που αξιοποιώντας τις συγκυρίες, με σχέδιο και πολλές φορές αθόρυβα αλλά συστηματικά, ανάγκασε την ηγεσία της Τουρκίας να αντιληφθεί ότι κάθε άλλος δρόμος είναι κλειστός, πλην της διπλωματίας.
Η ελληνική επιτυχία στη συνάντηση των Βρυξελλών ήταν λοιπόν ακριβώς αυτή. Θεμελιώδης επιτυχία. Έγινε κάτι παραπάνω από σαφές ότι προβλήματα και διαφορές μπορούν να επιλυθούν μόνο με βάση το Διεθνές Δίκαιο, τα προβλεπόμενα από αυτό και με οριστική εγκατάλειψη της «πειρατικής» συμπεριφοράς. Η Ελλάδα χωρίς να στρουθοκαμηλίζει και με σταθερό γνώμονα την ειρήνη στην περιοχή είναι έτοιμη να κάνει αυτό που της αναλογεί. Η Τουρκία, αν βγει από τον μονόδρομο αυτό, θα έχει μπροστά της μόνο αδιέξοδο.
------------------------------------------------------------------------------------------
* Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος
Για τους προσεκτικούς παρατηρητές και κυρίως τους παίκτες της γεωπολιτικής σκακιέρας, αυτή η στρατηγική έχει αποδώσει ήδη απτά αποτελέσματα προς όφελος της ελληνικής πλευράς. Χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς και αχρείαστες κινήσεις, δεν έχουν απλώς ενισχυθεί οι θέσεις μας αλλά αρχίζει να καταγράφεται και μια αντίστοιχη άμβλυνση αν όχι μεταστροφή της τουρκικής στάσης.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς πολύ πίσω για να θυμηθεί τη συμπεριφορά της Τουρκίας όλο το προηγούμενο διάστημα. Η προκλητικότητά της είχε φθάσει ορισμένες φορές σε ακραία σημεία επιδιώκοντας προφανέστατα να παρασύρει τη χώρα μας σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση η συνέχεια της οποίας θα μπορούσε να αποδειχθεί επώδυνη από κάθε άποψη. Και κυρίως θα βοηθούσε την γείτονα στο στόχο της που δεν είναι άλλος από το σύρσιμο στο τραπέζι του διαλόγου υπό συνθήκες πιεστικές, εκβιαστικές και μέσα σε πολεμικούς καπνούς.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας, αρκετές φορές η στάση της Άγκυρας αντιμετωπίστηκε με μια σκληρή ρητορική η οποία ομολογουμένως γοήτευε τα πλήθη και ηχούσε αποφασιστικά. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει με ακρίβεια ποια ήταν επί της ουσίας τα αποτελέσματα, τα κέρδη και οι αστοχίες, αλλά αυτό που δεν αμφισβητείται σε καμία περίπτωση είναι ότι η νέα περίοδος που διανύουμε απαιτεί διαφορετικές τακτικές. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες επίσης όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, ακολουθώντας την εθνική στρατηγική, φρόντιζαν ταυτόχρονα να «απομακρύνουν» την τουρκική απειλή, έστω κι αν αυτό ενίοτε σήμαινε απλώς μετάθεση των προβλημάτων προς το μέλλον.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτό που ως πρωθυπουργός πέτυχε είναι, μέσα σε ένα νέο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, να βγάλει με επιτυχία τα προβλήματα κάτω από το χαλί και να εντάξει τη διαχείρισή τους στην πάγια εθνική στρατηγική της χώρας. Η μεθοδικότητα, η συνέπεια και η αξιοπιστία –χωρίς κραυγές και αλαλαγμούς- με τις οποίες έχουν χτιστεί οι συμμαχίες της χώρας κατά τρόπο πολυδιάστατο και ευέλικτο τα δύο τελευταία χρόνια, ύψωσαν κι ένα τείχος ισχυρής διπλωματικής αποτροπής (σε συνδυασμό και με την αμυντική θωράκιση) στο οποίο προσέκρουσε ο κ. Ερντογάν.
Δεν ήταν κάτι το αιφνίδιο και το ξαφνικό αυτό που παρατηρήσαμε στον Τούρκο πρόεδρο. Κατά τη συνάντηση των Βρυξελλών και στις μετέπειτα δηλώσεις του, τον είδαμε να «αποκηρύσσει» τον προηγούμενο εαυτό του και να υιοθετεί μια νέα γραμμή. Όχι μόνο έναντι της Ελλάδας αλλά και ευρύτερα, πρωτίστως δε προς τις ΗΠΑ. Ο κ. Ερντογάν κατάλαβε -για την ακρίβεια, υποχρεώθηκε να καταλάβει – ότι με τους «τσαμπουκάδες» όπως αυτούς που επιχειρούσε επί μακρόν χρόνο κατά το περσινό καλοκαίρι με το Ορούτς Ρέις όχι μόνο δεν κέρδισε τίποτε άλλα βγήκε και πολλαπλά χαμένος. Έσπασε κατά το κοινώς λεγόμενο τα μούτρα του. Οι προκλήσεις του και οι ακρότητες προς την Ελλάδα δεν έπιασαν τόπο. Τουναντίον τη βοήθησαν να ενισχύσει τα διεθνή της ερείσματα απέναντι σε αυτή την τακτική. Χαμένος βγήκε και στις διεθνείς ισορροπίες του ενώ ταυτόχρονα η -ευρισκόμενη εν μέσω σοβαρότατης οικονομικής κρίσης- Τουρκία «μάτωσε» πολύ και όσον αφορά τον τουρισμό της. Θα ήταν σκέτη αυτοκτονία λοιπόν να συνεχίσει να κάνει τα ίδια.
Βεβαίως είναι εύλογη η επιφύλαξη για το κατά πόσο μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τον κ. Ερντογάν. Το παρελθόν του όντως δεν τον βοηθά σε κάτι τέτοιο. Το ζήτημα όμως εν προκειμένω είναι η σταθερότητα και η αποφασιστικότητα, σε συνδυασμό με τη νηφαλιότητα, της ελληνικής πλευράς. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αυτή που αξιοποιώντας τις συγκυρίες, με σχέδιο και πολλές φορές αθόρυβα αλλά συστηματικά, ανάγκασε την ηγεσία της Τουρκίας να αντιληφθεί ότι κάθε άλλος δρόμος είναι κλειστός, πλην της διπλωματίας.
Η ελληνική επιτυχία στη συνάντηση των Βρυξελλών ήταν λοιπόν ακριβώς αυτή. Θεμελιώδης επιτυχία. Έγινε κάτι παραπάνω από σαφές ότι προβλήματα και διαφορές μπορούν να επιλυθούν μόνο με βάση το Διεθνές Δίκαιο, τα προβλεπόμενα από αυτό και με οριστική εγκατάλειψη της «πειρατικής» συμπεριφοράς. Η Ελλάδα χωρίς να στρουθοκαμηλίζει και με σταθερό γνώμονα την ειρήνη στην περιοχή είναι έτοιμη να κάνει αυτό που της αναλογεί. Η Τουρκία, αν βγει από τον μονόδρομο αυτό, θα έχει μπροστά της μόνο αδιέξοδο.
------------------------------------------------------------------------------------------
* Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα