Ένα άδειο πουκάμισο για τις Πρέσπες
Δημήτρης Γιάννος
Ένα άδειο πουκάμισο για τις Πρέσπες
Η εκκρεμότητα της κύρωσης των συμβάσεων
Πολύ συζήτηση γίνεται για τα Μνημόνια που εκκρεμούν προς κύρωση στην Ελληνική Βουλή, τρεις συμφωνίες με τα Σκόπια, που αφορούν την επιτάχυνση ένταξή τους στην ΕΕ, την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών και την αστυνόμευση του εναέριου χώρου τους, συμφωνίες που υπογράφηκαν στα Σκόπια από την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου 2 χρόνια πριν, στις 2-4-2019, σε συνέχεια της περιβόητης συμφωνίας των Πρεσπών.
Οι διμερείς αυτές διεθνείς συμβάσεις (αρ. 2 παρ. 1α της Σύμβασης της Βιέννης), παρά την υπογραφή τους και των δεδομένων ρυθμίσεων που ενσωματώνουν, δεν μπορούν να έχουν ισχύ και να παράξουν αποτελέσματα, ούτε να ενσωματωθούν στο εσωτερικό μας δίκαιο, χωρίς κυρωτικό νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.
Συνεπώς, μέχρι την κύρωσή τους αποτελούν ένα άδειο πουκάμισο…
Διατυπώνεται η άποψη ότι η εκκρεμότητα της κύρωσης, εκκρεμότητα που και στο παρελθόν υπήρξε και μάλιστα πολύχρονη για άλλες διεθνείς συμβάσεις, εκθέτει τη χώρα, αφού οι συμφωνίες αυτές επιβάλλονται από τη σύμβαση των Πρεσπών, η οποία είναι δεσμευτική, παράγει αποτελέσματα, δεν μπορεί να καταγγελθεί ούτε να αλλάξει. Είναι όμως έτσι;
1. Πράγματι η κυβέρνηση κληρονόμησε τη συμφωνία των Πρεσπών, η οποία, μετά την κύρωσή της στις 25-1-2019, δεν έδινε εύκολα περιθώρια αμφισβήτησης ή καταγγελίας της. Η ΝΔ είχε αντιταχθεί σφοδρά σε αυτή την «ντροπιαστική για την Ελλάδα» συμφωνία, όπως την χαρακτήρισε στις 15/9/2018 ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Για τις δυσμενείς συνέπειες της κύρωσής της είχε προειδοποιήσει έγκαιρα και πολλές φορές ο σημερινός πρωθυπουργός. Στην τότε συζήτηση της Βουλής, μίλησε για «εθνική ήττα και εθνικό λάθος» και τόνισε, δεσμευόμενος ότι θα μείνει σταθερός στο εθνικό καθήκον, ότι «Η Ελλάδα μπορεί ανά πάσα στιγμή να βάλει βέτο στην διαδικασία των Σκοπίων στην ΕΕ και αυτό το δικαίωμα της πατρίδας μας αρνούμαι να το απεμπολήσω».
2. Μετά την κύρωση και ισχύ της Συμφωνίας, ο Κ. Μητσοτάκης, γνωρίζοντας προφανώς τις δυσκολίες που θα προκύψουν, δεσμεύτηκε, σε μήνυμα του στις 25-1-2019, ότι «θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις για να αμβλύνω τις αρνητικές συνέπειες που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν από μια προβληματική συμφωνία». Την ίδια δέσμευση επανέλαβε στις 23-5-2019 από τη Φλώρινα και στις 5-7-2019 από τη Βέροια, τονίζοντας μάλιστα ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι γείτονές μας για να επιτύχουν τις συνταγματικές αλλαγές και τελικά την κύρωση της συμφωνίας αποδεικνύουν ότι δεν έχουν θέση στη μεγάλη Ευρωπαική Οικογένεια. Προηγούμενα, στις 29-3-2019, σε συνάντησή του με τους εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων της Βόρειας Ελλάδας, έκανε λόγο για «Βέτο στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην ΕΕ όσο τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας δεν διασφαλίζονται και αν δεν επιλυθούν τα σχετικά με τα μακεδονικά προιόντα προβλήματα».
Ως πρωθυπουργός, την 8-9-2019, στη συνέντευξη τύπου στην ΔΕΘ, ο Κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε «εθνικά επιζήμια τη Συμφωνία των Πρεσπών» και τόνισε ότι «θα είμαστε πάρα πολύ αυστηροί ως προς την εφαρμογή της Συμφωνίας που τη θεωρούμε κακή, αλλά τη βρήκαμε, την κληρονομήσαμε». Το Σεπτέμβριο 2019, από το βήμα του «Thessaloniki Summit 2019», απευθυνόμενος στον Ζ. Ζάεφ είπε : «Είμαι και πάλι ξεκάθαρος: Έχουμε χρέος να αμβλύνουμε τις πολλές αρνητικές συνέπειές μιας Συμφωνίας που έχει ήδη υπογραφεί. Και πρέπει να το κάνουμε αυτό με ρεαλισμό και ωριμότητα», θέτοντας, κατά τον τρόπο αυτό, τον νέο κεντρικό στόχο της κυβέρνησης (βλ. δήλωση Α. Γεωργιάδη 1/10/2020 στον ALPHA και ομιλία Φραγκογιάννη στη Βουλή στις 8/2/2021).
3. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η κυβέρνηση της ΝΔ εξακολουθεί και θεωρεί ότι η συμφωνία των Πρεσπών δεν υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και γι’ αυτό υιοθέτησε δημόσια και δεσμεύτηκε ότι αφενός θα παρατηρεί με αυστηρότητα τη συμπεριφορά των βορείων γειτόνων μας, ως προς τις συμβατικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν και αφετέρου θα προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών, συνεπεία των όρων της. Ο κυβερνητικός στόχος για άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο, παρά διαπραγματεύσεις για τροποποίηση ή συμπλήρωση ή ερμηνεία των προβληματικών όρων της, με την επιφύλαξη αυτών (περί ονόματος, ιθαγένειας/υπηκοότητας και γλώσσας - άρθρου 1 παρ. 3 και 4), που σύμφωνα με το άρθρο 20 της συμφωνίας των Πρεσπών ρητά δεν μπορούν να τροποποιηθούν. Και η δέσμευση για έλεγχο της εφαρμογής της δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά άμεση επίσημη κάθε φορά ελληνική αντίδραση και κυρίως προσφυγή στο άρθρο 19 της περιβόητης συμφωνίας μας.
Τίποτε όμως από αυτά δεν έχει συμβεί, 2 σχεδόν χρόνια, μέχρι σήμερα…
4. Αντίθετα, ενώ οι γείτονες μας, παρά την παρ. 4 του άρθρου 3 της συμφωνίας, συνεχίζουν συστηματικά την προκλητική τους συμπεριφορά (Βλ. τη διαχείριση του ζητήματος των αγαλμάτων με τοποθέτηση μικρών πρόχειρων πινακίδων ή τη στάση και τα τραγούδια τους σε πανηγύρια για την «επανάσταση του Ιλιντεν», την άρνηση της Ακαδημίας Επιστημών να μετονομαστεί, τη συνεχιζόμενη χρήση του όρου «Μακεδονία» σε ταξιδιωτικούς οδηγούς, εκθεσιακούς χώρους και εθνικές αθλητικές ομάδες - χαντ μπωλ – ή σε διακριτικά γνωρίσματα, τις απόψεις ιστορικών τους - Aleksanter Donski -, τη δήλωση Ζάεφ την: 1/12/2020: «Θα ενταχθούμε στην ΕΕ ως Μακεδόνες που μιλούν μακεδονικά» ή αυτή του προέδρου τους Πενταρόφσκι περί «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, τη συνέντευξη Ζέαφ στην «Κ» της 9/5/2021 όπου δηλώνει: « Επιβεβαιώσαμε και ενισχύσαμε τη μακεδονική εθνική και πολιτιστική ταυτότητα μια για πάντα»….. «για τον μακεδονικό λαό και για όλους τους πολίτες της χώρας μας, οποιαδήποτε παρέμβαση στη μακεδονική ταυτότητα δεν είναι αποδεκτή»), ενώ παραμένουν αρρύθμιστα τα θέματα των σχολικών τους βιβλίων και των εκεί αλυτρωτικών αναφορών, καθώς και της προστασίας των εμπορικών σημάτων, προιόντων και επωνυμιών μας, εμείς όχι μόνο δεν χρησιμοποιούμε τα όπλα (διπλωματικά και νομικά) που μας παρέχει το Διεθνές Δίκαιο, όπως στην περίπτωση ουσιώδους παραβίασης της σύμβασης των Πρεσπών, αλλά αντίθετα επιχειρηματολογούμε για την ανάγκη κύρωσης των 3 Μνημονίων, δημιουργώντας προφανή σύγχυση και προσχηματικά διλήμματα.
5. Όμως, η συμφωνία των Πρεσπών δεν υποχρεώνει τα μέρη να συνάψουν παρεπόμενες συμβάσεις συνεργασίας ούτε θέτει προθεσμίες για κάτι τέτοιο. Αντίθετα στην παρ. 4 του άρθρου 18, που ρυθμίζει ρητά τις συμβατικές σχέσεις, αναφέρεται: «Τα Μέρη δεσμεύονται να διερευνήσουν όλες τις δυνατότητες σύναψης πρόσθετων διμερών συμφωνιών αναγκαίων σε σχέση με τους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος». Ακόμη και για τη συγκρότηση - λειτουργία προβλεπομένων οργάνων/επιτροπών, πλήν της περίπτωσης του άρθρων 8 παρ. 5 (Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων), του άρθρου 12 παρ. 2 (Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας) και ενδεχομένως του άρθρου 13 παρ. 9 (Κοινή Υπουργική Επιτροπή), δεν προκύπτει τέτοια συμβατική υποχρέωση ή προθεσμία, αφού το γενικότερο πνεύμα της συμφωνίας είναι η παρότρυνση ή η μελλοντική εκπλήρωση της επιθυμίας των μερών. Προς τούτο χρησιμοποιούνται στη σύμβαση φράσεις όπως «Θα συνεργάζονται», «Θα επεκταθεί», «συμφωνούν να ενισχύσουν», «θα ενισχύσουν – θεσπίσουν» και όχι έννοιες όπως «υποχρεούνται» ή «δεσμεύονται – εγγυώνται να…». Ούτε καν η δέσμευση περί ανάπτυξης οικονομικής συνεργασίας (άρθρο 14) ασκεί ουσιαστική επιρροή, αφού εκεί δεν καθορίζεται ένα νέο δεσμευτικό πλαίσιο, αλλά η εκμετάλλευση των ήδη υφισταμένων ΜΟΕ. Εξάλλου το άρθρο 9 της συμφωνίας, που μιλά για ένα μελλοντικό και απρόθεσμο Σχέδιο Δράσης, εφαρμόζεται «κατά την πορεία ανάπτυξης των διμερών σχέσεων». Συνεπώς οι συμφωνίες – Μνημόνια, που κατά ρητή αναφορά έχουν συνταχθεί και στην «μακεδονική» γλώσσα (χωρίς βεβαίως οποιαδήποτε αναφορά ή παραπομπή στην διατύπωση του αρ. 7 παρ. 4 των Πρεσπών που υποτίθεται ότι προσδιορίζει την προέλευση), δεν επιβάλλονται από τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των συμβαλλομένων, στα πλαίσια ανάπτυξης των συμβατικών τους σχέσεων και για το λόγο αυτό καταγγέλλονται – λήγουν οποτεδήποτε.
6. Ειδικότερα με το Μνημόνιο για την επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης του κράτους αυτού στην Ευρωπαική Ένωση, συμφωνούμε να παρέχουμε βοήθεια για την «περαιτέρω προώθηση της πολιτικής στήριξης της Ελλάδος όσον αφορά στη διαδικασία ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας» στην Ευρωπαική Ένωση» (άρθρο ΙΙ παρ. α), ακόμη και με δυνατότητα χρηματοδότησης σχετικών προγραμμάτων από τον εθνικό μας προυπολογισμό. Ο συμβατικός αυτός όρος δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα, διότι, συνδυαζόμενος με το άρθρο 2 της συμφωνίας των Πρεσπών, που ευλόγως ερμηνεύεται από κάποιους ως παραίτηση – αμφισβήτηση της Ελλάδος από το δικαίωμα αρνησιδικίας (βέτο) σε κάθε οργανισμό και θεσμό που συμμετέχουμε, άρα και στην ΕΕ, υπονομεύει ευθέως τις αντίθετες δεσμεύσεις του πρωθυπουργού και εξασθενεί τη σχετική επιχειρηματολογία του. Διότι με ποιο επιχείρημα θα αντιταχθούμε μελλοντικά στην ενταξιακή διαδικασία των Σκοπίων όταν σήμερα, παρά τη συνεχιζόμενη προκλητική και αντισυμβατική τους συμπεριφορά, ενώ δεν διασφαλίζονται τα εθνικά συμφέροντα, ούτε έχουν αμβλυνθεί οι αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας, εμείς ευλογούμε, στηρίζουμε και επιδιώκουμε την επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας, αποδεχόμενοι έτσι τη δημιουργία τετελεσμένων και τη θέση Ζάεφ ότι η απόφαση για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ελήφθη «ανευ όρων» (Συνέντευξη στην Καθημερινή της Κυριακής 9/5/2021) ;
Οι διμερείς αυτές διεθνείς συμβάσεις (αρ. 2 παρ. 1α της Σύμβασης της Βιέννης), παρά την υπογραφή τους και των δεδομένων ρυθμίσεων που ενσωματώνουν, δεν μπορούν να έχουν ισχύ και να παράξουν αποτελέσματα, ούτε να ενσωματωθούν στο εσωτερικό μας δίκαιο, χωρίς κυρωτικό νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.
Συνεπώς, μέχρι την κύρωσή τους αποτελούν ένα άδειο πουκάμισο…
Διατυπώνεται η άποψη ότι η εκκρεμότητα της κύρωσης, εκκρεμότητα που και στο παρελθόν υπήρξε και μάλιστα πολύχρονη για άλλες διεθνείς συμβάσεις, εκθέτει τη χώρα, αφού οι συμφωνίες αυτές επιβάλλονται από τη σύμβαση των Πρεσπών, η οποία είναι δεσμευτική, παράγει αποτελέσματα, δεν μπορεί να καταγγελθεί ούτε να αλλάξει. Είναι όμως έτσι;
1. Πράγματι η κυβέρνηση κληρονόμησε τη συμφωνία των Πρεσπών, η οποία, μετά την κύρωσή της στις 25-1-2019, δεν έδινε εύκολα περιθώρια αμφισβήτησης ή καταγγελίας της. Η ΝΔ είχε αντιταχθεί σφοδρά σε αυτή την «ντροπιαστική για την Ελλάδα» συμφωνία, όπως την χαρακτήρισε στις 15/9/2018 ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Για τις δυσμενείς συνέπειες της κύρωσής της είχε προειδοποιήσει έγκαιρα και πολλές φορές ο σημερινός πρωθυπουργός. Στην τότε συζήτηση της Βουλής, μίλησε για «εθνική ήττα και εθνικό λάθος» και τόνισε, δεσμευόμενος ότι θα μείνει σταθερός στο εθνικό καθήκον, ότι «Η Ελλάδα μπορεί ανά πάσα στιγμή να βάλει βέτο στην διαδικασία των Σκοπίων στην ΕΕ και αυτό το δικαίωμα της πατρίδας μας αρνούμαι να το απεμπολήσω».
2. Μετά την κύρωση και ισχύ της Συμφωνίας, ο Κ. Μητσοτάκης, γνωρίζοντας προφανώς τις δυσκολίες που θα προκύψουν, δεσμεύτηκε, σε μήνυμα του στις 25-1-2019, ότι «θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις για να αμβλύνω τις αρνητικές συνέπειες που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν από μια προβληματική συμφωνία». Την ίδια δέσμευση επανέλαβε στις 23-5-2019 από τη Φλώρινα και στις 5-7-2019 από τη Βέροια, τονίζοντας μάλιστα ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι γείτονές μας για να επιτύχουν τις συνταγματικές αλλαγές και τελικά την κύρωση της συμφωνίας αποδεικνύουν ότι δεν έχουν θέση στη μεγάλη Ευρωπαική Οικογένεια. Προηγούμενα, στις 29-3-2019, σε συνάντησή του με τους εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων της Βόρειας Ελλάδας, έκανε λόγο για «Βέτο στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην ΕΕ όσο τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας δεν διασφαλίζονται και αν δεν επιλυθούν τα σχετικά με τα μακεδονικά προιόντα προβλήματα».
Ως πρωθυπουργός, την 8-9-2019, στη συνέντευξη τύπου στην ΔΕΘ, ο Κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε «εθνικά επιζήμια τη Συμφωνία των Πρεσπών» και τόνισε ότι «θα είμαστε πάρα πολύ αυστηροί ως προς την εφαρμογή της Συμφωνίας που τη θεωρούμε κακή, αλλά τη βρήκαμε, την κληρονομήσαμε». Το Σεπτέμβριο 2019, από το βήμα του «Thessaloniki Summit 2019», απευθυνόμενος στον Ζ. Ζάεφ είπε : «Είμαι και πάλι ξεκάθαρος: Έχουμε χρέος να αμβλύνουμε τις πολλές αρνητικές συνέπειές μιας Συμφωνίας που έχει ήδη υπογραφεί. Και πρέπει να το κάνουμε αυτό με ρεαλισμό και ωριμότητα», θέτοντας, κατά τον τρόπο αυτό, τον νέο κεντρικό στόχο της κυβέρνησης (βλ. δήλωση Α. Γεωργιάδη 1/10/2020 στον ALPHA και ομιλία Φραγκογιάννη στη Βουλή στις 8/2/2021).
3. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η κυβέρνηση της ΝΔ εξακολουθεί και θεωρεί ότι η συμφωνία των Πρεσπών δεν υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και γι’ αυτό υιοθέτησε δημόσια και δεσμεύτηκε ότι αφενός θα παρατηρεί με αυστηρότητα τη συμπεριφορά των βορείων γειτόνων μας, ως προς τις συμβατικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν και αφετέρου θα προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών, συνεπεία των όρων της. Ο κυβερνητικός στόχος για άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο, παρά διαπραγματεύσεις για τροποποίηση ή συμπλήρωση ή ερμηνεία των προβληματικών όρων της, με την επιφύλαξη αυτών (περί ονόματος, ιθαγένειας/υπηκοότητας και γλώσσας - άρθρου 1 παρ. 3 και 4), που σύμφωνα με το άρθρο 20 της συμφωνίας των Πρεσπών ρητά δεν μπορούν να τροποποιηθούν. Και η δέσμευση για έλεγχο της εφαρμογής της δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά άμεση επίσημη κάθε φορά ελληνική αντίδραση και κυρίως προσφυγή στο άρθρο 19 της περιβόητης συμφωνίας μας.
Τίποτε όμως από αυτά δεν έχει συμβεί, 2 σχεδόν χρόνια, μέχρι σήμερα…
4. Αντίθετα, ενώ οι γείτονες μας, παρά την παρ. 4 του άρθρου 3 της συμφωνίας, συνεχίζουν συστηματικά την προκλητική τους συμπεριφορά (Βλ. τη διαχείριση του ζητήματος των αγαλμάτων με τοποθέτηση μικρών πρόχειρων πινακίδων ή τη στάση και τα τραγούδια τους σε πανηγύρια για την «επανάσταση του Ιλιντεν», την άρνηση της Ακαδημίας Επιστημών να μετονομαστεί, τη συνεχιζόμενη χρήση του όρου «Μακεδονία» σε ταξιδιωτικούς οδηγούς, εκθεσιακούς χώρους και εθνικές αθλητικές ομάδες - χαντ μπωλ – ή σε διακριτικά γνωρίσματα, τις απόψεις ιστορικών τους - Aleksanter Donski -, τη δήλωση Ζάεφ την: 1/12/2020: «Θα ενταχθούμε στην ΕΕ ως Μακεδόνες που μιλούν μακεδονικά» ή αυτή του προέδρου τους Πενταρόφσκι περί «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, τη συνέντευξη Ζέαφ στην «Κ» της 9/5/2021 όπου δηλώνει: « Επιβεβαιώσαμε και ενισχύσαμε τη μακεδονική εθνική και πολιτιστική ταυτότητα μια για πάντα»….. «για τον μακεδονικό λαό και για όλους τους πολίτες της χώρας μας, οποιαδήποτε παρέμβαση στη μακεδονική ταυτότητα δεν είναι αποδεκτή»), ενώ παραμένουν αρρύθμιστα τα θέματα των σχολικών τους βιβλίων και των εκεί αλυτρωτικών αναφορών, καθώς και της προστασίας των εμπορικών σημάτων, προιόντων και επωνυμιών μας, εμείς όχι μόνο δεν χρησιμοποιούμε τα όπλα (διπλωματικά και νομικά) που μας παρέχει το Διεθνές Δίκαιο, όπως στην περίπτωση ουσιώδους παραβίασης της σύμβασης των Πρεσπών, αλλά αντίθετα επιχειρηματολογούμε για την ανάγκη κύρωσης των 3 Μνημονίων, δημιουργώντας προφανή σύγχυση και προσχηματικά διλήμματα.
5. Όμως, η συμφωνία των Πρεσπών δεν υποχρεώνει τα μέρη να συνάψουν παρεπόμενες συμβάσεις συνεργασίας ούτε θέτει προθεσμίες για κάτι τέτοιο. Αντίθετα στην παρ. 4 του άρθρου 18, που ρυθμίζει ρητά τις συμβατικές σχέσεις, αναφέρεται: «Τα Μέρη δεσμεύονται να διερευνήσουν όλες τις δυνατότητες σύναψης πρόσθετων διμερών συμφωνιών αναγκαίων σε σχέση με τους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος». Ακόμη και για τη συγκρότηση - λειτουργία προβλεπομένων οργάνων/επιτροπών, πλήν της περίπτωσης του άρθρων 8 παρ. 5 (Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων), του άρθρου 12 παρ. 2 (Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας) και ενδεχομένως του άρθρου 13 παρ. 9 (Κοινή Υπουργική Επιτροπή), δεν προκύπτει τέτοια συμβατική υποχρέωση ή προθεσμία, αφού το γενικότερο πνεύμα της συμφωνίας είναι η παρότρυνση ή η μελλοντική εκπλήρωση της επιθυμίας των μερών. Προς τούτο χρησιμοποιούνται στη σύμβαση φράσεις όπως «Θα συνεργάζονται», «Θα επεκταθεί», «συμφωνούν να ενισχύσουν», «θα ενισχύσουν – θεσπίσουν» και όχι έννοιες όπως «υποχρεούνται» ή «δεσμεύονται – εγγυώνται να…». Ούτε καν η δέσμευση περί ανάπτυξης οικονομικής συνεργασίας (άρθρο 14) ασκεί ουσιαστική επιρροή, αφού εκεί δεν καθορίζεται ένα νέο δεσμευτικό πλαίσιο, αλλά η εκμετάλλευση των ήδη υφισταμένων ΜΟΕ. Εξάλλου το άρθρο 9 της συμφωνίας, που μιλά για ένα μελλοντικό και απρόθεσμο Σχέδιο Δράσης, εφαρμόζεται «κατά την πορεία ανάπτυξης των διμερών σχέσεων». Συνεπώς οι συμφωνίες – Μνημόνια, που κατά ρητή αναφορά έχουν συνταχθεί και στην «μακεδονική» γλώσσα (χωρίς βεβαίως οποιαδήποτε αναφορά ή παραπομπή στην διατύπωση του αρ. 7 παρ. 4 των Πρεσπών που υποτίθεται ότι προσδιορίζει την προέλευση), δεν επιβάλλονται από τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των συμβαλλομένων, στα πλαίσια ανάπτυξης των συμβατικών τους σχέσεων και για το λόγο αυτό καταγγέλλονται – λήγουν οποτεδήποτε.
6. Ειδικότερα με το Μνημόνιο για την επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης του κράτους αυτού στην Ευρωπαική Ένωση, συμφωνούμε να παρέχουμε βοήθεια για την «περαιτέρω προώθηση της πολιτικής στήριξης της Ελλάδος όσον αφορά στη διαδικασία ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας» στην Ευρωπαική Ένωση» (άρθρο ΙΙ παρ. α), ακόμη και με δυνατότητα χρηματοδότησης σχετικών προγραμμάτων από τον εθνικό μας προυπολογισμό. Ο συμβατικός αυτός όρος δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα, διότι, συνδυαζόμενος με το άρθρο 2 της συμφωνίας των Πρεσπών, που ευλόγως ερμηνεύεται από κάποιους ως παραίτηση – αμφισβήτηση της Ελλάδος από το δικαίωμα αρνησιδικίας (βέτο) σε κάθε οργανισμό και θεσμό που συμμετέχουμε, άρα και στην ΕΕ, υπονομεύει ευθέως τις αντίθετες δεσμεύσεις του πρωθυπουργού και εξασθενεί τη σχετική επιχειρηματολογία του. Διότι με ποιο επιχείρημα θα αντιταχθούμε μελλοντικά στην ενταξιακή διαδικασία των Σκοπίων όταν σήμερα, παρά τη συνεχιζόμενη προκλητική και αντισυμβατική τους συμπεριφορά, ενώ δεν διασφαλίζονται τα εθνικά συμφέροντα, ούτε έχουν αμβλυνθεί οι αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας, εμείς ευλογούμε, στηρίζουμε και επιδιώκουμε την επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας, αποδεχόμενοι έτσι τη δημιουργία τετελεσμένων και τη θέση Ζάεφ ότι η απόφαση για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ελήφθη «ανευ όρων» (Συνέντευξη στην Καθημερινή της Κυριακής 9/5/2021) ;
7. Συνεπώς, τη στιγμή που ο Ζάεφ πανηγυρίζει «για τα τεράστια οφέλη που απέφερε στη χώρα του η συμφωνία των Πρεσπών», τη στιγμή που κανένα απτό κέρδος δεν έχει αντίστοιχα μέχρι σήμερα η Ελλάδα, αν πράγματι η κυβέρνηση υποστηρίζει ακόμη ότι η συμφωνία αυτή είναι ντροπιαστική, κακή, επιζήμια ή προβληματική, τότε η μη κύρωση των Μνημονίων είναι η μόνη συνεπής στάση που διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα και δεν εκθέτει τη χώρα. Είναι αυτή που δίνει μήνυμα στους γείτονες και στους συμμάχους μας ότι η κυβέρνηση αυτή είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει όσα έλεγε, να διεθνοποιήσει το θέμα και να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα, διαπραγματευτικό ή άλλο μέσο και δικαίωμα για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Διότι άλλως, δεδομένης της δημόσιας πρόθεσης – πρόσκλησης του πρωθυπουργού να αμβλύνει τις αρνητικές συνέπειες των Πρεσπών, με την τυχόν κύρωση των συμφωνιών αυτών θα χάσουμε τελικά και το ύστατο μέσο πίεσης, ώστε να επιτευχθεί ο διακηρυγμένος εθνικός στόχος του!!
8. Τέλος είχε υποστηριχθεί ορθά ότι κάθε προσπάθεια για ακύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, έπρεπε να γίνει πριν την κύρωση της, αφού η τελευταία νομιμοποιούσε κάθε τυχόν νομικό της ελάττωμα. Η τότε διάταξη του άρθρου 151 ΠΚ (κατάχρηση πληρεξουσιότητας), διάταξη που φρόντισε να καταργήσει λίγο πριν τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, συνιστούσε, μεταξύ άλλων, τον ισχυρότερο, κατά τη γνώμη μου, λόγο ακύρωσής της, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 26, 27 και 56 της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών. Αυτή όμως η δυνατότητα δεν αξιοποιήθηκε και έτσι χάθηκε άλλως δυσκόλεψε πολύ το πεδίο ακύρωσης της συμφωνίας, πλήν όμως παραμένει πάντα η δυνατότητα είτε της καταγγελίας της (άρθρο 56 Σύμβασης Βιέννης), έστω και προβληματικής σήμερα, είτε κυρίως της λήξης / αναστολής εφαρμογής της - άρθρο 60 Σύμβασης Βιέννης – (βλ. απόσπασμα από το βιβλίο Α. Συρίγου και. Ε. Χατζηβασιλείου «Η συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό», ΒΗΜΑ 13/1/2019 σελ Α8). Συνεπώς η κυβέρνηση οφείλει να διατηρήσει ζωντανές και να ενισχύσει αυτές τις νομικές επιλογές και όχι να τις εξασθενίσει, κυρώνοντας νέες συμφωνίες με παραδοχές που αδυνατίζουν την επιχειρηματολογία μας και μπορούν να ερμηνευτούν, ιδίως μετά και την διετή αδράνειά μας, ως έμμεση αποδοχή, ανοχή ή συναίνεσή μας στην κατ’ εξακολούθηση προκλητική συμπεριφορά των Σκοπίων.
Γιατί η Ελλάδα πάνω απ’ όλα πρέπει να σέβεται και να τιμά την Ιστορία της!
8. Τέλος είχε υποστηριχθεί ορθά ότι κάθε προσπάθεια για ακύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, έπρεπε να γίνει πριν την κύρωση της, αφού η τελευταία νομιμοποιούσε κάθε τυχόν νομικό της ελάττωμα. Η τότε διάταξη του άρθρου 151 ΠΚ (κατάχρηση πληρεξουσιότητας), διάταξη που φρόντισε να καταργήσει λίγο πριν τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, συνιστούσε, μεταξύ άλλων, τον ισχυρότερο, κατά τη γνώμη μου, λόγο ακύρωσής της, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 26, 27 και 56 της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών. Αυτή όμως η δυνατότητα δεν αξιοποιήθηκε και έτσι χάθηκε άλλως δυσκόλεψε πολύ το πεδίο ακύρωσης της συμφωνίας, πλήν όμως παραμένει πάντα η δυνατότητα είτε της καταγγελίας της (άρθρο 56 Σύμβασης Βιέννης), έστω και προβληματικής σήμερα, είτε κυρίως της λήξης / αναστολής εφαρμογής της - άρθρο 60 Σύμβασης Βιέννης – (βλ. απόσπασμα από το βιβλίο Α. Συρίγου και. Ε. Χατζηβασιλείου «Η συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό», ΒΗΜΑ 13/1/2019 σελ Α8). Συνεπώς η κυβέρνηση οφείλει να διατηρήσει ζωντανές και να ενισχύσει αυτές τις νομικές επιλογές και όχι να τις εξασθενίσει, κυρώνοντας νέες συμφωνίες με παραδοχές που αδυνατίζουν την επιχειρηματολογία μας και μπορούν να ερμηνευτούν, ιδίως μετά και την διετή αδράνειά μας, ως έμμεση αποδοχή, ανοχή ή συναίνεσή μας στην κατ’ εξακολούθηση προκλητική συμπεριφορά των Σκοπίων.
Γιατί η Ελλάδα πάνω απ’ όλα πρέπει να σέβεται και να τιμά την Ιστορία της!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα