Έτοιμος από καιρό για το κοστούμι του προπονητή. Όμως μπορεί;

Έτοιμος από καιρό για το κοστούμι του προπονητή. Όμως μπορεί;

Κάθισε στον πάγκο του Ολυμπιακού αναλαμβάνοντας υψηλό ρίσκο… Εκανε, άραγε, μια άστοχη έξοδο; Η πλούσια σε επιτυχίες καριέρα του αποκαλύπτει πολύ περισσότερα σχετικά με τις επιλογές του απ’ ό,τι εκείνος, ο οποίος -αν και πάντα λιγομίλητος- όταν αναφέρεται σε συστήματα και τακτικές δεν σταματά να μιλά

Έτοιμος από καιρό για το κοστούμι του προπονητή. Όμως μπορεί;
Με το δικό του παρουσιαστικό οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του εύλογα θα είχε εμφανίσει δείγματα ναρκισσισμού και ωραιοπάθειας - αν μη τι άλλο. Ο Αντώνης Νικοπολίδης, αντιθέτως, αδιαφορεί πλήρως για το «ώριμο σεξαπίλ», την «αρρενωπή γοητεία» του κ.λπ. Εξάλλου, ο «Ελληνας Τζορτζ Κλούνεϊ» έχει ενός είδους κόμπλεξ με τα χέρια του: τα θεωρεί υπερβολικά μακριά. Παραδόξως, αυτό δεν το πιστεύει μόνο σε σχέση με την εμφάνισή του, αλλά το συνδέει επίσης με τις αθλητικές του επιδόσεις. Με άλλα λόγια, ο Νικοπολίδης έχει καταφέρει να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό ακριβώς το ανατομικό στοιχείο, που σε πολύ μεγάλο βαθμό τον βοήθησε να κάνει μια σπουδαία καριέρα ως τερματοφύλακας, αυτά τα χέρια-πλοκάμια, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μειονέκτημα!

Πιθανώς είναι και αυτή άλλη μία από τις αντιφάσεις ενός ανθρώπου που ανέκαθεν απαιτούσε από τον εαυτό του να φτάνει στην απόλυτη κορυφή και ταυτόχρονα να παραμένει ταπεινός, κλειστός, οτιδήποτε άλλο εκτός από σταρ. Οπως συνιστά αντίφαση το ότι ένιωσε πως μπορεί να αναλάβει τη θέση του προπονητή στον Ολυμπιακό - και όχι υπό τις καλύτερες συνθήκες, ενώ πριν από περίπου έναν χρόνο είχε αρνηθεί αντίστοιχη πρόταση από τον ΠΑΣ Γιάννινα, με τη δικαιολογία ότι δεν είναι έτοιμος. Ναι, είναι και αυτός άλλος ένας επώνυμος που εκτίθεται στις παραλίες της Μυκόνου - μόνο που απογοητεύει συστηματικά τους παπαράτσι, καθώς είναι συνεχώς δίπλα στη σύζυγο και τα παιδιά του. Πρόκειται για έναν πιστό σύζυγο και αφοσιωμένο οικογενειάρχη μεταμφιεσμένο σε celebrity ή το αντίθετο;

Κλείσιμο
Από πολλές απόψεις ο ίδιος είναι ένα αίνιγμα, κάτι που επιτείνεται από την παροιμιώδη απροθυμία του να χρησιμοποιεί τον προφορικό λόγο. Και η θέση του προπονητή προϋποθέτει λέγειν, ο κόουτς μιλά στα ΜΜΕ, στη διοίκηση της ομάδας, στους συνεργάτες του, κυρίως όμως στους παίκτες του. Από αυτή την άποψη ο προπονητής μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, και δη του Θρύλου, μοιάζει αρκετά με πολιτικό. Ο Νικοπολίδης, ωστόσο, καθόλου.
Ενα από τα κλειδιά για να διεισδύσει κάποιος στο μυαλό του, θωρακισμένου σε κάθε απόπειρα ανάλυσης, Αντώνη Νικοπολίδη ίσως βρίσκεται σε ένα σχόλιο του βιογράφου του, Χρίστου Χαραλαμπόπουλου: «Ο Αντώνης είναι ένας άνθρωπος που, με νύχια και με δόντια, παλεύει με τις αντιφάσεις του - και μάλιστα χωρίς ο ίδιος να έχει συνειδητοποιήσει ποτέ ότι αυτό κάνει σε όλη του τη ζωή».

Φωτοβολίδες και καυτό σίδερο
Ανάμεσα στους τίτλους που έχει κατακτήσει ως παίκτης, πέρα από το ανεπανάληπτο «πειρατικό» του 2004, ξεχωρίζει κάτι πολύ ιδιαίτερο: ο Νικοπολίδης είναι ο μόνος Ελληνας ποδοσφαιριστής που έχει πανηγυρίσει τρία διαδοχικά νταμπλ (πρωτάθλημα και Κύπελλο) με δύο διαφορετικές ομάδες. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι αυτές οι δύο ομάδες είναι ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, κι αυτό σημαίνει ότι ο Αντώνης κατάφερε να μην πέσει στην άβυσσο που χωρίζει τους δύο αρχετυπικά και αιώνια αντίπαλους συλλόγους. Καθώς μεταπήδησε από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό, ήξερε ότι χάιδευε την κόψη της λαιμητόμου που καραδοκούσε πάνω από το ίδιο του το κεφάλι. Εάν έπαιζε καλά κόντρα στην παλιά του ομάδα, θα είχε το μισό γήπεδο να τον βρίζει. Εάν έκανε λάθη, θα τον έβριζε ολόκληρο.

Αυτό που έζησε δεν ήταν απλώς μια παρτίδα χαμένη από χέρι, ό,τι κι αν έκανε. Ηταν επίσης μια τρομερή ψυχική δοκιμασία. Οπως γράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικο του βιβλίο «Ο αγώνας της ζωής μου» καθώς ανακαλεί τις εικόνες από το πρώτο του ντέρμπι με τον ΠΑΟ στη Λεωφόρο την περίοδο 2004-05, για πρώτη φορά ως τερματοφύλακας του Ολυμπιακού «εκείνο το βράδυ άκουσα βρισιές και διάφορα συνθήματα όπως το "πού είναι η κότα", αλλά ακόμη και με εκείνες τις συνθήκες αποφάσισα να βγω μόνος, χωρίς την ομάδα, για να δείξω στους οπαδούς ότι δεν τους φοβόμουν και πως ήμουν έτοιμος να τους αντιμετωπίσω. Και όχι μόνο αυτούς αλλά και το ίδιο το παιχνίδι, που ήταν παιχνίδι τίτλου. Δεν είμαι υπεράνθρωπος. Βγήκα στο γήπεδο και προσπάθησα να κρατήσω λίγο χαμηλά το κεφάλι για να μη δω τι συνέβαινε στις κερκίδες και επηρεαστώ. Ηταν, φυσικά, αδύνατο. Είδα, λοιπόν, ένα γήπεδο που έβραζε και φωτοβολίδες να πέφτουν από παντού. Στο τέρμα από πίσω είδα και δύο ανεγκέφαλους που με σημάδευαν με πιστόλια φωτοβολίδων, αλλά θες το πείσμα μου, η περηφάνια μου, η ανοησία μου, δεν έκανα καμία προσπάθεια να τους αποφύγω. Ελεγα μέσα μου "προτιμώ να με χτυπήσουν από το να τους δείξω ότι τους φοβάμαι". Εκείνο που πραγματικά με ενόχλησε, όμως, ήταν που έβριζαν ονομαστικά τη γυναίκα μου. Εγώ ήμουν εκεί, μπορούσαν να πουν ό,τι ήθελαν, αλλά αυτό με την ονομαστική αναφορά στη γυναίκα μου το θεώρησα αθλιότητα και γι’ αυτό τους χειροκρότησα ειρωνικά».

Ο Αντώνης Νικοπολίδης γύρευε εκδίκηση από τον Παναθηναϊκό - και όχι μόνο στο συγκεκριμένο ματς. Θεωρούσε ότι οι «πράσινοι» δεν του είχαν φερθεί όπως θα άρμοζε σε έναν παίκτη που είχε δώσει την ψυχή του για την ομάδα επί 15 χρόνια και, μεταξύ πολλών άλλων, υπέμεινε αδιαμαρτύρητα το μαρτύριο του πάγκου ως μόνιμος αναπληρωματικός του Βάντσικ. Η εκδίκηση που επιδίωκε ο Νικοπολίδης δεν περιείχε βία, αλλά την αγωνιστική υποταγή της παλιάς του ομάδας. Και για όποιον πιθανώς αναρωτηθεί πού σπούδασε τα περί ποδοσφαιρικής ψυχολογίας ο Αντώνης Νικοπολίδης, θα μπορούσε απλώς να περιγράψει την ατμόσφαιρα του συγκεκριμένου παιχνιδιού. Το πώς δηλαδή νιώθει κάποιος που επιστρέφει στο σπίτι του για να το κάψει - μεταφορικά μιλώντας.




Η θέση του τερματοφύλακα δεν συγχωρεί λάθη - και αυτό ο Νικοπολίδης το γνωρίζει καλά

Το μυστικό του Νικοπολίδη, όπως και κάθε τερματοφύλακα, είναι η αυτοσυγκέντρωση, το πόσο αποτελεσματικά αποκόπτει τους περισπασμούς από την εξέδρα, από την πίεση για το αποτέλεσμα, από το πριμ που θα χάσει σε περίπτωση ήττας, από το γκολ που μόλις δέχτηκε. Εφόσον από τη φύση της η θέση του γκολκίπερ δεν συγχωρεί λάθη, ο άνθρωπος που παίρνει τη θέση του κάτω από τα δοκάρια πρέπει να έχει την ικανότητα να κλείνεται στη δική του κάψουλα. Ο Νικοπολίδης έμαθε να το κάνει αυτό τόσο καλά ώστε ακόμη και η μόνη που έχει μόνιμο δικαίωμα ελεύθερης διάβασης στον μικρόκοσμό του, η σύζυγός του Βάσω, σε ορισμένες περιπτώσεις αδυνατεί να τον προσεγγίσει. Ετσι, κατά μία έννοια τουλάχιστον, η καριέρα του ως τερματοφύλακα ήταν η αναγκαία προετοιμασία του για την προπονητική.

Ακόμη και το πυρωμένο σίδερο που του πέταξαν στο «Καμπ Νου» το 2002 στο Μπαρτσελόνα - ΠΑΟ ήταν και αυτό κομμάτι της «διδακτέας ύλης». Το 3-1 σε εκείνο το παιχνίδι είχε εξοργίσει τον κόσμο του Παναθηναϊκού, συμπεριλαμβανομένων, βέβαια, και των παικτών που είχαν πιστέψει ότι θα απέκλειαν την Μπάρτσα. «Πολλοί από τους συμπαίκτες μου αντιμετώπισαν το παιχνίδι σαν μια οριστικά χαμένη ευκαιρία», γράφει στο βιβλίο του ο Νικοπολίδης. «Για μένα ήταν κάπως διαφορετικά: Η ζωή δίνει πολλές ευκαιρίες. Αν περάσει μία, προσπαθείς να ετοιμαστείς για την επόμενη. Στεναχωρήθηκα, αλλά κοίταξα μπροστά μου. Πρέπει να πω, όμως, ότι αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, το παιχνίδι με την Μπάρτσα στο “Καμπ Νου” είναι το ένα από τα δύο ματς που θα ήθελα να ξαναπαίξω, για να αλλάξω το αποτέλεσμα. Το άλλο είναι η μεγάλη μου πληγή: Το 1-4 με την Τουρκία στο “Γ. Καραϊσκάκης”».

Η αδυναμία στον πατέρα
Οι άντρες, εννοείται, όχι μόνο κλαίνε αλλά και πλαντάζουν - και οι ποδοσφαιριστές δεν εξαιρούνται από αυτόν τον κανόνα. Ωστόσο οι τερματοφύλακες εκπαιδεύονται λίγο πιο σκληρά από τους υπόλοιπους συμπαίκτες τους στον αυτοέλεγχο, καθώς ένας συναισθηματικά ασταθής γκολκίπερ είναι, απλώς, ανοιχτή πληγή και μόνιμη πηγή ανασφάλειας για την ομάδα. Οταν έκλαψε ο Νικοπολίδης, όταν ράγισε η ψυχική του πανοπλία μπροστά σε έναν ξένο, δεν ήταν η στιγμή που σήκωνε κάποιο τρόπαιο, δεν ήταν καν όταν αντικαταστάθηκε λίγο πριν από το τέλος στο ματς με τη Λάρισα τον Απρίλιο του 2011 προκειμένου να κάνει τον γύρο του θριάμβου και να τον αποθεώσουν οι γαύροι στο «Γ. Καραϊσκάκης» στον τελευταίο του αγώνα ως ποδοσφαιριστή. Ο ψυχρός και ανέκφραστος Αντώνης έκλαψε με λυγμούς όταν χρειάστηκε να μιλήσει για τον πατέρα του, τον άνθρωπο που του φύτεψε στο μυαλό την ευχή και προσταγή «να φύγεις από τον βάλτο». Στην κυριολεξία ο «βάλτος» ήταν το χωριό Βίγλα, λίγο έξω από την Αρτα, μεταφορικά όμως ήταν η μιζέρια, η φτώχεια και η καταδίκη σε μια ζωή άχαρη και καταφρονεμένη.

Η αυτοβιογραφία του Αντώνη Νικοπολίδη αρχίζει και τελειώνει με αναφορές στον πατέρα του και είναι ακριβώς σε αυτές τις σελίδες που ο ποδοσφαιριστής παραμερίζει για να δώσει χώρο στον άνθρωπο. «Αν θα μπορούσα να κρατήσω μια εικόνα του πατέρα μου θα ήθελα να είναι εκείνη που τον έβλεπα πάνω στο τρακτέρ, ξημερώματα, να φεύγει για τα χωράφια κι εγώ κουλουριασμένος δίπλα για να προφυλαχθώ από το κρύο, να σκέφτομαι τι θα μπορούσα να κάνω, τι θα μπορούσα να γίνω για να τον βοηθήσω να μην κουράζεται τόσο πολύ. Τον θυμάμαι ξαπλωμένο σε μια γωνία μέσα στη νύχτα, πολύ πριν φέξει, να διαβάζει ένα βιβλίο με τη βοήθεια ενός φακού προσπαθώντας να μείνει ξύπνιος και να αλλάξει τα ποτιστικά στο χωράφι, να μην τον πάρει ο ύπνος και χάσει το διάστημα που θα είχε στη διάθεσή του για να χρησιμοποιήσει το νερό».

Ο πατέρας του Νικοπολίδη πέθανε νέος, όταν ο Αντώνης ήταν 23 ετών, και μολονότι ζούσαν μακριά, ο ένας στην Αθήνα λόγω ποδοσφαιρικών υποχρεώσεων και ο άλλος ακόμη στον «βάλτο», η απώλεια ήταν ένα σοκ. Ανθρωπος με ευαισθησίες, πολιτικοποιημένος αλλά και απογοητευμένος από το ΠΑΣΟΚ μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά, ο Γιάννης Νικοπολίδης ήθελε τα παιδιά του να πετύχουν ό,τι δεν είχε καταφέρει ο ίδιος, δηλαδή να μάθουν γράμματα ή «να κάνουν κάτι» για να ξεφύγουν από το χωριό. Οταν ο Αντώνης είχε δεχτεί την πρώτη σοβαρή πρόταση να ακολουθήσει επαγγελματική καριέρα ποδοσφαιριστή από την Αναγέννηση Αρτας, ο πατέρας του φρόντισε να του δώσει έμπρακτα ένα διαφορετικό μάθημα, δείχνοντάς του ότι εκτός από τη φιλοδοξία υπάρχουν η αξιοπρέπεια και η ταπεινοφροσύνη: «Στις συζητήσεις που έκανα εκείνο τον καιρό με τους ανθρώπους της Αναγέννησης, μια φορά παραβρέθηκε και ο πατέρας μου. Τους είπε "εμείς λεφτά δεν θέλουμε, μόνο ένα πιάτο φαγητό να τρώει, γιατί είναι παιδί, και έναν χώρο κοντά στο σχολείο, να κοιμάται και να διαβάζει"».

Η απόσταση ανάμεσα σε εκείνα τα χρόνια της ανωνυμίας και το 2004, όταν ο Αντώνης Νικοπολίδης θα έπαιρνε πριμ 750.000 ευρώ μόνο από την ΕΠΟ (από κονδύλι της ΟΥΕΦΑ) για την κατάκτηση του Euro, είναι τεράστια. Παρ’ όλα αυτά, ο «βάλτος» παρέμεινε για πάντα στο μυαλό του πορτιέρο ως το μέτρο της πραγματικότητας, αυτοπροστασία από την ξιπασιά και την παραζάλη της προβολής και του χρήματος.

Βάσω, η βάση
Χάρη στην παρουσία του στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πορτογαλίας το 2004, ο Αντώνης Νικοπολίδης απέκτησε το παρωνύμιο «Τζορτζ Κλούνεϊ» που επινόησε πρώτη η βρετανική εφημερίδα «Sun». Προς μεγάλη απογοήτευση όμως των θαυμαστριών και των φαντασιώσεών τους, ο Νικοπολίδης παραμένει φανατικά μονογαμικός και συνεσταλμένος μέχρι παρεξηγήσεως: χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο για να πάρει τηλέφωνο τη γυναίκα της ζωής του, τη Βάσω Στασινού. Εκτοτε, η σύζυγος και μητέρα των τριών παιδιών του απέκτησε το δικαίωμα να περιπαίζει τον Αντώνη εις τον αιώνα τον άπαντα, διερωτώμενη πώς γίνεται να δοξάστηκε ως τερματοφύλακας «με τόσο αργά αντανακλαστικά».




Η σύζυγός του Βάσω Στασινού ήταν αυτή που τον βοήθησε να χτίσει μια δημόσια παρουσία πιο κοντά σε αυτή του ποδοσφαιρικού αστέρα

Οπως πρόθυμα εξομολογείται ο ίδιος, η Βάσω ήταν αυτή που τον δίδαξε πώς να χτίσει μια δημόσια παρουσία που να βρίσκεται πιο κοντά στο πραγματικό αστέρι του Αντώνη Νικοπολίδη παρά στον εσωστρεφή, ντροπαλό άντρα που έζησε πολλά μέσα στα γήπεδα, ελάχιστα όμως μακριά από αυτά. Η Βάσω Νικοπολίδη συμπλήρωσε τα κενά αυτοπεποίθησης του συντρόφου της και ήταν αυτή που τον στήριξε σε κάποιες από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της καριέρας του, πιθανώς διότι είχε διατελέσει η ίδια αθλήτρια υψηλού επιπέδου, με συμμετοχές ακόμη και στην εθνική ομάδα μπάσκετ γυναικών. «Στα 28 μου χρόνια πήγα να συζητήσω το συμβόλαιό μου με τον κ. Βαρδινογιάννη», γράφει στο βιβλίο του ο Αντώνης Νικοπολίδης. «Οταν γύρισα σπίτι, είπα στη Βάσω ότι δεν μίλησα πολύ με τον πρόεδρο και ότι συμφωνήσαμε σε ένα ποσό χρημάτων. Εκείνη με ρώτησε εάν ήμουν ικανοποιημένος. Της απάντησα ότι δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα το ζήτημα, γιατί το καλό μου συμβόλαιο θα το έκανα στα 33. "Αντώνη", μου είχε πει, "στα 33 σου και στη θέση σου, στην Ελλάδα, είσαι γέρικο άλογο. Και τα γέρικα άλογα τα σκοτώνουν". Μέσα μου πίστευα ότι τα καλύτερα είναι μπροστά μου. "Ετσι συμβαίνει, Βάσω, με τα άλλα άλογα, όχι με εμένα"».

Μην πυροβολείτε τον κόουτς
Η ξαφνική ανάθεση καθηκόντων προπονητή του Ολυμπιακού στον Αντώνη Νικοπολίδη ή θα τον οδηγήσει στην καταξίωση ή θα τον πεισμώσει ακόμη πιο πολύ να αρχίσει τη δεύτερη σταδιοδρομία του στο ποδόσφαιρο. Εάν κρίνουμε όμως από την εμμονική του στοχοπροσήλωση και το χαλύβδινο πείσμα του παιδιού από την επαρχία που έφτασε να θεωρείται ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες του κόσμου, ο Νικοπολίδης θα πρέπει να ξέρει καλύτερα τι σημαίνει να καθίσει στην ηλεκτρική καρέκλα του «ερυθρόλευκου» πάγκου, έστω και για λίγο - ως «μεταβατικός», «υπηρεσιακός» προπονητής.




Ο Αντώνης Νικοπολίδης βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπος με την οργή της εξέδρας, την οποία γεννά ο φανατισμός του ποδοσφαίρου

Σχετικά με τη φιλοσοφία που διέπει τις επιλογές του, είναι πραγματικά συγκλονιστικό ένα απόσπασμα από το βιβλίο του, εκεί όπου μιλά για την περίοδο αναμονής στον Παναθηναϊκό που έμοιαζε ατελείωτη, το πώς άντεξε να περιμένει έως τη στιγμή που θα διαδεχόταν τον Γιόζεφ Βάντσικ: «Η πιο συνηθισμένη ερώτηση σε συνεντεύξεις αφορά το μυστικό που μου επέτρεψε να αντέξω την πίεση να είμαι τόσα χρόνια στη σκιά του. Είναι απλό, τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό. Μπορεί να ακουστεί εγωιστικό, αλλά πίστευα βαθιά μέσα μου ότι από τους τερματοφύλακες που υπήρχαν εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάποιος καλύτερος από μένα. Το μόνο που συνέβαινε ήταν πως είχα την ατυχία να έχω μπροστά μου τον Γιόζεφ. Εκείνο που είχα να κάνω ήταν να φροντίζω να γίνομαι όλο και καλύτερος - και να περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία».

Για έναν άνθρωπο που δεν έκανε ποτέ το μεγάλο στραβοπάτημα στις επιλογές της καριέρας του, θα ήταν άδικο να υποτεθεί ότι αυτοκαταστρέφεται στον ρόλο του πρώτου προπονητή του Θρύλου. Κάποιος που τον γνωρίζει καλά λέει για τον Νικοπολίδη: «ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο και είχε αρχίσει να μελετά σοβαρά την προπονητική από το ’93-’94. Κι ενώ κανονικά δεν του παίρνεις κουβέντα, όταν αναφέρεται σε συστήματα και τακτικές δεν σταματά να μιλάει. Είναι σαν έναν σκακιστή που αναλύει δεκάδες κινήσεις και συνδυασμούς από μνήμης. Ακόμη και εάν στον Ολυμπιακό αντικατασταθεί μέσα στις επόμενες ημέρες, ας μην κάνει κάποιος το σφάλμα να τον υποτιμήσει».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης