Μια κληρονομιά καλής διατροφής και καλύτερης ζωής από την εταιρεία που έχει γράψει ιστορία στην ελληνική αγορά
Όταν η Καίτη έγινε Ριχάρδος
Όταν η Καίτη έγινε Ριχάρδος
Η ηθοποιός μιλάει για την εποχή που δίδασκε ως φιλόλογος, θυμάται τα παιδικά της χρόνια στο Αίγιο, εκμυστηρεύεται την αγάπη που έχει για τα παιδιά και εξηγεί τις δυσκολίες που έχει ο φετινός της ρόλος
Η Καίτη δεν ανήκει στη κατηγορία των ηθοποιών που από μικρή ηλικία γνώριζαν πως θα ακολουθούσαν το συγκεκριμένο δρόμο. Τα σημάδια υπήρχαν, αλλά τα αγνοούσε. «Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς μου πέρασε η σκέψη να γίνω ηθοποιός. Όμως, θυμάμαι έντονα να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση για να δω το Θέατρο της Δευτέρας. Επίσης, κάποια στιγμή η μητέρα μου μου είπε πως κάθε φορά που ερχόταν μια θεατρική παράσταση στο Αίγιο, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, την παρακαλούσα να πάμε να τη δούμε» αναφέρει στο People.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο μετακομίζει στην Αθήνα ως φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, ενώ γράφεται στην ερασιτεχνική θεατρική ομάδα του πανεπιστημίου. Εκεί συνειδητοποιεί τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για την υποκριτική και συγχρόνως δίνει εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, όπου γίνεται δεκτή. Καταφέρνει ταυτόχρονα να πάρει πτυχίο και από τις δύο σχολές.
Για τα επόμενα δύο χρόνια θα εργαστεί ως αναπληρώτρια φιλόλογος σε γυμνάσιο του Βύρωνα. «Την πρώτη χρονιά, μου άρεσε πολύ αυτή η δουλειά και αποφάσισα πως αυτό είναι που θέλω να κάνω στη ζωή μου. Ήταν πολύ ωραία! Ταυτόχρονα έκανα κάποιες θεατρικές συνεργασίες, χωρίς να το γνωρίζουν οι μαθητές μου. Μετά το δεύτερο χρόνο, άρχισα να απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από το ρόλο της καθηγήτριας. Δεν έφταιγε το σχολείο, ούτε τα παιδιά. Εγώ αισθανόμουν διαφορετικά μέσα μου και αποφάσισα να σταματήσω τη διδασκαλία. Είχε αρχίσει να με πιέζει και να μη μου ταιριάζει. Ήθελα να ακολουθήσω το δρόμο του θεάτρου, γιατί το γούσταρα περισσότερο. Τελικά, νομίζω πως δεν ήμουν καλή καθηγήτρια γιατί δεν είχα μέτρο. Προσπαθούσα να μάθουν πράγματα και οι αδύναμοι μαθητές κι έμενα πίσω στην ύλη». Μπορεί η ίδια να κρίνει αυστηρά τον εαυτό της, οι παλιοί μαθητές της πάντως ποτέ δεν την ξέχασαν, και μάλιστα πριν τρία χρόνια έκαναν reunion. «Είχε πολλή πλάκα και περάσαμε όμορφα. Θυμόμουν μόνο δυο-τρία παιδιά και ντράπηκα λίγο. Επίσης, ένα βράδυ που ήμουν σε ένα εστιατόριο με κοιτούσε ένας άντρας, ο οποίος λίγο μετά μου λέει «Τι κάνετε, κυρία;». Τον ρώτησα τι εννοεί και μου απάντησε πως ήταν μαθητής μου. Έχουν μεγαλώσει πάρα πολύ οι μαθητές μου!» λέει γελώντας.
Την περίοδο που φοιτούσε στο Θέατρο Τέχνης ήταν στο ίδιο dream team τμήμα με πολλούς ηθοποιούς, που επίσης διέγραψαν λαμπρή πορεία στη συνέχεια: Τη Μαρία Καβογιάννη, τη Μαρία Γεωργιάδου, τον Πέτρο Φιλιππίδη, την Υρώ Μανέ, τον Γιάννη Καπετάνιο. «Ήταν ωραία και ανέμελα εκείνα τα χρόνια. Δεν ονειρευόμασταν να κάνουμε καριέρα και δεν ήμασταν φιλόδοξοι. Βλέπαμε πιο ρομαντικά τα πράγματα. Με κάποιους βλεπόμαστε ακόμα πού και πού, ενώ με τη Μαρία Καβογιάννη είμαστε όχι απλά φίλες, αλλά οικογένεια. Την έχω παντρέψει, είμαι νονά της κόρης της. Έχουμε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας» εκμυστηρεύεται.
Η ηθοποιός ακόμα και σήμερα επισκέπτεται συχνά τον τόπο της, το Αίγιο, ενώ έχει λατρέψει το νησί της Σίφνου. «Στο χωριό μου πηγαίνω πολύ συχνά. Έχω το σπίτι μου δίπλα στη θάλασσα και το καλοκαίρι κάθομαι εκεί ένα μήνα. Χαλαρώνω πραγματικά και νιώθω ζεστασιά. Είναι το μέρος που μεγάλωσα, έχω τη μητέρα μου, βλέπω τους φίλους μου. Θυμάμαι έντονα τα απογεύματα που παίζαμε με τα παιδιά στο δρόμο και κρατούσαμε στο χέρι παξιμάδι κι ένα κομμάτι φέτα. Όταν δεν πηγαίνω στο Αίγιο, αγαπώ τις αποδράσεις στη Σίφνο. Τελευταία άρχισαν να μου αρέσουν τα ταξίδια, παλαιότερα ένιωθα πως πιεζόμουν».
Τελειώνοντας το γυμνάσιο μετακομίζει στην Αθήνα ως φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, ενώ γράφεται στην ερασιτεχνική θεατρική ομάδα του πανεπιστημίου. Εκεί συνειδητοποιεί τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για την υποκριτική και συγχρόνως δίνει εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, όπου γίνεται δεκτή. Καταφέρνει ταυτόχρονα να πάρει πτυχίο και από τις δύο σχολές.
Για τα επόμενα δύο χρόνια θα εργαστεί ως αναπληρώτρια φιλόλογος σε γυμνάσιο του Βύρωνα. «Την πρώτη χρονιά, μου άρεσε πολύ αυτή η δουλειά και αποφάσισα πως αυτό είναι που θέλω να κάνω στη ζωή μου. Ήταν πολύ ωραία! Ταυτόχρονα έκανα κάποιες θεατρικές συνεργασίες, χωρίς να το γνωρίζουν οι μαθητές μου. Μετά το δεύτερο χρόνο, άρχισα να απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από το ρόλο της καθηγήτριας. Δεν έφταιγε το σχολείο, ούτε τα παιδιά. Εγώ αισθανόμουν διαφορετικά μέσα μου και αποφάσισα να σταματήσω τη διδασκαλία. Είχε αρχίσει να με πιέζει και να μη μου ταιριάζει. Ήθελα να ακολουθήσω το δρόμο του θεάτρου, γιατί το γούσταρα περισσότερο. Τελικά, νομίζω πως δεν ήμουν καλή καθηγήτρια γιατί δεν είχα μέτρο. Προσπαθούσα να μάθουν πράγματα και οι αδύναμοι μαθητές κι έμενα πίσω στην ύλη». Μπορεί η ίδια να κρίνει αυστηρά τον εαυτό της, οι παλιοί μαθητές της πάντως ποτέ δεν την ξέχασαν, και μάλιστα πριν τρία χρόνια έκαναν reunion. «Είχε πολλή πλάκα και περάσαμε όμορφα. Θυμόμουν μόνο δυο-τρία παιδιά και ντράπηκα λίγο. Επίσης, ένα βράδυ που ήμουν σε ένα εστιατόριο με κοιτούσε ένας άντρας, ο οποίος λίγο μετά μου λέει «Τι κάνετε, κυρία;». Τον ρώτησα τι εννοεί και μου απάντησε πως ήταν μαθητής μου. Έχουν μεγαλώσει πάρα πολύ οι μαθητές μου!» λέει γελώντας.
Την περίοδο που φοιτούσε στο Θέατρο Τέχνης ήταν στο ίδιο dream team τμήμα με πολλούς ηθοποιούς, που επίσης διέγραψαν λαμπρή πορεία στη συνέχεια: Τη Μαρία Καβογιάννη, τη Μαρία Γεωργιάδου, τον Πέτρο Φιλιππίδη, την Υρώ Μανέ, τον Γιάννη Καπετάνιο. «Ήταν ωραία και ανέμελα εκείνα τα χρόνια. Δεν ονειρευόμασταν να κάνουμε καριέρα και δεν ήμασταν φιλόδοξοι. Βλέπαμε πιο ρομαντικά τα πράγματα. Με κάποιους βλεπόμαστε ακόμα πού και πού, ενώ με τη Μαρία Καβογιάννη είμαστε όχι απλά φίλες, αλλά οικογένεια. Την έχω παντρέψει, είμαι νονά της κόρης της. Έχουμε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας» εκμυστηρεύεται.
Η ηθοποιός ακόμα και σήμερα επισκέπτεται συχνά τον τόπο της, το Αίγιο, ενώ έχει λατρέψει το νησί της Σίφνου. «Στο χωριό μου πηγαίνω πολύ συχνά. Έχω το σπίτι μου δίπλα στη θάλασσα και το καλοκαίρι κάθομαι εκεί ένα μήνα. Χαλαρώνω πραγματικά και νιώθω ζεστασιά. Είναι το μέρος που μεγάλωσα, έχω τη μητέρα μου, βλέπω τους φίλους μου. Θυμάμαι έντονα τα απογεύματα που παίζαμε με τα παιδιά στο δρόμο και κρατούσαμε στο χέρι παξιμάδι κι ένα κομμάτι φέτα. Όταν δεν πηγαίνω στο Αίγιο, αγαπώ τις αποδράσεις στη Σίφνο. Τελευταία άρχισαν να μου αρέσουν τα ταξίδια, παλαιότερα ένιωθα πως πιεζόμουν».
Θεωρεί τον εαυτό της μοναχικό άτομο; «Ναι, είμαι μοναχική. Μου αρέσει πολύ να έχω καθημερινά χρόνο με τον εαυτό μου, έστω για μία μόνο ώρα. Δεν φοβάμαι τη μοναξιά. Δεν εννοώ ότι θα μπορούσα να ζήσω εντελώς μόνη μου, απλά επιθυμώ να έχω κάποιες δικές μου ώρες, να σκεφτώ και να κάνω ό,τι βλακεία θέλω».
Ως σύντροφος είναι δύσκολη; «Δεν ξέρω… Αυτό δεν είναι στάνταρ. Όλοι οι άνθρωποι έχουν παντού τις δύσκολες στιγμές. Αυτά εναλλάσσονται και είναι ωραίο, γιατί αν συνεχώς είναι το ίδιο, γίνεται μονότονο» εξηγεί.
Δεν έχει αποκτήσει παιδιά, ωστόσο μεγάλωσε τα ανίψια της. «Με τα παιδιά έχω πολύ καλή σχέση. Μου αρέσει να τα προσεγγίζω και να μου δείχνουν την αγάπη τους. Είμαι καλή θεία και, όταν ήταν μικρά σε ηλικία, ήμουν εκείνη που τους έκανε όλα τα χατίρια» λέει.
Τηλεοπτικά έγινε γνωστή μέσα από το ρόλο της Σωσώς στα Εγκλήματα. Πώς νιώθει που προβάλλεται μέχρι σήμερα η σειρά; «Ήταν μια ευλογημένη δουλειά, που την αγάπησα πολύ. Ήταν αρκετά πρωτοποριακό το σενάριο για την εποχή του και για αυτό το λόγο αντέχει ακόμα στο χρόνο. Ήταν μια τολμηρή δουλειά. Αυτή η τόλμη είναι που λείπει από την ελληνική τηλεόραση. Υπάρχει μεγαλύτερος συντηρητισμός πια. Ίσως γιατί δεν υπάρχει η ευχέρεια να γίνουν πολλά σίριαλ, με αποτέλεσμα όσα γίνονται να μη ρισκάρουν. Φυσικά υπάρχουν και σήμερα κάποιες συμπαθητικές τηλεοπτικές δουλειές, δεν τα ακυρώνω όλα, όμως τώρα ακολουθούμε πατέντες» υποστηρίζει. Η ίδια δεν σνομπάρει το μέσο, αλλά θα έκανε κάτι τηλεοπτικό μόνο αν επρόκειτο για μια δουλειά που να την εξιτάρει. «Αγαπώ την τηλεόραση και δεν την υποτιμώ καθόλου. Είναι ένα δύσκολο είδος, έχει ταχύτητα, την οποία πρέπει να ακολουθήσεις, και χρειάζεται αμεσότητα, κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο» εξηγεί.
Η Καίτη προτιμάει να ζει το σήμερα, χωρίς πολλά σχέδια για το μέλλον. «Δεν μου αρέσει να κάνω σχέδια και βαριέμαι φρικτά να κανονίζω πράγματα. Ακόμα και στις διακοπές είμαι της τελευταίας στιγμής. Το απρόσμενο κρύβει μια γοητεία. Θυμάμαι πως από παιδί, όταν έκανα σχέδια για κάτι, μετά απογοητευόμουν, γιατί το έφτιαχνα κάπως μέσα στο μυαλό μου και δεν συνέβαινε όπως το φανταζόμουν. Διαπίστωσα, λοιπόν, πως, όταν δεν κάνεις σχέδια, σου συμβαίνουν ωραία πράγματα, τα οποία μπορεί να είναι παραπάνω από τις προσδοκίες σου».
Ένας ροκ Ριχάρδος Γ’ στη σκηνή του θεάτρου
Φέτος φοράει, με επιτυχία, το κοστούμι του Ριχάρδου. Ήταν δύσκολο να προσεγγίσει έναν αντρικό ρόλο; «Δεν ήταν αυτή η δυσκολία, ούτε το είδα σαν αντρικό ρόλο. Η δυσκολία ήταν το έργο, καθώς τα κείμενα του Σέξπιρ είναι απαιτητικά. Εξαρχής ο σκηνοθέτης της παράστασης ήθελε να δούμε τον ήρωα σαν ένα άφιλο πλάσμα. Μόνο τα μαλλιά μου έκοψα πολύ κοντά, περισσότερο γιατί ήθελα εγώ να αλλάξω, παρά για να πλησιάσω το αντρικό στοιχείο. Ήταν ένας ρόλος-πρόκληση και ομολογώ πως η παράσταση ξεπέρασε τις προσδοκίες μου».
Το κείμενο πραγματεύεται παιχνίδια της εξουσίας, ένα θέμα που είναι και σήμερα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. «Στην εποχή μας ίσως έχουμε πιο έντονη ταύτιση με το έργο, γιατί η εξουσία μεταμορφώνεται τόσο έντεχνα κι ωραία που η επικινδυνότητά της είναι μεγαλύτερη. Η αλήθεια είναι πως ο πραγματικός χαρακτήρας ενός ανθρώπου φαίνεται όταν έχει εξουσία. Γιατί δεν είναι όλοι ικανοί να τη διαχειριστούν, θέλει ωριμότητα. Η κατάχρηση της εξουσίας δεν συμβαίνει μόνο στην πολιτική, αλλά και στον έρωτα, στην οικογένεια. Εγώ δεν είμαι καθόλου εξουσιομανής».
Τελικά, ο έρωτας έχει φύλο; «Ο Ριχάρδος είναι ένας πολύ γοητευτικός ήρωας. Μπορεί να είναι αδικημένος από τη φύση, αλλά έχει όπλα το μυαλό του και το χάρισμα του λόγου. Γι’ αυτό μπορεί να σαγηνεύει. Όμως, γενικά ο έρωτας δεν μπορεί να έχει φύλο. Για μένα ισχύει πως ερωτεύεσαι το μυαλό και την προσωπικότητα του άλλου. Γενικά, δεν είμαι άνθρωπος των στερεοτύπων, τα πάντα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή».
Πριν έρθει στη διαδρομή της ο συγκεκριμένος ρόλος είχε μια μικρή αποχή από το σανίδι. «Δεν ξέρω το γιατί. Δεν είμαι πολύ εύκολη στο να απαντώ θετικά σε επαγγελματικές προτάσεις. Θέλω να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις και να με εκφράζει αυτό που κάνω. Ουσιαστικά δεν απείχα, απλά ήμουν στο ψάξιμο». Οικονομικά ήταν δύσκολο; «Η δουλειά μας έχει πάντα μια αγωνία. Πέρασα τέτοιες αγωνίες που με ταλαιπωρούσαν στη καθημερινότητά μου, αλλά είχα αποφασίσει να ακολουθώ το ένστικτο και την ψυχή μου κι έτσι τις έβαζα στην άκρη. Τελικά, μου βγήκε. Νιώθω πλήρης και χαρούμενη σε αυτή τη συνεργασία. Η αγωνία, όμως, δεν έχει σβήσει. Εξάλλου, η δουλειά μου είναι λίγο πρόσκαιρη. Κάνεις μια συνεργασία και μετά αναζητάς την επόμενη. Νομίζω, πάντως, πως προχωράω καλά».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα