Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
Στο σκοτάδι του σινεμά
Στο σκοτάδι του σινεμά
Σε μια άκρως συντηρητική κοινωνία το σινεμά προσέφερε τα παλιά χρόνια το καλύτερο καταφύγιο για τα κάθε λογής παράνομα ζευγαράκια.
«Ο κινηματογράφος είναι στην εποχή μας ένας από τους μεγαλυτέρους προστάτας του έρωτος. Είναι διδάσκαλος όλων των τρόπων των φιλημάτων, όλων των ηδονών, όλων των απολαύσεων και συνάμα, φροντίζει να βλέπη την διδασκαλίαν του εφαρμοζομένην.
Δεν σημαίνει αν είναι ομιλών, ηχητικός 100 επί τοις 100 ή ολιγώτερον ή και απλώς βωβός ακόμη.
Η εκδούλευσις που προσφέρει στην ερωτευμένη ανθρωπότητα, είναι μεγάλη, είναι αφάνταστη, είναι κολοσσιαία.
Το μυστικούλι είναι το ευεργετικό σκοτάδι της σάλλας.
Το προστατευτικό ημίφως φιλοξενεί στοργικά όλα τα φτωχά αισθηματάκι, που για τον άλφα ή βήττα λόγον, βρίσκονται υπό διωγμός από τους αυστηρούς μπαμπάδες και της άτεγκτες μαμάδες. Ο έρως θέλει προστασία. Είναι ένα σανσίμπλ λουλουδάκι, που ζη μόνον στη σέρρα.
***
Η Μαρίτσα λοιπόν, της οποίας τα ξανθά τσουλούφια ετραβήχθησαν αγρίως παρά της μαμάς από βραδύς, διότι κάποιος καλοθελητής γείτονας επληροφόρησε την τελευταίαν ότι ο ορεκτικώτατος βλαστός της νυχτογυρίζει στα χωράφια με κάποιο νεαρό κρεμανταλά, τίθεται υπό αυστηράν μητρικήν επιτήρησιν και ανάλογη απομόνωσι.
Τα λουριά της ελευθερίας στενεύουν σε βαθμό αφάνταστο και η ερωτική απελπισία φωληάζει στην ψυχή της άμοιρης Μαρίτσας.
Δεν σημαίνει αν είναι ομιλών, ηχητικός 100 επί τοις 100 ή ολιγώτερον ή και απλώς βωβός ακόμη.
Η εκδούλευσις που προσφέρει στην ερωτευμένη ανθρωπότητα, είναι μεγάλη, είναι αφάνταστη, είναι κολοσσιαία.
Το μυστικούλι είναι το ευεργετικό σκοτάδι της σάλλας.
Το προστατευτικό ημίφως φιλοξενεί στοργικά όλα τα φτωχά αισθηματάκι, που για τον άλφα ή βήττα λόγον, βρίσκονται υπό διωγμός από τους αυστηρούς μπαμπάδες και της άτεγκτες μαμάδες. Ο έρως θέλει προστασία. Είναι ένα σανσίμπλ λουλουδάκι, που ζη μόνον στη σέρρα.
***
Η Μαρίτσα λοιπόν, της οποίας τα ξανθά τσουλούφια ετραβήχθησαν αγρίως παρά της μαμάς από βραδύς, διότι κάποιος καλοθελητής γείτονας επληροφόρησε την τελευταίαν ότι ο ορεκτικώτατος βλαστός της νυχτογυρίζει στα χωράφια με κάποιο νεαρό κρεμανταλά, τίθεται υπό αυστηράν μητρικήν επιτήρησιν και ανάλογη απομόνωσι.
Τα λουριά της ελευθερίας στενεύουν σε βαθμό αφάνταστο και η ερωτική απελπισία φωληάζει στην ψυχή της άμοιρης Μαρίτσας.
Τι να κάνη; που να πάη; πως να επικοινωνήση;
Ιδέα φαεινή φωτίζει ένα πρωί τα μάτια της Μαρίτσας, που τολμά να προτείνη ή μάλλον να ζητήση μια χάρι από την μαμά.
-Καλέ μαμάκα, θα μ’αφίσης να πάω τ’απόγεμα στο σινεμά;
Το βλοσυρόν βλέμμα της μαμάς προσπαθεί να κεραυνοβολήση την αιτούσαν, η οποία όμως με της σχετικές μαλαγανιές κατορθώνει να υπερνικήση της δυσκολίες και τους ενδοιασμούς της γεννήτορος.
-Καλέ μαμά, υπάρχει πειο αθωότερο πράμμα από τον κινηματογράφο;
Η έγκρισις μετά της σχετικής δυσκολίας ή δυστοκίας εκμαιεύεται και η Μαρίτσα, με την καρδιάν πάλλουσαν μέχρι διαρρήξεως, χώνεται μέσα στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αιθούσης, όπου ελλοχεύει το μπεγκέν, ο περί ου ο λόγος κρεμανταλάς, ο αποδιοπομπαίος τράγος της οικογενείας της κοπέλλας, ο οποίος αφελέστατα θρονιάζεται παρά το πλευρόν της κατασυγκεκινημένης Μαρίτσας. Ούτε θόρυβος ούτε φασαρία!
Πού βλέπετε, κύριοί μου, το επιλήψιμον;
Ένας θεατής περισσότερος μέσα σε τόσους άλλους.
-Γεώργο μου!
-Αγάπη μου! Επί τέλους!
Τα χέρια μπλέκονται, τα πόδια μπερδεύονται και ένα καταραμένο εμπόδιο υπάρχει –τι ατυχία!- το χώρισμα των… δύο καθισμάτων. Τι καλά που θα ήταν αν έλειπε κι’αυτό!
Όλα τα εκκρεμή ζητήματα λύονται. Κάποιο φιλάκι πεταχτό ανταλλάσσεται δειλά-δειλά –τι ευτυχία!-, τα κορμιά πετούν φωτιές, τα μάτια σπίθες, και το ζευγαράκι ουδόλως ενδιαφέρεται δι’ό,τι συμβαίνει γύρω του, πολύ περισσότερον για την σκιάν του Ραμόν Νοβάρρο ή της Γκρέτας Γκάρμπο!
Αλλά δοθέντος ότι η ευτυχία δεν διαρκεί αιωνίως, ανάβουν και τα φώτα. Διάβολε! Δεν μπορεί τόσος κοσμάκης νάναι παντοτεινά στο σκοτάδι.
Τα άκρα του ζεύγους ξεμπερδεύουν εν σπουδή. Ο ένας φυσικά δεν… γνωρίζει τον άλλον. Πού με ξέρεις, πού σε ξέρω. Ουδέν το κοινόν. Ούτε γάτα, ούτε ζημία. Και τίποτα δεν προδίδει την ερωτικήν πάλιν, εκτός από μερικά «ρουζ» που φαίνουνται στη μύτη του νεαρού κρεμανταλά, με την αμέμπτου ευθύτητος χωρίστραν.
***
Η κυρία Κατίνα είναι παντρεμμένη προ δεκαετίας. Βαρυνθείσα να σερβίρεται καθημερινώς το ανιαρόν συζυγικόν βραστό, απέκτησε –με την βοήθεια του Μεγαλοδύναμου- φιλαράκο! (σιδεροκέφαλος!). Παραξενεύεσθε; Και γιατί να έχη η Μαρία, η Ελένη, η Περσεφόνη, η Λουκία, η…, αι… όλες τέλος πάντων η γυναίκες του αμαρτωλού μας πλανήτου;
Φιλαράκος πάλι δίχως ραντεβού, είναι δείπνον… χωρίς φαΐ, είναι Σαρακοστή δίχως Μάρτη. Όλα καλά και άγια. Μα έλα που ο σύζυγος της ευτραφεστάτης κυρίας Κατίνας, μολονότι έχει μερικές δεκάδες ετών περισσότερες στην καμπούρα του από την συμβία, ζηλεύει τρομερά, κατά συνέπειαν δε εξασκεί τρομερόν έλεγχον επί των βημάτων του τρυφερού του ημίσεως;
-Κατίνα που ήσο; που θα πας; τι έκανες; με ποιον; με ποιαν;
Μαρτύριον τέλος πάντων. Τακτική ανάκρισις, έλεγχος, κηδεμονία. Κατάστασις αφόρητος με λίγα λόγια.
Δι’ο η αμαρτωλή σύζυγος πάει στο σινεμά. Έτσι λέει τουλάχιστον. Δηλαδή μπαίνει μαζύ με τον φιλαράκο σ’ένα κλειστό Σιτροέν και τρέπεται προς την αγίαν Παρασκευήν (τι ευεργέτης αλήθεια και ο Σιτροέν!).
Αλλά όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά, λέγει η αλάνθαστος παροιμία. Δι’ο και ο φιλαράκος επρομηθεύθη εγκαίρως πρόγραμμα της υποθέσεως του έργου, το οποίον αγγέλλει την συνέχειαν επί της… οθόνης! Μήπως λέει τάχα ψέμματα; Οθόνη για οθόνη!
Η κυρία αποστηθίζει σχεδόν την υπόθεσιν έκτακτα. Επιστρέφουσα δε εις την συζυγικήν στέγην, αντιμετωπίζει θαρραλέα τον ερωτηματικόν κεραυνόν του συζύγου, το φοβερόν «Πού ήσουνα» και διηγείται ανερυθρίαστα, με κυνισμό την υπόθεσι του φιλμ, κατά το οποίον η πρωταγωνίστρια –τι χαριτωμένη, αλήθεια, που ήτανε- κρύβει μέσα στην ντουλάπα της τον εραστή της λόγω αιφνιδίας επιστροφή του συζύγου, που δεν υποψιάζεται τίποτα, μα απολύτως τίποτε!
Η σοβαρός του συζύγου της κυρίας Κατίνας αναλύεται, επί τω ακούσματι του παθήματος του… άλλου συζύγου, αναλύεται, λέγω, σε πλατειά και ηχηρά γέλια ακράτητα. Τον οικτείρει με όλη του την καρδιά, ανάβει μεγαλοπρεπώς ένα τσιγάρο, τρίβει τα χέρια του ευχαριστημένος από τον εαυτό του και μονολογεί αποφθεγματικώς.
-Τι βλάκας!
-Μα τι… βλάκας! Επαναλαμβάνει η σύζυγος.
***
Συμπέρασμα: Στην εποχή των ρεκόρ και του ηλεκτρισμού, όλοι την παθαίνουμε σαν χιώτες με κινηματογραφική μάλιστα ταχύτητα! Πρόοδος σου λέει ο άλλος!»
(«Το Παρλάν», 1931)
Θωμάς Σιταράς Αθηναιογράφος-Συγγραφέας (FB: Σιταράς Θωμάς)
Ιδέα φαεινή φωτίζει ένα πρωί τα μάτια της Μαρίτσας, που τολμά να προτείνη ή μάλλον να ζητήση μια χάρι από την μαμά.
-Καλέ μαμάκα, θα μ’αφίσης να πάω τ’απόγεμα στο σινεμά;
Το βλοσυρόν βλέμμα της μαμάς προσπαθεί να κεραυνοβολήση την αιτούσαν, η οποία όμως με της σχετικές μαλαγανιές κατορθώνει να υπερνικήση της δυσκολίες και τους ενδοιασμούς της γεννήτορος.
-Καλέ μαμά, υπάρχει πειο αθωότερο πράμμα από τον κινηματογράφο;
Η έγκρισις μετά της σχετικής δυσκολίας ή δυστοκίας εκμαιεύεται και η Μαρίτσα, με την καρδιάν πάλλουσαν μέχρι διαρρήξεως, χώνεται μέσα στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αιθούσης, όπου ελλοχεύει το μπεγκέν, ο περί ου ο λόγος κρεμανταλάς, ο αποδιοπομπαίος τράγος της οικογενείας της κοπέλλας, ο οποίος αφελέστατα θρονιάζεται παρά το πλευρόν της κατασυγκεκινημένης Μαρίτσας. Ούτε θόρυβος ούτε φασαρία!
Πού βλέπετε, κύριοί μου, το επιλήψιμον;
Ένας θεατής περισσότερος μέσα σε τόσους άλλους.
-Γεώργο μου!
-Αγάπη μου! Επί τέλους!
Τα χέρια μπλέκονται, τα πόδια μπερδεύονται και ένα καταραμένο εμπόδιο υπάρχει –τι ατυχία!- το χώρισμα των… δύο καθισμάτων. Τι καλά που θα ήταν αν έλειπε κι’αυτό!
Όλα τα εκκρεμή ζητήματα λύονται. Κάποιο φιλάκι πεταχτό ανταλλάσσεται δειλά-δειλά –τι ευτυχία!-, τα κορμιά πετούν φωτιές, τα μάτια σπίθες, και το ζευγαράκι ουδόλως ενδιαφέρεται δι’ό,τι συμβαίνει γύρω του, πολύ περισσότερον για την σκιάν του Ραμόν Νοβάρρο ή της Γκρέτας Γκάρμπο!
Αλλά δοθέντος ότι η ευτυχία δεν διαρκεί αιωνίως, ανάβουν και τα φώτα. Διάβολε! Δεν μπορεί τόσος κοσμάκης νάναι παντοτεινά στο σκοτάδι.
Τα άκρα του ζεύγους ξεμπερδεύουν εν σπουδή. Ο ένας φυσικά δεν… γνωρίζει τον άλλον. Πού με ξέρεις, πού σε ξέρω. Ουδέν το κοινόν. Ούτε γάτα, ούτε ζημία. Και τίποτα δεν προδίδει την ερωτικήν πάλιν, εκτός από μερικά «ρουζ» που φαίνουνται στη μύτη του νεαρού κρεμανταλά, με την αμέμπτου ευθύτητος χωρίστραν.
***
Η κυρία Κατίνα είναι παντρεμμένη προ δεκαετίας. Βαρυνθείσα να σερβίρεται καθημερινώς το ανιαρόν συζυγικόν βραστό, απέκτησε –με την βοήθεια του Μεγαλοδύναμου- φιλαράκο! (σιδεροκέφαλος!). Παραξενεύεσθε; Και γιατί να έχη η Μαρία, η Ελένη, η Περσεφόνη, η Λουκία, η…, αι… όλες τέλος πάντων η γυναίκες του αμαρτωλού μας πλανήτου;
Φιλαράκος πάλι δίχως ραντεβού, είναι δείπνον… χωρίς φαΐ, είναι Σαρακοστή δίχως Μάρτη. Όλα καλά και άγια. Μα έλα που ο σύζυγος της ευτραφεστάτης κυρίας Κατίνας, μολονότι έχει μερικές δεκάδες ετών περισσότερες στην καμπούρα του από την συμβία, ζηλεύει τρομερά, κατά συνέπειαν δε εξασκεί τρομερόν έλεγχον επί των βημάτων του τρυφερού του ημίσεως;
-Κατίνα που ήσο; που θα πας; τι έκανες; με ποιον; με ποιαν;
Μαρτύριον τέλος πάντων. Τακτική ανάκρισις, έλεγχος, κηδεμονία. Κατάστασις αφόρητος με λίγα λόγια.
Δι’ο η αμαρτωλή σύζυγος πάει στο σινεμά. Έτσι λέει τουλάχιστον. Δηλαδή μπαίνει μαζύ με τον φιλαράκο σ’ένα κλειστό Σιτροέν και τρέπεται προς την αγίαν Παρασκευήν (τι ευεργέτης αλήθεια και ο Σιτροέν!).
Αλλά όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά, λέγει η αλάνθαστος παροιμία. Δι’ο και ο φιλαράκος επρομηθεύθη εγκαίρως πρόγραμμα της υποθέσεως του έργου, το οποίον αγγέλλει την συνέχειαν επί της… οθόνης! Μήπως λέει τάχα ψέμματα; Οθόνη για οθόνη!
Η κυρία αποστηθίζει σχεδόν την υπόθεσιν έκτακτα. Επιστρέφουσα δε εις την συζυγικήν στέγην, αντιμετωπίζει θαρραλέα τον ερωτηματικόν κεραυνόν του συζύγου, το φοβερόν «Πού ήσουνα» και διηγείται ανερυθρίαστα, με κυνισμό την υπόθεσι του φιλμ, κατά το οποίον η πρωταγωνίστρια –τι χαριτωμένη, αλήθεια, που ήτανε- κρύβει μέσα στην ντουλάπα της τον εραστή της λόγω αιφνιδίας επιστροφή του συζύγου, που δεν υποψιάζεται τίποτα, μα απολύτως τίποτε!
Η σοβαρός του συζύγου της κυρίας Κατίνας αναλύεται, επί τω ακούσματι του παθήματος του… άλλου συζύγου, αναλύεται, λέγω, σε πλατειά και ηχηρά γέλια ακράτητα. Τον οικτείρει με όλη του την καρδιά, ανάβει μεγαλοπρεπώς ένα τσιγάρο, τρίβει τα χέρια του ευχαριστημένος από τον εαυτό του και μονολογεί αποφθεγματικώς.
-Τι βλάκας!
-Μα τι… βλάκας! Επαναλαμβάνει η σύζυγος.
***
Συμπέρασμα: Στην εποχή των ρεκόρ και του ηλεκτρισμού, όλοι την παθαίνουμε σαν χιώτες με κινηματογραφική μάλιστα ταχύτητα! Πρόοδος σου λέει ο άλλος!»
(«Το Παρλάν», 1931)
Θωμάς Σιταράς Αθηναιογράφος-Συγγραφέας (FB: Σιταράς Θωμάς)
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα