Η Coca-Cola ταυτίζεται διαχρονικά με τα Χριστούγεννα και τις εορτές του νέου έτους και το κάνει πάντοτε μοναδικά. Φέτος το κάνει ακόμη καλύτερα, πραγματοποιώντας με το κατακόκκινο φορτηγό το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο tour που έγινε ποτέ στην Ελλάδα και μας προσκαλεί να φέρουμε τη μαγεία... στο χωριό μας!
Μπέττυ Αρβανίτη: «Δεν φοβόμουν ποτέ να τσαλακωθώ»
Μπέττυ Αρβανίτη: «Δεν φοβόμουν ποτέ να τσαλακωθώ»
Η ηθοποιός μιλάει για τη σχέση της με τον γιο της και συγγραφέα, Αλέξη Σταμάτη, εξηγεί γιατί δεν είναι μία τυπική σύζυγος αλλά και γιατί μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλείστικά με το θέατρο
Η ψιλόλιγνη φιγούρα της Μπέτυς Αρβανίτη είναι εντυπωσιακή, η γλώσσα του σώματος αποπνέει ζεστασιά. Ευγενική, με πολύ χιούμορ και διάθεση, μιλάει στο people για την πορεία της και ο λόγος της μας ταξιδεύει.
Θεατρίνα από παιδί. Αγαπημένη της στιγμή το μεσημέρι που οι γονείς της έπεφταν για ύπνο και η μικρή Μπέτυ μπορούσε να παίξει ανενόχλητη με τα περίεργα μπουκαλάκια που υπήρχαν στο ιατρείο του μπαμπά της. «Εκεί ήταν το βασίλειο μου γιατί έκανα παραστάσεις. Παρίστανα πως τα μπουκαλάκια ήταν άνθρωποι και μιλούσα με διαφορετικές φωνές. Μου άρεσε να κάθομαι μόνη και να παίζω. Δεν συμμετείχα ποτέ σε σχολικές εκδηλώσεις, ούτε απάγγελνα ποιήματα. Θεωρούσα πως ήμουν πιο καλή από τα υπόλοιπα παιδάκια» διηγείται.
Μια ιστορία που θυμάται έντονα ήταν όταν η μητέρα της, Πηγή, της αφηγήθηκε πως σε ηλικία μόλις ενός έτους κολύμπησε μόνη της στη θάλασσα. «Είχαν πάει βαρκάδα και ο μπαμπάς μου, Λεωνίδας, που αγαπούσε πολύ τη θάλασσα πρότεινε στην μητέρα μου να με ρίξουν στο νερό για να δούνε την αντίδραση μου. Εγώ αντί να κλάψω άρχισα να κολυμπάω. Από παιδί ήμουν λίγο ριψοκίνδυνη στα πάντα, ένα χαρακτηριστικό που κληρονόμησα από τον μπαμπά μου. Δεν είχα την αίσθηση του κινδύνου. Ούτε τώρα την έχω. Μπαίνω στη θάλασσα και χάνομαι.. Μάλιστα στη Σίφνο είχα τρακάρει με κότερο κολυμπώντας ύπτιο. Έχω κάνει πολλές τέτοιες αηδίες…», λέει γελώντας η ηθοποιός που υπήρξε πρωταθλήτρια κολύμβησης στην ομάδα του Παναθηναϊκού.
«Οδού Κεφαλληνίας»
Φέτος φοράει το κοστούμι της υπηρέτριας στη παράσταση «Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών» και μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα που σκορπίζει κακό, καταστρέφει ζωές. «Δεν πιστεύω πως οι άνθρωποι γεννιούνται κακοί. Όμως, κάτω από κάποιες συνθήκες είναι πολύ εύκολο να βλαστήσει το κακό ειδικά σε έναν άνθρωπο όπως η Τσερλίνε που αισθάνεται κι αδικημένη. Το έργο διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’30, λίγο πριν ανέβει στην εξουσία ο Χίτλερ -οι άνθρωποι ήταν φτωχοί και δεν συμμετείχαν στα πολιτικά δρώμενα καθώς θέλανε την ησυχία τους. Όμως, όταν δεν συμμετέχεις το κακό και ο φασισμός βρίσκει πολύ μεγαλύτερο έδαφος». Μια εποχή που ίσως έχει πολλά κοινά με την σημερινή, καθώς λίγο πολύ αφήσαμε κι εμείς τα πράγματα στη τύχη τους. «Δυστυχώς! Ζήσαμε μια εποχή που δεν συμμετείχαμε και νομίζαμε πως όλα είναι καλά. Όπως αποδείχτηκε τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά και ο καθένας ζούσε σε μια ψεύτικη πραγματικότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο το έχουμε συνειδητοποιήσει. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας γιατί δεν μπορούμε να ζούμε ερήμην της πραγματικότητας. Νομίζω τώρα πια ο κόσμος δεν μπορεί να μείνει επαναπαυμένος γιατί το πληρώνει ακριβά. Εύχομαι μέσα από αυτό το κακό που μας έχει συμβεί να βγει και κάτι καλό».
Ψάχνοντας κομμάτια του ρόλου, πως καταφέρνει να ανασύρει συναισθήματα έξω από τη κοσμοθεωρία της; «Πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος έχει τα πάντα μέσα του: από το πιο ακραίο καλό μέχρι το πιο ακραίο κακό. Ο ρόλος είναι ένας καταλύτης που μπαίνει μέσα σου κάνει μια διαφορετική ένωση κι έτσι βγαίνεις ένας διαφορετικός άνθρωπος. Δεν έγινα ηθοποιός για να παίζω τον εαυτό μου αλλά για να καταλάβω την ανθρώπινη φύση. Όσο πιο διαφορετικός είναι ο ρόλος τόσο μεγαλύτερη πρόκληση έχει για τον ηθοποιό. Κυνηγάω μόνο τα δύσκολα. Για αυτό το λόγο συνεχίζω να παίζω στο θέατρο αλλιώς θα καθόμουν στο σπίτι μου. Κι αυτή την δυσκολία το κοινό μου την ακολουθεί».
Θεατρίνα από παιδί. Αγαπημένη της στιγμή το μεσημέρι που οι γονείς της έπεφταν για ύπνο και η μικρή Μπέτυ μπορούσε να παίξει ανενόχλητη με τα περίεργα μπουκαλάκια που υπήρχαν στο ιατρείο του μπαμπά της. «Εκεί ήταν το βασίλειο μου γιατί έκανα παραστάσεις. Παρίστανα πως τα μπουκαλάκια ήταν άνθρωποι και μιλούσα με διαφορετικές φωνές. Μου άρεσε να κάθομαι μόνη και να παίζω. Δεν συμμετείχα ποτέ σε σχολικές εκδηλώσεις, ούτε απάγγελνα ποιήματα. Θεωρούσα πως ήμουν πιο καλή από τα υπόλοιπα παιδάκια» διηγείται.
Μια ιστορία που θυμάται έντονα ήταν όταν η μητέρα της, Πηγή, της αφηγήθηκε πως σε ηλικία μόλις ενός έτους κολύμπησε μόνη της στη θάλασσα. «Είχαν πάει βαρκάδα και ο μπαμπάς μου, Λεωνίδας, που αγαπούσε πολύ τη θάλασσα πρότεινε στην μητέρα μου να με ρίξουν στο νερό για να δούνε την αντίδραση μου. Εγώ αντί να κλάψω άρχισα να κολυμπάω. Από παιδί ήμουν λίγο ριψοκίνδυνη στα πάντα, ένα χαρακτηριστικό που κληρονόμησα από τον μπαμπά μου. Δεν είχα την αίσθηση του κινδύνου. Ούτε τώρα την έχω. Μπαίνω στη θάλασσα και χάνομαι.. Μάλιστα στη Σίφνο είχα τρακάρει με κότερο κολυμπώντας ύπτιο. Έχω κάνει πολλές τέτοιες αηδίες…», λέει γελώντας η ηθοποιός που υπήρξε πρωταθλήτρια κολύμβησης στην ομάδα του Παναθηναϊκού.
«Οδού Κεφαλληνίας»
Φέτος φοράει το κοστούμι της υπηρέτριας στη παράσταση «Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών» και μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα που σκορπίζει κακό, καταστρέφει ζωές. «Δεν πιστεύω πως οι άνθρωποι γεννιούνται κακοί. Όμως, κάτω από κάποιες συνθήκες είναι πολύ εύκολο να βλαστήσει το κακό ειδικά σε έναν άνθρωπο όπως η Τσερλίνε που αισθάνεται κι αδικημένη. Το έργο διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’30, λίγο πριν ανέβει στην εξουσία ο Χίτλερ -οι άνθρωποι ήταν φτωχοί και δεν συμμετείχαν στα πολιτικά δρώμενα καθώς θέλανε την ησυχία τους. Όμως, όταν δεν συμμετέχεις το κακό και ο φασισμός βρίσκει πολύ μεγαλύτερο έδαφος». Μια εποχή που ίσως έχει πολλά κοινά με την σημερινή, καθώς λίγο πολύ αφήσαμε κι εμείς τα πράγματα στη τύχη τους. «Δυστυχώς! Ζήσαμε μια εποχή που δεν συμμετείχαμε και νομίζαμε πως όλα είναι καλά. Όπως αποδείχτηκε τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά και ο καθένας ζούσε σε μια ψεύτικη πραγματικότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο το έχουμε συνειδητοποιήσει. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας γιατί δεν μπορούμε να ζούμε ερήμην της πραγματικότητας. Νομίζω τώρα πια ο κόσμος δεν μπορεί να μείνει επαναπαυμένος γιατί το πληρώνει ακριβά. Εύχομαι μέσα από αυτό το κακό που μας έχει συμβεί να βγει και κάτι καλό».
Ψάχνοντας κομμάτια του ρόλου, πως καταφέρνει να ανασύρει συναισθήματα έξω από τη κοσμοθεωρία της; «Πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος έχει τα πάντα μέσα του: από το πιο ακραίο καλό μέχρι το πιο ακραίο κακό. Ο ρόλος είναι ένας καταλύτης που μπαίνει μέσα σου κάνει μια διαφορετική ένωση κι έτσι βγαίνεις ένας διαφορετικός άνθρωπος. Δεν έγινα ηθοποιός για να παίζω τον εαυτό μου αλλά για να καταλάβω την ανθρώπινη φύση. Όσο πιο διαφορετικός είναι ο ρόλος τόσο μεγαλύτερη πρόκληση έχει για τον ηθοποιό. Κυνηγάω μόνο τα δύσκολα. Για αυτό το λόγο συνεχίζω να παίζω στο θέατρο αλλιώς θα καθόμουν στο σπίτι μου. Κι αυτή την δυσκολία το κοινό μου την ακολουθεί».
Πριν 29 χρόνια αποφασίζει να αφήσει το Εθνικό και να ιδρύσει τη δική της στέγη: το θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. «Πιστεύω πως μόνο αν εκτεθείς προσωπικά βάζεις μια σφραγίδα και είσαι υπεύθυνος για την πορεία σου. Εγώ ήθελα να εκθέσω το όνειρο μου και είχα την μεγάλη τύχη να το πιστέψει ο σύζυγος μου, Βασίλης Πουλατζάς, που με βοήθησε να στήσουμε το θέατρο. Η πρώτη παράσταση ήταν Τα πικρά δάκρυα της Πέτρας Φον Καντ, ένας ρόλος πολύ κόντρα με μένα. Όμως, δεν φοβόμουν ποτέ να τσαλακωθώ. Αν αναπαρήγαγα συνέχεια την εικόνα μου θα είχα πεθάνει από πλήξη», ομολογεί.
Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο έπαιζε πιο ανάλαφρους ρόλους, την ίδια στιγμή που στο θέατρο πάντα αναμετριόταν με απαιτητικές ηρωίδες. «Ο κινηματογράφος της Φίνος Φιλμς ήταν ο μοναδικός τότε, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Το χειμώνα έκανα θέατρο και το καλοκαίρι έπαιζα στις ταινίες. Ήταν μια ευχάριστη ιστορία, βγάζαμε χρήματα αλλά ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά πως έκανα τέχνη μέσα από τον κινηματογράφο. Βέβαια, πιστεύω πολύ στον σύγχρονο κινηματογράφο. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που κάνουν ωραίες δουλειές. Σ’ αυτόν τον κινηματογράφο, όμως, δεν μου έγινε πρόταση να παίξω. Αν μου γινόταν και είχα χρόνο θα το έκανα. Γιατί σε ένα πράγμα που έχω γίνει τσιγκούνα είναι στο χρόνο».
Ωστόσο δεν βλέπει τον εαυτό της μέσα στη σύγχρονη τηλεόραση. «Δεν θα ήθελα να κάνω τηλεόραση γιατί έτσι όπως γίνονται τα πράγματα δεν με εκφράζει. Υπάρχει μια προχειρότητα που δεν με ενδιαφέρει. Παλαιότερα είχα πρωταγωνιστήσει σε δύο τηλεοπτικές σειρές στο BBC και ήταν καταπληκτικός ο τρόπος που δουλεύαμε καθώς είχαμε το σενάριο 6 μήνες νωρίτερα και πριν την κάθε σκηνή κάναμε πρόβα. Η πρώτη, το Whopays the ferryman, σημείωσε τεράστια επιτυχία και παίχτηκε σε πολλές χώρες. Ακόμα παίρνω γράμματα. Η δεύτερη, το The dark shade of shine, δεν πήγε τόσο καλά. Ήταν, όμως, μια εξαιρετική εμπειρία».
Προσωπική ευτυχία
Σημαντικό κεφάλαιο της ζωής της, ο –συγγραφέας- γιος της, Αλέξης Σταμάτης που απέκτησε με τον πρώτο της σύζυγο. Νιώθει αυστηρή μαμά; «Όχι βέβαια! Ούτε υπέρ- προστατευτική. Τώρα κάπως γίνομαι πιο προστατευτική που μεγαλώνω και μάλιστα ο Αλέξης γελάει μ’ αυτό. Ουσιαστικά με το γιο μου μεγαλώσαμε μαζί. Κάτι κερδίσαμε και κάτι χάσαμε, αλλά σίγουρα έχουμε κερδίσει την τωρινή μας σχέση. Θαυμάζω πολύ τον Αλέξη και είμαι αυστηρή κριτής όταν διαβάζω τα βιβλία του. Έτσι, όμως λειτουργώ με τους ανθρώπους που αγαπάω», παραδέχεται.
Σε ποιο ρόλο νιώθει πως τα έχει καταφέρει καλύτερα: της μητέρας, της συζύγου ή της θεατρίνας; «Αν ήταν εδώ ο σύζυγος μου θα σου έλεγε πως ως σύζυγος δεν τα έχω καταφέρει καθόλου καλά. Δεν είμαστε το τυπικό ζευγάρι που κρατάμε τους παραδοσιακούς ρόλους. Συνυπάρχουμε με ένα δικό μας περίεργο τρόπο. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον στο θέατρο τα έχω καταφέρει καλύτερα. Το λέω με λίγη ενοχή. Γιατί αν μου πεις τι με ενδιαφέρει περισσότερο από όλα στη ζωή μου θα σου πω ο γιος μου. Όμως, τη καθημερινότητα μου την αφιερώνω στο θέατρο», εξηγεί.
Με τον σύζυγο της, Βασίλη μετράνε πάνε από 30 χρόνια κοινής πορείας. Ποιο είναι το μυστικό της δικής τους σχέσης; «Δεν ξέρω από μυστικά και τακτικές. Νομίζω πως το καλύτερο είναι να είσαι ο εαυτός σου. Δεν έχω υπάρξει ποτέ καλή σύζυγος με την στενή έννοια της λέξης. Αλλά όταν συμβιώνεις με έναν άνθρωπο κάνεις παραχωρήσεις, η καθημερινότητα διαμορφώνεται από τις ανάγκες των συντρόφων. Το γεγονός πως ήμαστε τόσα χρόνια μαζί σίγουρα κάτι σημαίνει. Πάντως, με τον σύζυγο μου κάνουμε συνέχεια πράγματα μαζί. Μετά το τέλος της παράστασης πάμε με φίλους για φαγητό, ενώ το καλοκαίρι απολαμβάνουμε να κάνουμε τα ίδια πράγματα». Ένα από τα πράγματα που δεν την αφορούν και ποτέ δεν την αφορούσαν είναι τα κοσμικά καλέσματα. «Πιστεύω στην τετ α τετ επικοινωνία, να μιλάω με τους ανθρώπους παρά να περιφέρομαι ανάμεσα τους. Αυτό με ταλαιπωρεί. Βαριέμαι γιατί είναι σαν να μπαίνεις σε μια βιτρίνα και δεν μπορώ να κάνω την κούκλας αυτής της βιτρίνας. Θέλω να διατηρήσω το εγώ μου. Δε γίνεται να είσαι και στη ζωή σου ένας ρόλος».
Έχοντας τόσα χρόνια αναμετρηθεί με τον εαυτό της, νιώθει πως τελικά τη Μπέτυ την έχει αγαπήσει; «Τα έχω βρει μαζί της. Αλλά ακόμα με ανακαλύπτω και περιμένω εκπλήξεις… Δεν με νοιάζει να ωραίες. Έχω περιέργεια για τη ζωή κι αυτή η ηλικία που σε πάει προς το τέλος με ενδιαφέρει πάρα πολύ: πως διαχειρίζεσαι τις καταστάσεις, τι εισπράττεις. Χάνεις τα νιάτα, την ομορφιά, αλλά, δεν μπορεί, κάτι κερδίζεις. Κανείς δεν λέει ‘τι ωραία τα γεράματα’ αλλά έχει και ένα κέρδος. Γίνεσαι παρατηρητής, απαλλάσσεσαι από το άγχος να αρέσεις και τις ανασφάλειες. Όταν απαλλαγείς -όσο μπορείς- από τον ναρκισσισμό αποκτάς μια άλλου είδους ελευθερία».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ
Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο έπαιζε πιο ανάλαφρους ρόλους, την ίδια στιγμή που στο θέατρο πάντα αναμετριόταν με απαιτητικές ηρωίδες. «Ο κινηματογράφος της Φίνος Φιλμς ήταν ο μοναδικός τότε, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Το χειμώνα έκανα θέατρο και το καλοκαίρι έπαιζα στις ταινίες. Ήταν μια ευχάριστη ιστορία, βγάζαμε χρήματα αλλά ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά πως έκανα τέχνη μέσα από τον κινηματογράφο. Βέβαια, πιστεύω πολύ στον σύγχρονο κινηματογράφο. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που κάνουν ωραίες δουλειές. Σ’ αυτόν τον κινηματογράφο, όμως, δεν μου έγινε πρόταση να παίξω. Αν μου γινόταν και είχα χρόνο θα το έκανα. Γιατί σε ένα πράγμα που έχω γίνει τσιγκούνα είναι στο χρόνο».
Ωστόσο δεν βλέπει τον εαυτό της μέσα στη σύγχρονη τηλεόραση. «Δεν θα ήθελα να κάνω τηλεόραση γιατί έτσι όπως γίνονται τα πράγματα δεν με εκφράζει. Υπάρχει μια προχειρότητα που δεν με ενδιαφέρει. Παλαιότερα είχα πρωταγωνιστήσει σε δύο τηλεοπτικές σειρές στο BBC και ήταν καταπληκτικός ο τρόπος που δουλεύαμε καθώς είχαμε το σενάριο 6 μήνες νωρίτερα και πριν την κάθε σκηνή κάναμε πρόβα. Η πρώτη, το Whopays the ferryman, σημείωσε τεράστια επιτυχία και παίχτηκε σε πολλές χώρες. Ακόμα παίρνω γράμματα. Η δεύτερη, το The dark shade of shine, δεν πήγε τόσο καλά. Ήταν, όμως, μια εξαιρετική εμπειρία».
Προσωπική ευτυχία
Σημαντικό κεφάλαιο της ζωής της, ο –συγγραφέας- γιος της, Αλέξης Σταμάτης που απέκτησε με τον πρώτο της σύζυγο. Νιώθει αυστηρή μαμά; «Όχι βέβαια! Ούτε υπέρ- προστατευτική. Τώρα κάπως γίνομαι πιο προστατευτική που μεγαλώνω και μάλιστα ο Αλέξης γελάει μ’ αυτό. Ουσιαστικά με το γιο μου μεγαλώσαμε μαζί. Κάτι κερδίσαμε και κάτι χάσαμε, αλλά σίγουρα έχουμε κερδίσει την τωρινή μας σχέση. Θαυμάζω πολύ τον Αλέξη και είμαι αυστηρή κριτής όταν διαβάζω τα βιβλία του. Έτσι, όμως λειτουργώ με τους ανθρώπους που αγαπάω», παραδέχεται.
Σε ποιο ρόλο νιώθει πως τα έχει καταφέρει καλύτερα: της μητέρας, της συζύγου ή της θεατρίνας; «Αν ήταν εδώ ο σύζυγος μου θα σου έλεγε πως ως σύζυγος δεν τα έχω καταφέρει καθόλου καλά. Δεν είμαστε το τυπικό ζευγάρι που κρατάμε τους παραδοσιακούς ρόλους. Συνυπάρχουμε με ένα δικό μας περίεργο τρόπο. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον στο θέατρο τα έχω καταφέρει καλύτερα. Το λέω με λίγη ενοχή. Γιατί αν μου πεις τι με ενδιαφέρει περισσότερο από όλα στη ζωή μου θα σου πω ο γιος μου. Όμως, τη καθημερινότητα μου την αφιερώνω στο θέατρο», εξηγεί.
Με τον σύζυγο της, Βασίλη μετράνε πάνε από 30 χρόνια κοινής πορείας. Ποιο είναι το μυστικό της δικής τους σχέσης; «Δεν ξέρω από μυστικά και τακτικές. Νομίζω πως το καλύτερο είναι να είσαι ο εαυτός σου. Δεν έχω υπάρξει ποτέ καλή σύζυγος με την στενή έννοια της λέξης. Αλλά όταν συμβιώνεις με έναν άνθρωπο κάνεις παραχωρήσεις, η καθημερινότητα διαμορφώνεται από τις ανάγκες των συντρόφων. Το γεγονός πως ήμαστε τόσα χρόνια μαζί σίγουρα κάτι σημαίνει. Πάντως, με τον σύζυγο μου κάνουμε συνέχεια πράγματα μαζί. Μετά το τέλος της παράστασης πάμε με φίλους για φαγητό, ενώ το καλοκαίρι απολαμβάνουμε να κάνουμε τα ίδια πράγματα». Ένα από τα πράγματα που δεν την αφορούν και ποτέ δεν την αφορούσαν είναι τα κοσμικά καλέσματα. «Πιστεύω στην τετ α τετ επικοινωνία, να μιλάω με τους ανθρώπους παρά να περιφέρομαι ανάμεσα τους. Αυτό με ταλαιπωρεί. Βαριέμαι γιατί είναι σαν να μπαίνεις σε μια βιτρίνα και δεν μπορώ να κάνω την κούκλας αυτής της βιτρίνας. Θέλω να διατηρήσω το εγώ μου. Δε γίνεται να είσαι και στη ζωή σου ένας ρόλος».
Έχοντας τόσα χρόνια αναμετρηθεί με τον εαυτό της, νιώθει πως τελικά τη Μπέτυ την έχει αγαπήσει; «Τα έχω βρει μαζί της. Αλλά ακόμα με ανακαλύπτω και περιμένω εκπλήξεις… Δεν με νοιάζει να ωραίες. Έχω περιέργεια για τη ζωή κι αυτή η ηλικία που σε πάει προς το τέλος με ενδιαφέρει πάρα πολύ: πως διαχειρίζεσαι τις καταστάσεις, τι εισπράττεις. Χάνεις τα νιάτα, την ομορφιά, αλλά, δεν μπορεί, κάτι κερδίζεις. Κανείς δεν λέει ‘τι ωραία τα γεράματα’ αλλά έχει και ένα κέρδος. Γίνεσαι παρατηρητής, απαλλάσσεσαι από το άγχος να αρέσεις και τις ανασφάλειες. Όταν απαλλαγείς -όσο μπορείς- από τον ναρκισσισμό αποκτάς μια άλλου είδους ελευθερία».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα