Θοδωρής Αθερίδης: «Δεν ξέρω να τελειώνω μία σχέση»

Θοδωρής Αθερίδης: «Δεν ξέρω να τελειώνω μία σχέση»

Τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα σε γυναίκες, το νέο του συμβολικό τατουάζ, η σχέση του με τον Θεό, η πρόταση στην κόρη του, Φωτεινή, να ενταχθεί στο θίασο και η δική της ανησυχία, η προδοσία που δεν συγχώρεσε

Θοδωρής Αθερίδης: «Δεν ξέρω να τελειώνω μία σχέση»
Κυριακή απόγευμα, λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση Δοξαπατρή στο θέατρο Μικρό Παλλάς. Στην Αθήνα έχει βρέξει για τα καλά. Ο Θοδωρής Αθερίδης έρχεται πρώτος στο θέατρο, με διάθεση και look αιώνιου εφήβου. Μαύρο τζιν, δερμάτινο, σακίδιο πλάτης. Κι έχει πάντα σπινθηροβόλα μάτια κι ένα ζεστό, περιπαικτικό χαμόγελο. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι από τους πιο αγαπητούς ανθρώπους στο χώρο, χωρίς να είναι αμιγώς «mainstream». Σαν να κλείνει το μάτι σε ένα σύστημα, το οποίο ναι μεν υπηρετεί, αλλά όχι ακριβώς και σε όλους τους κανόνες του. Όπως παραδέχεται και ο ίδιος, «δεν γράφω κραυγαλέα εμπορικές παραστάσεις, ήδη φλερτάρω με όλα μου τα έργα που έχουν μια περιθωριακή προσέγγιση και ξέρω ότι έτσι παραβαίνω έναν κανόνα του εμπορικού θεάτρου».

Το όγδοό του έργο καταγράφει τη ζωή των αστών, μικρών και μεγάλων, και της ενδοοικογενειακής διαπλοκής στην Αθήνα του σήμερα. Όπως όλα του τα έργα, έχει κι αυτό μια δόση υπερρεαλισμού. Πολύ αναρχικού, πολύ διαφορετικού από το τατουάζ (μια συγγραφική vintage πένα σε σχήμα φτερού) που έκανε πρόσφατα. Μου αρέσει. Είναι συμβολικό. Σαν να έχει περάσει σε μια άλλη δική του φάση ενηλικίωσης. Σε αυτόν τον κόσμο της συγγραφής που αποδεικνύεται το δημιουργικό του καταφύγιο.

«Νιώθω ότι μεγαλώνοντας ανήκω περισσότερο εκεί. Αν και έχω ακόμη την ανάγκη να παίζω στο θέατρο, μου αρέσει να γράφω. Κάποια στιγμή μπορεί να γράψω ένα μυθιστόρημα και να μην είμαι μονάχα θεατρικός συγγραφέας. Αυτό το έργο το έγραψα κυρίως τον Αύγουστο και το συνδύασα με τις διακοπές μου. Ξυπνούσα το πρωί, έπαιρνα τον καφέ μου, έγραφα 500 λέξεις την ημέρα (γιατί πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα σηκώσεις κεφάλι, αν δεν βγει η δουλειά) και το απογευματάκι έπαιρνα τη μηχανή μου και βουτούσα στις παραλίες της Σύρου. Ήταν πολύ ωραία διαδικασία το γράψιμο στις διακοπές».


Κλείσιμο

Αναρωτιέμαι πώς είναι όταν βρίσκεται σε φάση γραφής. Κλείνεται στον εαυτό του; Δεν θέλει να μιλάει σε κανέναν; «Όχι, δεν είμαι καταραμένος ποιητής, ούτε παίρνω ναρκωτικά, ούτε βγάζω μαχαίρια, ούτε μαλώνω. Δεν έχω τέτοια πάθη. Ούτε θα κλειστώ στον εαυτό μου και δεν θα μπορούν οι άλλοι να επικοινωνήσουν μαζί μου. Είμαι ήρεμη φυσιογνωμία. Αυτά τα θέματα τα έλυσα στην εφηβεία, γιατί ήταν όλα θέμα στιλ. Όποιος είναι “καταραμένος” δεν σημαίνει ότι είναι και ο Ρεμπό. Είναι απλά “καταραμένος”. Είναι λίγο μπούρδες όλα αυτά. Δεν χρειάζεται να κάνεις φασαρία για να φτιάξεις έναν καλλιτεχνικό μύθο. Μου αρέσει να γράφω, να φιλτράρω αυτό που ζω μέσα από το γράψιμο, τη σκηνοθεσία και το παίξιμο. Κάποιοι άνθρωποι πρέπει να το κάνουμε αυτό – πρέπει να συνεχίζονται να γράφονται έργα και δεν έχει σημασία αν είναι καλά ή κακά. Αν γράφονται κάποια έργα, θα υπάρχουν και καλά. Αν δεν γράφονται, δεν θα προκύψει κανένα καλό. Θέλω να πω πως οφείλει ο καλλιτέχνης να καταγράφει την εποχή και είναι άλλου παπά ευαγγέλιο αν την κατέγραψε σωστά».

Στο νέο του έργο υποδύεται έναν απολαυστικό παπά – ψυχαναλυτή. Ήρεμο και κατασταλαγμένο. Όμως γιατί παπάς; «Γιατί σε εποχές κρίσεις, που δοκιμάζονται οι άνθρωποι, το θείο παίζει πρωταρχικό ρόλο. Ακόμα και άπιστος να είναι κανείς, το φιλοσοφεί. Ήθελα να δω τι σχέση έχει ο κάθε χαρακτήρας με τη θρησκεία. Η δική μου η σχέση δεν απέχει πολύ από τον ήρωα που υποδύομαι. Θεωρώ τον εαυτό μου πιστό και έχω αυτό το ζήτημα, πως όταν είμαι καλά νιώθω την ευλογία Του. Στα δύσκολα γίνεται πιο δύσκολη η επικοινωνία. Με πιάνει φόβος και ο φόβος είναι το αντίθετο της αγάπης. Δεν σε αφήνει χαλαρό να αφεθείς, να περάσει το θείο μέσα σου».

Ο κόσμος του Θοδωρή
Παρατηρώ ότι στα έργα του, οι θίασοι δεν αλλάζουν εντελώς, υπάρχει πάντα ένας πυρήνας κοινών ανθρώπων, με μικρές αλλαγές στα πρόσωπα. Σε αυτό το έργο, το Δόξαπατρή λείπει η Σμαράγδα Καρύδη και πάλι, αλλά για πρώτη φορά παίζει μαζί του η κόρη του, Φωτεινή, η οποία ερμηνευτικά αποδεικνύεται μια ευχάριστη έκπληξη.

Του λείπει η Σμαράγδα; Και ποιος είχε την ιδέα για τη συνεργασία με την κόρη του;
«Ψυχικά δεν αντέχω να γίνεται ολικός αποχωρισμός . Φτιάχνεις ένα θίασο, περνάς καλά και τον θέλεις όλο και την επόμενη χρονιά, αλλά δεν γίνεται, γιατί ένας κανόνας του εμπορικού θεάτρου είναι να αλλάζει το σχήμα. Μπορούν, όμως, πάντα να μένουν κάποιοι άνθρωποι. Η Σμαράγδα έχει παίξει στα τέσσερα από τα οκτώ έργα μου. Όχι, δεν μου λείπει, γιατί την έχω μέσα στη ζωή μου. Η κόρη μου δεν ήθελε να συνεργαστούμε. Εγώ της έκανα την πρόταση. Ζήλευε τους θιάσους που φτιάχνω, γιατί ήξερε ότι περνάω καλά και το έβλεπε στις πρόβες. Απέφευγε να δουλέψουμε μαζί για να μην πούνε ότι “δουλεύει με τον μπαμπά”. Της εξήγησα, λοιπόν, πως, αν είναι καλή, κανείς δεν θα μπορεί να πει τίποτα, ενώ, αν είναι κακή, είτε με εμένα είναι είτε με κάποιον άλλον, πάλι θα τη σχολιάσουν. Αυτό το τόσο απλό επιχείρημα ήταν και καταλυτικό».

Αναρωτιέμαι ποιος είναι αυτός που εμπιστεύεται πρώτα για να διαβάσει τα κείμενά του, για να του δώσει μια πρώτη γνώμη σε κάθε νέο εγχείρημα. «Οι πρώτοι που διαβάζουν αυτά που γράφω είναι η κόρη μου, η Ελένη Γκασούκα (η μητέρα της) και η Σμαράγδα. Προτού το τελειώσω, τους δείχνω τι γράφω. Μου λένε τι δεν καταλαβαίνουν και αυτό με βοηθάει. Η πιο ελεεινή στην κριτική της είναι η κόρη μου, με την έννοια ότι είναι και η πιο direct». Παρατηρώ, πάντως, ότι ίσως να μην είναι τυχαίο πως οι πιο σημαντικοί άνθρωποι της ζωής του είναι γένους θηλυκού. «Μεγάλωσα σε μοδιστράδικο, η μαμά μου είχε μαγαζί στη Θεσσαλονίκη και κάτω από αυτό ήταν ένα ημιυπόγειο όπου ράβονταν τα ρούχα. Εκεί βρίσκονταν έξι-επτά μοδίστρες και κοπτοραπτούδες. Ήταν ένας κόσμος γυναικών κι ένιωθα πάντα οικεία. Δεν τις φοβάμαι τις γυναίκες, δεν είμαι μισογύνης. Ξέρω πώς σκέφτονται. Από την άλλη, είχα τους φίλους μου και τις αλητείες μας κι έβλεπα τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια, τις παρεξηγήσεις που γίνονταν − παρεξηγήσεις που εγώ καταλάβαινα, επειδή ακριβώς είχα μεγαλώσει με γυναίκες, ενώ οι φίλοι μου όχι. Με αγαπάνε οι γυναίκες, γιατί τις αγαπάω κι εγώ και δεν τους φέρομαι άσχημα. Δεν ξέρω, όμως, να τελειώνω μια σχέση και αυτό μου το χρεώνουν».

Και, όχι, δηλώνει, δεν έχει γίνει μαζί τους ποτέ παραβιαστικός ή χειριστικός.«Δεν μου αρέσουν αυτά τα πράγματα. Θέλω οι άνθρωποι να με θέλουν. Δεν θα μπορούσα να είμαι “βιαστής”. Για να προσεγγίσω ερωτικά μια γυναίκα, πρέπει να με ποθεί. Αν δεν με ποθεί, ξενερώνω. Δεν την ποθώ κι εγώ. Θέλω να την κάνω να με ποθήσει, ανοίγω τα φτερά μου σαν τα παγώνια, αλλά αυτό είναι ερωτικό κάλεσμα. Δεν είμαι χειριστικός. Αν δεν τα καταφέρω, παύει να με ενδιαφέρει. Δεν με αφορά η βία. Είμαι καλομεγαλωμένος από τη μάνα μου. Με μεγάλωσε σαν πασά και με έκανε να πιστεύω ότι αξίζω να έχω αυτοπεποίθηση και να αισθάνομαι επίκεντρο όσον αφορά τις γυναίκες. Όπου ένιωθα καχυποψία, δυσπιστία, υποτίμηση, είχα φύγει χωρίς να το καταλάβουν. Δεν άφησα κανέναν να χαρεί πάνω από το πτώμα μου. Είχα φύγει πριν με σκοτώσουν».

«Business in business»

Στο έργο που έχει γράψει ο Θοδωρής Αθερίδης, υπάρχει μια ωραία ατάκα που λέει ότι «ευθύνη δεν φέρει μόνο αυτός που απαντάει σε μια ερώτηση αλλά κι αυτός που ρωτάει». Όταν λοιπόν πήρε εκείνος το ρόλο του συνεντευξιαστή στην εκπομπή Αργά, ως διάδοχος του Νίκου Μαστοράκη, δεν ένιωθε την ίδια ακριβώς ευθύνη; «Πήγαινα πάντα με το ένστικτό μου, γιατί ήθελα να είμαι ευγενής και διακριτικός. Δεν είχα καμία διάθεση να βγάλω είδηση. Ούτε με ένοιαζε να κάνω νούμερα. Έλεγα “αν πετύχει, πέτυχε”. Αυτό με χαλάρωσε και οι κουβέντες χαλάρωσαν και τους καλεσμένους, που ακριβώς επειδή δεν είχαν την πίεση να πουν κάτι, τα έλεγαν όλα από μόνοι τους». Όμως η εκπομπή αυτή, σύμφωνα πάντα με την ντιρεκτίβα του Νίκου Μαστοράκη, θέλει πιο πικάντικες απαντήσεις. «Ο Νίκος ήθελε πιο πολλά σεξουαλικά και το περνούσα όπου είχα αγόρια. Με τα κορίτσια το απέφευγα. Μου άρεσε πολύ αυτή η εκπομπή, πέρασα καλά και το ψήνουμε με τον Νίκο να το ξανακάνουμε, αλλά το έχω αφήσει επάνω του».

Το μόνο στο οποίο ο Θοδωρής δεν βάζει νερό στο κρασί του είναι η δουλειά. Εκεί δεν χαρίζεται, δεν κάνει πίσω, δεν συμβιβάζεται. «Προσπαθώ να μην είμαι ανταγωνιστικός, να σέβομαι τους ανθρώπους σε αυτό που φέρουν και αξιώνω και από αυτούς το ίδιο για μένα. Αν υπάρχει αυτή η αυτονόητη ισορροπία, όλα βαίνουν καλώς. Αν νιώθω ότι κάποιος είναι ανταγωνιστικός τον αφήνω να κάνει ό,τι γουστάρει. Παραδίνομαι αμέσως αμαχητί για να κερδίσει ο άλλος. Είναι το πιο ωραίο κόλπο για να ακυρώσεις τον “αντίπαλο”. Τον ακυρώνω χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμή του, η οποία θα γυρίσει εναντίον του. Και, ναι, στη δουλειά με έχουν προδώσει. Με έχουν βάλει να γράψω έργο, να κάνω θίασο και στο τέλος μου είπαν “δεν θα την κάνω τη δουλειά”. Πώς αντέδρασα; Δεν τους ξαναμίλησα ποτέ, τους ακύρωσα από το χάρτη της προσωπικής μου ζωής και διέδωσα παντού, σε όλο το χώρο, το ποιόν τους. Γιατί σε αυτή τη δουλειά ο χώρος είναι ένας και όφειλα να προστατέψω όλους τους άλλους που θα έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Η δουλειά είναι πάνω από οποιονδήποτε άνθρωπο κι αυτό είναι κανόνας στο δικό μου αξιωματικό σύστημα».

Δείχνει πάντα ήρεμος και φιλοσοφημένος γύρω από τα ζητήματα της ζωής. Είναι όμως πάντα έτσι; «Είχα κι έχω φτάσει στα δικά μου “κόκκινα”. Όσο πιο φιλοσοφημένος είσαι τόσο περισσότερο το πάθος σου ανάβει. Δεν ηρεμώ ποτέ κι αυτά τα πάθη αναζωπυρώνονται και ξανασβήνουν. Δείχνω ότι τα έχω βρει με τον εαυτό μου. Και ξέρω να το κάνω αυτό καλά. Αλλά μόνο εγώ ξέρω τι συμβαίνει μέσα μου. Και οι δικοί μου άνθρωποι».

Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί στο ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης