Ο Χειμωνάς, η Καψή και η απάντηση του «Πρώτου Θέματος»
Ο Χειμωνάς, η Καψή και η απάντηση του «Πρώτου Θέματος»
Τι απάντησε η Μάρω Καψή, η κυρία εναντίον της οποίας ο συγγραφέας Θανάσης Χειμωνάς εξαπέλυσε πρωτάκουστους χαρακτηρισμούς μέσω Facebook, μετά την ανάδειξη του θέματος από το ρεπορτάζ της Τίνας Μανδηλαρά στο «Πρώτο Θέμα»
Μετά τη δημοσιεύση του θέματος που αφορούσε στον Θανάση Χειμωνά, στο φύλλο του «Πρώτου Θέματος», στις 2 Νοεμβρίου, και την αντιπαράθεση που είχε μέσω Facebook όταν
εξαπέλυε πρωτάκουστους χαρακτηρισμούς εναντίον μιας κοπέλας με το επώνυμο Καψή, η επιστολή της κυρίας Μάρω Καψή ήρθε ως «απάντηση» στο ρεπορτάζ της εφημερίδας.
Ακολουθεί η επιστολή της κυρίας Καψή:
«Κυρία Μανδηλαρά,
Μια που αφιερώσατε τέσσερις σελίδες στο κυριακάτικο φύλλο του «Πρώτου Θέματος» της 2/11/2014, το οποίο ανακάλυψα τυχαία, καθώς δεν είμαι αναγνώστριά σας, επιτρέψτε μου, εφόσον αναφερθήκατε επωνύμως σ’ εμένα, μιαν αυτοαναφορά σε αυτήν που αποκαλείτε «μια άγνωστη, που όπως εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε, ο ίδιος ο Χειμωνάς είχε ταυτοποιήσει ως εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής» (sic).
Ονομάζομαι Μάρω Καψή. Είμαι 44 ετών (συνομήλικη σχεδόν του κ. Χειμωνά) γεννημένη στην Αθήνα το 1970. Είμαι πολιτική επιστήμων, διεθνολόγος, με πτυχίο διοικητικής επιστήμης από το Harvard, εργαζόμενη και διαζευγμένη, μητέρα δύο παιδιών. Εν αντιθέσει με τον κ. Χειμωνά, εγώ μεγάλωσα «με τους κανόνες των αφανών» και «αναμετρήθηκα με το καθημερινό και το τυχαίο», «κερδίζοντας μια θέση στην κοινωνία των πολλών» (sic) γεγονός το οποίο θεωρώ μεγάλη μου τιμή.
Είμαι (και εγώ) μοναχοπαίδι, κόρη του (επίσης) αειμνήστου Χρήστου Καψή, υπαλλήλου ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας και της Μαίρης Ζορμπά, καθηγήτριας μουσικής, παιδί της διασποράς εξ Αυστραλίας.
Ο παππούς μου ήταν ο Αντισυνταγματάρχης ιππικού Βασίλειος Καψής, από την Νεμούτα Ηλείας, ήρωας του Αλβανικού, τιμημένος με χρυσό αριστείο ανδρείας, μαχητής της Αντίστασης με τον ΕΔΕΣ Πελοποννήσου, ο οποίος τραυματίστηκε το 1943 σε μάχη με τους Γερμανούς στην Πετρίνα Λακωνίας και στη συνέχεια αιχμαλωτίστηκε από αντίπαλες ομάδες ανταρτών, στα «χέρια» των οποίων πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η γιαγιά μου, Μαρία Ιορδανίδου (απλή συνωνυμία με την γνωστή συγγραφέα) ήταν προσφυγοπούλα από τα Θείρα της Μικράς Ασίας. Από την πλευρά της μητέρας μου, ο παππούς μου Κομνηνός Ζορμπάς, ψαράς από το ακριτικό Καστελόριζο, βρέθηκε σε ηλικία 14 ετών, στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Αυστραλία και με σκληρή δουλειά απέκτησε τη δική του φυτεία ζαχαροκάλαμου, ενώ αργότερα παντρεύτηκε την γιαγιά μου, Χρυσάνθη Κουτουπίδου, επίσης με καταγωγή από το Καστελλόριζο, κόρη εμπόρων και βιομηχάνων που ζούσαν στη Ρωσία, από όπου όμως διώχθηκαν με την Επανάσταση του 1917, για να μεταναστεύσει λίγα χρόνια αργότερα και αυτή ως «νύφη φωτογραφίας» στην μακρινή Αυστραλία.
Από το σπίτι μας δεν παρήλασε «όλο το πλήθος των διανοουμένων και των επιφανών», ούτε το «δαφνοστεφανωμένο παρελθόν της ιδανικής Ελλάδας». Η δική μας «ιδανική Ελλάδα» ήταν αυτή για την οποία πεθάναμε δαφνοστεφανωμένοι, την αγαπήσαμε, ζήσαμε, ζούμε και εργαζόμαστε για να την δούμε μια μέρα καλύτερη.
Ως κορίτσι, Αρσακειάδα με πέντε ξένες γλώσσες, δεν «ανδρώθηκα» περνώντας από τα μπουρδέλα της Αθήνας, ούτε είχα το προνόμιο να γνωρίζω τις ιερόδουλες με τα ονόματά τους. Δεν θεωρώ τα «μπινελίκια» έναν μαγικό κόσμο, αλλά πιστέψτε με, τα ψιθυρίζω κατά των πολιτικών που μας έφεραν ως εδώ, κάθε φορά που στήνομαι στην ουρά για να πληρώσω έναν άδικο φόρο.
εξαπέλυε πρωτάκουστους χαρακτηρισμούς εναντίον μιας κοπέλας με το επώνυμο Καψή, η επιστολή της κυρίας Μάρω Καψή ήρθε ως «απάντηση» στο ρεπορτάζ της εφημερίδας.
Ακολουθεί η επιστολή της κυρίας Καψή:
«Κυρία Μανδηλαρά,
Μια που αφιερώσατε τέσσερις σελίδες στο κυριακάτικο φύλλο του «Πρώτου Θέματος» της 2/11/2014, το οποίο ανακάλυψα τυχαία, καθώς δεν είμαι αναγνώστριά σας, επιτρέψτε μου, εφόσον αναφερθήκατε επωνύμως σ’ εμένα, μιαν αυτοαναφορά σε αυτήν που αποκαλείτε «μια άγνωστη, που όπως εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε, ο ίδιος ο Χειμωνάς είχε ταυτοποιήσει ως εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής» (sic).
Ονομάζομαι Μάρω Καψή. Είμαι 44 ετών (συνομήλικη σχεδόν του κ. Χειμωνά) γεννημένη στην Αθήνα το 1970. Είμαι πολιτική επιστήμων, διεθνολόγος, με πτυχίο διοικητικής επιστήμης από το Harvard, εργαζόμενη και διαζευγμένη, μητέρα δύο παιδιών. Εν αντιθέσει με τον κ. Χειμωνά, εγώ μεγάλωσα «με τους κανόνες των αφανών» και «αναμετρήθηκα με το καθημερινό και το τυχαίο», «κερδίζοντας μια θέση στην κοινωνία των πολλών» (sic) γεγονός το οποίο θεωρώ μεγάλη μου τιμή.
Είμαι (και εγώ) μοναχοπαίδι, κόρη του (επίσης) αειμνήστου Χρήστου Καψή, υπαλλήλου ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας και της Μαίρης Ζορμπά, καθηγήτριας μουσικής, παιδί της διασποράς εξ Αυστραλίας.
Ο παππούς μου ήταν ο Αντισυνταγματάρχης ιππικού Βασίλειος Καψής, από την Νεμούτα Ηλείας, ήρωας του Αλβανικού, τιμημένος με χρυσό αριστείο ανδρείας, μαχητής της Αντίστασης με τον ΕΔΕΣ Πελοποννήσου, ο οποίος τραυματίστηκε το 1943 σε μάχη με τους Γερμανούς στην Πετρίνα Λακωνίας και στη συνέχεια αιχμαλωτίστηκε από αντίπαλες ομάδες ανταρτών, στα «χέρια» των οποίων πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η γιαγιά μου, Μαρία Ιορδανίδου (απλή συνωνυμία με την γνωστή συγγραφέα) ήταν προσφυγοπούλα από τα Θείρα της Μικράς Ασίας. Από την πλευρά της μητέρας μου, ο παππούς μου Κομνηνός Ζορμπάς, ψαράς από το ακριτικό Καστελόριζο, βρέθηκε σε ηλικία 14 ετών, στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Αυστραλία και με σκληρή δουλειά απέκτησε τη δική του φυτεία ζαχαροκάλαμου, ενώ αργότερα παντρεύτηκε την γιαγιά μου, Χρυσάνθη Κουτουπίδου, επίσης με καταγωγή από το Καστελλόριζο, κόρη εμπόρων και βιομηχάνων που ζούσαν στη Ρωσία, από όπου όμως διώχθηκαν με την Επανάσταση του 1917, για να μεταναστεύσει λίγα χρόνια αργότερα και αυτή ως «νύφη φωτογραφίας» στην μακρινή Αυστραλία.
Από το σπίτι μας δεν παρήλασε «όλο το πλήθος των διανοουμένων και των επιφανών», ούτε το «δαφνοστεφανωμένο παρελθόν της ιδανικής Ελλάδας». Η δική μας «ιδανική Ελλάδα» ήταν αυτή για την οποία πεθάναμε δαφνοστεφανωμένοι, την αγαπήσαμε, ζήσαμε, ζούμε και εργαζόμαστε για να την δούμε μια μέρα καλύτερη.
Ως κορίτσι, Αρσακειάδα με πέντε ξένες γλώσσες, δεν «ανδρώθηκα» περνώντας από τα μπουρδέλα της Αθήνας, ούτε είχα το προνόμιο να γνωρίζω τις ιερόδουλες με τα ονόματά τους. Δεν θεωρώ τα «μπινελίκια» έναν μαγικό κόσμο, αλλά πιστέψτε με, τα ψιθυρίζω κατά των πολιτικών που μας έφεραν ως εδώ, κάθε φορά που στήνομαι στην ουρά για να πληρώσω έναν άδικο φόρο.
Μπήκα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο τη χρονιά που έπεφτε το τείχος του Βερολίνου, δούλεψα στις Βρυξέλλες, σπούδασα στην Αμερική με υποτροφία, γύρισα στην Ελλάδα, παντρεύτηκα και έκανα δυο αγόρια, τα οποία προσπαθώ να μεγαλώσω με αγάπη και αρχές ώστε να γίνουν χρήσιμοι στον εαυτό τους και στην πατρίδα και να μην νομίζουν οτι θα τους χαριστεί το οτιδήποτε, αν δεν το αξίζουν. Η δική μου 80χρονη μητέρα, την οποία έβρισε τόσο χυδαία ο Χειμωνάς, χωρίς να την γνωρίζει φυσικά, όπως και εγώ δεν γνωρίζω τη δική του, παρά μόνον εξ ονόματος, δεν είναι διάσημη συγγραφέας. Αφιερώθηκε στην ανατροφή μου και δεν μου επέτρεψε ποτέ να λέω «μόκο» σε οποιονδήποτε, πολλώ δε μάλλον σε κάποιον άγνωστο. Επίσης έμαθα να μην δέχομαι να μου λέει «μόκο» κανείς και να μην κάνω «μόκο» επειδή έτσι θέλει οποιοσδήποτε εξουσιομανής φασιστάκος.
Ο Χειμωνάς νόμισε στην αρχή ότι είμαι ΣΥΡΙΖαία, γιατί μίλησε για «λαϊκά δικαστήρια» τα οποία θα στήσουμε «όταν έρθουμε στα πράγματα». Επειδή αντιλήφθηκα ότι βρισκόταν σε σύγχυση, τον ρώτησα σε ποιούς αναφέρεται και τον προέτρεψα να μιλά αγενώς μόνο στους οικείους του, που πιθανώς ανέχονται τέτοιες συμπεριφορές. Μάλιστα ήμουν και ιδιαίτερα τρυφερή γιατί αναφέρθηκα στη «μανούλα» του, που είμαι βέβαιη ότι δεν είχε αυτό κατά νου όταν τον διαπαιδαγωγούσε. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα συσχετίσει την συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη, της οικογένειας του Μανώλη Αναγνωστάκη με αυτό το θρασίμι, δεν θα το φανταζόμουν καν. Ούτε ήξερα ποιος ήταν ο πατέρας Γιώργος Χειμωνάς για να είμαι ειλικρινής, ούτε ποιο το τραγικό του τέλος. Εκείνη τη στιγμή απαντούσα όσο πιο ψύχραιμα και ευγενικά άρμοζε σε ένα «εκτός ορίων» όπως αναφέρετε στον τίτλο του άρθρου σας, κακομαθημένο πλάσμα.
Κυρία Μανδηλαρά,
Φέρετε και εσείς ένα βαρύ επώνυμο, όπως ξέρετε, και αναφέρομαι στον δολοφονηθέντα από τη χούντα δημοκράτη Νικηφόρο Μανδηλαρά, με τον οποίο δεν γνωρίζω αν έχετε συγγένεια.
Και για να φτάσουμε στις πολιτικές αναφορές προς το πρόσωπό μου, θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν ανήκω και ουδέποτε ανήκα στην Χρυσή Αυγή. Προφανώς δεν με «διερευνήσατε» επαρκώς όπως θα όριζε η δημοσιογραφική δεοντολογία. Θα ήταν αδύνατο η εγγονή ενός ανθρώπου που πολέμησε ενάντια σον Ναζισμό και σκοτώθηκε κατά την αντιστασιακή του δράση, να έχει οποιαδήποτε σχέση με ένα κόμμα που συνδέει τον πατριωτισμό με τον εθνικοσοσιαλισμό. Επίσης δεν ανήκω στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήμουν και δεν ψήφισα ποτέ ΠΑΣΟΚ, πράγμα που το φέρω ως τιμή, κόντρα στο ρεύμα της «αλλαγής» που διέλυσε τη χώρα μου και τη γέμισε «Θανασάκηδες». Έχω γαλουχηθεί πολιτικά στην παραδοσιακή, πατριωτική δεξιά, αλλά εδώ και πολλά χρόνια δεν εκπροσωπούμαι από την Νέα Δημοκρατία, που δεν έχει πλέον καμιά σχέση με το κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Πολιτεύτηκα το 2012 με ένα κεντρώο κόμμα που πίστεψα ότι θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας, αλλά αποχώρησα όταν αντιλήφθηκα ότι πλανήθηκα από έναν δημαγωγό. Παρέμεινα πιστή στα πατριωτικά ιδεώδη και εξακολουθώ να αγωνίζομαι, στο πλαίσιο του Συνδέσμου Εθνικής Ενότητας, κόμμα το οποίο, αν ερευνούσατε επαρκώς, θα διαπιστώνατε και εσείς ότι δεν έχει καμιά σχέση με την «ακροδεξιά» όπως διατείνεται ο Χειμωνάς, για να δικαιολογήσει την «πολιτική» του «δράση», όπως εκείνος αντιλαμβάνεται το «μπινελίκωμα» μιας «άγνωστης» στο facebook, που τόλμησε να έχει αντίθετη άποψη, όταν πρόκειται για καταδικασθέντες καταχραστές δημοσίου χρήματος.
Με βδελυγμία βλέπω ότι αναπαρήγατε ένα άθλιο φωτομοντάζ που ανήρτησε ο Χειμωνάς, βάζοντας την φωτογραφία του επάνω στο πρόσωπο κάποιου αληθινού πατριώτη που βρίσκεται ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος των Γερμανών Ναζί. Ακόμα και εκεί δεν αντιληφθήκατε την ιεροσυλία; Πόσο επηρμένος μπορεί να είναι κάποιος που βάζει τον εαυτό του στη θέση αυτών των ηρώων;
Καλή η έμμεση διαφήμιση για τα βιβλία του Χειμωνά, κυρία Μανδηλαρά, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι, αυτή τη φορά τουλάχιστον, εσείς, και μέσω εσάς το Πρώτο Θέμα, ήταν ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ.
Δεν είμαι βέβαιη ότι θα μπείτε στον κόπο να δημοσιεύσετε αυτή την επιστολή, καθώς εγώ είμαι -όπως λέτε- μια αφανής άγνωστη. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι ότι ο κ. Χειμωνάς και εγώ ανήκουμε σε δυο διαφορετικές Ελλάδες. Και προσωπικά, προτιμώ τη δική μου Ελλάδα.
Με εκτίμηση
Μάρω Καψή».\
«Αγαπητή κυρία Καψή.
Καταρχάς να σας ευχαριστήσω για την επιστολή σας και τον ευγενικό τρόπο με τον οποίο αντιπαρέρχεστε τα όσα υποστηρίζω στο κείμενο μου για τον Θανάση Χειμωνά. Ασπάζομαι την ευαίσθητη και άβολη θέση στην οποία έχετε περιέλθει και επ'ουδενί δεν επικροτώ τη χυδαία λεκτική επίθεση που είχε ως στόχο το πρόσωπο σας. Επιπλέον θεωρώ αξιέπαινη την προσωπική σας διαδρομή- μια διαζευγμένη μητέρα με δυο παιδιά, όπως επισημαίνετε στην επιστολή σας να προσπαθεί να αντεπεξέλθει στη ζούγκλα των ημερών. Εξίσου αξιομνημόνευτες είναι και οι σπουδές σας αλλά και η λεκτική επάρκεια και τα άψογα ελληνικά σας. Ωστόσο επειδή εγώ δεν συνηθίζω να επικαλούμαι ούτε το βιογραφικό μου, ούτε τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, θα ήθελα να απαντήσω ad hominem στις όποιες ενστάσεις σας. Θα μου συγχωρέσετε να πρέπει να υπερασπιστώ την καταγωγή του κυρίου Χειμωνά, τον πλούτο των διανοούμενων που συνιστούν τη μυθιστορία της οικογενειακής του προέλευσης αλλά και τα δυο σπουδαία ονόματα που τυγχάνει να είναι οι γονείς του. Ο πατέρας του Γιώργος Χειμωνάς-τον οποίο λέτε ότι δεν γνωρίζετε-τυγχάνει να είναι αναπόσπαστο μέρος της προσωπικής μου παιδείας και ειλικρινά θα θεωρούσα τον εαυτό μου αμόρφωτο αν δεν ήμουν ενήμερη για τον τρόπο που μεταμόρφωσε το αρχαίο θέατρο, που εισήγαγε τις αρχές του μοντερνισμού στις προφορικές παραδόσεις, που εισήγαγε τις ψυχιατρικές του γνώσεις στο σύγχρονο οικοδόμημα της ερμηνευτικής σχολής στην ιατρική, στο θέατρο και τη φιλοσοφία. Όπως επισημαίνω και στο κείμενο μου χωρίς τον Γιώργο Χειμωνά το ελληνικό σύμπαν των γραμμάτων και των τεχνών, το οποίο περήφανα επικαλείστε, θα ήταν πραγματικά λειψό-το ίδιο και χωρίς τα θεατρικά έργα της Λούλας Αναγνωστάκη. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι η “μανούλα” του Χειμωνά, στην οποία υποτιμητικά αναφερθήκατε, συνιστά την πεμπτουσία του σύγχρονου ελληνικού βερισμού-ας ονομάσουμε έτσι τη σχολή που ακροβατεί ανάμεσα στον νεορεαλισμό, τις εσωτερικές συγκρούσεις και το παράλογο. Δεν χρειάζεται να σας πω ότι η Λούλα Αναγνωστάκη τυγχάνει να είναι η αδελφή του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη-αυτόν ελπίζω να τον γνωρίζετε.
Όσο για τον γιο Θανάση Χειμωνά καταλαβαίνω με το δίκιο σας να εξεγείρεστε εναντίον του αλλά εγώ προσπάθησα να εξετάσω, χωρίς σε καμία περίπτωση να τον δικαιολογώ, τι μπορεί να ώθησε ένα ευγενικό παιδί μιας εγνωσμένης παιδείας και αναγνωρισμένο συγγραφικό έργο σε τέτοια συμπεριφορά. Και θα μου επιτρέψετε, βάσει της ελευθερίας του λόγου, να μπορώ να προβαίνω σε ερμηνευτικά συμπεράσματα. Κατά τα άλλα σίγουρα ασπάζομαι την αγανάκτησή σας να σας ταυτίζουν με τα μέλη της Χρυσής Αυγής με τα οποία ενδεχομένως σας συνέκρινε ο κύριος Χειμωνάς. Μήπως όμως θα πρέπει και εσείς, για λόγους προσωπικού ενδιαφέροντος και μόνο- όπως ακριβώς αρμόζει σε έναν άνθρωπο με τέτοια προσόντα και καταγωγή- να εξετάσετε τα ατοπήματα του κόμματος στο οποίο ανήκετε; Αν δεν απατώμαι ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας, τον οποίο και επίσημα εκπροσωπείτε, ήταν το μοναδικό κόμμα που έσπευσε να καταδικάσει την παραπομπή των μελών της Χρυσής Αυγής για σοβαρά ποινικά αδικήματα και να αποπέμψει από το σύμπαν των “εθνικοφρόνων” εμάς τους δημοσιογράφους που υποστηρίξαμε την ανάγκη της έννομης εκδίωξης τους. Ήταν χαρακτηριστική η επισήμανση μέσα από το επίσημο δελτίου τύπου ότι:
“...η με τυμπανοκρουσίες σύλληψη βουλευτών, που κατά την ειδησεογραφία ενέχονται σε εγκληματικές ενέργειες, έδωσε την αφορμή σε αλαλάζοντες «δημοκράτορες» να ζητούν τον αφανισμό ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, που το ψήφισαν 400 χιλιάδες Έλληνες”.
Προφανώς δεν τρέφουμε την ίδια αντίληψη και ερμηνεία περί πατριωτισμού καθώς ανάμεσα στα μέλη του κόμματος σας διακρίνω αρκετούς υμνητές της Χούντας. Κι επειδή εσείς επικαλεστήκατε στο προσωπικό σας μήνυμα-και σας ευχαριστώ ειλικρινά για αυτό-τον θείο μου Νικηφόρο Μανδηλαρά- ο οποίος ήταν και το μοναδικό θύμα της Χούντας θα σας αναφέρω απλώς το ποίημα που έγραψε ο αντίστοιχος θείος του Θανάση Χειμωνά, κάποιον Νοέμβρη του 83 Μανώλης Αναγνωστάκης: “Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό». Αυτό είναι που φοβάμαι περισσότερο από όλα και θα επιτρέψετε να έχω τη δική μου ερμηνεία όσον αφορά στην υποκρισία, τη βία και τον γενικότερο κλασαυχενισμό.
Ειλικρινά δική σας και με απόλυτο σεβασμό
Τίνα Μανδηλαρά
αρχισυντάκτρια του Πολιτιστικού Τμήματος στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα».
Ο Χειμωνάς νόμισε στην αρχή ότι είμαι ΣΥΡΙΖαία, γιατί μίλησε για «λαϊκά δικαστήρια» τα οποία θα στήσουμε «όταν έρθουμε στα πράγματα». Επειδή αντιλήφθηκα ότι βρισκόταν σε σύγχυση, τον ρώτησα σε ποιούς αναφέρεται και τον προέτρεψα να μιλά αγενώς μόνο στους οικείους του, που πιθανώς ανέχονται τέτοιες συμπεριφορές. Μάλιστα ήμουν και ιδιαίτερα τρυφερή γιατί αναφέρθηκα στη «μανούλα» του, που είμαι βέβαιη ότι δεν είχε αυτό κατά νου όταν τον διαπαιδαγωγούσε. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα συσχετίσει την συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη, της οικογένειας του Μανώλη Αναγνωστάκη με αυτό το θρασίμι, δεν θα το φανταζόμουν καν. Ούτε ήξερα ποιος ήταν ο πατέρας Γιώργος Χειμωνάς για να είμαι ειλικρινής, ούτε ποιο το τραγικό του τέλος. Εκείνη τη στιγμή απαντούσα όσο πιο ψύχραιμα και ευγενικά άρμοζε σε ένα «εκτός ορίων» όπως αναφέρετε στον τίτλο του άρθρου σας, κακομαθημένο πλάσμα.
Κυρία Μανδηλαρά,
Φέρετε και εσείς ένα βαρύ επώνυμο, όπως ξέρετε, και αναφέρομαι στον δολοφονηθέντα από τη χούντα δημοκράτη Νικηφόρο Μανδηλαρά, με τον οποίο δεν γνωρίζω αν έχετε συγγένεια.
Και για να φτάσουμε στις πολιτικές αναφορές προς το πρόσωπό μου, θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν ανήκω και ουδέποτε ανήκα στην Χρυσή Αυγή. Προφανώς δεν με «διερευνήσατε» επαρκώς όπως θα όριζε η δημοσιογραφική δεοντολογία. Θα ήταν αδύνατο η εγγονή ενός ανθρώπου που πολέμησε ενάντια σον Ναζισμό και σκοτώθηκε κατά την αντιστασιακή του δράση, να έχει οποιαδήποτε σχέση με ένα κόμμα που συνδέει τον πατριωτισμό με τον εθνικοσοσιαλισμό. Επίσης δεν ανήκω στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήμουν και δεν ψήφισα ποτέ ΠΑΣΟΚ, πράγμα που το φέρω ως τιμή, κόντρα στο ρεύμα της «αλλαγής» που διέλυσε τη χώρα μου και τη γέμισε «Θανασάκηδες». Έχω γαλουχηθεί πολιτικά στην παραδοσιακή, πατριωτική δεξιά, αλλά εδώ και πολλά χρόνια δεν εκπροσωπούμαι από την Νέα Δημοκρατία, που δεν έχει πλέον καμιά σχέση με το κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Πολιτεύτηκα το 2012 με ένα κεντρώο κόμμα που πίστεψα ότι θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας, αλλά αποχώρησα όταν αντιλήφθηκα ότι πλανήθηκα από έναν δημαγωγό. Παρέμεινα πιστή στα πατριωτικά ιδεώδη και εξακολουθώ να αγωνίζομαι, στο πλαίσιο του Συνδέσμου Εθνικής Ενότητας, κόμμα το οποίο, αν ερευνούσατε επαρκώς, θα διαπιστώνατε και εσείς ότι δεν έχει καμιά σχέση με την «ακροδεξιά» όπως διατείνεται ο Χειμωνάς, για να δικαιολογήσει την «πολιτική» του «δράση», όπως εκείνος αντιλαμβάνεται το «μπινελίκωμα» μιας «άγνωστης» στο facebook, που τόλμησε να έχει αντίθετη άποψη, όταν πρόκειται για καταδικασθέντες καταχραστές δημοσίου χρήματος.
Με βδελυγμία βλέπω ότι αναπαρήγατε ένα άθλιο φωτομοντάζ που ανήρτησε ο Χειμωνάς, βάζοντας την φωτογραφία του επάνω στο πρόσωπο κάποιου αληθινού πατριώτη που βρίσκεται ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος των Γερμανών Ναζί. Ακόμα και εκεί δεν αντιληφθήκατε την ιεροσυλία; Πόσο επηρμένος μπορεί να είναι κάποιος που βάζει τον εαυτό του στη θέση αυτών των ηρώων;
Καλή η έμμεση διαφήμιση για τα βιβλία του Χειμωνά, κυρία Μανδηλαρά, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι, αυτή τη φορά τουλάχιστον, εσείς, και μέσω εσάς το Πρώτο Θέμα, ήταν ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ.
Δεν είμαι βέβαιη ότι θα μπείτε στον κόπο να δημοσιεύσετε αυτή την επιστολή, καθώς εγώ είμαι -όπως λέτε- μια αφανής άγνωστη. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι ότι ο κ. Χειμωνάς και εγώ ανήκουμε σε δυο διαφορετικές Ελλάδες. Και προσωπικά, προτιμώ τη δική μου Ελλάδα.
Με εκτίμηση
Μάρω Καψή».\
Απάντηση προς την κυρία Καψή
Στην κυρία Καψή, αφού έλαβε την επιστολή της, η αρχισυντάκτρια του Πολιτιστικού Τμήματος του «Πρώτου Θέματος» κυρία Τίνα Μανδηλαρά απαντά:«Αγαπητή κυρία Καψή.
Καταρχάς να σας ευχαριστήσω για την επιστολή σας και τον ευγενικό τρόπο με τον οποίο αντιπαρέρχεστε τα όσα υποστηρίζω στο κείμενο μου για τον Θανάση Χειμωνά. Ασπάζομαι την ευαίσθητη και άβολη θέση στην οποία έχετε περιέλθει και επ'ουδενί δεν επικροτώ τη χυδαία λεκτική επίθεση που είχε ως στόχο το πρόσωπο σας. Επιπλέον θεωρώ αξιέπαινη την προσωπική σας διαδρομή- μια διαζευγμένη μητέρα με δυο παιδιά, όπως επισημαίνετε στην επιστολή σας να προσπαθεί να αντεπεξέλθει στη ζούγκλα των ημερών. Εξίσου αξιομνημόνευτες είναι και οι σπουδές σας αλλά και η λεκτική επάρκεια και τα άψογα ελληνικά σας. Ωστόσο επειδή εγώ δεν συνηθίζω να επικαλούμαι ούτε το βιογραφικό μου, ούτε τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, θα ήθελα να απαντήσω ad hominem στις όποιες ενστάσεις σας. Θα μου συγχωρέσετε να πρέπει να υπερασπιστώ την καταγωγή του κυρίου Χειμωνά, τον πλούτο των διανοούμενων που συνιστούν τη μυθιστορία της οικογενειακής του προέλευσης αλλά και τα δυο σπουδαία ονόματα που τυγχάνει να είναι οι γονείς του. Ο πατέρας του Γιώργος Χειμωνάς-τον οποίο λέτε ότι δεν γνωρίζετε-τυγχάνει να είναι αναπόσπαστο μέρος της προσωπικής μου παιδείας και ειλικρινά θα θεωρούσα τον εαυτό μου αμόρφωτο αν δεν ήμουν ενήμερη για τον τρόπο που μεταμόρφωσε το αρχαίο θέατρο, που εισήγαγε τις αρχές του μοντερνισμού στις προφορικές παραδόσεις, που εισήγαγε τις ψυχιατρικές του γνώσεις στο σύγχρονο οικοδόμημα της ερμηνευτικής σχολής στην ιατρική, στο θέατρο και τη φιλοσοφία. Όπως επισημαίνω και στο κείμενο μου χωρίς τον Γιώργο Χειμωνά το ελληνικό σύμπαν των γραμμάτων και των τεχνών, το οποίο περήφανα επικαλείστε, θα ήταν πραγματικά λειψό-το ίδιο και χωρίς τα θεατρικά έργα της Λούλας Αναγνωστάκη. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι η “μανούλα” του Χειμωνά, στην οποία υποτιμητικά αναφερθήκατε, συνιστά την πεμπτουσία του σύγχρονου ελληνικού βερισμού-ας ονομάσουμε έτσι τη σχολή που ακροβατεί ανάμεσα στον νεορεαλισμό, τις εσωτερικές συγκρούσεις και το παράλογο. Δεν χρειάζεται να σας πω ότι η Λούλα Αναγνωστάκη τυγχάνει να είναι η αδελφή του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη-αυτόν ελπίζω να τον γνωρίζετε.
Όσο για τον γιο Θανάση Χειμωνά καταλαβαίνω με το δίκιο σας να εξεγείρεστε εναντίον του αλλά εγώ προσπάθησα να εξετάσω, χωρίς σε καμία περίπτωση να τον δικαιολογώ, τι μπορεί να ώθησε ένα ευγενικό παιδί μιας εγνωσμένης παιδείας και αναγνωρισμένο συγγραφικό έργο σε τέτοια συμπεριφορά. Και θα μου επιτρέψετε, βάσει της ελευθερίας του λόγου, να μπορώ να προβαίνω σε ερμηνευτικά συμπεράσματα. Κατά τα άλλα σίγουρα ασπάζομαι την αγανάκτησή σας να σας ταυτίζουν με τα μέλη της Χρυσής Αυγής με τα οποία ενδεχομένως σας συνέκρινε ο κύριος Χειμωνάς. Μήπως όμως θα πρέπει και εσείς, για λόγους προσωπικού ενδιαφέροντος και μόνο- όπως ακριβώς αρμόζει σε έναν άνθρωπο με τέτοια προσόντα και καταγωγή- να εξετάσετε τα ατοπήματα του κόμματος στο οποίο ανήκετε; Αν δεν απατώμαι ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας, τον οποίο και επίσημα εκπροσωπείτε, ήταν το μοναδικό κόμμα που έσπευσε να καταδικάσει την παραπομπή των μελών της Χρυσής Αυγής για σοβαρά ποινικά αδικήματα και να αποπέμψει από το σύμπαν των “εθνικοφρόνων” εμάς τους δημοσιογράφους που υποστηρίξαμε την ανάγκη της έννομης εκδίωξης τους. Ήταν χαρακτηριστική η επισήμανση μέσα από το επίσημο δελτίου τύπου ότι:
“...η με τυμπανοκρουσίες σύλληψη βουλευτών, που κατά την ειδησεογραφία ενέχονται σε εγκληματικές ενέργειες, έδωσε την αφορμή σε αλαλάζοντες «δημοκράτορες» να ζητούν τον αφανισμό ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, που το ψήφισαν 400 χιλιάδες Έλληνες”.
Προφανώς δεν τρέφουμε την ίδια αντίληψη και ερμηνεία περί πατριωτισμού καθώς ανάμεσα στα μέλη του κόμματος σας διακρίνω αρκετούς υμνητές της Χούντας. Κι επειδή εσείς επικαλεστήκατε στο προσωπικό σας μήνυμα-και σας ευχαριστώ ειλικρινά για αυτό-τον θείο μου Νικηφόρο Μανδηλαρά- ο οποίος ήταν και το μοναδικό θύμα της Χούντας θα σας αναφέρω απλώς το ποίημα που έγραψε ο αντίστοιχος θείος του Θανάση Χειμωνά, κάποιον Νοέμβρη του 83 Μανώλης Αναγνωστάκης: “Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό». Αυτό είναι που φοβάμαι περισσότερο από όλα και θα επιτρέψετε να έχω τη δική μου ερμηνεία όσον αφορά στην υποκρισία, τη βία και τον γενικότερο κλασαυχενισμό.
Ειλικρινά δική σας και με απόλυτο σεβασμό
Τίνα Μανδηλαρά
αρχισυντάκτρια του Πολιτιστικού Τμήματος στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα