Οταν οι Αθηναίοι διασκέδαζαν στη μάντρα του Αττίκ

Ο Αττίκ και το θεατράκι του έγραψαν τη δική τους ιδιόρρυθμη ιστορία, διασκεδάζοντας τους Αθηναίους. Η περιγραφή της εναρκτήριου παράστασης που δόθηκε το 1932 μπορεί να σας δώσει μια; ιδέα του τί γινόταν εκεί μέσα.

Με τους πρώτους καύσωνες ιδού και τα πρώτα κρούσματα του Αττίκ. Μία κάπως δροσερή βεντάλια εν είδη διαφήμισης στις εφημερίδες και έπειτα η ¨Μάντρα¨ η έναρξη της οποίας έγινε προχθές βράδυ.
Κόσμος, ωραίος κόσμος, λόγια της εποχής μας, ¨καλλιτέχνες¨ της παλιάς εποχής...

Το ανδρείκελο του Αττίκ* από το μπαλκονάκι της Μάντρας, υποδέχεται το κοινό με ελαφρό μειδίαμα στα χείλη. Σαν να λέει: Περάστε κύριοι. Εδώ βλέπετε… Μνήσθητί μου Κύριε. Τι να δει κανείς; Εδώ μεταβάλλεται το κοινό σε θίασο και οι επί σκηνής εις θεατές.
Όπως και πέρυσι βιζαβί ο μπερντές. Ο ίδιος όπως πάντα. Οι πινακίδες, μερικές γλάστρες με φυτεμένα μακαρόνια και άλλα έξυπνα και κουτά, με την παράκληση «Να αγαπάτε τα ζώα, τα φυτά και τον Αττίκ»
Ησυχία. Αξιοπρέπεια και σοβαρότης των γαϊδάρων απ’ άκρου σ’ άκρον. Όπου έξαφνα…

Ανατέλλει επί σκηνής ο κ. Αττίκ. Χαιρετά ευθαρσώς το κοινό και ευχαριστεί τον καθένα χωριστά για την τιμή που του έκανε.
-Ποια τιμή; Ρωτάει κάποιος χαζός.
-Την τιμή του εισιτηρίου σας, αγαπητέ μου. Απαντά ο κ. Αττίκ..

Ολίγα χειροκροτήματα στην αρχή και άλλα τόσα επιφωνήματα αρκούν για να ξεσπάσουν τα πνεύματα. Και οι γλώσσες αρχίζουν να κόβουν και να ράβουν. Τι μπορεί, αλήθεια, ν’ ακούσει κανείς από το στόμα του Έλληνα, όταν του δώσεις θάρρος…
Αλλά αυτό ακριβώς είνε η Μάντρα. Σε προκαλεί να βγάλεις το άχτι σου. Έτσι σου έρχεται λ.χ. να πετάξεις ένα κομμάτι παγωτό στον τράχηλο του κ. Αττίκ. Δεν έχεις παρά να το κάνεις. Ή να δώσεις μια καρπαζιά στον διπλανό σου, ο οποίος δεν γελά. Ποιος σ’ εμποδίζει; Αλλοίμονο σου, όμως, αν φωνάξεις «σουτ» για να ακούσεις. Η μόνη ελευθερία που απαγορεύεται. Μπορείς να σηκωθείς να φύγεις και να δεις από πίσω σου κρεμασμένους γκαζοντενεκέδες και φτερά κοκόρων.

Ο Αττίκ κάθεται τώρα στο πιάνο. Αλλά αυτό δεν είναι πιάνο, είναι παρωδία πιάνου. Νομίζει κανείς ότι λαλούν βατράχια. Η αρμονία όμως πιάνου και φωνής του Αττίκ είναι απόλυτη. Η φωνή έχει καλλωπιστεί με οντουλασιόν περμανάντ, και μοιάζει σαν κι’ εκείνες που απολαμβάνουμε καμιά φορά από τα πλανόδια γραμμόφωνα. Το δε πιάνο προφανώς κρυολόγησε.

Κάποιος τον ρωτάει:
-Είναι ρώσικο το πιάνο σας;
-Όχι. Γιατί;
-Μου φάνηκε ότι το φέρατε από το Καζάν της Ρωσίας.
Αλλά ο Αττίκ με την κατσαρωμένη του φωνή δεν τα χάνει:
-Θα το στείλω αύριο στο Κουρδιστάν, αγαπητέ κύριε. Ησυχάσατε…

***

Ο Αττίκ παρουσιάζει το καινούργιο του άστρο. Μία μέτζο κοντράλτο. Έ, αυτή έλειπε για να κλάψει όλος ο κόσμος μαζί με το φεγγάρι. Αλλά ώ του θαύματος. Μόλις άνοιξε το στόμα της, πεντακόσιες κιθάρες ακούστηκαν από την πλατεία να την ακομπανιάρουν. Πεντακόσια στόματα αρχίσανε: Πούμ, πάμ, πάμ, πούμ, πάμ, πάμ. Ο Αττίκ οργίζεται. Ησυχία φωνάζει. Είναι ταλέντο. «Πούμ πάμ πάμ» απαντούν τα στόματα...
-«Εφέτος τα παράπονα περνούν από λογοκρισία», αναγγέλλει ο Αττίκ. Τούτο δε διότι πέρυσι το είχατε παρακάνει. Βρίζατε το σύμπαν.
-Ώστε η ελευθεροτυπία;
-Την καταργώ, κύριε.

Και δεν έχει άδικο. Τον περνούσαν πέρυσι γενεές δεκατέσσερις. Αλλά είχε το γούστο του κι’ αυτό.
Κάποιος π.χ. του έγραψε κάποτε εν είδη παραπόνου:
Χριστός ανέστη εκ νεκρών
Κι’ επί τη Μάντρα σας πατήσας
Όλα τα χάλια σας ειδών
Εγένετο έξω φρενών
Επικατάρατε, ειπών,
Ο διάβολος είναι μαζί σας.
Έ, πώς να μή θυμώσει; Μα είναι πράγματα αυτά;



***

Ο Αττίκ αναγγέλλει διάλειμμα. Το έργον του είναι εις πράξεις δύο.
Αρχίζουν οι συνωμοσίες. Πρωτίστως συγκεντρώνονται όλοι οι τζαμπατζήδες στο βάθος αριστερά και αποφασίζουν να αξιώσουν να εμφανιστεί κάποιος νεαρός συγγραφεύς επί σκηνής. Έτσι για γούστο. Να υποκλιθεί και να φύγεί. Ωραία ιδέα. Ας γελάσουμε δίς: χά, χά. Και γελούν εν χορώ. Μεταξύ αυτών, οι πλείστοι δημοσιογράφοι, σκιτσογράφοι, συγγραφείς, μουσικοσυνθέτες. Όλοι του γλυκού νερού…

Ο «Μπερντές» αίρεται. Και ο Αττίκ διαβάζει τα παράπονα, φευ! Τρία τον αριθμόν. Άλλα χίλια τα απέρριψε η λογοκρισία. Και από τα τρία αυτά, ούτε ένα της προκοπής. Αφού ο γιακάς των θεατών, αυτή τη φορά, σηκώθηκε από μόνος του!
-Τον συγγραφέα! Φωνάζουν διάφοροι.
-Τον συγγραφεύς! Φωνάζει ο άλλος. .
-Το χερούλι, αξιώνει άλλος.

Ά το χερούλι. Το ξεχάσαμε. Ποιος δεν το ξέρει; Δύο κλακέτες από ξύλο, που χειροκροτούν μοναχές όταν κάποτε ακουστεί μια ¨έξυπνη¨ ανοησία.
-Το χερούλι, απαντά ο Αττίκ, θα χρησιμοποιηθεί όταν ξαναμιλήσεις.

Και ο θρασύς κάνει «μόκο».
«Θέλουμε τον Ντόλη», φωνάζουν οι συνωμοτήσαντες κατά του νεαρού συγγραφέα «Τον Ντόλη».
-Μου επιτρέπετε, κύριοι, να σας παρουσιάσω…
-Τον Ντόλη, φωνάζουν πάλι από το βάθος αριστερά.
-… να σας παρουσιάσω μίαν υψίφωνο εκ Ρωσίας…
-Ά, α, α, ακούγεται ένα κλάμα πάλι από το βάθος αριστερά. Θέλουμε τον Ντόλη.

Ο Ντόλης εν τω μεταξύ φροντίζει να εξαφανιστεί.
Επί τέλους. Παρουσιάζεται αντ’ αυτού επί της σκηνής ευτραφής κυρία με πλούσια τουαλέτα από κρεπ ντε σιν, με χρυσοΰφαντο κόμη και απαστράπτοντα μάτια. Πρόκειται περί της εκ Ρωσίας…
-Καλέ η άλλοτε κορίστα του Παπαγιάννη. Ουστ. Κατεργάρη.
Έτσι κι’ αυτή σταματάει και φεύγει αφήνοντας τον κόσμο στα κρύα του λουτρού.

***

Και η νύχτα προχωρεί, η δε σελήνη αρχίζει να νυστάζει. Αλλά με την σχετική δροσιά –πνεύματος και καιρού- συγκρατείται. Μόνο ο μουσικός της ¨ορχήστρας¨ έχει λυγίσει τα γόνατα και την κιθάρα. Οι θεατές όμως παραμένουν αλύγιστοι. Ο κόσμος έχει μεταβληθεί σε μια πελώρια παρέα.
Ήρθε και η ώρα της ποίησης.
-Κύριοι, θα απαγγείλω τετράστιχα του κ. Βώτη, αναγγέλλει με στόμφο ο Αττίκ…
-Ο Βώτης να τά απαγγείλει.
-Ακούστε με πρώτα,
-Το Βώτη θέλουμε. Το Βώτη.

Αλλά ο κ. Βώτης αρνείται. Δεν είναι στα κέφια του. Ή μάλλον κάνει τα νάζια του. Γι΄αυτό και ο κόσμος επιμένει. Μετά κόπου και μόχθου προσάγεται επί σκηνής.
-Όχι τώρα δεν σε θέλουμε. Φεύγα.
-Με θέλετε ή δεν με θέλετε;

Φωνες: Ναι, όχι, ναι, όχι, ναι. Η τελευταία φωνή ήταν το «ναι». Επομένως ο κ. Βώτης παραμένει και απαγγέλει με υπόκρουση του εκ Καζάν πιάνου δίστιχα, τα οποία εγράφησαν διά να απαγγελθούν από τον Αττίκ:
Σου γράφω λίγα δίστιχα
Μου είπε για καλό σου
Ο Βώτης όπως πρόπερσι
Μα πες και μοναχός σου.
Γιατ’ είναι προτιμότερο
Κι’ αν δεν σ’ αρέσει βόγγα
Εγώ από κάτω να γελώ
Και συ να τρως τη πρόγκα.
Και αυτά και άλλα.
Κατόπιν ζητήθηκε από τους θεατές να πουν δύο λέξεις που να έχουν ομοιοκαταληξία, για να ¨διαπράξει¨ ο κ. Βώτης τετράστιχα με ταχύτητα είκοσι χιλιομέτρων την ώρα.
«Ούζο», φωνάζει κάποιος.

«Απορρίπτεται» φωνάζουν οι περισσότεροι. «Στιφάδο» φωνάζει άλλος. Απορρίπτεται κι’ αυτό. «Πιτσούνι» ανακράζει τρίτος. «Πιτσούνι, πιτσούνι» φωνάζουν όλοι. Γιατί εγκρίνεται το πιτσούνι και όχι το στιφάδο; Λόξες.
-Και μια λέξη, που να ταιριάζει με το πιτσούνι.
«Ζέππελιν» προτείνει ένας σκιτσογράφος. «Βαράτε τον» απαντούν οι άλλοι. «Σαπούνι». Μάλιστα. Και πριν καλά-καλά εγκριθεί, το τετράστιχο σχηματίστηκε κάπως έτσι:

Άλλωστε εγώ ανόητοι,
Ως μη συνηθισμένος
Στέκομ’ απάνω στη σκηνή
Σαν άλαλο πιτσούνι,
Ενώ εσύ κυρ Κλέωνα,
Είσαι προορισμένος
Όχι μονάχα για σκηνή
Αλλά και για σαπούνι!

Η παράσταση τελειώνει εν μέσω θορυβωδών εκδηλώσεων εκ των οποίων και μια αξίωση: Τα λεφτά μας! Αλλά αυτό λέγεται ως αστείο. Επαξίως θεωρείται ως χαλάλι το εικοσιπεντάρικο.
*Το πραγματικό όνομα του Αττίκ ήταν Κλέων Τριανταφύλλου
(Βασισμένο σε ρεπορτάζ του Μ. Ανδραγόρα για την εφημερίδα «Πολιτεία», 1932)
Για περισσότερα: https://minoas.gr/syggrafeas/sitaras-thomas/
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς

Ειδήσεις σήμερα:

Πάρτε κουβέρτες: Το ανέκδοτο του Γιάννη Αντετοκούνμπο που... πάγωσε τον Θανάση - Δείτε βίντεο

ΗΠΑ: Σε ιστορικό χαμηλό η δημοτικότητα του Μπάιντεν - Ανησυχία στους Δημοκρατικούς

Θετικός στον κορωνοϊό ο Γκάρι Λίνεκερ: «Έχει περάσει καιρός που βρέθηκα ανάμεσα στις γραμμές»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr