Ο «άλλος» Λαυρέντης: Η Αριστερά, η Jaguar και τα κοχύλια
Ο «άλλος» Λαυρέντης: Η Αριστερά, η Jaguar και τα κοχύλια
Η βραχνή βροντερή φωνή του δεν θα ακουστεί ποτέ ξανά ζωντανά - Όμως η μνήμη της παρουσίας του, τόσο στη σκηνή όσο και εκτός αυτής, μένει για πάντα - Όπως και ορισμένες απίθανες ιστορίες, όπως τις έχει διηγηθεί ο ίδιος στο Πρώτο ΘΕΜΑ
Δεν είμαι βέβαιος ότι από τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα που για λίγο γνώρισα θέλω να κρατήσω, σαν τελευταίο μνημονικό πορτραίτο του, τον νεκρό που θα ταφεί την Τετάρτη. Για τους τύπους, η κηδεία του θα τελεστεί στις 15:30 στο Κοιμητήριο Ζωγράφου, την Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019.
Δεν είμαι βέβαιος ότι από τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα που γνώρισα θα ήθελα να θυμάμαι τη νύχτα της 23ης του περασμένου Φεβρουαρίου, όταν σωριάστηκε κρατώντας το μικρόφωνο στη σκηνή του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου. Κατά σύμπτωση, ήμουν παρών στο επεισόδιο που περιγράφει στο αφιέρωμά του στον Λαυρέντη ο Διονύσης Θανάσουλας.
Από τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα όπως τον γνώρισα, τις δύο φορές που ξόδεψε το χρόνο του για να μου παραχωρήσει συνέντευξη για το Πρώτο ΘΕΜΑ, θα ήθελα να θυμάμαι την ενέργειά του. Θα ήθελα να τον θυμάμαι όπως καθόταν πίσω από τον μικροσκοπικό πάγκο, στο χώρο όπου απομονωνόταν για να δει ευρωπαϊκή μπάλα στην τηλεόραση, στο σπίτι του, κάπου μεταξύ Κολωνακίου και Λυκαβητού. Κάπως στριμωγμένος εκεί μέσα, μιλούσε για την αριστερά και τα ματαιωμένα οράματά της, για τα κοχύλια, τα μπουζούκια, τα ταξίδια, το ποδόσφαιρο, τη μουσική, αλλά και την περιβόητη Jaguar, το αγαπημένο του αυτοκίνητο που «αλλοίωνε» -όπως άλλοι νόμιζαν- την ταξική του συνείδηση.
Θα ήθελα να θυμάμαι τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα σαν έναν πληθωρικό τύπο με βραχνή βροντερή φωνή, που σου έδινε την εντύπωση πως ανά πάσα στιγμή θα τα έκανε όλα λίμπα, θα τα τίναζε όλα στον αέρα. Θα ήθελα επίσης να τον θυμάμαι σαν έναν μικρό Ποσειδώνα, έτοιμο να διατάξει τη θάλασσα -μέσα του και γύρω του- να σηκώσει φουρτούνα. Εξάλλου, έτσι όπως καθόταν σε εκείνο το δωμάτιο περιστοιχισμένος από βιτρίνες γεμάτες από μεγάλα, παράξενα όστρακα, μαζί με ογκώδη βιβλία οστρακολογίας, με τι άλλο θα μπορούσε να μοιάζει παρά με κάποια από τις θαλάσσιες μυθικές θεότητες;
Στην αναμενόμενη ερώτηση «τι τα κάνεις όλα αυτά τα όστρακα;» ο Λαυρέντης είχε απαντήσει ότι η συλλογή τους ήταν μια «λόξα» την οποίαν είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του. Εκείνη είχε κάποτε το πρώτο κατάστημα με κοχύλια στην Αδριανού, στην Πλάκα: «Ήταν κάτι σαν κλαμπ για μυημένους, έρχονταν άνθρωποι μανιώδεις με τα όστρακα και μιλούσαν γι' αυτά με τις ώρες. Τότε δεν ήταν ακόμη όπως θα γινόταν αργότερα, που κοχύλια έβαλαν ακόμη και οι φούρνοι». Κι ύστερα είπε πως η μαμά του έκλεισε το μαγαζί, πούλησε πολλά από τα θαυμάσια αυτά όστρακα και παρόλ' αυτά απέμειναν αρκετές δεκάδες ώστε να γεμίσει τις βιτρίνες του ο Λαυρέντης. «Ασχολούμαι όσο μου το επιτρέπει ο χρόνος μου. Τα ταυτοποιώ ψάχνοντάς τις εικόνες τους στα βιβλία, κάποια τα ανταλλάσσω με άλλους, γενικά μου αρέσουν τα κοχύλια. Και, ξέρεις, τη μεγαλύτερη συλλογή στην Ελλάδα την είχε ο Δημήτρης ο Μυταράς». Τάδε έφη τον Μάρτιο του 2017 Μαχαιρίτσας, υπό την ιδιότητά του ως ερασιτέχνη οστρακολόγου.
Ο λόγος του Λαυρέντη είχε μια σπηλαιώδη, αρχέγονη και εφηβική ζέση. Σαν να μη μπορούσε να μην είναι θορυβώδης, σαν να μην μπορούσε να σταματήσει να διαμαρτύρεται. Βέβαια, διαμαρτυρόταν ακόμη και για τον εαυτό του: Στη δεύτερη συνέντευξή μας, η οποία ήταν και η πλέον προσωπική, εξομολογούνταν ότι μετάνιωνε που ήταν τόσο αυταρχικός στα πρώτα του γκρουπ. Αυτομαστιγωνόταν νοερά που δεν άφηνε κανέναν άλλον να περάσει τα τραγούδια ή τις ιδέες του «ήμουν σατράπης, απαράδεκτος. Και τι θα γινόταν, δηλαδή, αν άφηνα και καναν άλλον να πει ένα τραγούδι; Σιγά». Το ύφος του όμως έλεγε ότι, εάν ο χρόνος γύριζε πίσω, θα έκανε ακριβώς τα ίδια. Ή και χειρότερα. Γιατί αυτός ήταν ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας.
Δεν είμαι βέβαιος ότι από τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα που γνώρισα θα ήθελα να θυμάμαι τη νύχτα της 23ης του περασμένου Φεβρουαρίου, όταν σωριάστηκε κρατώντας το μικρόφωνο στη σκηνή του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου. Κατά σύμπτωση, ήμουν παρών στο επεισόδιο που περιγράφει στο αφιέρωμά του στον Λαυρέντη ο Διονύσης Θανάσουλας.
Από τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα όπως τον γνώρισα, τις δύο φορές που ξόδεψε το χρόνο του για να μου παραχωρήσει συνέντευξη για το Πρώτο ΘΕΜΑ, θα ήθελα να θυμάμαι την ενέργειά του. Θα ήθελα να τον θυμάμαι όπως καθόταν πίσω από τον μικροσκοπικό πάγκο, στο χώρο όπου απομονωνόταν για να δει ευρωπαϊκή μπάλα στην τηλεόραση, στο σπίτι του, κάπου μεταξύ Κολωνακίου και Λυκαβητού. Κάπως στριμωγμένος εκεί μέσα, μιλούσε για την αριστερά και τα ματαιωμένα οράματά της, για τα κοχύλια, τα μπουζούκια, τα ταξίδια, το ποδόσφαιρο, τη μουσική, αλλά και την περιβόητη Jaguar, το αγαπημένο του αυτοκίνητο που «αλλοίωνε» -όπως άλλοι νόμιζαν- την ταξική του συνείδηση.
Θα ήθελα να θυμάμαι τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα σαν έναν πληθωρικό τύπο με βραχνή βροντερή φωνή, που σου έδινε την εντύπωση πως ανά πάσα στιγμή θα τα έκανε όλα λίμπα, θα τα τίναζε όλα στον αέρα. Θα ήθελα επίσης να τον θυμάμαι σαν έναν μικρό Ποσειδώνα, έτοιμο να διατάξει τη θάλασσα -μέσα του και γύρω του- να σηκώσει φουρτούνα. Εξάλλου, έτσι όπως καθόταν σε εκείνο το δωμάτιο περιστοιχισμένος από βιτρίνες γεμάτες από μεγάλα, παράξενα όστρακα, μαζί με ογκώδη βιβλία οστρακολογίας, με τι άλλο θα μπορούσε να μοιάζει παρά με κάποια από τις θαλάσσιες μυθικές θεότητες;
Στην αναμενόμενη ερώτηση «τι τα κάνεις όλα αυτά τα όστρακα;» ο Λαυρέντης είχε απαντήσει ότι η συλλογή τους ήταν μια «λόξα» την οποίαν είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του. Εκείνη είχε κάποτε το πρώτο κατάστημα με κοχύλια στην Αδριανού, στην Πλάκα: «Ήταν κάτι σαν κλαμπ για μυημένους, έρχονταν άνθρωποι μανιώδεις με τα όστρακα και μιλούσαν γι' αυτά με τις ώρες. Τότε δεν ήταν ακόμη όπως θα γινόταν αργότερα, που κοχύλια έβαλαν ακόμη και οι φούρνοι». Κι ύστερα είπε πως η μαμά του έκλεισε το μαγαζί, πούλησε πολλά από τα θαυμάσια αυτά όστρακα και παρόλ' αυτά απέμειναν αρκετές δεκάδες ώστε να γεμίσει τις βιτρίνες του ο Λαυρέντης. «Ασχολούμαι όσο μου το επιτρέπει ο χρόνος μου. Τα ταυτοποιώ ψάχνοντάς τις εικόνες τους στα βιβλία, κάποια τα ανταλλάσσω με άλλους, γενικά μου αρέσουν τα κοχύλια. Και, ξέρεις, τη μεγαλύτερη συλλογή στην Ελλάδα την είχε ο Δημήτρης ο Μυταράς». Τάδε έφη τον Μάρτιο του 2017 Μαχαιρίτσας, υπό την ιδιότητά του ως ερασιτέχνη οστρακολόγου.
Ο λόγος του Λαυρέντη είχε μια σπηλαιώδη, αρχέγονη και εφηβική ζέση. Σαν να μη μπορούσε να μην είναι θορυβώδης, σαν να μην μπορούσε να σταματήσει να διαμαρτύρεται. Βέβαια, διαμαρτυρόταν ακόμη και για τον εαυτό του: Στη δεύτερη συνέντευξή μας, η οποία ήταν και η πλέον προσωπική, εξομολογούνταν ότι μετάνιωνε που ήταν τόσο αυταρχικός στα πρώτα του γκρουπ. Αυτομαστιγωνόταν νοερά που δεν άφηνε κανέναν άλλον να περάσει τα τραγούδια ή τις ιδέες του «ήμουν σατράπης, απαράδεκτος. Και τι θα γινόταν, δηλαδή, αν άφηνα και καναν άλλον να πει ένα τραγούδι; Σιγά». Το ύφος του όμως έλεγε ότι, εάν ο χρόνος γύριζε πίσω, θα έκανε ακριβώς τα ίδια. Ή και χειρότερα. Γιατί αυτός ήταν ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας.
Ας επιτραπεί η παράθεση ορισμένων αποσπασμάτων από εκείνη τη συνέντευξη του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, όπως δημοσιεύτηκε στο ένθετο People της εφημερίδας Πρώτο ΘΕΜΑ, την Κυριακή 18 Μαρτίου 2017:
Για σένα, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη, τι έχει αλλάξει το τελευταίο διάστηµα;
Το βασικό που αλλάζει για µένα, όπως και για τον καθένα, είναι ότι περνάει ο χρόνος από πάνω µας. Όσο και αν φαίνεται αυτονόητο και κοινότοπο, είναι συνταρακτικό. Γι’ αυτό έγινε τόσο µεγάλη επιτυχία το «Μαµά γερνάω» της Τάνιας Τσανακλίδου. Λες, π.χ., το ιδανικό για εµένα είναι «ναγεράσω καλά», δηλαδή να µη γυρνάω στα ψυχιατρεία. ΟΚ, αλλά ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Όταν ήµουν πιτσιρικάς έπαιρνα το Interrail και επί έναν µήνα κοιµόµουν µέσα σε βαγόνια τρένου που ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη, αλλού ξυπνούσα, αλλού βρισκόµουν, µία στη Νορβηγία και µία στη Βαρκελώνη. Αυτό δεν µπορώ να το κάνω πια ούτε κατά διάνοια. Η κόρη µου, όµως, µπορεί: κάνει κινηµατογραφικές σπουδές στη Βρετανία και από το χαρτζιλίκι της ταξιδεύει.
Είναι αλήθεια πως κάποτε αναγκάστηκες να αλλάξεις την Jaguar για ένα 500αρακι Fiat;
Αυτή η ιστορία είναι πολύ αστεία. Και είναι η απόδειξη ότι τον Έλληνα δεν τον πιάνεις «ούτε στο σακί ούτε στο τσουβάλι». Είχε γίνει θέµα το ότι είχα αγοράσει µια µεταχειρισµένη Jaguar, ευκαιρία, από κάποιον που τη χρώσταγε και θα του την έπαιρναν. Καταπληκτικό αυτοκίνητο, γούσταρα τρελά να την οδηγώ, αλλά το να πάω Αθήνα-Θεσσαλονίκη µου κόστιζε σε καύσιµα όσο δύο αεροπορικά εισιτήρια. Ήταν ασύµφορη και την έδωσα. Προηγουµένως όµως είχε συµβεί το εξής: σε µια συναυλία στον Νέστο φεύγαµε από έναν στενό δρόµο µαζί µε το κοινό. Η αυτοκινητοποµπή ήταν ο Σάκης Μπουλάς µε µια Porsche 911 κάµπριο, ο Δηµήτρης Σταρόβας µε µια νοικιάρικη Mercedes, ο διοργανωτής µε κάποιο ακριβό ευρωπαϊκό σεντάν και εγώ µε την Jaguar. Μου χτυπάει κάποιος το παράθυρο και µου λέει: «Αλλα τραγούδια λέγατε µέσα, τον µαύρο τον θερµαστή κ.λπ. Και τώρα µου φεύγεις µε τη Jaguar». Τι να του πω; Ότι την είχα αγοράσει πιο φθηνά κι από τζιπ; Πάει αυτό. Το επόµενο επεισόδιο είναι όταν έφευγα, µέσα στο καταχείµωνο, από το κέντροό που εµφανιζόµασταν πέρυσι [σσ: 2016] µε τον Γιάννη Κότσιρα. Μπαίνω στο 500αρακι που έχω τώρα και ακούω «α, ρε Μαχαιρίτσα, τέρµα οι Jaguar, τέρµα και τα µεγαλεία». Πέθανα στα γέλια γιατί, ό,τι και να κάνεις πάντα θα δέχεσαι κριτική. Κανείς δεν µπορεί να είναι αρεστός σε όλους. Και ούτε πρέπει, δεν είναι φυσιολογικό.
Βρίσκεις αφορµές αισιοδοξίας στην κατάσταση που επικρατεί σήµερα [σσ: 2017] στην Ελλάδα;
Αισιοδοξία υπάρχει γιατί είναι αυτή η χώρα, η Ελλάδα, σε αυτό το µέρος που είναι. Έρχεται το καλοκαίρι, οπότε το µυαλό µας αναγκαστικά θα ξεφύγει από τα προβλήµατα, όπως στην ταινία «Καλώς ήλθε το δολάριο», µε τους Αµερικανούς ναύτες που έφταναν στον Πειραιά. Μου φαίνεται ότι στο τέλος πάµε για εκεί: να περιµένουµε τους τουρίστες, όπως έκαναν οι «κοπέλες» στη µεταπολεµική Τρούµπα. Είναι τρελό.
Οι δίσκοι σου πάντοτε είχαν µια, έµµεση έστω, πολιτική χροιά. Εσύ, ως αριστερός, δεν θα έπρεπε να µιλήσεις πιο ανοιχτά για την πολιτική κατάσταση, για τις βίαιες αλλαγές που προωθούνται στην κοινωνία κ.λπ.;
Έχει αποδειχθεί ότι «έχει µασήσει η κατσίκα ταραµά» εδώ και χρόνια -έγιναν όλα ίσιωµα, Δεξιά και Αριστερά στην Ελλάδα. Το κερασάκι σε αυτή την τούρτα ήταν βέβαια η «Πρώτη Φορά Αριστερά». Δυστυχώς, όλοι εµείς µε το αριστερό όραµα, που πιστέψαµε στον υπαρκτό σοσιαλισµό κ.λπ., το φάγαµε το πακέτο. Είδαµε ότι κατέρρευσαν ολόκληρες αυτοκρατορίες, οπότε είπαµε ότι ναι µεν κατέρρευσαν ως κρατικά συστήµατα, αλλά µια αριστερή κυβέρνηση θα µπορούσε να είναι λίγο καλύτερη. Αλλά δεν είναι. Βέβαια, λες για µια στιγµή «πω πω, είναι αστεία αυτή η κυβέρνηση», από την άλλη όµως βλέπεις ότι πριν από µερικούς µήνες ήµασταν στα πρόθυρα ρωσοτουρκικού πολέµου και τώρα ξαφνικά η Τουρκία κάνει πόλεµο µε την ΕΕ. Είναι παντού µια τρέλα. Ίσως γι’ αυτό και ο κόσµος στην Ελλάδα ξεσαλώνει και τρέχει στα µπουζουξίδικα, να γλεντήσει σαν να µην υπάρχει αύριο. Τρελαίνονται όλοι και το ρίχνουν στο… καλαµατιανό.
Και τι µπορούµε να κάνουµε τόσο εσύ ως καλλιτέχνης όσο και όλοι εµείς ως απλοί πολίτες;
Στον καινούριο δίσκο [σσ: «Άλλαξαν Πολλά»] υπάρχει ένα τραγούδι που λέγεται «Στην κουζίνα». Και λέει «τι ζήσαµε εµείς; Φύγανε τα χρόνια εκείνα, χωρίς Ρώµες και Λονδίνα, ούτε καν ως την Αθήνα και ό,τι µας έµεινε είναι µια βόλτα µες στην κουζίνα». Το θέµα είναι να µην τα δεχόµαστε όλα αδιαµαρτύρητα. Ας κινηθούµε λίγο. Ας αντιδράσουµε όπως και όσο περισσότερο µπορούµε. Όµως, θεωρώ ότι στο µόνο που µπορεί να αντιδράσει µαζικά ο κόσµος είναι στα γενικότερα σχέδια και τα πλάνα που προωθούνται.
Σαν κριτής σε σόου ανάδειξης ταλέντων θα πήγαινες;
Τα θεωρώ ρωµαϊκή αρένα, δεν θα συµµετείχα ποτέ σε κάτι τέτοιο. Το όλο πράγµα, έτσι όπως στήνεται, είναι αιµοβόρο, κανιβαλιστικό για τα παιδιά που διαγωνίζονται, πολλά από τα οποία αξίζουν πραγµατικά, αλλά µπαίνουν στη µηχανή του κιµά που αλέθει τηλεθέαση. Κατά καιρούς µου έχουν γίνει προτάσεις, αλλά δεν πάω. Θα πουν ότι είµαι για το ψυχιατρείο: Από τη µία τους κράζω και από την άλλη πηγαίνω να κάνω τον κριτή και τον ινστρούχτορα; Ας γινόντουσαν εκποµπές µε ταλέντα αλλά χωρίς διαγωνιστικό στοιχείο. Γιατί τα πάντα θα πρέπει να έχουν σασπένς σε αυτή τη ζωή;
Για σένα, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη, τι έχει αλλάξει το τελευταίο διάστηµα;
Το βασικό που αλλάζει για µένα, όπως και για τον καθένα, είναι ότι περνάει ο χρόνος από πάνω µας. Όσο και αν φαίνεται αυτονόητο και κοινότοπο, είναι συνταρακτικό. Γι’ αυτό έγινε τόσο µεγάλη επιτυχία το «Μαµά γερνάω» της Τάνιας Τσανακλίδου. Λες, π.χ., το ιδανικό για εµένα είναι «ναγεράσω καλά», δηλαδή να µη γυρνάω στα ψυχιατρεία. ΟΚ, αλλά ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Όταν ήµουν πιτσιρικάς έπαιρνα το Interrail και επί έναν µήνα κοιµόµουν µέσα σε βαγόνια τρένου που ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη, αλλού ξυπνούσα, αλλού βρισκόµουν, µία στη Νορβηγία και µία στη Βαρκελώνη. Αυτό δεν µπορώ να το κάνω πια ούτε κατά διάνοια. Η κόρη µου, όµως, µπορεί: κάνει κινηµατογραφικές σπουδές στη Βρετανία και από το χαρτζιλίκι της ταξιδεύει.
Είναι αλήθεια πως κάποτε αναγκάστηκες να αλλάξεις την Jaguar για ένα 500αρακι Fiat;
Αυτή η ιστορία είναι πολύ αστεία. Και είναι η απόδειξη ότι τον Έλληνα δεν τον πιάνεις «ούτε στο σακί ούτε στο τσουβάλι». Είχε γίνει θέµα το ότι είχα αγοράσει µια µεταχειρισµένη Jaguar, ευκαιρία, από κάποιον που τη χρώσταγε και θα του την έπαιρναν. Καταπληκτικό αυτοκίνητο, γούσταρα τρελά να την οδηγώ, αλλά το να πάω Αθήνα-Θεσσαλονίκη µου κόστιζε σε καύσιµα όσο δύο αεροπορικά εισιτήρια. Ήταν ασύµφορη και την έδωσα. Προηγουµένως όµως είχε συµβεί το εξής: σε µια συναυλία στον Νέστο φεύγαµε από έναν στενό δρόµο µαζί µε το κοινό. Η αυτοκινητοποµπή ήταν ο Σάκης Μπουλάς µε µια Porsche 911 κάµπριο, ο Δηµήτρης Σταρόβας µε µια νοικιάρικη Mercedes, ο διοργανωτής µε κάποιο ακριβό ευρωπαϊκό σεντάν και εγώ µε την Jaguar. Μου χτυπάει κάποιος το παράθυρο και µου λέει: «Αλλα τραγούδια λέγατε µέσα, τον µαύρο τον θερµαστή κ.λπ. Και τώρα µου φεύγεις µε τη Jaguar». Τι να του πω; Ότι την είχα αγοράσει πιο φθηνά κι από τζιπ; Πάει αυτό. Το επόµενο επεισόδιο είναι όταν έφευγα, µέσα στο καταχείµωνο, από το κέντροό που εµφανιζόµασταν πέρυσι [σσ: 2016] µε τον Γιάννη Κότσιρα. Μπαίνω στο 500αρακι που έχω τώρα και ακούω «α, ρε Μαχαιρίτσα, τέρµα οι Jaguar, τέρµα και τα µεγαλεία». Πέθανα στα γέλια γιατί, ό,τι και να κάνεις πάντα θα δέχεσαι κριτική. Κανείς δεν µπορεί να είναι αρεστός σε όλους. Και ούτε πρέπει, δεν είναι φυσιολογικό.
Βρίσκεις αφορµές αισιοδοξίας στην κατάσταση που επικρατεί σήµερα [σσ: 2017] στην Ελλάδα;
Αισιοδοξία υπάρχει γιατί είναι αυτή η χώρα, η Ελλάδα, σε αυτό το µέρος που είναι. Έρχεται το καλοκαίρι, οπότε το µυαλό µας αναγκαστικά θα ξεφύγει από τα προβλήµατα, όπως στην ταινία «Καλώς ήλθε το δολάριο», µε τους Αµερικανούς ναύτες που έφταναν στον Πειραιά. Μου φαίνεται ότι στο τέλος πάµε για εκεί: να περιµένουµε τους τουρίστες, όπως έκαναν οι «κοπέλες» στη µεταπολεµική Τρούµπα. Είναι τρελό.
Οι δίσκοι σου πάντοτε είχαν µια, έµµεση έστω, πολιτική χροιά. Εσύ, ως αριστερός, δεν θα έπρεπε να µιλήσεις πιο ανοιχτά για την πολιτική κατάσταση, για τις βίαιες αλλαγές που προωθούνται στην κοινωνία κ.λπ.;
Έχει αποδειχθεί ότι «έχει µασήσει η κατσίκα ταραµά» εδώ και χρόνια -έγιναν όλα ίσιωµα, Δεξιά και Αριστερά στην Ελλάδα. Το κερασάκι σε αυτή την τούρτα ήταν βέβαια η «Πρώτη Φορά Αριστερά». Δυστυχώς, όλοι εµείς µε το αριστερό όραµα, που πιστέψαµε στον υπαρκτό σοσιαλισµό κ.λπ., το φάγαµε το πακέτο. Είδαµε ότι κατέρρευσαν ολόκληρες αυτοκρατορίες, οπότε είπαµε ότι ναι µεν κατέρρευσαν ως κρατικά συστήµατα, αλλά µια αριστερή κυβέρνηση θα µπορούσε να είναι λίγο καλύτερη. Αλλά δεν είναι. Βέβαια, λες για µια στιγµή «πω πω, είναι αστεία αυτή η κυβέρνηση», από την άλλη όµως βλέπεις ότι πριν από µερικούς µήνες ήµασταν στα πρόθυρα ρωσοτουρκικού πολέµου και τώρα ξαφνικά η Τουρκία κάνει πόλεµο µε την ΕΕ. Είναι παντού µια τρέλα. Ίσως γι’ αυτό και ο κόσµος στην Ελλάδα ξεσαλώνει και τρέχει στα µπουζουξίδικα, να γλεντήσει σαν να µην υπάρχει αύριο. Τρελαίνονται όλοι και το ρίχνουν στο… καλαµατιανό.
Και τι µπορούµε να κάνουµε τόσο εσύ ως καλλιτέχνης όσο και όλοι εµείς ως απλοί πολίτες;
Στον καινούριο δίσκο [σσ: «Άλλαξαν Πολλά»] υπάρχει ένα τραγούδι που λέγεται «Στην κουζίνα». Και λέει «τι ζήσαµε εµείς; Φύγανε τα χρόνια εκείνα, χωρίς Ρώµες και Λονδίνα, ούτε καν ως την Αθήνα και ό,τι µας έµεινε είναι µια βόλτα µες στην κουζίνα». Το θέµα είναι να µην τα δεχόµαστε όλα αδιαµαρτύρητα. Ας κινηθούµε λίγο. Ας αντιδράσουµε όπως και όσο περισσότερο µπορούµε. Όµως, θεωρώ ότι στο µόνο που µπορεί να αντιδράσει µαζικά ο κόσµος είναι στα γενικότερα σχέδια και τα πλάνα που προωθούνται.
Σαν κριτής σε σόου ανάδειξης ταλέντων θα πήγαινες;
Τα θεωρώ ρωµαϊκή αρένα, δεν θα συµµετείχα ποτέ σε κάτι τέτοιο. Το όλο πράγµα, έτσι όπως στήνεται, είναι αιµοβόρο, κανιβαλιστικό για τα παιδιά που διαγωνίζονται, πολλά από τα οποία αξίζουν πραγµατικά, αλλά µπαίνουν στη µηχανή του κιµά που αλέθει τηλεθέαση. Κατά καιρούς µου έχουν γίνει προτάσεις, αλλά δεν πάω. Θα πουν ότι είµαι για το ψυχιατρείο: Από τη µία τους κράζω και από την άλλη πηγαίνω να κάνω τον κριτή και τον ινστρούχτορα; Ας γινόντουσαν εκποµπές µε ταλέντα αλλά χωρίς διαγωνιστικό στοιχείο. Γιατί τα πάντα θα πρέπει να έχουν σασπένς σε αυτή τη ζωή;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα