Πιρς Μπρόσναν: Ο Όλιβερ Τουίστ του Χόλιγουντ
Πιρς Μπρόσναν: Ο Όλιβερ Τουίστ του Χόλιγουντ
Η ζωή του θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα του Ντίκενς ή του Ουγκό - Οι τραγωδίες τον σημάδεψαν και οι ευτυχισμένες στιγμές ήταν σαν μικρές εκεχειρίες στον σκληρό πόλεμο της επιβίωσης
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ο 67χρονος Ιρλανδός θεωρείται ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ που πέρασε από τη μεγάλη οθόνη μέχρι να εμφανιστεί ο Ντάνιελ Κρεγκ. Γοητευτικός, με διαπεραστικό βλέμμα, αινιγματικό χαμόγελο, το απόλυτο αρσενικό στερεότυπο των Αρλεκιν, μιλά πάντα ξεκάθαρα απέχοντας από τα χολιγουντιανά πρότυπα των στρογγυλεμένων απαντήσεων. Επαγγελματικά δραστήριος, δεν σταματά να γυρίζει ταινίες, ενώ είναι και εξαιρετικός ζωγράφος, με πίνακά του να δημοπρατείται για φιλανθρωπικούς σκοπούς αγγίζοντας το ποσό του 1,2 εκατ. ευρώ.
Η έξαρση της πανδημίας τον βρήκε στην έπαυλή του στη Χαβάη, εκεί όπου πέρασε το lockdown μαζί με την επί 26 χρόνια σύζυγό του, τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Κίλι Σέι Σμιθ, και τους δύο γιους τους: τον Πάρις, 19 ετών, σκηνοθέτη, και τον Ντίλαν, 23 ετών, μοντέλο και τραγουδιστή των Raspberry Blonde.
«Είμαστε δεμένη οικογένεια και ο COVID-19 μάς έφερε ακόμα πιο κοντά, ενώ μου έδωσε χρόνο με τα παιδιά μου που πριν δεν είχα», αναφέρει στην εφημερίδα «Τhe Guardian» ο Πιρς Μπρόσναν, και εξηγεί ότι δημιούργησε λογαριασμό στο Instagram προκειμένου να βλέπει πώς χειρίζονται το Μέσο οι γιοι του: «Γνωρίζω καλά ότι αυτή τη στιγμή το αποτύπωμα που αφήνει κάποιος στα social media θα τον ακολουθεί μια ζωή, γι’ αυτό έχω αγωνία αν τα παιδιά μου το χειρίζονται σωστά».
Στις συνεντεύξεις του φροντίζει να υπογραμμίζει ότι μεγάλωσε χωρίς πατρικό πρότυπο και πως ό,τι κατάφερε ως γονιός ήταν καθαρά δικό του επίτευγμα. «Δεν ήξερα πώς είναι το πατρικό ένστικτο γιατί στο παρελθόν μου δεν υπήρχε τέτοια αναφορά. Σήμερα, λοιπόν, ξέρω τι σημαίνει να μεγαλώνεις γιους. Είναι ένας κακοτράχαλος και δύσκολος δρόμος. Το πατρικό μου ένστικτο είναι δικό μου. Μόνο δικό μου. Το κατέκτησα».
Στο ξεκίνημα της ζωής του, στις 16 Μαΐου του 1953 στην πόλη Ντροχέντα της Ιρλανδίας, άνοιξε και το κουτί της Πανδώρας, από το οποίο κατά καιρούς ξεχύνονταν οι τραγωδίες που βίωσε. Η παιδική του ηλικία υπήρξε εξαιρετικά δύσβατη από τη στιγμή που ο πατέρας του αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένειά του.
Ο ίδιος ήταν μόλις 4 ετών όταν είδε τη μητέρα του να τον εγκαταλείπει κι αυτή αναζητώντας μια δουλειά στο Λονδίνο. Ο μικρός αλλάζει συνέχεια σπίτια και μεγαλώνει μία με τους παππούδες του και μία με τους θείους και τις θείες του περιμένοντας πως κάποια στιγμή θα ανταμώσει με τη μητέρα του. Αυτό έγινε στα 12 του. Τότε το χωριατόπαιδο από την Ιρλανδία αναχώρησε για το Λονδίνο.
Η μητέρα του πλέον είχε ξαναπαντρευτεί και ο Πιρς ήρθε αντιμέτωπος με μια καινούρια συνθήκη. Αντεξε το σχολείο μέχρι τα 15 του: «Το να είσαι Ιρλανδός στο Λονδίνο του 1964 ήταν κάτι που κανείς δεν σ’ άφηνε να το ξεχάσεις. Ολοι σου θύμιζαν με κάθε πιθανό τρόπο ότι είσαι ξένος», δήλωσε χρόνια αργότερα.
Κατέληξε να δουλεύει σε ένα τσίρκο, άλλοτε ως κλόουν και άλλοτε καταπίνοντας φλόγες, ενώ παράλληλα γράφτηκε σε μια δραματική σχολή με τις ευλογίες της μητέρας του που υπήρξε άκρως υποστηρικτική. Ξεκίνησε από μικρούς ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές και το 1976 ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας Τενεσί Ουίλιαμς του αναθέτει τον ρόλο του Μακ Κέιμπ στο έργο του «Το σημάδι του κόκκινου διαβόλου» με τον όρο να τον συναντήσει πρώτα από κοντά.
Η έξαρση της πανδημίας τον βρήκε στην έπαυλή του στη Χαβάη, εκεί όπου πέρασε το lockdown μαζί με την επί 26 χρόνια σύζυγό του, τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Κίλι Σέι Σμιθ, και τους δύο γιους τους: τον Πάρις, 19 ετών, σκηνοθέτη, και τον Ντίλαν, 23 ετών, μοντέλο και τραγουδιστή των Raspberry Blonde.
«Είμαστε δεμένη οικογένεια και ο COVID-19 μάς έφερε ακόμα πιο κοντά, ενώ μου έδωσε χρόνο με τα παιδιά μου που πριν δεν είχα», αναφέρει στην εφημερίδα «Τhe Guardian» ο Πιρς Μπρόσναν, και εξηγεί ότι δημιούργησε λογαριασμό στο Instagram προκειμένου να βλέπει πώς χειρίζονται το Μέσο οι γιοι του: «Γνωρίζω καλά ότι αυτή τη στιγμή το αποτύπωμα που αφήνει κάποιος στα social media θα τον ακολουθεί μια ζωή, γι’ αυτό έχω αγωνία αν τα παιδιά μου το χειρίζονται σωστά».
Στις συνεντεύξεις του φροντίζει να υπογραμμίζει ότι μεγάλωσε χωρίς πατρικό πρότυπο και πως ό,τι κατάφερε ως γονιός ήταν καθαρά δικό του επίτευγμα. «Δεν ήξερα πώς είναι το πατρικό ένστικτο γιατί στο παρελθόν μου δεν υπήρχε τέτοια αναφορά. Σήμερα, λοιπόν, ξέρω τι σημαίνει να μεγαλώνεις γιους. Είναι ένας κακοτράχαλος και δύσκολος δρόμος. Το πατρικό μου ένστικτο είναι δικό μου. Μόνο δικό μου. Το κατέκτησα».
Στο ξεκίνημα της ζωής του, στις 16 Μαΐου του 1953 στην πόλη Ντροχέντα της Ιρλανδίας, άνοιξε και το κουτί της Πανδώρας, από το οποίο κατά καιρούς ξεχύνονταν οι τραγωδίες που βίωσε. Η παιδική του ηλικία υπήρξε εξαιρετικά δύσβατη από τη στιγμή που ο πατέρας του αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένειά του.
Ο ίδιος ήταν μόλις 4 ετών όταν είδε τη μητέρα του να τον εγκαταλείπει κι αυτή αναζητώντας μια δουλειά στο Λονδίνο. Ο μικρός αλλάζει συνέχεια σπίτια και μεγαλώνει μία με τους παππούδες του και μία με τους θείους και τις θείες του περιμένοντας πως κάποια στιγμή θα ανταμώσει με τη μητέρα του. Αυτό έγινε στα 12 του. Τότε το χωριατόπαιδο από την Ιρλανδία αναχώρησε για το Λονδίνο.
Η μητέρα του πλέον είχε ξαναπαντρευτεί και ο Πιρς ήρθε αντιμέτωπος με μια καινούρια συνθήκη. Αντεξε το σχολείο μέχρι τα 15 του: «Το να είσαι Ιρλανδός στο Λονδίνο του 1964 ήταν κάτι που κανείς δεν σ’ άφηνε να το ξεχάσεις. Ολοι σου θύμιζαν με κάθε πιθανό τρόπο ότι είσαι ξένος», δήλωσε χρόνια αργότερα.
Κατέληξε να δουλεύει σε ένα τσίρκο, άλλοτε ως κλόουν και άλλοτε καταπίνοντας φλόγες, ενώ παράλληλα γράφτηκε σε μια δραματική σχολή με τις ευλογίες της μητέρας του που υπήρξε άκρως υποστηρικτική. Ξεκίνησε από μικρούς ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές και το 1976 ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας Τενεσί Ουίλιαμς του αναθέτει τον ρόλο του Μακ Κέιμπ στο έργο του «Το σημάδι του κόκκινου διαβόλου» με τον όρο να τον συναντήσει πρώτα από κοντά.
«Μπήκα αμέσως σ’ ένα λεωφορείο για να πάω στο σπίτι του. Θυμάμαι ότι μου φαινόταν πως το λεωφορείο πήγαινε βασανιστικά αργά, γι’ αυτό κατέβηκα και άρχισα να τρέχω πιστεύοντας ότι έτσι θα έφτανα πιο γρήγορα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή όταν χτύπησα το κουδούνι του. Διαβάσαμε μαζί κάποιες σκηνές από το έργο και κάπως έτσι πήρα τη δουλειά», λέει. Τον επόμενο χρόνο πρωταγωνίστησε στο θεατρικό του Εντουάρντο ντε Φίλιππο «Φιλουμένα Μαρτουράνο», που σκηνοθέτησε ο Φράνκο Τζεφιρέλι.
Επιτυχίες & απώλειες
Το 1977 επισκέπτεται έναν φίλο για πόκερ. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα πεινάει και ανοίγει το ψυγείο αρχίζοντας να τρώει ό,τι βρίσκει, όταν ακούει μια γυναικεία φωνή να του λέει: «Τι κάνεις εκεί; Τρως το φαγητό των παιδιών μου!». Ξαφνιασμένος, γυρίζει και αντικρίζει, όπως είπε αργότερα, «την πιο όμορφη γυναίκα που είχα δει ποτέ μου».
Κάπως έτσι, η ηθοποιός Κασσάνδρα Χάρις, που μάλιστα είχε παίξει και σε ταινία του Τζέιμς Μποντ, έγινε σύντροφος ζωής για τα επόμενα 14 χρόνια. Μέσα σε λίγους μήνες το ζευγάρι συγκατοίκησε και το 1980 παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στο Λος Αντζελες μαζί με τα παιδιά της Κασσάνδρας, Κρίστοφερ και Σάρλοτ, τα οποία ο Μπρόσναν υιοθέτησε, ενώ απέκτησαν και μαζί έναν γιο, τον Σον.
Αποφασισμένος να τα καταφέρει κυνηγούσε κάθε οντισιόν ώσπου βρήκε τον πρώτο μεγάλο ρόλο της καριέρας του. Θα υποδυόταν τον ντετέκτιβ Ρέμινγκτον Στιλ στο NBC για τα επόμενα πέντε χρόνια και θα γινόταν επιτέλους γνωστός. Μάλιστα στα γυρίσματα ενός επεισοδίου στην Ιρλανδία και ενώ είναι 31 ετών θα συναντήσει για πρώτη φορά τον πατέρα του. Οι δυο τους θα μιλήσουν για λίγο και δεν θα ξαναϊδωθούν ποτέ. Ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή δύο χρόνια μετά. Για τη συνάντησή τους ο ηθοποιός είχε πει: «Είδα τον Τομ μόνο μία φορά. Θα ήθελα να είχα περάσει περισσότερο χρόνο μαζί του, αλλά...».
Το 1986 οι παραγωγοί του Τζέιμς Μποντ του προτείνουν να διαδεχθεί τον Ρότζερ Μουρ, όμως παρόλο που το επιθυμούσε διακαώς, το συμβόλαιό του με το NBC δεν του επέτρεψε να δεχτεί την πρόταση και ο Τίμοθι Ντάλτον έγινε ο νέος 007. Και ενώ όλα έδειχναν καλά, η σύζυγός του διαγνώστηκε με καρκίνο των ωοθηκών.
Η μάχη ήταν άνιση και όλη η οικογένεια στάθηκε στο πλευρό της. Εφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 1991 σε ηλικία μόλις 43 ετών. «Τέτοια γεγονότα αφήνουν ένα τεράστιο σημάδι στην καρδιά σου, το οποίο δεν φεύγει ποτέ. Το να βλέπεις κάποιον που αγαπάς να του τρώει τη ζωή μέρα με τη μέρα αυτή η άθλια ασθένεια γίνεται ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής σου», αναφέρει σε συνέντευξή του στο «Esquire».
Τρία χρόνια μετά τον χαμό της Χάρις γνωρίζει τη δημοσιογράφο Κίλι Σέι Σμιθ και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Η ζωή μοιάζει να θέλει να του ξαναδείξει το καλό της πρόσωπο και το 1995 επανέρχεται η πρόταση να ενσαρκώσει τον θρυλικό πράκτορα 007.
Ο νέος Μποντ γεννιέται. Το «Golden Eye» σημειώνει ρεκόρ εισπράξεων, το «Tomorrow Never Dies» το ίδιο. Ολοι συμφωνούν ότι είναι ο καλύτερος Μποντ που έχουν δει. Καλύτερος και από τους Σον Κόνερι και Ρότζερ Μουρ.
Ο Μπρόσναν δείχνει την ανθρώπινη πλευρά του πράκτορα και μέχρι το 2002 γυρίζει άλλες δύο ταινίες, το «The World Is Not Enough» και το «Die Another Day». Στο διάστημα αυτών των επτά χρόνων παντρεύτηκε με την Κέλι, έκαναν τα δύο αγόρια τους, κατέκτησε όλα όσα ονειρευόταν επαγγελματικά και ξαφνικά το 2000 παραλίγο να έρθει αντιμέτωπος για μία ακόμη φορά με τον τρόμο της απώλειας όταν ο γιος του Σον έμεινε σε κώμα ύστερα από σοβαρό τροχαίο, τραυματισμένος στη σπονδυλική στήλη.
Μέχρι να πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο ο Μπρόσναν δεν έφυγε από το πλευρό του, ενώ απέρριψε τον ρόλο ενός πατέρα που έπρεπε να διαχειριστεί τον θάνατο του γιου του σε τροχαίο, στην ταινία «The Greatest», γιατί έτρεμε στην ιδέα να είναι προφητικό το σενάριο και για το δικό του παιδί.
Οι εκεχειρίες χαράς στη ζωή του δεν κρατούν πολύ. Το 2011, κι ενώ συμμετείχε δυναμικά στον αγώνα κατά του καρκίνου, μαθαίνει ότι η κόρη του έχει την ίδια ασθένεια με τη μητέρα της. Αγωνίζεται για δύο χρόνια και 15 ημέρες πριν καταλήξει σε ηλικία 41 ετών. Ο Μπρόσναν τη συνοδεύει με δάκρυα στα μάτια νύφη στην εκκλησία.
«Στις 28 Ιουνίου, στις 2 τα μεσάνυχτα, η αγαπημένη μου κόρη Σάρλοτ-Εμιλι άφησε την τελευταία της πνοή και άρχισε το ταξίδι της για την αιωνιότητα. Εφυγε περιτριγυρισμένη από τον άντρα της Αλεξ, τα παιδιά τους Λούκας και Ιζαμπέλα και τους αδελφούς της Κρίστοφερ και Σον. Η Σάρλοτ πολέμησε με αξιοπρέπεια και κουράγιο την ασθένεια. Η καρδιά μας βαραίνει με την απώλεια του πανέμορφου κοριτσιού μας. Προσευχόμαστε για την ψυχή της και ελπίζουμε να έχουμε σύντομα θεραπεία για τη νόσο. Ευχαριστώ για τις συλλυπητήριες ευχές σας», γράφει στην ανακοίνωσή του.
Κάπως έτσι σφυρηλατείται ο κλειστός χαρακτήρας του και κάπου εκεί βρίσκει διέξοδο στη ζωγραφική. Στα έντονα χρώματα που χρησιμοποιεί αντικατοπτρίζεται η αντάρα της ζωής του.
Από το 2004 είναι Αμερικανός πολίτης, ενώ έχει επιδείξει σημαντικό έργο στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος και είναι στρατευμένος στο αντιπυρηνικό κίνημα. Στο ενδιάμεσο γυρίζει ταινίες όπως: «Υπόθεση Τόμας Κράουν» «Ο Ράφτης του Παναμά», «Mamma Mia!», «Mamma Mia! Here We Go Again», «Διαγωνισμός Τραγουδιού Eurovision: Η Ιστορία των Fire Saga», αλλά και το πολιτικό θρίλερ του Ρομάν Πολάνσκι «Αόρατος συγγραφέας». «Θαύμαζα τον Πολάνσκι ως σκηνοθέτη και έτσι δέχτηκα τον ρόλο στην ταινία. Δεν άφησα όσα αφορούσαν τη ζωή του να επηρεάσουν την επιλογή μου. Ηταν δουλειά της Δικαιοσύνης, όχι δική μου. Δεν ξέρω αν μου γινόταν σήμερα η πρόταση αν θα δεχόμουν. Είναι επικίνδυνοι καιροί και ζούμε σε έναν εξαιρετικά τοξικό κόσμο», αναφέρει, ενώ δηλώνει ότι στις επικείμενες εκλογές θα ψηφίσει τον Μπάιντεν. Δεν προκαλεί με τα πλούτη του γιατί «δεν χρειάζεσαι ένα τεράστιο σπίτι. Χρειάζεσαι ένα γερό τραπέζι για να φας, μια άνετη καρέκλα για να κάτσεις, ένα καλό στρώμα για να κοιμηθείς. Μια ωραία θέα. Ενα σπουδαίο μπουκάλι κρασί...».
Δεν νιώθει πικρία για το ότι οι παραγωγοί του Μποντ τον αντικατέστησαν με τον Ντάνιελ Κρεγκ κρίνοντας απαραίτητη την ανανέωση. «Δεν αφήνω τη λύπη να έρθει στον κόσμο μου... γιατί οδηγεί σε περισσότερη δυστυχία και περισσότερη λύπη. Δεν νομίζω ότι ο Τζέιμς Μποντ θα με εγκαταλείψει για όσο ζω. Ηταν ένα υπέροχο δώρο στη ζωή μου και μου επέτρεψε να κάνω μια υπέροχη καριέρα. Θα είμαι για πάντα ευγνώμων», είπε στον «Guardian». Δηλώνει ονειροπόλος και αισιόδοξος ότι σύντομα θα βρεθεί το εμβόλιο για τον κορωνοϊό, ενώ εύχεται σύντομα να ανακαλυφθεί και αυτό εναντίον του ρατσισμού. Στην ερώτηση δε αν υπάρχει εξήγηση για τις τραγωδίες που βίωσε είναι ξεκάθαρος: «Οχι, για μένα δεν υπάρχει κάποιος λόγος που γίνονται τα πράγματα. Δεν υπάρχει μισογεμάτο ποτήρι, πιστέψτε με. Εγώ παλεύω με την κατάθλιψή μου. Την αναγνωρίζω. Ενας μαύρος, σκοτεινός ιρλανδέζικος σκύλος που κάθεται δίπλα μου και μου κάνει παρέα κατά καιρούς είναι...».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE, AFP / VISUALHELLAS.GR, SPLASHNEWS / IDEAL IMAGE
Ειδήσεις σήμερα:
Μητσοτάκης: «Μη γίνεις υπεύθυνος για το επόμενο κρούσμα» - Το νέο βίντεο για τον κορωνοϊό
«Εμφύλιος» στον ΣΥΡΙΖΑ για την ανάρτηση Τσίπρα για τον Δεκαπενταύγουστο - Τι απάντησε ο Καρανίκας
Μύκονος: Έκαναν... λιτανεία στο Cavo Paradiso - Δείτε φωτογραφίες και βίντεο
Επιτυχίες & απώλειες
Το 1977 επισκέπτεται έναν φίλο για πόκερ. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα πεινάει και ανοίγει το ψυγείο αρχίζοντας να τρώει ό,τι βρίσκει, όταν ακούει μια γυναικεία φωνή να του λέει: «Τι κάνεις εκεί; Τρως το φαγητό των παιδιών μου!». Ξαφνιασμένος, γυρίζει και αντικρίζει, όπως είπε αργότερα, «την πιο όμορφη γυναίκα που είχα δει ποτέ μου».
Κάπως έτσι, η ηθοποιός Κασσάνδρα Χάρις, που μάλιστα είχε παίξει και σε ταινία του Τζέιμς Μποντ, έγινε σύντροφος ζωής για τα επόμενα 14 χρόνια. Μέσα σε λίγους μήνες το ζευγάρι συγκατοίκησε και το 1980 παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στο Λος Αντζελες μαζί με τα παιδιά της Κασσάνδρας, Κρίστοφερ και Σάρλοτ, τα οποία ο Μπρόσναν υιοθέτησε, ενώ απέκτησαν και μαζί έναν γιο, τον Σον.
Αποφασισμένος να τα καταφέρει κυνηγούσε κάθε οντισιόν ώσπου βρήκε τον πρώτο μεγάλο ρόλο της καριέρας του. Θα υποδυόταν τον ντετέκτιβ Ρέμινγκτον Στιλ στο NBC για τα επόμενα πέντε χρόνια και θα γινόταν επιτέλους γνωστός. Μάλιστα στα γυρίσματα ενός επεισοδίου στην Ιρλανδία και ενώ είναι 31 ετών θα συναντήσει για πρώτη φορά τον πατέρα του. Οι δυο τους θα μιλήσουν για λίγο και δεν θα ξαναϊδωθούν ποτέ. Ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή δύο χρόνια μετά. Για τη συνάντησή τους ο ηθοποιός είχε πει: «Είδα τον Τομ μόνο μία φορά. Θα ήθελα να είχα περάσει περισσότερο χρόνο μαζί του, αλλά...».
Το 1986 οι παραγωγοί του Τζέιμς Μποντ του προτείνουν να διαδεχθεί τον Ρότζερ Μουρ, όμως παρόλο που το επιθυμούσε διακαώς, το συμβόλαιό του με το NBC δεν του επέτρεψε να δεχτεί την πρόταση και ο Τίμοθι Ντάλτον έγινε ο νέος 007. Και ενώ όλα έδειχναν καλά, η σύζυγός του διαγνώστηκε με καρκίνο των ωοθηκών.
Η μάχη ήταν άνιση και όλη η οικογένεια στάθηκε στο πλευρό της. Εφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 1991 σε ηλικία μόλις 43 ετών. «Τέτοια γεγονότα αφήνουν ένα τεράστιο σημάδι στην καρδιά σου, το οποίο δεν φεύγει ποτέ. Το να βλέπεις κάποιον που αγαπάς να του τρώει τη ζωή μέρα με τη μέρα αυτή η άθλια ασθένεια γίνεται ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής σου», αναφέρει σε συνέντευξή του στο «Esquire».
Τρία χρόνια μετά τον χαμό της Χάρις γνωρίζει τη δημοσιογράφο Κίλι Σέι Σμιθ και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Η ζωή μοιάζει να θέλει να του ξαναδείξει το καλό της πρόσωπο και το 1995 επανέρχεται η πρόταση να ενσαρκώσει τον θρυλικό πράκτορα 007.
Ο νέος Μποντ γεννιέται. Το «Golden Eye» σημειώνει ρεκόρ εισπράξεων, το «Tomorrow Never Dies» το ίδιο. Ολοι συμφωνούν ότι είναι ο καλύτερος Μποντ που έχουν δει. Καλύτερος και από τους Σον Κόνερι και Ρότζερ Μουρ.
Ο Μπρόσναν δείχνει την ανθρώπινη πλευρά του πράκτορα και μέχρι το 2002 γυρίζει άλλες δύο ταινίες, το «The World Is Not Enough» και το «Die Another Day». Στο διάστημα αυτών των επτά χρόνων παντρεύτηκε με την Κέλι, έκαναν τα δύο αγόρια τους, κατέκτησε όλα όσα ονειρευόταν επαγγελματικά και ξαφνικά το 2000 παραλίγο να έρθει αντιμέτωπος για μία ακόμη φορά με τον τρόμο της απώλειας όταν ο γιος του Σον έμεινε σε κώμα ύστερα από σοβαρό τροχαίο, τραυματισμένος στη σπονδυλική στήλη.
Μέχρι να πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο ο Μπρόσναν δεν έφυγε από το πλευρό του, ενώ απέρριψε τον ρόλο ενός πατέρα που έπρεπε να διαχειριστεί τον θάνατο του γιου του σε τροχαίο, στην ταινία «The Greatest», γιατί έτρεμε στην ιδέα να είναι προφητικό το σενάριο και για το δικό του παιδί.
Οι εκεχειρίες χαράς στη ζωή του δεν κρατούν πολύ. Το 2011, κι ενώ συμμετείχε δυναμικά στον αγώνα κατά του καρκίνου, μαθαίνει ότι η κόρη του έχει την ίδια ασθένεια με τη μητέρα της. Αγωνίζεται για δύο χρόνια και 15 ημέρες πριν καταλήξει σε ηλικία 41 ετών. Ο Μπρόσναν τη συνοδεύει με δάκρυα στα μάτια νύφη στην εκκλησία.
«Στις 28 Ιουνίου, στις 2 τα μεσάνυχτα, η αγαπημένη μου κόρη Σάρλοτ-Εμιλι άφησε την τελευταία της πνοή και άρχισε το ταξίδι της για την αιωνιότητα. Εφυγε περιτριγυρισμένη από τον άντρα της Αλεξ, τα παιδιά τους Λούκας και Ιζαμπέλα και τους αδελφούς της Κρίστοφερ και Σον. Η Σάρλοτ πολέμησε με αξιοπρέπεια και κουράγιο την ασθένεια. Η καρδιά μας βαραίνει με την απώλεια του πανέμορφου κοριτσιού μας. Προσευχόμαστε για την ψυχή της και ελπίζουμε να έχουμε σύντομα θεραπεία για τη νόσο. Ευχαριστώ για τις συλλυπητήριες ευχές σας», γράφει στην ανακοίνωσή του.
Κάπως έτσι σφυρηλατείται ο κλειστός χαρακτήρας του και κάπου εκεί βρίσκει διέξοδο στη ζωγραφική. Στα έντονα χρώματα που χρησιμοποιεί αντικατοπτρίζεται η αντάρα της ζωής του.
Από το 2004 είναι Αμερικανός πολίτης, ενώ έχει επιδείξει σημαντικό έργο στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος και είναι στρατευμένος στο αντιπυρηνικό κίνημα. Στο ενδιάμεσο γυρίζει ταινίες όπως: «Υπόθεση Τόμας Κράουν» «Ο Ράφτης του Παναμά», «Mamma Mia!», «Mamma Mia! Here We Go Again», «Διαγωνισμός Τραγουδιού Eurovision: Η Ιστορία των Fire Saga», αλλά και το πολιτικό θρίλερ του Ρομάν Πολάνσκι «Αόρατος συγγραφέας». «Θαύμαζα τον Πολάνσκι ως σκηνοθέτη και έτσι δέχτηκα τον ρόλο στην ταινία. Δεν άφησα όσα αφορούσαν τη ζωή του να επηρεάσουν την επιλογή μου. Ηταν δουλειά της Δικαιοσύνης, όχι δική μου. Δεν ξέρω αν μου γινόταν σήμερα η πρόταση αν θα δεχόμουν. Είναι επικίνδυνοι καιροί και ζούμε σε έναν εξαιρετικά τοξικό κόσμο», αναφέρει, ενώ δηλώνει ότι στις επικείμενες εκλογές θα ψηφίσει τον Μπάιντεν. Δεν προκαλεί με τα πλούτη του γιατί «δεν χρειάζεσαι ένα τεράστιο σπίτι. Χρειάζεσαι ένα γερό τραπέζι για να φας, μια άνετη καρέκλα για να κάτσεις, ένα καλό στρώμα για να κοιμηθείς. Μια ωραία θέα. Ενα σπουδαίο μπουκάλι κρασί...».
Δεν νιώθει πικρία για το ότι οι παραγωγοί του Μποντ τον αντικατέστησαν με τον Ντάνιελ Κρεγκ κρίνοντας απαραίτητη την ανανέωση. «Δεν αφήνω τη λύπη να έρθει στον κόσμο μου... γιατί οδηγεί σε περισσότερη δυστυχία και περισσότερη λύπη. Δεν νομίζω ότι ο Τζέιμς Μποντ θα με εγκαταλείψει για όσο ζω. Ηταν ένα υπέροχο δώρο στη ζωή μου και μου επέτρεψε να κάνω μια υπέροχη καριέρα. Θα είμαι για πάντα ευγνώμων», είπε στον «Guardian». Δηλώνει ονειροπόλος και αισιόδοξος ότι σύντομα θα βρεθεί το εμβόλιο για τον κορωνοϊό, ενώ εύχεται σύντομα να ανακαλυφθεί και αυτό εναντίον του ρατσισμού. Στην ερώτηση δε αν υπάρχει εξήγηση για τις τραγωδίες που βίωσε είναι ξεκάθαρος: «Οχι, για μένα δεν υπάρχει κάποιος λόγος που γίνονται τα πράγματα. Δεν υπάρχει μισογεμάτο ποτήρι, πιστέψτε με. Εγώ παλεύω με την κατάθλιψή μου. Την αναγνωρίζω. Ενας μαύρος, σκοτεινός ιρλανδέζικος σκύλος που κάθεται δίπλα μου και μου κάνει παρέα κατά καιρούς είναι...».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE, AFP / VISUALHELLAS.GR, SPLASHNEWS / IDEAL IMAGE
Ειδήσεις σήμερα:
Μητσοτάκης: «Μη γίνεις υπεύθυνος για το επόμενο κρούσμα» - Το νέο βίντεο για τον κορωνοϊό
«Εμφύλιος» στον ΣΥΡΙΖΑ για την ανάρτηση Τσίπρα για τον Δεκαπενταύγουστο - Τι απάντησε ο Καρανίκας
Μύκονος: Έκαναν... λιτανεία στο Cavo Paradiso - Δείτε φωτογραφίες και βίντεο
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα