Το fēnix 8 της Garmin είναι το απόλυτο εργαλείο που θα σε βοηθήσει να ανταπεξέλθεις στην πολυάσχολη και απαιτητική καθημερινότητά σου.
«Καβάφης- Ο Υμνωδός της Αλεξάνδρειας»
«Καβάφης- Ο Υμνωδός της Αλεξάνδρειας»
Η χρονιά που πέρασε θεωρήθηκε «καβαφική» εξ αιτίας των 80 χρόνων από το θάνατο του Αλεξανδρινού ποιητή.
Παρακολούθησα πρόσφατα την θεατρική παράσταση «Καβάφης- Ο Υμνωδός της Αλεξάνδρειας» του συγγραφέα Γρηγόρη Χαλιακόπουλου στο Θέατρο Κνωσός, σε σκηνοθεσία Λάμπρου Τσάγκα.
Η χρονιά που πέρασε θεωρήθηκε «καβαφική» εξ αιτίας των 80 χρόνων από το θάνατο του Αλεξανδρινού ποιητή. Μια ακόμα παράσταση για τον ποιητή της «Ιθάκης», σκέφθηκα, καθώς κατευθυνόμουν για το Θέατρο, τι επιπλέον θα δώσει πέρα από απαγγελίες ποιημάτων, αναλόγιο ή το πολύ κάποια θεατροποιημένη έκφραση των έργων του ποιητή υπό τη συνοδεία πιάνου;
Και έμεινα έκθαμβος από το αποτέλεσμα. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα πραγματοποιείται μια θεατρική παράσταση που ο λόγος, η μουσική και η ψηφιακή απεικόνιση, παραπέμπουν σε «θεατρικό ντοκιμαντέρ». Ναι, μη σας φανεί καθόλου παράξενη αυτή η διατύπωση. Η καινοτομία και η σκηνοθετική εμπειρία του Λάμπρου Τσάγκα, κατόρθωσε να δημιουργήσει μια εξαίρετη παράσταση, όπου η φαντασία συγχωνεύεται με την πραγματικότητα που απαιτεί η ακρόαση και θέαση του κοινού, που επιλέγει και δεν του επιβάλλουν άποψη.
Το έργο αυτό αποκτά διαστάσεις ιδιαίτερες αν αναλογισθεί κανείς ότι απευθύνεται σε ενήλικες αλλά και σε μαθητές, με παιδαγωγικό στόχο. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Για όσους δεν γνωρίζουν το Θέατρο Κνωσός, πρώην κινηματογράφος, λειτουργεί από το 1984 ως θεατρική σκηνή. Δημιουργοί της υπήρξαν τα δύο αδέλφια και σπουδαίοι ηθοποιοί Χρίστος και Λάμπρος Τσάγκας.
Η χρονιά που πέρασε θεωρήθηκε «καβαφική» εξ αιτίας των 80 χρόνων από το θάνατο του Αλεξανδρινού ποιητή. Μια ακόμα παράσταση για τον ποιητή της «Ιθάκης», σκέφθηκα, καθώς κατευθυνόμουν για το Θέατρο, τι επιπλέον θα δώσει πέρα από απαγγελίες ποιημάτων, αναλόγιο ή το πολύ κάποια θεατροποιημένη έκφραση των έργων του ποιητή υπό τη συνοδεία πιάνου;
Και έμεινα έκθαμβος από το αποτέλεσμα. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα πραγματοποιείται μια θεατρική παράσταση που ο λόγος, η μουσική και η ψηφιακή απεικόνιση, παραπέμπουν σε «θεατρικό ντοκιμαντέρ». Ναι, μη σας φανεί καθόλου παράξενη αυτή η διατύπωση. Η καινοτομία και η σκηνοθετική εμπειρία του Λάμπρου Τσάγκα, κατόρθωσε να δημιουργήσει μια εξαίρετη παράσταση, όπου η φαντασία συγχωνεύεται με την πραγματικότητα που απαιτεί η ακρόαση και θέαση του κοινού, που επιλέγει και δεν του επιβάλλουν άποψη.
Το έργο αυτό αποκτά διαστάσεις ιδιαίτερες αν αναλογισθεί κανείς ότι απευθύνεται σε ενήλικες αλλά και σε μαθητές, με παιδαγωγικό στόχο. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Για όσους δεν γνωρίζουν το Θέατρο Κνωσός, πρώην κινηματογράφος, λειτουργεί από το 1984 ως θεατρική σκηνή. Δημιουργοί της υπήρξαν τα δύο αδέλφια και σπουδαίοι ηθοποιοί Χρίστος και Λάμπρος Τσάγκας.
Μετά το θάνατο του Χρίστου Τσάγκα το συγκεκριμένο θέατρο διευθύνεται αποκλειστικά από τον Λάμπρο Τσάγκα, ο οποίος επιτελεί, όχι μόνο καλλιτεχνικό έργο αλλά και κοινωνικό, καθώς η περιοχή της Πατησίων, μια πρώην αστική περιοχή, σήμερα αντιμετωπίζει το πρόβλημα της γκετοποίησης και της παραμέλησης από την πλευρά της πολιτείας.
Επόμενο λοιπόν είναι να φαντάζει ως μια όαση πολιτισμού το Θέατρο Κνωσός εκεί όπου στο παρελθόν έμεναν οι μεγαλύτεροι αστέρες της τέχνης και του πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως η πλατεία μαζί με τον εξώστη διαθέτουν χωρητικότητα 600 θεατών. Σ αυτό το θεατρικό ναό, όπου στο παρελθόν έχουν φιλοξενηθεί ορισμένοι από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της Αθήνας, ο Λάμπρος Τσάγκας αποφάσισε με την προτροπή του Κώστα Γεωργουσόπουλου και την στήριξη της Λένας Μπενίση, που λειτούργησαν ως θεατρικοί του σύμβουλοι, να ανεβάσει τον ιστορικό Καβάφη.
Ως εδώ όλα καλά! Το ζήτημα αρχίζει από τη στιγμή που μια απόφαση πρέπει να πραγματωθεί. Κι έτσι το ταξίδι της αναζήτησης συνεργατών, για τον θεατράνθρωπο Λάμπρο Τσάγκα ξεκίνησε. Ο συγγραφέας Γρηγόρης Χαλιακόπουλος που και πέρυσι μας εντυπωσίασε με την επιτυχία του «Η σκιά του Ειδώλου», μια παράσταση την οποία απολαύσαμε στο «Θέατρο της Ημέρας», στο «Εν Αθήναις» και στο «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης», ανέλαβε να φαντασιωθεί τη συγγραφή του έργου. Και τα κατάφερε περίφημα.
Ο λόγος του μεστός, λιτός, σαφής και κατανοητός, μας έβαλε σ΄ έναν τρισδιάστατο χρονικό ορίζοντα, αποτυπώνοντας τη ζωή του Καβάφη με κείμενο που φέρνει μπροστά σου ολοζώντανο τον Αλεξανδρινό ποιητή. Σπουδαίο συγγραφικό εύρημα η υπόσταση που έδωσε στην πόλη Αλεξάνδρεια, αφού την κατέστησε πρόσωπο, της εμφύσησε ψυχή και της απέδωσε ανθρώπινα χαρακτηριστικά, συναισθήματα και κυρίως κρίση και λογική!
Ο διάλογος της Αλεξάνδρειας Πόλης με τον Καβάφη, αποτελεί μια θεατρική καινοτομία, ιδιαίτερα κατά την ώρα του τέλους του, όπου ο Αλεξανδρινός ποιητής εναγωνίως τη ρωτά τι θα απογίνει στους αιώνες το έργο του.
Η δεινή πένα του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου αφαιρεί τα περιττά στοιχεία και μέσα από μια ωμότητα ψυχαναλυτική, απογυμνώνει τη ματαιοδοξία του ποιητή, που το ποιητικό του έργο αναγνωρισμένο παγκοσμίως του έχει εξασφαλίσει μια θέση στην δύσκολη και αυστηρή Πόλη των Ιδεών. Δυνατό εύρημα αποτελεί και η φανταστική συνάντηση δύο ευεργετών της εποχής, τότε που η Αλεξάνδρεια άνθιζε, του Μπενάκη και του Αβέρωφ, όπου μέσα από το δικό τους διάλογο γίνονται αναφορές στην ιδιορρυθμία του Καβάφη, που όμως με αξιοθαύμαστη εναλλαγή διαλεκτικών τοποθετήσεων, ο συγγραφέας υπερασπίζεται την προσωπική ζωή του δημιουργού με τη φράση: «Η προσωπική ζωή του κάθε ανθρώπου είναι αναφαίρετο δικαίωμά του».
Ένας κόλαφος το κείμενο για όσους προσπάθησαν να απομακρύνουν από τα σχολεία τον Καβάφη ως δήθεν ερωτικό ποιητή, μιας και ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος ξορκίζει τα ταμπού μιας συντηρητικής κοινωνίας και απελευθερώνει τον δημιουργό από τις προσωπικές ή κοινωνικές πεποιθήσεις του. Εξυπακούεται ότι ο παιδαγωγικός στόχος μέσα από το έργο έχει επιτευχθεί, καθώς παραμένει στην ουσία και όχι στα κουτσομπολιά το κείμενο του συγγραφέα. Και βέβαια να αναφέρουμε και την απολύτως ποιοτική και σημειολογική επιλογή των ποιημάτων του Καβάφη, στον απώτερο στόχο του έργου. Στο μουσικό μέρος τώρα: Υποβλητική η μουσική, με τις νότες που κέντησε πάνω στον καμβά του έργου ο μουσικοσυνθέτης Φίλιππος Περιστέρης. Μια θεατρική σύνθεση που όχι μόνο δίνει το πνεύμα της εποχής με μουσικότητα που θωπεύει τα αυτιά του κοινού, αλλά μας ανυψώνει με την μίξη στοιχείων όπου εμπεριέχονται οι πολιτισμοί της Ανατολής της Δύσης και της Αφρικής.
Έχοντας συνεργαστεί και στο παρελθόν με το Θέατρο Κνωσός με επιτυχημένες παραγωγές, ο Περιστέρης κατόρθωσε για άλλη μια φορά να μας συγκινήσει. Εκτός του ποιήματος «Επιθυμίες» που ακούμε ως τραγούδι κατά τη διάρκεια της παράστασης από το δίσκο του «Επύλλια» με τη φωνή της Ιωάννας Φόρτη, αλλά και με τη φωνή του αείμνηστου Χρίστου Τσάγκα στην έναρξη με το «Che fece... il gran rifiuto» που έχει μελοποιήσει ο συνθέτης της παράστασης, μας δίνει τον απαραίτητο μουσικό τόνο που απαιτεί μια τέτοια θεατρική προσπάθεια, Όσο για τη Χριστίνα Οικονόμου, πέραν των κοστουμιών που ταύτισε απόλυτα με την αναγκαιότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος, δείγμα εξαιρετικό της ενδυματολογικής της γνώσης και έμπνευσης, μας συνεπήρε με την πρωτόγνωρη ψηφιακή εικονοπλασία της, για τα ελληνικά θεατρικά δρώμενα, [Video – animation], όπου απέδειξε παρά το νεαρό της ηλικίας της πως αν έχεις ταλέντο και χάρισμα το αποτέλεσμα αποτυπώνεται σε ότι κάνεις.
Εξαιρετική και κοπιώδης η προσπάθειά της, προσέδωσε στην παράσταση την ομορφιά της εικόνας, αφαιρώντας από τον θεατή την ανάγκη σκηνικών, αφού με τις δικές της εικόνες ταξιδεύουμε στην Αλεξάνδρεια και βυθιζόμαστε πότε στην ελληνιστική περίοδο, πότε στη βυζαντινή και πότε στη σύγχρονη.
Λειτούργησα αντίθετα απ΄ ότι είθισται στην θεατρική κριτική. Άφησα για το τέλος τη σκηνοθεσία. Ε, λοιπόν ο Λάμπρος Τσάγκας ως σκηνοθέτης με αυτό το έργο του, πιστεύω ότι πέτυχε στο χρόνο που διανύουμε την καλύτερη δυνατή θεατρική πρόταση. Συγκινητική η επιθυμία του να απευθυνθεί στους μαθητές της χώρας μας και να τους γνωρίσει τον Κ.Π. Καβάφη.
Με καλλιτεχνική θέση, άρτια σκηνοθετική προσέγγιση, δυνατούς και επικεντρωμένους φωτισμούς και κυρίως την έμπνευση του πέπλου με το ημίφως να αποδίδει την προσωπικότητα του ποιητή, κατάφερε να πρωτοτυπήσει. Έδωσε χρώμα στον άνθρωπο Καβάφη, τόνο στον ποιητή, φως στην Αλεξάνδρεια ενώ απελευθέρωσε τον ερωτισμό του Καβάφη με κάτι εντελώς ευφυές: Πρόβαλε την ιστορικότητα του, δίχως να αποφύγει την εικόνα της προσωπικής και βιωματικής του συμπεριφοράς, αλλά το έπραξε με διακριτικό τρόπο και σεβασμό στη ζωή του. Μια άψογη σκηνοθετική δουλειά που τον τιμά! Μαγεία η στιγμή που απαγγέλει την ποίηση του Καβάφη κρατώντας αγκαλιά τη μικρή του κόρη Δήμητρα, αφού παράλληλα πρωταγωνιστεί ο ίδιος και ως σκιά του ποιητή.
Παρακολουθεί τους πάντες αεικίνητος, απαγγέλλοντας πότε από τα θεωρεία, το διάδρομο, τη σκηνή, πίσω στο ημίφως, με δυνατή ερμηνεία! Η Δανάη Παπουτσή ως Αλεξάνδρεια, εμφανίζεται αποκλειστικά στο ημίφως με μια ελκυστική αινιγματικότητα, στη φωνή, στην κίνηση, στο ύφος, ενσαρκώνοντας έναν ρόλο εξαιρετικά δύσκολο, που όμως κατορθώνει να συγκινήσει το κοινό και να το καθηλώσει. Έτσι κι αλλιώς είναι η αγαπημένη του Καβάφη, η Πόλη του. Μια παρουσία με θεατρική αρτιότητα και δυνατή εμφάνιση. Δύσκολος ρόλος που τον κατακτά επάξια με την «ακινησία της» σε μια εκδοχή εικονοποιημένης αιωνιότητας, όπου ο χρόνος την περιτριγυρίζει διαρκώς και αυτή παίζει μαζί του.
Ο Γιάννης Σταματίου ως Μπενάκης αλλά και ως ερευνητής Μαλάνος, παίζει και τους δυο ρόλους με ξεχωριστή ικανότητα. Σπουδαίος ηθοποιός με εμπειρία και υποκριτική δεινότητα, κατορθώνει να ξεχωρίζει με τον εκφραστικό του λόγο, αλλά και την κινησιολογία του. Κάθε του μορφασμός είναι μια πρόταση, κάθε του βλέμμα αποτυπώνει το νόημα των λέξεων που δεν εκφράστηκαν. Θα έλεγε κανείς πως είναι βγαλμένος αποκλειστικά για τους δυο αυτούς ρόλους τους οποίους ενσαρκώνει με τον πλέον έξυπνο και δυνατό τρόπο. Η σκηνή πίσω στο ημίφως όπου αναζητεί στοιχεία για τον Αλεξανδρινό ποιητή, είναι από τις κορυφαίες, καθώς με τη γλώσσα του σώματος σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή έρευνας και αναζήτησης στοιχείων του καβαφικού έργου.
Για τον Γιάννη Ζημιανίτη τι να πει κανείς! Όσο και να έψαχνε ο Λάμπρος Τσάγκας αποκλείεται να έβρισκε καλύτερη επιλογή «καβαφικής» ταύτισης. Μια εξαιρετική ερμηνεία από έναν ικανότατο ηθοποιό που εισχώρησε απόλυτα στο ρόλο του και τις προσδοκίες του.
Οι στιγμές που συζητά με την Αλεξάνδρεια υποδαυλίζουν ζόρικα συναισθήματα και δημιουργούν στο θεατή σκηνικό εσωτερικής βύθισης και ανάλυσης, καθώς συνειδητοποιεί, πως ο επερχόμενος θάνατος ωθεί τον κάθε δημιουργό να αφήσει το αποτύπωμά του στη γη μέσω του έργου του. Αλλά και στον ρόλο του Αβέρωφ ευεργέτη, η παρουσία του είναι εξίσου καλή. Είναι πραγματικός Καβάφης!
Η Χριστίνα Μωρόγιαννη ως ερευνήτρια και θαυμάστρια του Καβάφη, προσφέρει την ξεχωριστή πινελιά που απαιτεί η παράσταση.
Με την αέρινη παρουσία της και το ξεχωριστό ταλέντο της, αποτελεί με τον Μαλάνο [Γιάννη Σταματίου] εξαιρετικό δίδυμο. Η ίδια τόσο με την κίνηση όσο και με την έκφραση, αναβαθμίζει το ρόλο της στο έργο και προσδίδει τη γοητεία που απαιτεί, σε συνδυασμό με το επιφαινόμενο φλερτ μεταξύ αυτής και του Μιλάνου. Παραπέμπει το όλο ύφος της στην καθηγήτρια φιλόλογο που αφιερώνει τη ζωή της να μάθει όλο και περισσότερα για τον αγαπημένο της ποιητή. Τα καταφέρνει εξαιρετικά καλά και αποτελεί δυνατό και απαραίτητο χαρτί του θεατρικού εγχειρήματος του Τσάγκα.
Ακόμα και η μικρή Δημητρούλα Τσάγκα που εμφανίζεται σε μια σκηνή με τον πατέρα της ενώ απαγγέλλει, είναι μια εκπληκτική παιδική θεατρική μορφή. Δεν είναι τυχαίο που στο τέλος αποζητά το χειροκρότημα περισσότερο απ΄ όλους, προσφέροντας ανάταση και αισιοδοξία στο κοινό που επί μία ώρα και δέκα λεπτά, ζει μια παράσταση με καινοτομία και ευφυές σκηνοθετικό στήσιμο.
Το έργο «Καβάφης - ο Υμνωδός της Αλεξάνδρειας» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, πιστεύω πως θα συζητηθεί και κυρίως θα δώσει στους μαθητές την ευκαιρία να γνωριστούν με τον Αλεξανδρινό ποιητή. Συγχαρητήρια κύριε Τσάγκα!
Κριτική του δημοσιογράφου Άρη Βασιλειάδη
Φωτογραφίες: Χαρά Μπιρμπίλη
Επόμενο λοιπόν είναι να φαντάζει ως μια όαση πολιτισμού το Θέατρο Κνωσός εκεί όπου στο παρελθόν έμεναν οι μεγαλύτεροι αστέρες της τέχνης και του πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως η πλατεία μαζί με τον εξώστη διαθέτουν χωρητικότητα 600 θεατών. Σ αυτό το θεατρικό ναό, όπου στο παρελθόν έχουν φιλοξενηθεί ορισμένοι από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της Αθήνας, ο Λάμπρος Τσάγκας αποφάσισε με την προτροπή του Κώστα Γεωργουσόπουλου και την στήριξη της Λένας Μπενίση, που λειτούργησαν ως θεατρικοί του σύμβουλοι, να ανεβάσει τον ιστορικό Καβάφη.
Ως εδώ όλα καλά! Το ζήτημα αρχίζει από τη στιγμή που μια απόφαση πρέπει να πραγματωθεί. Κι έτσι το ταξίδι της αναζήτησης συνεργατών, για τον θεατράνθρωπο Λάμπρο Τσάγκα ξεκίνησε. Ο συγγραφέας Γρηγόρης Χαλιακόπουλος που και πέρυσι μας εντυπωσίασε με την επιτυχία του «Η σκιά του Ειδώλου», μια παράσταση την οποία απολαύσαμε στο «Θέατρο της Ημέρας», στο «Εν Αθήναις» και στο «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης», ανέλαβε να φαντασιωθεί τη συγγραφή του έργου. Και τα κατάφερε περίφημα.
Ο λόγος του μεστός, λιτός, σαφής και κατανοητός, μας έβαλε σ΄ έναν τρισδιάστατο χρονικό ορίζοντα, αποτυπώνοντας τη ζωή του Καβάφη με κείμενο που φέρνει μπροστά σου ολοζώντανο τον Αλεξανδρινό ποιητή. Σπουδαίο συγγραφικό εύρημα η υπόσταση που έδωσε στην πόλη Αλεξάνδρεια, αφού την κατέστησε πρόσωπο, της εμφύσησε ψυχή και της απέδωσε ανθρώπινα χαρακτηριστικά, συναισθήματα και κυρίως κρίση και λογική!
Ο διάλογος της Αλεξάνδρειας Πόλης με τον Καβάφη, αποτελεί μια θεατρική καινοτομία, ιδιαίτερα κατά την ώρα του τέλους του, όπου ο Αλεξανδρινός ποιητής εναγωνίως τη ρωτά τι θα απογίνει στους αιώνες το έργο του.
Η δεινή πένα του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου αφαιρεί τα περιττά στοιχεία και μέσα από μια ωμότητα ψυχαναλυτική, απογυμνώνει τη ματαιοδοξία του ποιητή, που το ποιητικό του έργο αναγνωρισμένο παγκοσμίως του έχει εξασφαλίσει μια θέση στην δύσκολη και αυστηρή Πόλη των Ιδεών. Δυνατό εύρημα αποτελεί και η φανταστική συνάντηση δύο ευεργετών της εποχής, τότε που η Αλεξάνδρεια άνθιζε, του Μπενάκη και του Αβέρωφ, όπου μέσα από το δικό τους διάλογο γίνονται αναφορές στην ιδιορρυθμία του Καβάφη, που όμως με αξιοθαύμαστη εναλλαγή διαλεκτικών τοποθετήσεων, ο συγγραφέας υπερασπίζεται την προσωπική ζωή του δημιουργού με τη φράση: «Η προσωπική ζωή του κάθε ανθρώπου είναι αναφαίρετο δικαίωμά του».
Ένας κόλαφος το κείμενο για όσους προσπάθησαν να απομακρύνουν από τα σχολεία τον Καβάφη ως δήθεν ερωτικό ποιητή, μιας και ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος ξορκίζει τα ταμπού μιας συντηρητικής κοινωνίας και απελευθερώνει τον δημιουργό από τις προσωπικές ή κοινωνικές πεποιθήσεις του. Εξυπακούεται ότι ο παιδαγωγικός στόχος μέσα από το έργο έχει επιτευχθεί, καθώς παραμένει στην ουσία και όχι στα κουτσομπολιά το κείμενο του συγγραφέα. Και βέβαια να αναφέρουμε και την απολύτως ποιοτική και σημειολογική επιλογή των ποιημάτων του Καβάφη, στον απώτερο στόχο του έργου. Στο μουσικό μέρος τώρα: Υποβλητική η μουσική, με τις νότες που κέντησε πάνω στον καμβά του έργου ο μουσικοσυνθέτης Φίλιππος Περιστέρης. Μια θεατρική σύνθεση που όχι μόνο δίνει το πνεύμα της εποχής με μουσικότητα που θωπεύει τα αυτιά του κοινού, αλλά μας ανυψώνει με την μίξη στοιχείων όπου εμπεριέχονται οι πολιτισμοί της Ανατολής της Δύσης και της Αφρικής.
Έχοντας συνεργαστεί και στο παρελθόν με το Θέατρο Κνωσός με επιτυχημένες παραγωγές, ο Περιστέρης κατόρθωσε για άλλη μια φορά να μας συγκινήσει. Εκτός του ποιήματος «Επιθυμίες» που ακούμε ως τραγούδι κατά τη διάρκεια της παράστασης από το δίσκο του «Επύλλια» με τη φωνή της Ιωάννας Φόρτη, αλλά και με τη φωνή του αείμνηστου Χρίστου Τσάγκα στην έναρξη με το «Che fece... il gran rifiuto» που έχει μελοποιήσει ο συνθέτης της παράστασης, μας δίνει τον απαραίτητο μουσικό τόνο που απαιτεί μια τέτοια θεατρική προσπάθεια, Όσο για τη Χριστίνα Οικονόμου, πέραν των κοστουμιών που ταύτισε απόλυτα με την αναγκαιότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος, δείγμα εξαιρετικό της ενδυματολογικής της γνώσης και έμπνευσης, μας συνεπήρε με την πρωτόγνωρη ψηφιακή εικονοπλασία της, για τα ελληνικά θεατρικά δρώμενα, [Video – animation], όπου απέδειξε παρά το νεαρό της ηλικίας της πως αν έχεις ταλέντο και χάρισμα το αποτέλεσμα αποτυπώνεται σε ότι κάνεις.
Εξαιρετική και κοπιώδης η προσπάθειά της, προσέδωσε στην παράσταση την ομορφιά της εικόνας, αφαιρώντας από τον θεατή την ανάγκη σκηνικών, αφού με τις δικές της εικόνες ταξιδεύουμε στην Αλεξάνδρεια και βυθιζόμαστε πότε στην ελληνιστική περίοδο, πότε στη βυζαντινή και πότε στη σύγχρονη.
Λειτούργησα αντίθετα απ΄ ότι είθισται στην θεατρική κριτική. Άφησα για το τέλος τη σκηνοθεσία. Ε, λοιπόν ο Λάμπρος Τσάγκας ως σκηνοθέτης με αυτό το έργο του, πιστεύω ότι πέτυχε στο χρόνο που διανύουμε την καλύτερη δυνατή θεατρική πρόταση. Συγκινητική η επιθυμία του να απευθυνθεί στους μαθητές της χώρας μας και να τους γνωρίσει τον Κ.Π. Καβάφη.
Με καλλιτεχνική θέση, άρτια σκηνοθετική προσέγγιση, δυνατούς και επικεντρωμένους φωτισμούς και κυρίως την έμπνευση του πέπλου με το ημίφως να αποδίδει την προσωπικότητα του ποιητή, κατάφερε να πρωτοτυπήσει. Έδωσε χρώμα στον άνθρωπο Καβάφη, τόνο στον ποιητή, φως στην Αλεξάνδρεια ενώ απελευθέρωσε τον ερωτισμό του Καβάφη με κάτι εντελώς ευφυές: Πρόβαλε την ιστορικότητα του, δίχως να αποφύγει την εικόνα της προσωπικής και βιωματικής του συμπεριφοράς, αλλά το έπραξε με διακριτικό τρόπο και σεβασμό στη ζωή του. Μια άψογη σκηνοθετική δουλειά που τον τιμά! Μαγεία η στιγμή που απαγγέλει την ποίηση του Καβάφη κρατώντας αγκαλιά τη μικρή του κόρη Δήμητρα, αφού παράλληλα πρωταγωνιστεί ο ίδιος και ως σκιά του ποιητή.
Παρακολουθεί τους πάντες αεικίνητος, απαγγέλλοντας πότε από τα θεωρεία, το διάδρομο, τη σκηνή, πίσω στο ημίφως, με δυνατή ερμηνεία! Η Δανάη Παπουτσή ως Αλεξάνδρεια, εμφανίζεται αποκλειστικά στο ημίφως με μια ελκυστική αινιγματικότητα, στη φωνή, στην κίνηση, στο ύφος, ενσαρκώνοντας έναν ρόλο εξαιρετικά δύσκολο, που όμως κατορθώνει να συγκινήσει το κοινό και να το καθηλώσει. Έτσι κι αλλιώς είναι η αγαπημένη του Καβάφη, η Πόλη του. Μια παρουσία με θεατρική αρτιότητα και δυνατή εμφάνιση. Δύσκολος ρόλος που τον κατακτά επάξια με την «ακινησία της» σε μια εκδοχή εικονοποιημένης αιωνιότητας, όπου ο χρόνος την περιτριγυρίζει διαρκώς και αυτή παίζει μαζί του.
Ο Γιάννης Σταματίου ως Μπενάκης αλλά και ως ερευνητής Μαλάνος, παίζει και τους δυο ρόλους με ξεχωριστή ικανότητα. Σπουδαίος ηθοποιός με εμπειρία και υποκριτική δεινότητα, κατορθώνει να ξεχωρίζει με τον εκφραστικό του λόγο, αλλά και την κινησιολογία του. Κάθε του μορφασμός είναι μια πρόταση, κάθε του βλέμμα αποτυπώνει το νόημα των λέξεων που δεν εκφράστηκαν. Θα έλεγε κανείς πως είναι βγαλμένος αποκλειστικά για τους δυο αυτούς ρόλους τους οποίους ενσαρκώνει με τον πλέον έξυπνο και δυνατό τρόπο. Η σκηνή πίσω στο ημίφως όπου αναζητεί στοιχεία για τον Αλεξανδρινό ποιητή, είναι από τις κορυφαίες, καθώς με τη γλώσσα του σώματος σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή έρευνας και αναζήτησης στοιχείων του καβαφικού έργου.
Για τον Γιάννη Ζημιανίτη τι να πει κανείς! Όσο και να έψαχνε ο Λάμπρος Τσάγκας αποκλείεται να έβρισκε καλύτερη επιλογή «καβαφικής» ταύτισης. Μια εξαιρετική ερμηνεία από έναν ικανότατο ηθοποιό που εισχώρησε απόλυτα στο ρόλο του και τις προσδοκίες του.
Οι στιγμές που συζητά με την Αλεξάνδρεια υποδαυλίζουν ζόρικα συναισθήματα και δημιουργούν στο θεατή σκηνικό εσωτερικής βύθισης και ανάλυσης, καθώς συνειδητοποιεί, πως ο επερχόμενος θάνατος ωθεί τον κάθε δημιουργό να αφήσει το αποτύπωμά του στη γη μέσω του έργου του. Αλλά και στον ρόλο του Αβέρωφ ευεργέτη, η παρουσία του είναι εξίσου καλή. Είναι πραγματικός Καβάφης!
Η Χριστίνα Μωρόγιαννη ως ερευνήτρια και θαυμάστρια του Καβάφη, προσφέρει την ξεχωριστή πινελιά που απαιτεί η παράσταση.
Με την αέρινη παρουσία της και το ξεχωριστό ταλέντο της, αποτελεί με τον Μαλάνο [Γιάννη Σταματίου] εξαιρετικό δίδυμο. Η ίδια τόσο με την κίνηση όσο και με την έκφραση, αναβαθμίζει το ρόλο της στο έργο και προσδίδει τη γοητεία που απαιτεί, σε συνδυασμό με το επιφαινόμενο φλερτ μεταξύ αυτής και του Μιλάνου. Παραπέμπει το όλο ύφος της στην καθηγήτρια φιλόλογο που αφιερώνει τη ζωή της να μάθει όλο και περισσότερα για τον αγαπημένο της ποιητή. Τα καταφέρνει εξαιρετικά καλά και αποτελεί δυνατό και απαραίτητο χαρτί του θεατρικού εγχειρήματος του Τσάγκα.
Ακόμα και η μικρή Δημητρούλα Τσάγκα που εμφανίζεται σε μια σκηνή με τον πατέρα της ενώ απαγγέλλει, είναι μια εκπληκτική παιδική θεατρική μορφή. Δεν είναι τυχαίο που στο τέλος αποζητά το χειροκρότημα περισσότερο απ΄ όλους, προσφέροντας ανάταση και αισιοδοξία στο κοινό που επί μία ώρα και δέκα λεπτά, ζει μια παράσταση με καινοτομία και ευφυές σκηνοθετικό στήσιμο.
Το έργο «Καβάφης - ο Υμνωδός της Αλεξάνδρειας» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, πιστεύω πως θα συζητηθεί και κυρίως θα δώσει στους μαθητές την ευκαιρία να γνωριστούν με τον Αλεξανδρινό ποιητή. Συγχαρητήρια κύριε Τσάγκα!
Κριτική του δημοσιογράφου Άρη Βασιλειάδη
Φωτογραφίες: Χαρά Μπιρμπίλη
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα