Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
«Στους πολιτικούς βλέπουμε τον εαυτό μας»
«Στους πολιτικούς βλέπουμε τον εαυτό μας»
Ο Κίμωνας Τσακίρης επισκέπτεται για τρίτη φορά το σύμπαν του «Sugar Town», αυτή τη φορά «Για μια χούφτα ψήφους».
Η Ζαχάρω είναι ζάχαρη για τον Κίμωνα Τσακίρη. Πρώτη φορά τη γνώρισε το 2005 όταν πήγε για να αποτυπώσει το πώς ο δήμαρχος Πανταζής Χρονόπουλος έστειλε ολόκληρη αποστολή στην Ουκρανία για να βρει συζύγους για τους νέους του χωριού. Η ταινία έγινε το «Sugar Town – Οι γαμπροί» (2006), η οποία κέρδισε βραβεία στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, έκανε διεθνή πρεμιέρα στο IDFA και έκανε γνωστούς στην υπόλοιπη Ελλάδα τους εργένηδες της Ζαχάρως.
Οι συνέπειες της πυρκαγιάς του 2007 έστρεψαν πάλι την προσοχή του Τσακίρη στην περιοχή, για ένα πιο δύσκολο θέμα, το οποίο γέννησε το «Sugar Town: Η επόμενη μέρα» (2010). Στη συνέχεια, άλλα μέρη και προσωπικότητες της Ελλάδας τον έλκυσαν («Μήτσιγκαν – Οµορφιές και Δυσκολίες», «Η Αρχαιολόγος»), κι εκεί που δεν το περίμενε, τσουπ, να τη πάλι η Ζαχάρω.
Αυτή τη φορά, με το «Sugar Town: Για μια χούφτα ψήφους», ο Τσακίρης εστιάζει ξεκάθαρα πάνω στον δήμαρχο, ο οποίος αν και έκπτωτος, λαμβάνει την άδεια να κατέβει στις δημοτικές εκλογές – επτά μόλις μέρες πριν τη διεξαγωγή τους. Στο κατόπι του δημάρχου, καθώς πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα και από πλατεία σε πλατεία για να μαζέψει ψήφους, ο Τσακίρης βάζει μεγεθυντικό φακό σε έναν γνώριμο μικρόκοσμο και παρατηρεί τους οδυνηρούς συσχετισμούς του με το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό σύνολο της χώρας.
Είναι η τρίτη φορά που πας στη Ζαχάρω για γυρίσματα. Τι σε γλυκαίνει στην περιοχή κι επιστρέφεις σ’ αυτήν ξανά και ξανά;
Δε γίνεται με σχέδιο. Έχω αφιερώσει αρκετό χρόνο από τη ζωή μου εκεί, γιατί ήταν η πρώτη εμπειρία που είχα από την ελληνική περιφέρεια. Πέρασα πολύ χρόνο, πέρα από την ταινία που έγινε τελικά, γνωρίζοντας τις σχέσεις [ανάμεσα στους ανθρώπους]. Είναι η δική μου μικρογραφία. Αντλώντας από κει παραδείγματα και γυρίσματα μπορώ να περιγράψω πράγματα που αφορούν και την υπόλοιπη Ελλάδα, κι ίσως και άλλες περιοχές εκτός. Έχει να κάνει κυρίως με το χρόνο που έχω περάσει και την πρόσβαση γνωρίζοντας. Δεν πηγαίνω σαν τουρίστας, σαν ένας εξωτικός άνθρωπος. Πηγαίνω εκεί και γνωρίζω τις σχέσεις, οπότε μπορώ και να αντλώ θέματα. Το συγκεκριμένο θέμα, που αφορά όλες τις ταινίες [στη Ζαχάρω], ήταν η σχέση που έχουμε με τους πολιτικούς μας.
[Στην πρώτη ταινία] προέκυψε το κωμικό, και το σουρεαλιστικό και το ταξίδι κι όλα αυτά. Αλλά για μένα εξαρχής είχε να κάνει με το γιατί κάποιος αφήνει έναν πολιτικό να μπει τόσο μέσα στην ιδιωτική του ζωή; Ποια είναι αυτή η σχέση; Και γιατί χρειαζόμαστε έναν πολιτικό να λειτουργήσει ως ο μπαμπάς μας; Ο συγγενής μας; Να μας κάνει ένα συνοικέσιο;
Και μεγαλώνοντας και γνωρίζοντας περισσότερα κι αποκτώντας όλο και μεγαλύτερη σχέση στην ουσία, [στη δεύτερη ταινία] παρουσιάζουμε την επόμενη μέρα, και στην τρίτη εστιάζω ακριβώς σ’ αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση από την αρχή που ξεκίνησα τα «Sugar Town» που κινούνται γύρω από τις εκλογές, τις δεσμεύσεις, τις υποσχέσεις και καταλήγω στο τρίτο που είναι raw material. Είναι 7 μέρες γύρισμα. Πήγα εκεί, είχε ξεκινήσει ο δήμαρχος την προεκλογική εκστρατεία κι εγώ ξεκίνησα να κάνω τη δική μου δουλειά. Δεν υπήρξε συζήτηση. Ήταν δύο διαφορετικοί στόχοι που κινούνταν παράλληλα.
Είναι σα να έχεις κάνει το δικό σου franchise. Έχουμε το σύμπαν της Μάρβελ και το σύμπαν της Ζαχάρως. Μόνο που εδώ δεν έχουμε υπερ-ήρωες. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του σύμπαντος;
Οι συνέπειες της πυρκαγιάς του 2007 έστρεψαν πάλι την προσοχή του Τσακίρη στην περιοχή, για ένα πιο δύσκολο θέμα, το οποίο γέννησε το «Sugar Town: Η επόμενη μέρα» (2010). Στη συνέχεια, άλλα μέρη και προσωπικότητες της Ελλάδας τον έλκυσαν («Μήτσιγκαν – Οµορφιές και Δυσκολίες», «Η Αρχαιολόγος»), κι εκεί που δεν το περίμενε, τσουπ, να τη πάλι η Ζαχάρω.
Αυτή τη φορά, με το «Sugar Town: Για μια χούφτα ψήφους», ο Τσακίρης εστιάζει ξεκάθαρα πάνω στον δήμαρχο, ο οποίος αν και έκπτωτος, λαμβάνει την άδεια να κατέβει στις δημοτικές εκλογές – επτά μόλις μέρες πριν τη διεξαγωγή τους. Στο κατόπι του δημάρχου, καθώς πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα και από πλατεία σε πλατεία για να μαζέψει ψήφους, ο Τσακίρης βάζει μεγεθυντικό φακό σε έναν γνώριμο μικρόκοσμο και παρατηρεί τους οδυνηρούς συσχετισμούς του με το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό σύνολο της χώρας.
Είναι η τρίτη φορά που πας στη Ζαχάρω για γυρίσματα. Τι σε γλυκαίνει στην περιοχή κι επιστρέφεις σ’ αυτήν ξανά και ξανά;
Δε γίνεται με σχέδιο. Έχω αφιερώσει αρκετό χρόνο από τη ζωή μου εκεί, γιατί ήταν η πρώτη εμπειρία που είχα από την ελληνική περιφέρεια. Πέρασα πολύ χρόνο, πέρα από την ταινία που έγινε τελικά, γνωρίζοντας τις σχέσεις [ανάμεσα στους ανθρώπους]. Είναι η δική μου μικρογραφία. Αντλώντας από κει παραδείγματα και γυρίσματα μπορώ να περιγράψω πράγματα που αφορούν και την υπόλοιπη Ελλάδα, κι ίσως και άλλες περιοχές εκτός. Έχει να κάνει κυρίως με το χρόνο που έχω περάσει και την πρόσβαση γνωρίζοντας. Δεν πηγαίνω σαν τουρίστας, σαν ένας εξωτικός άνθρωπος. Πηγαίνω εκεί και γνωρίζω τις σχέσεις, οπότε μπορώ και να αντλώ θέματα. Το συγκεκριμένο θέμα, που αφορά όλες τις ταινίες [στη Ζαχάρω], ήταν η σχέση που έχουμε με τους πολιτικούς μας.
[Στην πρώτη ταινία] προέκυψε το κωμικό, και το σουρεαλιστικό και το ταξίδι κι όλα αυτά. Αλλά για μένα εξαρχής είχε να κάνει με το γιατί κάποιος αφήνει έναν πολιτικό να μπει τόσο μέσα στην ιδιωτική του ζωή; Ποια είναι αυτή η σχέση; Και γιατί χρειαζόμαστε έναν πολιτικό να λειτουργήσει ως ο μπαμπάς μας; Ο συγγενής μας; Να μας κάνει ένα συνοικέσιο;
Και μεγαλώνοντας και γνωρίζοντας περισσότερα κι αποκτώντας όλο και μεγαλύτερη σχέση στην ουσία, [στη δεύτερη ταινία] παρουσιάζουμε την επόμενη μέρα, και στην τρίτη εστιάζω ακριβώς σ’ αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση από την αρχή που ξεκίνησα τα «Sugar Town» που κινούνται γύρω από τις εκλογές, τις δεσμεύσεις, τις υποσχέσεις και καταλήγω στο τρίτο που είναι raw material. Είναι 7 μέρες γύρισμα. Πήγα εκεί, είχε ξεκινήσει ο δήμαρχος την προεκλογική εκστρατεία κι εγώ ξεκίνησα να κάνω τη δική μου δουλειά. Δεν υπήρξε συζήτηση. Ήταν δύο διαφορετικοί στόχοι που κινούνταν παράλληλα.
Είναι σα να έχεις κάνει το δικό σου franchise. Έχουμε το σύμπαν της Μάρβελ και το σύμπαν της Ζαχάρως. Μόνο που εδώ δεν έχουμε υπερ-ήρωες. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του σύμπαντος;
Πρώτα απ’ όλα είναι κάτι που έχει προκύψει. Η έννοια της τριλογίας δεν ήταν στόχος. Ούτε μετά το δεύτερο, ούτε μετά το πρώτο πίστευα ότι θα ξαναέκανα ντοκιμαντέρ για τη Ζαχάρω. Νομίζω ότι αποτελεί μια μικρογραφία που δεν είναι η εξαίρεση - όπως θέλαμε να πιστεύουμε [στην πρώτη ταινία] - αλλά ο κανόνας. Πέρα από τα αισθητικά στοιχεία που μπορεί να διαφέρουν, η σχέση που έχουμε με τους πολιτικούς είναι ακριβώς η ίδια και στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας. [Το «Sugar Town»] δείχνει τα χαρακτηριστικά μιας δημοκρατίας που δεν είναι σύγχρονη, αλλά κινείται κυρίως με βάση το προσωπικό συμφέρον του καθενός, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ή να έχουμε διάθεση να κάνουμε κάτι για το κοινό [καλό], για την κοινωνία που ζούμε. Όσοι μπαίνουν σ’ αυτό το παιχνίδι, γιατί υπάρχουν και άνθρωποι που δε θα πάνε σε έναν πολιτικό ούτε θα του ζητήσουν τίποτα, αλλά η σχέση πολίτη-πολιτικού όταν συμβαίνει, συμβαίνει για να ικανοποιήσει προσωπικά αιτήματα. Και μετά οι πολιτικοί μας αφαιρούν την ευθύνη για οτιδήποτε και λειτουργούν ως οι άνθρωποι που θα μας λύσουν τα προβλήματα.
Οπότε τι γίνεται μετά; Ο πολιτικός θα σου πει ότι εσύ δε φταις σε τίποτα, υπάρχουν κάποιοι άλλοι που σε επιβουλεύονται, υπάρχει εχθρός κάπου κι εγώ που είμαι αρκετά ισχυρός θα πάω και θα συγκρουστώ με αυτό. Οπότε όλα αυτά τα αόρατα είναι η βάση του λαϊκισμού. Την ίδια φρασεολογία μπορείς να τη συναντήσεις από κάτι πολύ μικρό, αλλά και στην Τουρκία του Ερντογάν, και στην Αμερικη του Τραμπ. Οι πολιτικοί αρνούνται να πουν την αλήθεια. Κι εμείς να την ακούσουμε. Στους πολιτικούς βλέπουμε τον εαυτό μας.
Κάνεις το πορτρέτο ενός, δε θα πω καν αμφιλεγόμενου, άντρα. Είναι ξεκάθαρος στις απειλές και τον τρόπο που χειρίζεται τα πράγματα. Σε προβληματίζει το ότι μπορεί με έναν τρόπο να φαίνεσαι ότι τον επιδοκιμάζεις κι ότι προωθείς την ατζέντα του; Μπήκες καθόλου σ’ αυτό το τριπάκι;
Όχι. Ο άνθρωπος που μπορεί να πιστέψει αυτό το πράγμα θα έλεγα εγώ ότι έχει σοβαρό πρόβλημα ανάγνωσης. Το ντοκιμαντέρ ως μορφή προπαγάνδας... Όποια θέση και να έχεις, το να κάνεις κάτι που από την αρχή ως το τέλος θα είναι ένα κλειστό σύστημα που θα πω εγώ σε σένα αυτό που πιστεύουμε κι οι δύο, θα το ντύσω με κάτι πλάνα και θα πω με μεγάλα γράμματα «Η παγκοσμιοποίηση είναι κακιά» δεν το εντάσσω σε μορφή τέχνης. Αν είναι να κάνω μια παράγραφο που μπορώ να δώσω τη θέση μου στα πράγματα και σου τη δώσω ή την ποστάρω κάπου τελειώνει. Το να κάτσεις ένα χρόνο και δύο να δουλέψεις για κάτι που ευελπιστείς ότι ο άλλος θα σκεφτεί πάνω σ’ αυτό, θα του δημιουργηθούν συναισθήματα, ιδέες, εικόνες, θα το συζητήσει, αυτό είναι το ζητούμενο. Αν βλέποντας το ένα ή το δύο ή το τρία κάποιος θεωρεί ότι είναι προεκλογικό μήνυμα του Πανταζή Χρονόπουλου δεν αφορά τον πομπό, αφορά το δέκτη. Εγώ εντάσσω το θεατή μέσα στην ευθύνη του, δε θα πάω να του δώσω κάτι έτοιμο. Θα πρέπει να μπορεί το διαβάσει μόνος του. Αλλιώς δεν έχω και λόγο να ασχοληθώ.
Δε θέλησες να κινηματογραφίσεις και την πλευρά του αντιπάλου του, του γιατρού;
Αμέ, πήγα στο γραφείο του. Ήταν Κυριακή οι εκλογές κι εμείς φτάσαμε εκεί την Τετάρτη. Είχα συνέχεια επιλογές. Ήξερα ότι ο [Χρονόπουλος ήταν ο] βασικός μου χαρακτήρας, αλλά πήγα και στο γραφείο Τύπου του Γιαννόπουλου και του τρίτου υποψηφίου. Δεν εμφανίστηκε ο τρίτος πουθενά. Ο Γιαννόπουλος δε θέλησε να μπει σ’ αυτήν την κατάσταση, δε γνωριζόμαστε κιόλας. Αλλά τελικά αυτό ήταν πολύ καλό για μένα. Γιατί δε με ενδιέφερε να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τη σύγκρουση δυο υποψηφίων. Με ενδιέφερε να καταγράψω τη σχέση πολίτη-πολιτικού. Αυτό μπορούσα να το πετύχω μόνο με τους ανθρώπους στους οποίους έχω απόλυτη πρόσβαση κι αυτήν την αμεσότητα.
Αποτυπώνεις μια πολύ συγκεκριμένη πραγματικότητα, η οποία μεταφράζεται σε μια γενικότερη πραγματικότητα της χώρας. Σε θλίβει;
Με θλίβει πέρα από το ντοκιμαντέρ. Την πραγματικότητα τη γνωρίζω, αυτή που με στεναχωρεί κι αυτή που συζητάμε, τη γνωρίζω πριν κάνω κάτι πολύ συγκεκριμένο. Την παρατηρώ. Κι αυτό έχει να κάνει με την επιλογή μου να κάνω [την τρίτη ταινία]. Δεν προέκυψε. Τα χρόνια της βαθιάς απελπισίας και κρίσης έψαχνα το «Μήτσιγκαν», την «Αρχαιολόγο», ανθρώπους που μέσα σ’ αυτό το χαμό είχαν μια προσωπική στάση και πορεία και που ήρθαν σε σύγκρουση, κόντρα στο ρεύμα. Όταν βλέπω ότι λίγο πολύ πάλι ακούμε, όπως άκουγα [στην πρώτη ταινία], ότι είμαστε η χώρα που έχει λύσει όλα της τα προβλήματα κι έχουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες κι όλα είναι σούπερ, η φυσική μου αντίδραση -βλέποντας τη θέση μας ως χώρα και κοινωνία – είναι να μου γεννηθεί η επιθυμία να καταθέσω κι εγώ το υλικό αυτό.
Εγώ πιστεύω ότι αν δεν κάνουμε κάτι ριζικά να αλλάξουμε την αισθητική, τη μόρφωση, την παιδεία μας, δεν ξέρω σε ποια γενιά μπορεί να γίνει, ότι είμαστε σίγουρα καταδικασμένοι να μη βγούμε ποτέ κι ίσως να χειροτερέψουν τα πράγματα. Και γι’ αυτό και ξεκινάει η ταινία με τη φράση: Αν δεν αλλάξουμε κατεύθυνση, θα φτάσουμε εκεί που πάμε. Η ατζέντα όλη αυτή και ο λαϊκισμός και η αγριάδα είναι παντού και διαχέεται σε όλες τις μορφές επικοινωνίας, στο πώς οδηγούμε και συμπεριφερόμαστε, στο πώς μιλάνε οι πολιτικοί μεταξύ τους, οι οποίοι έχουν αφήσει και την αστική ευγένεια, γιατί κάποιος σύμβουλος τους είπε ότι δεν περνάει πια κι ότι πρέπει να μιλάτε σαν δύο τύποι που τσακώνονται στο φανάρι. Φοβάμαι ότι η ακροδεξιά ατζέντα έχει επικρατήσει. Αυτός είναι ο λόγος να θες να κάνεις κάτι, πέρα από τα πρόσωπα.
Πώς είναι τα πράγματα τώρα εκεί;
Είναι πάλι οι ίδιοι υποψήφιοι. Συνεχίζουν να λένε βαριά πράγματα ο ένας για τον άλλον. Αυτό συνεχίζεται. Δεν ξέρω τι γίνεται με το θέμα που είναι έκπτωτος ο Χρονόπουλος. Και την προηγούμενη φορά ήταν αλλά του επετράπη δέκα μέρες πριν [να λάβει μέρος στις εκλογές].
Τι μάθημα σου έδωσε η Ζαχάρω αυτή τη φορά;
Τα όρια του σοκ δεν τα είχα ανακαλύψει όσο νόμιζα. Μεγαλώνοντας, πίστευα ότι υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορείς να σοκαριστείς με τα πράγματα. Τώρα αυτό έχει επεκταθεί. Εκεί δεν έχεις χρόνο να αντιδράσεις. Είναι όλο μια έντονη εμπειρία. Είναι ένα στοίχημα να μπορείς να κάνεις κάτι που να δημιουργεί έντονα συναισθήματα και σε σένα.
Οπότε τι γίνεται μετά; Ο πολιτικός θα σου πει ότι εσύ δε φταις σε τίποτα, υπάρχουν κάποιοι άλλοι που σε επιβουλεύονται, υπάρχει εχθρός κάπου κι εγώ που είμαι αρκετά ισχυρός θα πάω και θα συγκρουστώ με αυτό. Οπότε όλα αυτά τα αόρατα είναι η βάση του λαϊκισμού. Την ίδια φρασεολογία μπορείς να τη συναντήσεις από κάτι πολύ μικρό, αλλά και στην Τουρκία του Ερντογάν, και στην Αμερικη του Τραμπ. Οι πολιτικοί αρνούνται να πουν την αλήθεια. Κι εμείς να την ακούσουμε. Στους πολιτικούς βλέπουμε τον εαυτό μας.
Κάνεις το πορτρέτο ενός, δε θα πω καν αμφιλεγόμενου, άντρα. Είναι ξεκάθαρος στις απειλές και τον τρόπο που χειρίζεται τα πράγματα. Σε προβληματίζει το ότι μπορεί με έναν τρόπο να φαίνεσαι ότι τον επιδοκιμάζεις κι ότι προωθείς την ατζέντα του; Μπήκες καθόλου σ’ αυτό το τριπάκι;
Όχι. Ο άνθρωπος που μπορεί να πιστέψει αυτό το πράγμα θα έλεγα εγώ ότι έχει σοβαρό πρόβλημα ανάγνωσης. Το ντοκιμαντέρ ως μορφή προπαγάνδας... Όποια θέση και να έχεις, το να κάνεις κάτι που από την αρχή ως το τέλος θα είναι ένα κλειστό σύστημα που θα πω εγώ σε σένα αυτό που πιστεύουμε κι οι δύο, θα το ντύσω με κάτι πλάνα και θα πω με μεγάλα γράμματα «Η παγκοσμιοποίηση είναι κακιά» δεν το εντάσσω σε μορφή τέχνης. Αν είναι να κάνω μια παράγραφο που μπορώ να δώσω τη θέση μου στα πράγματα και σου τη δώσω ή την ποστάρω κάπου τελειώνει. Το να κάτσεις ένα χρόνο και δύο να δουλέψεις για κάτι που ευελπιστείς ότι ο άλλος θα σκεφτεί πάνω σ’ αυτό, θα του δημιουργηθούν συναισθήματα, ιδέες, εικόνες, θα το συζητήσει, αυτό είναι το ζητούμενο. Αν βλέποντας το ένα ή το δύο ή το τρία κάποιος θεωρεί ότι είναι προεκλογικό μήνυμα του Πανταζή Χρονόπουλου δεν αφορά τον πομπό, αφορά το δέκτη. Εγώ εντάσσω το θεατή μέσα στην ευθύνη του, δε θα πάω να του δώσω κάτι έτοιμο. Θα πρέπει να μπορεί το διαβάσει μόνος του. Αλλιώς δεν έχω και λόγο να ασχοληθώ.
Δε θέλησες να κινηματογραφίσεις και την πλευρά του αντιπάλου του, του γιατρού;
Αμέ, πήγα στο γραφείο του. Ήταν Κυριακή οι εκλογές κι εμείς φτάσαμε εκεί την Τετάρτη. Είχα συνέχεια επιλογές. Ήξερα ότι ο [Χρονόπουλος ήταν ο] βασικός μου χαρακτήρας, αλλά πήγα και στο γραφείο Τύπου του Γιαννόπουλου και του τρίτου υποψηφίου. Δεν εμφανίστηκε ο τρίτος πουθενά. Ο Γιαννόπουλος δε θέλησε να μπει σ’ αυτήν την κατάσταση, δε γνωριζόμαστε κιόλας. Αλλά τελικά αυτό ήταν πολύ καλό για μένα. Γιατί δε με ενδιέφερε να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τη σύγκρουση δυο υποψηφίων. Με ενδιέφερε να καταγράψω τη σχέση πολίτη-πολιτικού. Αυτό μπορούσα να το πετύχω μόνο με τους ανθρώπους στους οποίους έχω απόλυτη πρόσβαση κι αυτήν την αμεσότητα.
Αποτυπώνεις μια πολύ συγκεκριμένη πραγματικότητα, η οποία μεταφράζεται σε μια γενικότερη πραγματικότητα της χώρας. Σε θλίβει;
Με θλίβει πέρα από το ντοκιμαντέρ. Την πραγματικότητα τη γνωρίζω, αυτή που με στεναχωρεί κι αυτή που συζητάμε, τη γνωρίζω πριν κάνω κάτι πολύ συγκεκριμένο. Την παρατηρώ. Κι αυτό έχει να κάνει με την επιλογή μου να κάνω [την τρίτη ταινία]. Δεν προέκυψε. Τα χρόνια της βαθιάς απελπισίας και κρίσης έψαχνα το «Μήτσιγκαν», την «Αρχαιολόγο», ανθρώπους που μέσα σ’ αυτό το χαμό είχαν μια προσωπική στάση και πορεία και που ήρθαν σε σύγκρουση, κόντρα στο ρεύμα. Όταν βλέπω ότι λίγο πολύ πάλι ακούμε, όπως άκουγα [στην πρώτη ταινία], ότι είμαστε η χώρα που έχει λύσει όλα της τα προβλήματα κι έχουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες κι όλα είναι σούπερ, η φυσική μου αντίδραση -βλέποντας τη θέση μας ως χώρα και κοινωνία – είναι να μου γεννηθεί η επιθυμία να καταθέσω κι εγώ το υλικό αυτό.
Εγώ πιστεύω ότι αν δεν κάνουμε κάτι ριζικά να αλλάξουμε την αισθητική, τη μόρφωση, την παιδεία μας, δεν ξέρω σε ποια γενιά μπορεί να γίνει, ότι είμαστε σίγουρα καταδικασμένοι να μη βγούμε ποτέ κι ίσως να χειροτερέψουν τα πράγματα. Και γι’ αυτό και ξεκινάει η ταινία με τη φράση: Αν δεν αλλάξουμε κατεύθυνση, θα φτάσουμε εκεί που πάμε. Η ατζέντα όλη αυτή και ο λαϊκισμός και η αγριάδα είναι παντού και διαχέεται σε όλες τις μορφές επικοινωνίας, στο πώς οδηγούμε και συμπεριφερόμαστε, στο πώς μιλάνε οι πολιτικοί μεταξύ τους, οι οποίοι έχουν αφήσει και την αστική ευγένεια, γιατί κάποιος σύμβουλος τους είπε ότι δεν περνάει πια κι ότι πρέπει να μιλάτε σαν δύο τύποι που τσακώνονται στο φανάρι. Φοβάμαι ότι η ακροδεξιά ατζέντα έχει επικρατήσει. Αυτός είναι ο λόγος να θες να κάνεις κάτι, πέρα από τα πρόσωπα.
Πώς είναι τα πράγματα τώρα εκεί;
Είναι πάλι οι ίδιοι υποψήφιοι. Συνεχίζουν να λένε βαριά πράγματα ο ένας για τον άλλον. Αυτό συνεχίζεται. Δεν ξέρω τι γίνεται με το θέμα που είναι έκπτωτος ο Χρονόπουλος. Και την προηγούμενη φορά ήταν αλλά του επετράπη δέκα μέρες πριν [να λάβει μέρος στις εκλογές].
Τι μάθημα σου έδωσε η Ζαχάρω αυτή τη φορά;
Τα όρια του σοκ δεν τα είχα ανακαλύψει όσο νόμιζα. Μεγαλώνοντας, πίστευα ότι υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορείς να σοκαριστείς με τα πράγματα. Τώρα αυτό έχει επεκταθεί. Εκεί δεν έχεις χρόνο να αντιδράσεις. Είναι όλο μια έντονη εμπειρία. Είναι ένα στοίχημα να μπορείς να κάνεις κάτι που να δημιουργεί έντονα συναισθήματα και σε σένα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα