Προδημοσίευση: «Το καταφύγιο των ωραίων ψυχών» από τον Κυριάκο Αθανασιάδη

Προδημοσίευση: «Το καταφύγιο των ωραίων ψυχών» από τον Κυριάκο Αθανασιάδη

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Διόπτρα

katafigio-vivlio
Το Καταφύγιο των ωραίων ψυχών είναι ένα feelgood μυθιστόρημα για όσους, στο βάθος της καρδιάς τους, ξέρουν πως στο τέλος όλα θα πάνε καλά.

Είναι ένα βιβλίο για την απεριόριστη αγάπη και τα αναπάντεχα θαύματα. Η περιπέτεια του κύριου Ισίδωρου και του σκύλου που ξαφνικά θα αλλάξει την καθημερινότητά του είναι από αυτές τις ιστορίες που όλοι ελπίζουμε πως θα έχουν όμορφο τέλος.
Με θαυμαστό σθένος, ο μοναχικός ήρωας θα κάνει ό,τι μπορεί για να βρει τους ιδιοκτήτες του νέου τετράποδου φίλου του. Όμως δεν θα είναι μόνος. Οι άνθρωποι που θα γνωρίσει στο ταξίδι του θα τον βοηθήσουν.

Το μυθιστόρημα του Κυριάκου Αθανασιάδη μας υπενθυμίζει πως, παρά τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τις στεναχώριες, η ζωή συνεχίζεται. Ναι, κρύβει πάντα πολλές προκλήσεις. Αλλά το πώς θα την αντιμετωπίσουμε είναι στο δικό μας χέρι.

Κλείσιμο
Υπάρχει παντού ομορφιά. Αρκεί να την αναζητήσουμε.

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο

Αν εξαιρέσουμε το φάντασμα της γυναίκας του, που του κάνει παρέα τα βράδια γιατί δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά και δεν θα πάψει ποτέ να τον προσέχει, ο κύριος Ισίδωρος μένει μόνος. Είναι μεγάλος πια και δεν χρειάζεται πολλά για να περνά τις μέρες του, ούτε και θέλησε ποτέ στη ζωή του να έχει πολλά. Μόνο που, εντελώς ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη, βρίσκεται με έναν σκύλο στα χέρια του. Έναν μεγάλο, βρόμικο, αδέσποτο σκύλο, που πάγωνε μέσα στη βροχή και το κρύο. Και συνομήλικό του, μάλιστα: είναι ζήτημα αν θα τα καταφέρει να βγάλει τον χειμώνα. Κι αυτός ο σκύλος κρύβει το όνομα μιας μικρής πόλης στο κολάρο του.

Όταν το ανακαλύψει, ο κύριος Ισίδωρος θα αποκτήσει έναν ιερό σκοπό στη ζωή του: να βρει τους ιδιοκτήτες του σκύλου, και να τους τον παραδώσει. Το πρόβλημα όμως είναι πως κανείς δεν παίρνει τον κύριο Ισίδωρο με αυτόν τον σκύλο στο όχημά του. Έτσι, πρέπει να πάνε αλλιώς. Με το ποδήλατο. Τίποτε δεν είναι αδύνατο όταν έχεις έναν ισχυρό σκοπό στη ζωή σου, έτσι δεν είναι; Τουλάχιστον αυτό πιστεύει ο κύριος Ισίδωρος. Ακόμη και αν ο σκύλος που βρήκες στον δρόμο σχεδόν δεν χωράει στο καλάθι του ποδηλάτου σου, που μυρίζει κρέμα και ρυζόγαλο, και αναμνήσεις — ακόμη και τότε.

Και άλλωστε εκεί, στο τέρμα του δρόμου, στη μικρή εκείνη πόλη, μέσα στο δεκεμβριάτικο κρύο και τα φωτάκια των Χριστουγέννων, παρέα με ανθρώπους που δεν είχε ξαναδεί μέχρι χθες μα που τώρα αγαπά, ποιος ξέρει; Μπορεί να γίνει και κανένα θαύμα. Ή και περισσότερα.
Το βιβλίο μιλά για το χρέος μας απέναντι στο καλό. Για το γεγονός ότι, παρά τα εμπόδια, η ζωή είναι εκεί, γεμάτη προκλήσεις, και είναι στο χέρι μας να την κοιτάξουμε με κατάφαση και να προχωρήσουμε μπροστά

Η ζωή είναι όμορφη, και το πιο όμορφο κομμάτι της είναι η αγάπη.
Κοιτάξτε έναν σκύλο: αν έχει κάποιον να αγαπά, όποιος κι αν είναι αυτός, έχει όλο τον κόσμο με το μέρος του.

Η αγάπη σε θρέφει, και δεν τελειώνει ποτέ.

220481__2_


Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου

Η αποθήκη ήταν γεμάτη σανό σε μεγάλα δεμάτια τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, ενώ πολύς ακόμα σανός ήταν στρωμένος σε όλο το εσωτερικό της, σαν ένα τεράστιο χαλί.

«Δεν είναι θαύμα;» είπε ο κύριος Ισίδωρος αφήνοντας τον σκύλο του πάνω στα κίτρινα, ξεραμένα στάχυα. «Δεν είναι ωραία εδώ πέρα; Δεν είναι ό,τι πρέπει μετά από τόσο νερό;»

Ο σκύλος, που δεν είχε σταματήσει να τρέμει όσο ο κύριος Ισίδωρος τον μετέφερε ως το παλιό τούβλινο και λαμαρινένιο κτίριο, κοίταξε δεξιά και αριστερά του μέσα στο μισοσκόταδο ανατριχιάζοντας. Έπειτα τινάχτηκε πάλι, και προχωρώντας κουτσά πήγε δίπλα στον άνθρωπό του και κόλλησε στα πόδια του.

«Θα μείνουμε για πολύ λίγο», του είπε εκείνος κοιτώντας μέσα στις σκιές και στα σκοτάδια, αλλά μην μπορώντας να ξεχωρίσει τίποτε. «Μόνο μέχρι να περάσει αυτή η καταιγίδα».

Καταιγίδα! Ποιος θα το ’λεγε, ε; Καταιγίδα ακριβώς τη μέρα που ξεκινήσαμε το ταξίδι μας. Κοίτα πώς είναι τα ρούχα μου…» Ο σκύλος τον κοίταξε με ένα περίλυπο ύφος, και με τη μύτη του να στάζει. Ήταν ένας γέρικος σκύλος, και εκείνη η βροχή δεν έμοιαζε σε τίποτα με το ζεστό χθεσινό του μπάνιο.

«Πρέπει να αλλάξω», συνέχισε ο κύριος Ισίδωρος. «Ευτυχώς που έχω τα στεγνά ρούχα. Ποιος θα το ’λεγε, ε;…»

Στάθηκε ανάμεσα σε δύο ψηλές και φαρδιές στήλες με δεμάτια και έβγαλε όλα του τα ρούχα, απλώνοντάς τα ένα-ένα πάνω στον ξεραμένο σανό. Το γέρικο σώμα του έμοιαζε να γλιστρά μέσα από το σκοτάδι σαν το εκτόπλασμα ενός φαντάσματος, μόλο που ο ίδιος δεν το καταλάβαινε. Και βέβαια κρύωνε τώρα πια, ακόμη περισσότερο. Η αποθήκη ήταν κλειστή, και τα δεμάτια κρατούσαν πολλή ζέστη, αλλά η βροχή και η απότομη πτώση της θερμοκρασίας έκανε τα χνότα του να φαίνονται και το δέρμα του να μπιμπικιάζει.

«Δόξα τω Θεώ», επαναλάμβανε καθώς ντυνόταν από την αρχή ο κύριος Ισίδωρος, «δόξα τω Θεώ».

Όταν τελείωσε το ντύσιμό του, ένιωσε αμέσως καλύτερα. Και επειδή ζεστάθηκε, και επειδή είχε απαλλαγεί από τα μουσκεμένα του ρούχα, και επειδή δεν μπήκε κάποιος μέσα στην αποθήκη με το σανό για να τον δει γυμνό όσο ντυνόταν. Ήταν απίθανο βέβαια, γιατί κανείς δεν ήταν αρκετά τρελός ώστε να κυκλοφορεί με τέτοιο καιρό, αλλά και πάλι ποτέ δεν ξέρεις. Τακτοποίησε καλύτερα τα βρεγμένα, άφησε το σακβουαγιάζ από κάτω τους για να τα διπλώσει και να τα βάλει μέσα όταν θα στέγνωναν, και χαμήλωσε το βλέμμα στον σκύλο του, που όλη αυτή την ώρα τον κοιτούσε στα μάτια χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει.

«Πάμε να κάτσουμε κάπου στα ζεστά», του είπε, και προχώρησε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει μέσα στην αποθήκη.

Με το κεφάλι σκυφτό, μυρίζοντας τα πεσμένα στάχυα, ο σκύλος τον ακολούθησε χωρίς χρονοτριβή.

«Εδώ είναι καλά», είπε ο κύριος Ισίδωρος και έκατσε πάνω σε ένα βολικό δεμάτι που είχε ανοίξει και είχε μισοδιαλυθεί στο πάτωμα. Ήταν αναπαυτικό και ζεστό. «Ελπίζω μόνο να μην έχει τίποτα ψύλλους. Δεν θέλω να κολλήσεις, θα πονάς. Και τι θα πούνε οι δικοί σου αν σε πάω πίσω γεμάτο ψύλλους».

Ο σκύλος βολεύτηκε δίπλα του επιμένοντας να έχει το πιγούνι του στερεωμένο πάνω στο γόνατο του κυρίου Ισίδωρου. Ήταν καλύτερα έτσι.
Ο κύριος Ισίδωρος τον χάιδεψε στο κεφάλι.

«Τώρα θα φτάναμε», του είπε. «Ή θα είχαμε φτάσει κιόλας. Θα σου έπαιρνα κάτι να φας, και θα ψάχναμε τον άνθρωπό σου. Φαντάζεσαι τι έχει να γίνει όταν σε δουν;»

Ο σκύλος αναστέναξε και άφησε το κεφάλι του να πέσει βαρύ πάνω στο πόδι του ανθρώπου του.

«Όταν τον βρούμε, θα σας πάω όλους μαζί σε ένα ζαχαρο- πλαστείο να πάρουμε γλυκά. Ο κόσμος πρέπει να τρώει γλυκά όταν βρίσκει κάτι που χάθηκε. Ή κάποιον. Και όποτε γιορτάζει οτιδήποτε, εδώ που τα λέμε. Πολλοί δεν το κάνουν πια, αλλά υπήρξε για πολύ καιρό μια μεγάλη παράδοση. Τώρα κερνάνε συνήθως μόνο στις γιορτές και στα γενέθλια. Αλλά το γλυκό είναι σαν το κρασί: πάει με τη χαρά του ανθρώπου. Αυτό ήθελα να σου πω. Όταν τον βρούμε, θα σας πάω όλους μαζί σε ένα ζαχαροπλαστείο να πάρουμε γλυκά».

Ο κύριος Ισίδωρος αναστέναξε και έκατσε ακόμη πιο αναπαυτικά κι αυτός, γέρνοντας προς τα πίσω. Τώρα πια δεν κρύωνε, ίσως επειδή είχε κόψει η βροχή, αν και εξακολουθούσε να χτυπάει με δύναμη τη λαμαρινένια στέγη της αποθήκης, ή ίσως επειδή απομακρύνθηκε από την περιοχή εκείνο το σκοτεινό σύννεφο της καταιγίδας. Ή επειδή το σανό μπόρεσε και πήρε πάλι το πάνω χέρι μετά τη θυελλώδη επίθεση του νερού. Ήταν ωραία εκεί μέσα, βολικά και γλυκά. Ήταν εκείνη η μυρωδιά του χόρτου που γλύκαινε την ατμόσφαιρα. Πώς μύριζε ακριβώς; Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Με το πέρασμα του χρόνου η όσφρησή του είχε αλλοιωθεί, και εντέλει η δεξιότητα που είχε αποκτήσει με τα χρόνια να ξεχωρίζει πολλές αμυδρά διαφορετικές μυρωδιές είχε σχεδόν χαθεί. Παλιά μπορούσε να πει πόση ώρα έπρεπε ακόμα να ζεσταθεί ένα σιρόπι απλώς και μόνο από τη μυρωδιά. Ή πόσων ημερών ήταν ένα αυγό. Ή αν το βούτυρο έπρεπε να σταθεί άλλη μισή ώρα στη θερμοκρασία της κουζίνας. Ήταν καλός σ’ αυτά, όπως και σε άλλα πολλά. Ζαχαροπλάστης. Πολλά, πολλά-πολλά χρόνια. Ζαχαροπλάστης, και στο τέλος, τα τελευταία είκοσι χρόνια —πολύς καιρός—, παρασκευαστής κρέμας και ρυζόγαλου, ρυζόγαλου και κρέμας. Τα πιο απλά, τα πιο νόστιμα γλυκά του κόσμου.

«Είχαμε δουλέψει και οι δυο πολύ, Έκτορα, πραγματικά πολύ. Την αγαπούσαμε τη δουλειά. Είναι ωραίο να καταγίνεσαι όλη μέρα με το παντεσπάνι, το αλεύρι, τη ζάχαρη, τα αυγά, το βούτυρο, τη μαρέγκα, τα αμύγδαλα, τη σοκολάτα, τους φούρνους, το ψυγείο… Τα ξέρεις όλα αυτά; Αυτές τις λέξεις; Τις καταλαβαίνεις; Μάλλον όχι. Δεν πειράζει. Το γενικό νόημα θα το πιάσεις. Το ξέρω ότι θα το πιάσεις. Είσαι έξυπνος σκύλος, Έκτορα. Πολύ έξυπνος σκύλος. Μπορώ να το καταλάβω. Και…; Τι έλεγα; Α, ναι. Ήμασταν από πάντα μαζί, ξέρεις. Δεν φαίνεται σε εμένα μονάχα έτσι. Έτσι ήταν. Από πάντα. Παντρευτήκαμε στα είκοσί μας. Εγώ ήμουν λίγους μήνες μόνο μεγαλύτερος. Αλλά αργήσαμε να κάνουμε παιδί. Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά. Δεν είναι μικρό διάστημα. Ήμασταν καλά όμως. Ήμασταν καλά. Και εκείνα τα δέκα χρόνια, και τα επόμενα είκοσι. Στρογγυλά νούμερα, ναι; Σαν δόσεις από συνταγή. Είκοσι, και δέκα, και είκοσι. Ήμασταν στα πενήντα όταν τα αφήσαμε όλα, τις δουλειές και τα πάντα, και κλειστήκαμε στο σπίτι μας. Σχεδόν ένα χρόνο κράτησε η κλεισούρα, το κρύψιμό μας από τον κόσμο. Ούτε αυτό είναι μικρό διάστημα, Έκτορα. Ένας χρόνος κλεισμένος στο σπίτι… είναι πολύς».

Ο κύριος Ισίδωρος έκανε ένα μικρό διάλειμμα παρατηρώντας μια διαρροή από το ταβάνι, έναν μικρό διάφανο καταρράκτη που κατρακυλούσε το νερό του στο πάτωμα της αποθή- κης, κατευθείαν πάνω στον ξεραμένο σανό, που το κατάπινε λαίμαργα μέσα στο σκοτάδι.

«Και μετά αρχίσαμε τις κρέμες και τα ρυζόγαλα. Και ανοίξαμε το μαγαζί. Πάνε όλα τα άλλα, και δόξα τω Θεώ. Οι κρέμες και τα ρυζόγαλα μας αρκούσαν. Το γάλα, η ζάχαρη, η βανίλια, το κορν-φλάουρ, το ρύζι… Μας άρεσε που όλα τα υλικά ήταν άσπρα. Το άσπρο μάς ξεκούραζε κάπως την καρδιά. Ναι, ήταν και η κανέλα, θα πεις. Σωστά. Αλλά δεν υπάρχει πιο αθώο πράγμα από την κανέλα, στον λόγο μου. Έχει μια σπιρτάδα, μια γλύκα, μια πικράδα, είναι πικάντικη και… και είναι κανέλα. Αλλά είναι αθώα, σαν παιδί. Τα αλλάζει όλα, όπως ακριβώς σού τα αλλάζει όλα και ένα παιδί. Και ντύνει το λευκό στα καλά του». Ο κύριος Ισίδωρος χαμογέλασε. «Αυτό δεν είναι δικιά μου κουβέντα, ήταν της Ελισάβετ. Της άρεσε να λέει κάτι τέτοια. Διάβαζε πολλά βιβλία, πολλά. Και περιοδικά».

Αναστέναξε και έγειρε πάνω στον σκύλο. Το μαλλί του μύριζε ακόμη καταιγίδα.

«Κρέμα και ρυζόγαλο, Έκτορα. Τώρα που με βλέπεις έτσι δεν θα το πιστέψεις, αλλά στον καιρό μας ήμασταν οι πιο γνωστοί στο κέντρο. Όλοι έρχονταν να πάρουν από μας ένα κου- πάκι, ή έναν κεσέ. Όλοι. Πολύ νωρίς το πρωί, όταν έκλειναν τα μαγαζιά, ή αργότερα για δεκατιανό, ή το μεσημέρι για μετά το φαγητό, ή το βράδυ μπροστά στην τηλεόραση ή στο μπαλκόνι… Όλοι. Μας έγραφαν και τα περιοδικά πού και πού, και οι εφημερίδες. Μη με βλέπεις έτσι τώρα, το ξέρω ότι δεν σου γεμίζω το μάτι. Είναι λίγο που γέρασα, και λίγο που τα ’χασα όλα. Χάνονται πολλά στη ζωή του ανθρώπου, Έκτορα. Και στου σκύλου, μάλλον. Αλλά εσύ μπορεί να τα ξεχνάς. Ο άνθρωπος όχι. Τα κουβαλάει όλα εδώ, εδώ».

Ο κύριος Ισίδωρος σταμάτησε να χτυπά το στήθος του με την αδύναμη γροθιά του έτσι όπως είχε ανασηκωθεί, και ξανάπεσε πάνω στον σκύλο αγκαλιάζοντάς τον σαν μαξιλάρι, ή σαν άνθρωπο. Και ο σκύλος τον δέχτηκε με ανακούφιση, παρά το βάρος του. Έμοιαζε να είναι ένα ευπρόσδεκτο βάρος. Η βροχή τούς είχε αποκλείσει σε εκείνη την αποθήκη, αλλά ήταν ακριβώς εκείνη η βροχή που τους έφερε ταυτόχρονα τόσο κοντά. Εκείνη η μπόρα, η καταιγίδα. Κι αυτό ο σκύλος έδειχνε να το καταλαβαίνει, και ίσως να το εκμεταλλεύεται και μια στάλα. Ήταν ένας έξυπνος σκύλος, και είχε ζήσει πολλά. Κι ας μην τα θυμόταν όλα, ή και σχεδόν τίποτα πια.

Έβγαλαν ο καθένας τους από έναν αναστεναγμό, τελείως συγχρονισμένοι, και αποκοιμήθηκαν. Ή έστω έκλεισαν τα μάτια, όσο η μπόρα, που ξέφτιζε σιγά-σιγά, ξέπλενε ό,τι υπήρχε ακόμη για να ξεπλυθεί εκεί έξω στον κόσμο. Κι όπως ανακάτευαν τις αναπνοές τους και σκέφτονταν ο καθένας τα δικά του, σ’ όλη την αποθήκη, πάνω από τη μυρωδιά του ξεραμένου σανού, απλώθηκε ανοίγοντας τα φτερά της —διάφανα φτερά πεταλούδας— μια λεπτή μυρωδιά από κανέλα, μια λεπτή μυρωδιά από ένα ξεχασμένο όνειρο.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Κυριάκος Αθανασιάδης είναι συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1963. Έχει εκδώσει πάνω από 50 βιβλία, για μεγάλους και παιδιά, με το όνομά του και με μία σειρά ψευδώνυμα. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορεί ακόμη το μυθιστόρημά του Η Κόκκινη Μαρία.


Siggrafeas
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα

Best of Network

Δείτε Επίσης