Η INALAN προσέλκυσε 40 εκατ. ευρώ ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, τριπλασίασε το προσωπικό της σε ένα χρόνο και παρέχει δυνατότητα σύνδεσης γρήγορου internet σε πάνω από 600.000 νοικοκυριά - Κατά 44% αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών της.
Η ιστορία του graffiti στην Ελλάδα
Η ιστορία του graffiti στην Ελλάδα
«Το graffiti δεν είναι μόνο χρώμα, είναι λόγος και στάση ζωής», λέει ο συγγραφέας του βιβλίου «Το graffiti στην Ελλάδα το χρώμα της πόλης», Κυριάκος Ιωσηφίδης
«Ξέρεις τι είναι να ξυπνάς το πρωί και ο γκρίζος τοίχος απέναντί σου να έχει χαθεί, να έχει γίνει σκέτο χρώμα; Νιώθεις… Το graffiti δεν είναι μόνο χρώμα, είναι λόγος και στάση ζωής. Οταν βάφεις έναν γκρίζο τοίχο που τον θέλουν γκρίζο, κάνεις μια δήλωση»...
Τα πιο πάνω λόγια, όπως αποτυπώθηκαν στο βιβλίο του συγγραφέα Κυριάκου Ιωσηφίδη με τίτλο «Το graffiti στην Ελλάδα το χρώμα της πόλης», περιγράφουν με απόλυτη πιστότητα τις απόψεις της γενιάς των γκραφιτάδων (writers), των ανθρώπων που ζωγραφίζουν με σπρέι και απίστευτη καλλιτεχνία και φαντασία τοίχους, σχολεία, προσόψεις κτιρίων μέχρι και βαγόνια τρένων.
Η υπόθεση του graffiti στο Πολυτεχνείο και η μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από αυτό, ξυπνά τις μνήμες όλων εκείνων, που τη δεκαετία του 1980 έβλεπαν για πρώτη φορά ζωγραφισμένα σε γκρίζους τοίχους, τα αγαπημένα τους εξώφυλλα βινυλίων. Πέρσι, η ηλεκτρονική έκδοση της «Guardian» αλλά και οι «New York Times» είχαν ασχοληθεί με το ελληνικό γκράφιτι αναλύοντας τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης και τον αντίκτυπο που έχουν στους Ελληνες γκραφιτάδες.
Το γκράφιτι, που ξεκίνησε στην Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του 1960, χρησιμοποιήθηκε αρχικά από πολιτικούς ακτιβιστές που ήθελαν να δημοσιοποιήσουν την άποψή τους. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από συμμορίες που οριοθετούσαν με αυτό τον τρόπο την περιοχή τους. Σήμερα, όπως αποτελεί μια εναλλακτική μορφή έκφρασης, που τις περισσότερες φορές χρησιμεύει και ως «όπλο» στον άτυπο πόλεμο μεταξύ των καλύτερων γκραφιτάδων.
Το γκράφιτι στο Πολυτεχνείο αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα του ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων του χώρου μιας και είναι από τα πιο εντυπωσιακά που έχουν γίνει. Όσο τόσο για το σχεδιασμό όσο για το σημείο που έγινε. Είναι άλλωστε γνωστό πως στον πόλεμο για το καλύτερο γκράφιτι μεταξύ των ομάδων μετράει το σημείο, πόσο κεντρικό, πόσο μεγάλος είναι ο χώρος που θα βαφτεί, είναι αλλά και ο κίνδυνος που έγκειται στο να γίνει ένα γκράφιτι. Σε αυτό τον ανταγωνισμό έχουν υπάρξει μέχρι και νεκροί που προσπάθησαν να βρουν το εντυπωσιακότερο σημείο για το γκράφιτι τους.
Τα πιο εντυπωσιακά, είναι τo «Colorful tsounami» από τον Woozy που βρίσκεται σε τοίχο πολυκατοικίας που εφάπτεται με το 64ο δημοτικό σχολείο της Αθήνας, τα επιβλητικά ενωμένα χέρια που προσεύχονται πάνω από τα σταθμευμένα αμάξια στην οδό Πειραιώς 20 του ΑΣΚΤ,, το έργο του iNo στην Πειραιώς, αλλά και το εντυπωσιακό έργο του Βασίλη Μαργκοσιάν (ΜΒ) με τίτλο «Δεν λέω, καλά περνάω», που βρίσκεται επί της Μ. Αλεξάνδρου και Μυκηνών γωνία.
Τα πιο πάνω λόγια, όπως αποτυπώθηκαν στο βιβλίο του συγγραφέα Κυριάκου Ιωσηφίδη με τίτλο «Το graffiti στην Ελλάδα το χρώμα της πόλης», περιγράφουν με απόλυτη πιστότητα τις απόψεις της γενιάς των γκραφιτάδων (writers), των ανθρώπων που ζωγραφίζουν με σπρέι και απίστευτη καλλιτεχνία και φαντασία τοίχους, σχολεία, προσόψεις κτιρίων μέχρι και βαγόνια τρένων.
Η υπόθεση του graffiti στο Πολυτεχνείο και η μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από αυτό, ξυπνά τις μνήμες όλων εκείνων, που τη δεκαετία του 1980 έβλεπαν για πρώτη φορά ζωγραφισμένα σε γκρίζους τοίχους, τα αγαπημένα τους εξώφυλλα βινυλίων. Πέρσι, η ηλεκτρονική έκδοση της «Guardian» αλλά και οι «New York Times» είχαν ασχοληθεί με το ελληνικό γκράφιτι αναλύοντας τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης και τον αντίκτυπο που έχουν στους Ελληνες γκραφιτάδες.
Το γκράφιτι, που ξεκίνησε στην Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του 1960, χρησιμοποιήθηκε αρχικά από πολιτικούς ακτιβιστές που ήθελαν να δημοσιοποιήσουν την άποψή τους. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από συμμορίες που οριοθετούσαν με αυτό τον τρόπο την περιοχή τους. Σήμερα, όπως αποτελεί μια εναλλακτική μορφή έκφρασης, που τις περισσότερες φορές χρησιμεύει και ως «όπλο» στον άτυπο πόλεμο μεταξύ των καλύτερων γκραφιτάδων.
Το γκράφιτι στο Πολυτεχνείο αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα του ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων του χώρου μιας και είναι από τα πιο εντυπωσιακά που έχουν γίνει. Όσο τόσο για το σχεδιασμό όσο για το σημείο που έγινε. Είναι άλλωστε γνωστό πως στον πόλεμο για το καλύτερο γκράφιτι μεταξύ των ομάδων μετράει το σημείο, πόσο κεντρικό, πόσο μεγάλος είναι ο χώρος που θα βαφτεί, είναι αλλά και ο κίνδυνος που έγκειται στο να γίνει ένα γκράφιτι. Σε αυτό τον ανταγωνισμό έχουν υπάρξει μέχρι και νεκροί που προσπάθησαν να βρουν το εντυπωσιακότερο σημείο για το γκράφιτι τους.
Τα πιο εντυπωσιακά, είναι τo «Colorful tsounami» από τον Woozy που βρίσκεται σε τοίχο πολυκατοικίας που εφάπτεται με το 64ο δημοτικό σχολείο της Αθήνας, τα επιβλητικά ενωμένα χέρια που προσεύχονται πάνω από τα σταθμευμένα αμάξια στην οδό Πειραιώς 20 του ΑΣΚΤ,, το έργο του iNo στην Πειραιώς, αλλά και το εντυπωσιακό έργο του Βασίλη Μαργκοσιάν (ΜΒ) με τίτλο «Δεν λέω, καλά περνάω», που βρίσκεται επί της Μ. Αλεξάνδρου και Μυκηνών γωνία.
Στη χώρα μας το γκράφιτι κάνει την εμφάνισή του, μαζί με την μουσική σκηνή του hip hop. «Ξεκίνησα το γκράφιτι όταν ήμουν 15 ετών. Δεν ήταν ακόμη διαδεδομένο όσο σήμερα, ούτε τόσο γνωστό στην Ελλάδα. Ξεκίνησα με την παρέα μου που ακούγαμε hip hop μουσικές και οι πρώτες περιοχές στις οποίες δραστηριοποιηθήκαμε ήταν το Παγκράτι, η Καισαριανή και ο Βύρωνας. Εκεί άλλωστε υπήρχε και ο πιο παλιός πυρήνας των γκραφιτάδων», λέει στο «protothema.gr» ο Λεωνίδας Γιαννακόπουλος.
Στις αρχές του 1990 η εμφάνιση του hip hop συγκροτήματος Terrow X Crew (TXC) βοήθησε στην εξάπλωση του γκράφιτι στις περισσότερες γειτονιές της Αθήνας. Μέσα σε λίγα χρόνια η νέα τέχνη εμφανίζεται σε κάθε γειτονιά της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και σε Θεσσαλονίκη, Τρίκαλα, Καβάλα, Δράμα και Κομοτηνή.
Τα κυνηγητά με την Αστυνομία, οι κατηγορίες και οι προσπάθειες να βρουν τρόπους διαφυγής είναι στο καθημερινό πρόγραμμα ενός writer. Οπως αναφέρει στο πρώτο του βιβλίο για το γκράφιτι ο Κυριάκος Ιωσηφίδης: «πολίτες δέχονται να βαφτούν οι προσόψεις των σπιτιών τους και πληρώνουν γι’ αυτό, για να αποφύγουν γραμμένα συνθήματα, βωμολοχίες κ.ά. Σχολεία αναθέτουν σε μαθητές μετά από την πίεση των writers, τη διακόσμηση των χώρων τους με σπρέι εξασφαλίζοντας έτσι στους καλλιτέχνες τη νομιμότητα, βλέπε σχολεία στην Αθήνα, τη Νέα Ιωνία, τα Πευκάκια, τον Βύρωνα, το Μαρούσι κ.α.
Το ίδιο κάνουν εργοστάσια και μαγαζιά, με τη σειρά τους, και αφού δουν φωτογραφίες με αντίστοιχες παρεμβάσεις, πειραματίζονται με τον καινούργιο τρόπο εικαστικής δημιουργίας και πληρώνουν για τη διαμόρφωση του χώρου τους. Μαζί όμως συμβαδίζει και το καταστροφικό γκράφιτι, αυτό του βομβαρδισμού με tags τοίχων σπιτιών και βιτρινών καταστημάτων. Εδώ πολλοί writers ζητάνε κάποιο σεβασμό για τον κόσμο». Και φυσικά έχουμε και το πιο εντυπωσιακό και δυνατό κομμάτι αυτής της τέχνης που είναι τα «χτυπήματα» σε βαγόνια του ΗΣΑΠ και του ΟΣΕ.
Οσο μεγαλώνει η μόδα του γκράφιτι τόσο αυξάνονται και οι ομάδες. PAL, ART, WOOZY, ANC, ABC, TXC, SC, TMS, 3NA, DFP, iNO, Mapet, HIT, Artemios, Dimer, Met, Looters, Bizare, Taze, 101, 114, NBW, WFC, INC, Dennis, iNo, This is Opium, Cacao Rocks και πάρα πολλοί ακόμη που δραστηριοποιούνται μέχρι και σήμερα είναι οι καλλιτεχνικές ομάδες που ζωγραφίζουν τοίχους βαγόνια και γκρίζες γωνιές της Ελλάδας.
Παράλληλα, δημιουργούνται άτυποι κανόνες και κώδικες τιμής. «Το να ζωγραφίσεις και να βάλεις το σημάδι σου ή καλύτερα την υπογραφή σου σε ένα σημείο που θα το δουν όλοι είναι θέμα εγωισμού, για τη δουλειά σου, για να δείξεις ποιος είσαι», λέει ο Ιγνάτιος.
Σύμφωνα με ανθρώπους που ασχολούνται με το γκράφιτι «ποτέ δεν σβήνεις ή βάφεις πάνω από παλιά γκράφιτι, ειδικά εάν ο καλλιτέχνης που πρώτος είχε ζωγραφίσει έχει φύγει και από τη ζωή. Επίσης απαγορεύεται να βάλεις το έργο σου πάνω σε μνημεία ή εκκλησίες.
Ακόμη ένας άγραφος κανόνας είναι πως για να ζωγραφίσει κάποιος σε μια περιοχή κάποιας ομάδας θα πρέπει πρώτα να έρθει σε επαφή μαζί της.
Ο λόγος αυτός ήταν στο παρελθόν και ένας από τους κυριότερους που κάποιοι γκραφιτάδες είχαν έρθει στα χέρια χωρίς όμως δραματικά αποτελέσματα, όπως στο εξωτερικό όπου σε αρκετές περιπτώσεις είχαν βγει ακόμη και όπλα! «Καλό είναι να μαθαίνεις από μικρός να προσέχεις και να σέβεσαι τους άγραφους κανόνες. Ετσι ο ανταγωνισμός είναι πάντα καλοπροαίρετος και επειδή εδώ στην Ελλάδα σεβόμαστε τους κανόνες δεν έχουμε σκληρά επεισόδια όπως στο εξωτερικό όπου πέφτει ξύλο μεταξύ συμμοριών», επισημαίνει ο Λεωνίδας Γιαννακόπουλος.
Γκράφιτι στα τρένα
Ο τίτλος του κλασικού αριστουργήματος παιδικής λογοτεχνίας της Εντίθ Νέσμπιτ «Τα παιδιά που έβλεπαν τα τρένα να περνούν» ίσως ταιριάζει σε όλα εκείνα τα μικρά αλλά και μεγάλα παιδιά του γκράφιτι που, ρισκάροντας ακόμη και τη ζωή τους, βάζουν στόχο να αποτυπώσουν στην παγωμένη λαμαρίνα ενός βαγονιού την υπογραφή τους. «Το να βάλεις την υπογραφή σου πάνω σε ένα βαγόνι είναι ένα μεγάλο κίνητρο.
Γιατί αν ζωγραφίσεις ένα βαγόνι τότε αυτό θα ταξιδέψει σε όλη την πόλη ή όλη τη χώρα και έτσι την υπογραφή σου θα τη δουν όλοι παντού», λέει ο Ιγνάτιος που εξηγεί τη μανία αρκετών γκραφιτάδων να ζωγραφίσουν ένα βαγόνι. Μια κίνηση, όμως, που πολλές φορές έρχεται αντιμέτωπη με τους ανθρώπους του ΗΣΑΠ ή του ΟΣΕ, δημιουργώντας επεισόδια.
Το 2010 μάλιστα μια ομάδα νεαρών που προσπάθησε να βάψει έναν συρμό στον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Φάληρο ήρθε στα χέρια με εργαζομένους. Τότε ένας εργαζόμενος τραυματίστηκε ελαφρά ενώ ένας άλλος βάφτηκε από τους νεαρούς. Στον άτυπο αυτό πόλεμο υπάρχουν και θύματα. Το 2009 ένας 18χρονος πέθανε από ηλεκτροπληξία στην προσπάθειά του να εισχωρήσει στο αμαξοστάσιο των συρμών για να ζωγραφίσει.
Στις αρχές του 1990 η εμφάνιση του hip hop συγκροτήματος Terrow X Crew (TXC) βοήθησε στην εξάπλωση του γκράφιτι στις περισσότερες γειτονιές της Αθήνας. Μέσα σε λίγα χρόνια η νέα τέχνη εμφανίζεται σε κάθε γειτονιά της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και σε Θεσσαλονίκη, Τρίκαλα, Καβάλα, Δράμα και Κομοτηνή.
Τα κυνηγητά με την Αστυνομία, οι κατηγορίες και οι προσπάθειες να βρουν τρόπους διαφυγής είναι στο καθημερινό πρόγραμμα ενός writer. Οπως αναφέρει στο πρώτο του βιβλίο για το γκράφιτι ο Κυριάκος Ιωσηφίδης: «πολίτες δέχονται να βαφτούν οι προσόψεις των σπιτιών τους και πληρώνουν γι’ αυτό, για να αποφύγουν γραμμένα συνθήματα, βωμολοχίες κ.ά. Σχολεία αναθέτουν σε μαθητές μετά από την πίεση των writers, τη διακόσμηση των χώρων τους με σπρέι εξασφαλίζοντας έτσι στους καλλιτέχνες τη νομιμότητα, βλέπε σχολεία στην Αθήνα, τη Νέα Ιωνία, τα Πευκάκια, τον Βύρωνα, το Μαρούσι κ.α.
Το ίδιο κάνουν εργοστάσια και μαγαζιά, με τη σειρά τους, και αφού δουν φωτογραφίες με αντίστοιχες παρεμβάσεις, πειραματίζονται με τον καινούργιο τρόπο εικαστικής δημιουργίας και πληρώνουν για τη διαμόρφωση του χώρου τους. Μαζί όμως συμβαδίζει και το καταστροφικό γκράφιτι, αυτό του βομβαρδισμού με tags τοίχων σπιτιών και βιτρινών καταστημάτων. Εδώ πολλοί writers ζητάνε κάποιο σεβασμό για τον κόσμο». Και φυσικά έχουμε και το πιο εντυπωσιακό και δυνατό κομμάτι αυτής της τέχνης που είναι τα «χτυπήματα» σε βαγόνια του ΗΣΑΠ και του ΟΣΕ.
Οσο μεγαλώνει η μόδα του γκράφιτι τόσο αυξάνονται και οι ομάδες. PAL, ART, WOOZY, ANC, ABC, TXC, SC, TMS, 3NA, DFP, iNO, Mapet, HIT, Artemios, Dimer, Met, Looters, Bizare, Taze, 101, 114, NBW, WFC, INC, Dennis, iNo, This is Opium, Cacao Rocks και πάρα πολλοί ακόμη που δραστηριοποιούνται μέχρι και σήμερα είναι οι καλλιτεχνικές ομάδες που ζωγραφίζουν τοίχους βαγόνια και γκρίζες γωνιές της Ελλάδας.
Παράλληλα, δημιουργούνται άτυποι κανόνες και κώδικες τιμής. «Το να ζωγραφίσεις και να βάλεις το σημάδι σου ή καλύτερα την υπογραφή σου σε ένα σημείο που θα το δουν όλοι είναι θέμα εγωισμού, για τη δουλειά σου, για να δείξεις ποιος είσαι», λέει ο Ιγνάτιος.
Σύμφωνα με ανθρώπους που ασχολούνται με το γκράφιτι «ποτέ δεν σβήνεις ή βάφεις πάνω από παλιά γκράφιτι, ειδικά εάν ο καλλιτέχνης που πρώτος είχε ζωγραφίσει έχει φύγει και από τη ζωή. Επίσης απαγορεύεται να βάλεις το έργο σου πάνω σε μνημεία ή εκκλησίες.
Ακόμη ένας άγραφος κανόνας είναι πως για να ζωγραφίσει κάποιος σε μια περιοχή κάποιας ομάδας θα πρέπει πρώτα να έρθει σε επαφή μαζί της.
Ο λόγος αυτός ήταν στο παρελθόν και ένας από τους κυριότερους που κάποιοι γκραφιτάδες είχαν έρθει στα χέρια χωρίς όμως δραματικά αποτελέσματα, όπως στο εξωτερικό όπου σε αρκετές περιπτώσεις είχαν βγει ακόμη και όπλα! «Καλό είναι να μαθαίνεις από μικρός να προσέχεις και να σέβεσαι τους άγραφους κανόνες. Ετσι ο ανταγωνισμός είναι πάντα καλοπροαίρετος και επειδή εδώ στην Ελλάδα σεβόμαστε τους κανόνες δεν έχουμε σκληρά επεισόδια όπως στο εξωτερικό όπου πέφτει ξύλο μεταξύ συμμοριών», επισημαίνει ο Λεωνίδας Γιαννακόπουλος.
Γκράφιτι στα τρένα
Ο τίτλος του κλασικού αριστουργήματος παιδικής λογοτεχνίας της Εντίθ Νέσμπιτ «Τα παιδιά που έβλεπαν τα τρένα να περνούν» ίσως ταιριάζει σε όλα εκείνα τα μικρά αλλά και μεγάλα παιδιά του γκράφιτι που, ρισκάροντας ακόμη και τη ζωή τους, βάζουν στόχο να αποτυπώσουν στην παγωμένη λαμαρίνα ενός βαγονιού την υπογραφή τους. «Το να βάλεις την υπογραφή σου πάνω σε ένα βαγόνι είναι ένα μεγάλο κίνητρο.
Γιατί αν ζωγραφίσεις ένα βαγόνι τότε αυτό θα ταξιδέψει σε όλη την πόλη ή όλη τη χώρα και έτσι την υπογραφή σου θα τη δουν όλοι παντού», λέει ο Ιγνάτιος που εξηγεί τη μανία αρκετών γκραφιτάδων να ζωγραφίσουν ένα βαγόνι. Μια κίνηση, όμως, που πολλές φορές έρχεται αντιμέτωπη με τους ανθρώπους του ΗΣΑΠ ή του ΟΣΕ, δημιουργώντας επεισόδια.
Το 2010 μάλιστα μια ομάδα νεαρών που προσπάθησε να βάψει έναν συρμό στον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Φάληρο ήρθε στα χέρια με εργαζομένους. Τότε ένας εργαζόμενος τραυματίστηκε ελαφρά ενώ ένας άλλος βάφτηκε από τους νεαρούς. Στον άτυπο αυτό πόλεμο υπάρχουν και θύματα. Το 2009 ένας 18χρονος πέθανε από ηλεκτροπληξία στην προσπάθειά του να εισχωρήσει στο αμαξοστάσιο των συρμών για να ζωγραφίσει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα