Μπαμπά τι έγινα τώρα που μεγάλωσα;
Άννα Ντούμα

Άννα Ντούμα

Μπαμπά τι έγινα τώρα που μεγάλωσα;

«Μπαμπά όταν μεγαλώσω θα γίνω…».Η αναζήτηση επαγγελματικής ταυτότητας ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία. Οι περισσότεροι από εμάς στην ηλικία των έξι...

Της Άννας Ντούμα

«Μπαμπά όταν μεγαλώσω θα γίνω…».Η αναζήτηση επαγγελματικής ταυτότητας ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία. Οι περισσότεροι από εμάς στην ηλικία των έξι, δηλώναμε με ενθουσιασμό και βεβαιότητα τη δουλειά που θα κάναμε όταν μεγαλώναμε. Βέβαια, τις περισσότερες φορές για τους γονείς μας οι δηλώσεις αυτές ήταν απλά διασκεδαστικές, ιδιαίτερα αν συνοδεύονταν και από συχνή αλλαγή άποψης, όπως για παράδειγμα όταν τη μια μέρα το εξάχρονο παιδί τους δηλώνει ότι όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει πρωθυπουργός της χώρας και την επόμενη πρίμα μπαλαρίνα.

Σίγουρα τα παιδικά όνειρα περί ιδανικού επαγγέλματος δεν είναι εκείνα που εν τέλει διαμορφώνουν τη μετέπειτα επαγγελματική μας πορεία, διαφορετικά θα είχαμε γεμίσει αεροσυνοδούς. Από ποια ηλικία όμως και μετά ξεχνάμε το δικαίωμα στο όνειρο;

Στη χώρα που ζούμε, το όνειρο της ιδανικής δουλειάς αρχίζει να φαίνεται άπιαστο στην περίοδο της εφηβείας. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τη σταδιακή αλλαγή μας και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις που περνάμε ως έφηβοι, αλλά από τη μεθοδευμένη πλύση εγκεφάλου που προέρχεται από το «φονικό» συνδυασμό οικογένειας, σχολείου και κοινωνικού περίγυρου.

Είναι η περίοδος που αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να αρχίσουμε να κρύβουμε λόγια, να φιλτράρουμε τις σκέψεις μας προτού μιλήσουμε για αυτά που θέλουμε από τη ζωή μας και να γινόμαστε δέκτες πληροφοριών προερχόμενων από ανθρώπους που, λες και διαβάζουν τη γυάλινη σφαίρα, είναι σε θέση να προβλέπουν σε ποια επαγγέλματα θα έχουμε «σίγουρο» μέλλον. Και συνεπώς, όταν φτάνει η ιερή ώρα της συμπλήρωσης του μηχανογραφικού, έχουμε πλέον υιοθετήσει όλες αυτές τις απόψεις που ορίζουν το δικό μας μέλλον και κουνώντας μετά λύπης το μαντίλι του αποχαιρετισμού, λέμε αντίο στο όνειρο.
Κλείσιμο

«Γιατί να πρέπει να αποφασίσω στα δεκαεφτά μου τι δουλειά θα κάνω;», θα σου πουν οι περισσότεροι έφηβοι. Και θα έχουν δίκιο. Με τι ωριμότητα και τι εμπειρίες μπορεί ένας δεκαεφτάχρονος να προδιαγράψει το μέλλον του από τόσο νωρίς;

Η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί, ειδικά όταν τα κριτήρια επιλογής δεν περιλαμβάνουν ίσως το βασικότερο παράγοντα από όλους, την ευχαρίστηση, δηλαδή το να κάνεις αυτό που αγαπάς. Είναι τουλάχιστον θλιβερό όταν ο παράγοντας αυτός μπαίνει τελευταίος στη λίστα, πόσο μάλλον όταν ο μόνος τρόπος για να είμαστε καλοί στη δουλειά μας είναι να την αγαπάμε και να την πιστεύουμε. Διαφορετικά, στην καλύτερη των περιπτώσεων είμαστε απλά διεκπεραιωτικοί.

Μεγαλώνοντας, ο συνδυασμός οικογένεια-σχολείο-κοινωνικός περίγυρος μας έμαθε να σκεφτόμαστε σε κουτάκια, ανεξάρτητα από τα ενδιαφέροντα, τα ταλέντα και τις δεξιότητές μας. Ο συμβατικός αυτός τρόπος σκέψης, που άλλοτε πιο εύκολα και άλλοτε πιο δύσκολα προσπάθησαν να εμφυτεύσουν στο εφηβικό μας μυαλό απέτυχε παταγωδώς. Τρανή απόδειξη της αποτυχίας του, δεν είναι άλλη από την ίδια την οικονομική κρίση.

Ο ίδιος μπερδεμένος έφηβος, έχει γίνει πλέον μπερδεμένος ενήλικας, που ψάχνει δουλειά αλλά δε βρίσκει, ή δουλεύει αλλά δεν μπορεί να σταματήσει να αναρωτιέται αν κάπου στην πορεία έγινε κάποιο τραγικό λάθος. Και τότε έρχεται πάλι το ίδιο περιβάλλον να του πει: «Μην γκρινιάζεις. Τουλάχιστον είσαι από τους τυχερούς που έχουν δουλειά. Δεν είναι εποχές να κυνηγάς το όνειρο.»

Όντως, για όσους έχουν μάθει να σκέφτονται σε κουτάκια η Κρίση γίνεται συνώνυμο της ματαίωσης και θάβει τα όνειρά μας, προσφέροντας μια ψευδαίσθηση ασφάλειας στους λίγους «τυχερούς». Ευτυχώς, όμως, η ταφόπλακα δεν έχει μπει ακόμα. Αν αλλάξουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, θα διαπιστώσουμε ότι η Κρίση είναι μια μοναδική ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τις επιθυμίες μας, να «ψαχτούμε», να δοκιμάσουμε αντικείμενα απασχόλησης που θα απορρίπταμε αν όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου και να ονειρευτούμε το μέλλον που ποτέ δεν τολμήσαμε να ξεστομίσουμε. Και τελικά, να βρούμε το χαμένο παιδί που έχουμε φιμώσει τόσα χρόνια, αυτό που ονειρεύεται τα πιο «τρελά» πράγματα και που σε εκείνες τις δύσκολες ώρες ανασφάλειας και απόγνωσης, σαν μια μικρή φωνούλα μέσα μας, μας ψιθυρίζει: «Προχώρα. Καλά το πας.»

Generation ... Why

Για πολλούς, η γενιά των κακομαθημένων. Για άλλους, η γενιά των καταδικασμένων. Η Γενιά Υ (Generation Y), αποτελείται από τους νέους που γεννήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έως και τις αρχές τις δεκαετίας του ’90. Γνωστή και ως Generation Next, Net Generation, ή Echo Boomers, είναι η γενιά που μεγάλωσε με το Internet και την ιδιωτική τηλεόραση, ανέπτυξε περιβαλλοντικές ευαισθησίες, έχει κατά μέσο όρο 800 παράνομα κατεβασμένα τραγούδια από το διαδίκτυο και είναι πιο πιθανό να σου πει πόσο κοστίζει το iPad 2 παρά ένα μπουκάλι γάλα στο super-market.

Η Generation Y είναι στην ουσία τα παιδιά των Baby Boomers, γνωστή στην Ελλάδα και ως η Γενιά του Πολυτεχνείου. Είναι η γενιά που μέχρι προσφάτως μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον που δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δυσκολίες. Ο μπαμπάς και η μαμά ήταν πάντα εκεί για να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία, κυρίως σε υλικό επίπεδο, λόγω των δικών τους απωθημένων, αφού ας μην ξεχνάμε ότι οι Baby Boomers, ήταν η γενιά που έκανε την εμφάνισή της ακριβώς μετά την Κατοχή και στο μεγαλύτερο ποσοστό της αποτελείται από αυτοδημιούργητους μεσήλικες.

Για τους Baby Boomers, το status μετριέται σε περιουσιακά στοιχεία και στο πόσα ξοδεύεις. Ήταν εκείνοι που εργάστηκαν σκληρά για να αποκτήσουν μεγαλύτερο σπίτι, εξοχικό, ακριβό αυτοκίνητο, δεύτερο αυτοκίνητο, κ.ο.κ., αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να τους πεις εγωιστές. Όλα αυτά τα έκαναν για να εξασφαλίσουν μια «άνετη» ζωή όχι μόνο στους ίδιους, αλλά και στα παιδιά τους, τη Γενιά Υ. Αν τους ρωτούσες τι είναι αυτό που θέλουν για τα παιδιά τους, θα σου απαντούσαν «το καλύτερο».

Μεγαλώνοντας σε ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, όπου η ανάγκη της υλικής αποκατάστασης ήταν η πρώτη προτεραιότητα, η Γενιά Υ, πήρε πολλά πράγματα ως δεδομένα. Έχει μάθει να ζητάει και οι επιθυμίες της να γίνονται πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, είναι η γενιά που αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει και για αυτό έχει χαρακτηριστεί και ως η Γενιά του Πήτερ Παν.

Πώς όμως αυτή η γενιά θα εντασσόταν στο εργατικό δυναμικό της χώρας; Πριν από μερικά χρόνια, οι ειδικοί μελετητές είχαν τα μάτια τους στραμμένα στην Γενιά Υ, αφού είχε πλησιάσει ο καιρός που θα έμπαινε στην αγορά εργασίας. Πώς θα τα έβγαζε αυτή η γενιά πέρα; Οι επικριτές της προέβλεπαν ότι η ένταξη της γενιάς αυτής στην αγορά εργασίας δε θα ήταν και ιδιαίτερα ομαλή.

Η πρώτη δουλειά θα ήταν ουσιαστικά ένα βάρβαρο ξύπνημα στην πραγματικότητα, ένα δυνατό χαστούκι σε όλους αυτούς τους νέους εργαζόμενους που είχαν μάθει να έχουν το μπαμπά και τη μαμά ως δίχτυ ασφαλείας. Στο εργασιακό περιβάλλον δεν υπάρχει χώρος για κατανόηση, δεν υπάρχει επιβράβευση, ούτε «ευχαριστώ».

Η σκληρή δουλειά και η υπακοή ήταν δεδομένη. Όχι παιδιά, δεν είστε «καλύτεροι» όπως σας είπαν οι μπαμπάδες σας. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που η Γενιά Υ, στο μεγαλύτερο μέρος της, χαρακτηρίζεται από έλλειψη αφοσίωσης στον εργοδότη της. Ενώ δηλαδή οι Baby Boomers ξεκινούσαν ένα επάγγελμα και το πιθανότερο ήταν ότι θα έπαιρναν σύνταξη από αυτό, η Γενιά Υ, κοιτάει μόνο το ατομικό της συμφέρον, ψάχνεται, αλλάζει συχνά δουλειές, στοχεύοντας πάντα στο «καλύτερο», αφού αυτό έχει μάθει από το σπίτι της.

Και μετά ήρθε η Κρίση. Και ενώ οι επικριτές της γενιάς μιλούσαν για βάρβαρα ξυπνήματα και για δυνατά χαστούκια, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που ερχόταν. Η Κρίση δεν ήταν απλά ένα χαστούκι για τη Γενιά Υ, αλλά μάλλον μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια. Η Generation Y έγινε Generation Why?.

Οι πιο απαισιόδοξοι είναι στο «Why me?» και σαστισμένοι κοιτάνε τον κόσμο τους να καταρρέει και οι πιο αισιόδοξοι είναι στο «Why not?», που δοκιμάζουν, αποτυγχάνουν, ξανασηκώνονται και ξαναπροσπαθούν, μεταναστεύουν, εγκαταλείπουν τις μεγαλουπόλεις για μια πιο ποιοτική ζωή στην επαρχία και τεστάρουν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους ξεκινώντας μια δουλειά μόνοι τους.

Ναι είναι γεγονός. Η γενιά που πριν μερικά χρόνια είχε θεωρηθεί ίσως η πιο ευνοημένη όλων των εποχών, που θα έβγαινε δυναμικά στον επαγγελματικό στίβο, έχοντας πάντα το back up των γονιών της, περνάει την απόλυτη δοκιμασία. Και ενώ οι Baby Boomers αποσύρονται σιγά σιγά από το επαγγελματικό προσκήνιο και παραδίδουν τη σκιτάλη στα παιδιά τους, η Γενιά Υ έχει πάρει τη σκιτάλη, κοιτάει δεξιά και αριστερά σαστισμένη και αναρωτιέται «OK, να τρέξω ρε παιδιά, αλλά προς τα πού;». Η απάντηση είναι μια: «Δεν έχω ιδέα, αλλά θα το βρω.»

Σε μια εποχή που η γενιά των εικοσάριδων βλέπει τα σχέδιά της να καταρρέουν και να βουλιάζει μέρα με τη μέρα, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν είναι μόνο οι φελοί που επιπλέουν, αλλά και όσοι έχουμε τη διάθεση να κολυμπήσουμε. Και όταν κουραζόμαστε, απλά στεκόμαστε ανάσκελα και αφήνουμε το ρεύμα να μας πάει όπου θέλει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK