Aπό το «Λυκόφως» εως το «True Blood”, τα βαμπίρ ξαναγίνονται μόδα
Aπό το «Λυκόφως» εως το «True Blood”, τα βαμπίρ ξαναγίνονται μόδα
Ένα μελαγχολικό, χλωμό αγόρι, με τη μειωμένη βρετανική ανδροπρέπεια της μαζικής σοφιστικασιόν, διασχίζει το δρόμο. Χωρίς κανείς να αντιληφθεί από που εμφανίστηκαν και πως (όπως ακριβώς τα βαμπίρ) ένα πλήθος από μαινόμενους εφήβους, αρχίζει να τρέχει προς το μέρος του ...
Aπό το «Λυκόφως» εως το «True Blood”, τα βαμπίρ ξαναγίνονται μόδα, ακριβώς επειδή δεν έφυγαν ποτέ από αυτή.
Ένα μελαγχολικό, χλωμό αγόρι, με τη μειωμένη βρετανική ανδροπρέπεια της μαζικής σοφιστικασιόν, διασχίζει το δρόμο. Χωρίς κανείς να αντιληφθεί από που εμφανίστηκαν και πως (όπως ακριβώς τα βαμπίρ) ένα πλήθος από μαινόμενους εφήβους, αρχίζει να τρέχει προς το μέρος του, κραδαίνοντας αντίτυπα του «Λυκόφωτος», του best seller φαινόμενου της Στέφανι Μάγιερς, ουρλιάζοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων «Ρόμπερτ» (που είναι το κανονικό του όνομα) και στη χειρότερη και πιο χαμένη στη συνοριακή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας «Έντουαρντ». Το όνομα με το οποίο ο ταλαντούχος κύριος Πάτινσον, χωρίς να διαθέτει τίποτα από τα χαρακτηριστικά του τυπικού χολιγουντιανού κούκλου, κάνει το κοινό των multiplex να αναστενάζει, κάθε φορά που σαν βαμπίρ, πλησιάζει την αγαπημένη του Μπέλα για να τη φιλήσει και αντιστέκεται στον πειρασμό να της κάνει κάτι άλλο που τελειώνει σε – ήσει. Στις αίθουσες, στις Κάνες, δεν ξέρω που αλλού, ταινίες αστέρων και περγαμηνών σκάνε με βεγγαλικά και πολυδάπανες καμπάνιες, ηθοποιοί που στην επιταγή του συμβολαίου τους, τα μηδενικά στο τέλος ζαλίζουν περνάνε από μπροστά, και καταλήγουν να περιμένουν σαν τον ζητιάνο. Μήπως κάποιος από το έξαλλο πλήθος που κυνηγάει τον φυματικό βαμπιρέλο Ρόμπερτ Πάτινσον, δώσει και σε αυτούς την ίδια προσοχή. Σαν ιός που μεταδόθηκε από ένα αδιόρατο δάγκωμα, η τρέλα του βαμπιρισμού, παρασύρει πιτσιρίκια και σοβαρούς αναγνώστες, ώριμες κυρίες, και μοδάτους μπαισέξουαλ του Γκαζιού, σε ένα κινούμενο rave party, με κοινά συστατικά τους αστραφτερούς, φωτογενείς κυνόδοντες, που αλλάζει κάθε τόσο στέκι και ώρα προσέλευσης, αλλά επικοινωνείται σχεδόν υπερφυσικά παντού. Σε όλη την πόλη, σε όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και σε αυτούς που δεν βγαίνουν ποτέ από το σπίτι τους, και είναι αγκαλιασμένοι με το κωμικό τηλεοπτικό χλιμίντρισμα της «Πολυκατοικίας» σε επανάληψη. Μέχρι να πάει 12 το βράδυ, και να συντονιστούν στο «True Blood”. Tη βαμπιρική μετασαπουνόπερα που δημιούργησε ο Άλαν Μπολ, οσκαρικά βραβευμένος σεναριογράφος του «Αmerican Beauty» και δημιουργός του αξέχαστου «Γραφείου Κηδειών Φίσερ». Ανασύροντας αναμνήσεις (οι πιο ευαίσθητοι) από την εποχή που η Άννα Πάκουιν ήταν κόρη της Χόλι Χάντερ στα «Μαθήματα Πιάνου» μπας και δικαιολογήσουν το σεξουαλικό, ξέσαλο μπέρδεμα της ηρωίδας Σούκι, σε μια τηλεοπτική σειρά που φλερτάρει επικίνδυνα με τα όρια της ερωτικής αντοχής των θεατών. Επισημοποιώντας όχι μόνο την σταθερή αξία της οφθαλμολαγνικής αξιοποίησης του βαμπιρικού βίτσιου, αλλά και την αναγωγή του σε κυρίαρχο μυθοπλαστικό μοτίβο του σήμερα, σαν απαραίτητο συμπλήρωμα στο σεξουαλικά φορτισμένο, αλλά εντελώς αγάμητο εφηβικό σουξέ του «Λυκόφωτος». Τα βαμπίρ είναι παντού. Κι αυτή τη φορά, όσο και αν η κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά, επιβάλλει την προσομοίωση φόβου και αποστροφής απέναντι τους, σχεδόν όλοι, ανυπομονούν να συναντηθούν μαζί τους. Ξανά και ξανά.
Αίμα και σπέρμα
Ένα μελαγχολικό, χλωμό αγόρι, με τη μειωμένη βρετανική ανδροπρέπεια της μαζικής σοφιστικασιόν, διασχίζει το δρόμο. Χωρίς κανείς να αντιληφθεί από που εμφανίστηκαν και πως (όπως ακριβώς τα βαμπίρ) ένα πλήθος από μαινόμενους εφήβους, αρχίζει να τρέχει προς το μέρος του, κραδαίνοντας αντίτυπα του «Λυκόφωτος», του best seller φαινόμενου της Στέφανι Μάγιερς, ουρλιάζοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων «Ρόμπερτ» (που είναι το κανονικό του όνομα) και στη χειρότερη και πιο χαμένη στη συνοριακή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας «Έντουαρντ». Το όνομα με το οποίο ο ταλαντούχος κύριος Πάτινσον, χωρίς να διαθέτει τίποτα από τα χαρακτηριστικά του τυπικού χολιγουντιανού κούκλου, κάνει το κοινό των multiplex να αναστενάζει, κάθε φορά που σαν βαμπίρ, πλησιάζει την αγαπημένη του Μπέλα για να τη φιλήσει και αντιστέκεται στον πειρασμό να της κάνει κάτι άλλο που τελειώνει σε – ήσει. Στις αίθουσες, στις Κάνες, δεν ξέρω που αλλού, ταινίες αστέρων και περγαμηνών σκάνε με βεγγαλικά και πολυδάπανες καμπάνιες, ηθοποιοί που στην επιταγή του συμβολαίου τους, τα μηδενικά στο τέλος ζαλίζουν περνάνε από μπροστά, και καταλήγουν να περιμένουν σαν τον ζητιάνο. Μήπως κάποιος από το έξαλλο πλήθος που κυνηγάει τον φυματικό βαμπιρέλο Ρόμπερτ Πάτινσον, δώσει και σε αυτούς την ίδια προσοχή. Σαν ιός που μεταδόθηκε από ένα αδιόρατο δάγκωμα, η τρέλα του βαμπιρισμού, παρασύρει πιτσιρίκια και σοβαρούς αναγνώστες, ώριμες κυρίες, και μοδάτους μπαισέξουαλ του Γκαζιού, σε ένα κινούμενο rave party, με κοινά συστατικά τους αστραφτερούς, φωτογενείς κυνόδοντες, που αλλάζει κάθε τόσο στέκι και ώρα προσέλευσης, αλλά επικοινωνείται σχεδόν υπερφυσικά παντού. Σε όλη την πόλη, σε όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και σε αυτούς που δεν βγαίνουν ποτέ από το σπίτι τους, και είναι αγκαλιασμένοι με το κωμικό τηλεοπτικό χλιμίντρισμα της «Πολυκατοικίας» σε επανάληψη. Μέχρι να πάει 12 το βράδυ, και να συντονιστούν στο «True Blood”. Tη βαμπιρική μετασαπουνόπερα που δημιούργησε ο Άλαν Μπολ, οσκαρικά βραβευμένος σεναριογράφος του «Αmerican Beauty» και δημιουργός του αξέχαστου «Γραφείου Κηδειών Φίσερ». Ανασύροντας αναμνήσεις (οι πιο ευαίσθητοι) από την εποχή που η Άννα Πάκουιν ήταν κόρη της Χόλι Χάντερ στα «Μαθήματα Πιάνου» μπας και δικαιολογήσουν το σεξουαλικό, ξέσαλο μπέρδεμα της ηρωίδας Σούκι, σε μια τηλεοπτική σειρά που φλερτάρει επικίνδυνα με τα όρια της ερωτικής αντοχής των θεατών. Επισημοποιώντας όχι μόνο την σταθερή αξία της οφθαλμολαγνικής αξιοποίησης του βαμπιρικού βίτσιου, αλλά και την αναγωγή του σε κυρίαρχο μυθοπλαστικό μοτίβο του σήμερα, σαν απαραίτητο συμπλήρωμα στο σεξουαλικά φορτισμένο, αλλά εντελώς αγάμητο εφηβικό σουξέ του «Λυκόφωτος». Τα βαμπίρ είναι παντού. Κι αυτή τη φορά, όσο και αν η κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά, επιβάλλει την προσομοίωση φόβου και αποστροφής απέναντι τους, σχεδόν όλοι, ανυπομονούν να συναντηθούν μαζί τους. Ξανά και ξανά.
Αίμα και σπέρμα
Με το τέλος της δεκαετίας του 80, το ηδονοθηρικό glossy έδωσε τη θέση του στη new age αγγελική αυταπάτη που με τη σειρά της, περνώντας από τις συμπληγάδες του μιλένιουμ, γέννησε την νέα αμφισβήτηση, ολικής πλύσης εφ’ όσον αυτή τη φορά, στο στόχαστρο δε θα έμπαινε μόνο ο συντηρητισμός, αλλά και ο αντίθετος πόλος, αυτός του αμοραλιστικού ξεσαλώματος. Πιστός στην συνοδευτικά ανατρεπτική του χρήση απέναντι στην τάξη των πραγμάτων, ο βαμπιρικός μύθος, έμελλε να εξυπηρετήσει και τις δύο αμφισβητήσεις. Σαν μια σεξουαλικά φορτισμένη αλληγορία της σαπουνοπερικής Αμερικής των προαστίων με το πολυβραβευμένο «True Blood» και σαν μια ύπουλη παραίνεση επιστροφής στην προγαμιαία αποχή και τον παλιομοδίτικο (εώς ξερατού) ρομαντισμό του «Λυκόφωτος», σειράς ρομαντικών βαμπιρικών εφηβικών βιβλίων τρόμου (και πλέον ταινιών) που εμπνεύστηκε η ταγμένη Μορμόνα Στέφανι Μάγιερς. Και στις δύο περιπτώσεις, η ανταπόκριση του κοινού, υπήρξε εκκωφαντική. Παραμερίζοντας τον ιδεολογικό σκόπελο, οι πιτσιρικάδες που δεν πολυψήνονται και από το αναλυτικό μούμπλε μούμπλε, έχωσαν με λαχτάρα, σαν νεοφώτιστα βαμπίρ, τους λευκούς τους γομφίους στη σάρκα δύο νέων βαμπιρικών μυθολογιών, που αν και έτη φωτός διαφορετικές μεταξύ τους ως προν τον τρόπο, πραγματεύονται σαν εμπόριο, ακριβώς το ίδιο: ένα (και περισσότερα) υπερβατικά ρομάντζα και αλλαξοκωλιές, μακριά από την μικροαστική σύμβαση του τετριμμένου και του δράματος του νεροχύτη, γεμάτα ημίφως, μυστικά, ψέματα, ενοχές και απειλή. Όπως, έκαναν εδώ και χρόνια, όλοι οι νέοι, πριν από αυτούς.
«Ύπνος όλη τη μέρα, πάρτι όλη τη νύχτα…
Δεν γερνάς ποτέ. Δεν πεθαίνεις ποτέ. Έχει πλάκα να είσαι βαμπίρ.» Ένα ατράνταχτο επιχείρημα για την ταραγμένη γενιά της δεκαετίας του 80, η παραπάνω φράση ήταν το διαφημιστικό motto στην αφίσα των θρυλικών “Lost Boys”. Tης γυαλιστερής, βιντεοκλιπίστικης φαντασίας του Τζόελ Σουμάχερ από το 1987, στο απώγειο της αισθητικής δόξας του MTV, με τον Τζέισον Πάτρικ, την Τζέιμι Γκερτζ, τον Κίφερ Σάδερλαντ κι άλλα αστραφτερά poster boys για την Σούπερ Κατερίνα της εποχής να βαμπιρίζουν ασύστολα φορώντας δερμάτινα μπουφάν, καβαλώντας ακριβές μηχανές και χώνοντας τους αδιάκριτους κυνόδοντες τους σε καλοφωτισμένους, θελκτικούς γυναικείους λαιμούς. Η ροκ αμφισβήτηση της προηγούμενης δεκαετίας δίνει τα σκήπτρα της στην υλιστική ηδονοθηρία της δεκαετίας του 80, και όλα μπερδεύονται σαν μιξαρισμένα 12ιντσα βινύλια στην κονσόλα του dj κλείνοντας με αναίδεια το μάτι στα κρινολίνα του 1897 και τα αλκοολικά οράματα του Ιρλανδού Μπραμ Στόκερ και του θρυλικού «Δράκουλα» του. Ένα βιβλίο ορόσημο του φανταστικού, που χωρίς να χρεώνεται την ανακάλυψη των βαμπίρ, σημάδεψε ολόκληρο τον 20ο και πλέον τον 21ο αιώνα, με τα πολλαπλά φροϋδικά του υποκείμενα, σφραγίζοντας τη σύγχρονη αντίληψη του καταραμένου ερωτισμού. Τυχαίο; Δεν νομίζω και το παραπάνω motto από το «Lost Boys», συμπυκνώνει και υπεραπλουστεύει με τον πιο καθαρό τρόπο όχι μόνο τη γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί ο συγκεκριμένος μύθος αλλά και την προσαρμοστικότητα του στα ποπ δεδομένα της κάθε εποχής. Για τα επόμενα χρόνια, έως σήμερα, ο βαμπιρικός μύθος δε θα σταματήσει να ανεβοκατεβάζει το ερωτικό του θερμόμετρο, και να χρησιμοποιείται ως αλληγορία και παραβολή για οτιδήποτε, την πολιτική, το σεξ, τη θρησκεία, τη χρήση ουσιών, την αμφιφυλοφιλία, χτυπώντας κέντρο σε μια πολύ απλή αρχή της ανθρώπινης ισορροπίας: τον κατευνασμό του φόβου του θανάτου μέσα από την σεξουαλική διέγερση. Από τα ιστορικά δεδομένα στους θρύλους και τις δεισιδαιμονίες, στη λογοτεχνία και το σινεμά, ο μύθος των βαμπίρ εισέβαλλε αργά και ύπουλα στη μαζική κουλτούρα, ακριβώς όπως οι ομίχλες που προαναγγέλουν τον ερχομό του Δράκουλα στο βιβλίο του Στόκερ. Ο άρρηκτος δεσμός ανάμεσα στο αίμα και το σπέρμα, η επιστημονική άγνοια, η λαχτάρα για την αιωνιότητα και η αμφισβήτηση του Θεού, μεταλλάχτηκαν σε λαϊκές δοξασίες πριν αποκρυσταλλωθούν σε λογοτεχνική κληρονομιά. Και μεταλλαχθούν σε μαζική κουλτούρα και εμμονή που αργότερα κθα γεννούσε το ολοδικό της, αισθητικό, μουσικό, πολιτισμικό και συμπεριφεριολογικό γοτθικό κίνημα.
Η αρχη του μετα βαμπιρ
Η Αν Ράις, ήταν μια τυπικά συντηρητική αλλά υπερβολικά ταλαντούχα αμερικανίδα, με καθολική ανατροφή που ερχόταν ανέκαθεν σε δημιουργική κόντρα με την παγανιστική αισθησιακή ατμόσφαιρα της Νέας Ορλεάνης στην οποία μεγάλωσε. Με ένα μάλλον τραυματικό παρελθόν και μετά από σημαντικές απώλειες στη ζωή της (η κόρη της πέθανε από λευχαιμία), άρχισε στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 70, να αμφισβητεί το Θεό, και να περιπλανιέται στα ψυχικά τοπία βασανισμένων ψυχών που διέσχισαν ωκεανούς χρόνου χωρίς να βρούνε την αγάπη ή την λύτρωση. Το αποτέλεσμα της δουλειάς της, έμελλε να αλλάξει για πάντα το βαμπιρικό τοπίο όπως το γνωρίζαμε και να προαναγγείλει την σημερινή του αναβίωση. Το 1976, κυκλοφορεί η θρυλική «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα», το πρώτο από μια ντουζίνα περίπου βιβλία με τον ίδιο ήρωα, το βαμπίρ Λεστάτ και ο μύθος ξεκινάει από την αρχή, βουτώντας στο ευγενικό φλερτάρισμα με την ερωτική ακρότητα, τον ξώφαλτσα ψαγμένο αθεϊσμό και το καταραμένο ρομάντζο σε μια σειρά βιβλίων που στα χρόνια του 80 ειδικά, ήταν ευαγγέλιο παραλίας για ευαίσθητες βασανισμένες γοτθικές ψυχές (με τάγκα στο Super Paradise) και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1994 με τους Τομ Κρουζ και τον Μπραντ Πιτ σε σκηνοθεσία του Νιλ Τζόρνταν. Πολλά χρόνια πριν τη συγκεκριμένη κινηματογραφική δουλειά, πάνω στον απόηχο του υπαρξιακού γαμησιάτικου που κυριαρχεί στα βιβλία της Ράις, ένας άγνωστος τότε σκηνοθέτης, θα ανακατέψει στην οπτική μαρμίτα του σελιλόιντ, τα πάντα. Τον Μπέλα Λουγκόζι, τον ερωτισμό, την γκόθικ κουλτούρα, τη αισθητική της διαφήμισης, και το απαράμιλλο στιλ των Ντέιβιντ Μπάουι και Κατρίν Ντενέβ (η τελευταία σε μια από τις πιο συγκλονιστικές λεσβιακές σκηνές που γυρίστηκαν ποτέ μαζί με την Σούζαν Σάραντον). Ο σκηνοθέτης είναι ο υπερεπιτυχημένος σήμερα Τόνι Σκοτ (αδελφός του Ρίντλεϊ) και η ταινία του 1983 που ονομάζεται «The Hunger» («Αίμα και Πάθος στα Ελληνικά) ξεκινάει με τον Πίτερ Μέρφι των Bauhaus να τραγουδάει ζωντανά σε club «Ο Μπέλα Λουγκόζι πέθανε» την ώρα που η Ντενέβ και ο Μπάουι ψωνίζονται με νεαρό ζευγάρι προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για ενυδάτωση.
Οσκαρ δαγκωτο
Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι στην ίδια δεκαετία, αυτή του 80 δηλαδή με τις κινηματογραφικές ανανεώσεις στην παρέα των δαγκωνιάρηδων που δημιούργησαν τα “Lost Boys” και το «The Hunger”, έκανε το πρώτο της μεγάλο κινηματογραφικό σουξέ και η γυναίκα που έμελλε χρόνια μετά, δηλαδή φέτος, να είναι η πρώτη γυναίκα στα χρονικά που κέρδισε το Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία «The Hurt Locker». Η Κάθριν Μπιγκελόου, μια από τις πιο τσαμπουκαλεμένες, αρτίστικες και συναρπαστικές action χολιγουντιανές ματιές, γράφει και σκηνοθετεί το cult punk αιματοβαμμένο και τσαμπουκαλεμένο βαμπιρικό έπος “Νear Dark» το 1987 γύρω από έναν ερωτευμένο νέο που γίνεται μέλος μιας βαμπιρικής οικογένειας, προκειμένου να ακολουθήσει την αγαπημένη του η οποία ανήκει σε αυτούς. Η ανάποδη πορεία αν θες του ρομάντζου της Μπέλα και του Έντουαρντ από το «Λυκόφως». Όπως λίγο πολύ, ακόμα και οι πιο ρεαλιστές από μας, ονειρευόμαστε ότι θα ζήσουμε τον έρωτα. Και θα τον ζήσουμε για πάντα. Αλλά με τα ρούχα, το styling, τα ipod και το soundtrack της εποχής μας. Ποπ βαμπίρ, αρνούμενοι τον θάνατο, πρόθυμοι να διασχίσουμε ωκεανούς χρόνου για το σεξ, την αγάπη και πάνω από όλα, το στιλ και την υπέρβαση. Που σαν αξία, ναι, δεν πεθαίνει ποτέ.
«Ύπνος όλη τη μέρα, πάρτι όλη τη νύχτα…
Δεν γερνάς ποτέ. Δεν πεθαίνεις ποτέ. Έχει πλάκα να είσαι βαμπίρ.» Ένα ατράνταχτο επιχείρημα για την ταραγμένη γενιά της δεκαετίας του 80, η παραπάνω φράση ήταν το διαφημιστικό motto στην αφίσα των θρυλικών “Lost Boys”. Tης γυαλιστερής, βιντεοκλιπίστικης φαντασίας του Τζόελ Σουμάχερ από το 1987, στο απώγειο της αισθητικής δόξας του MTV, με τον Τζέισον Πάτρικ, την Τζέιμι Γκερτζ, τον Κίφερ Σάδερλαντ κι άλλα αστραφτερά poster boys για την Σούπερ Κατερίνα της εποχής να βαμπιρίζουν ασύστολα φορώντας δερμάτινα μπουφάν, καβαλώντας ακριβές μηχανές και χώνοντας τους αδιάκριτους κυνόδοντες τους σε καλοφωτισμένους, θελκτικούς γυναικείους λαιμούς. Η ροκ αμφισβήτηση της προηγούμενης δεκαετίας δίνει τα σκήπτρα της στην υλιστική ηδονοθηρία της δεκαετίας του 80, και όλα μπερδεύονται σαν μιξαρισμένα 12ιντσα βινύλια στην κονσόλα του dj κλείνοντας με αναίδεια το μάτι στα κρινολίνα του 1897 και τα αλκοολικά οράματα του Ιρλανδού Μπραμ Στόκερ και του θρυλικού «Δράκουλα» του. Ένα βιβλίο ορόσημο του φανταστικού, που χωρίς να χρεώνεται την ανακάλυψη των βαμπίρ, σημάδεψε ολόκληρο τον 20ο και πλέον τον 21ο αιώνα, με τα πολλαπλά φροϋδικά του υποκείμενα, σφραγίζοντας τη σύγχρονη αντίληψη του καταραμένου ερωτισμού. Τυχαίο; Δεν νομίζω και το παραπάνω motto από το «Lost Boys», συμπυκνώνει και υπεραπλουστεύει με τον πιο καθαρό τρόπο όχι μόνο τη γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί ο συγκεκριμένος μύθος αλλά και την προσαρμοστικότητα του στα ποπ δεδομένα της κάθε εποχής. Για τα επόμενα χρόνια, έως σήμερα, ο βαμπιρικός μύθος δε θα σταματήσει να ανεβοκατεβάζει το ερωτικό του θερμόμετρο, και να χρησιμοποιείται ως αλληγορία και παραβολή για οτιδήποτε, την πολιτική, το σεξ, τη θρησκεία, τη χρήση ουσιών, την αμφιφυλοφιλία, χτυπώντας κέντρο σε μια πολύ απλή αρχή της ανθρώπινης ισορροπίας: τον κατευνασμό του φόβου του θανάτου μέσα από την σεξουαλική διέγερση. Από τα ιστορικά δεδομένα στους θρύλους και τις δεισιδαιμονίες, στη λογοτεχνία και το σινεμά, ο μύθος των βαμπίρ εισέβαλλε αργά και ύπουλα στη μαζική κουλτούρα, ακριβώς όπως οι ομίχλες που προαναγγέλουν τον ερχομό του Δράκουλα στο βιβλίο του Στόκερ. Ο άρρηκτος δεσμός ανάμεσα στο αίμα και το σπέρμα, η επιστημονική άγνοια, η λαχτάρα για την αιωνιότητα και η αμφισβήτηση του Θεού, μεταλλάχτηκαν σε λαϊκές δοξασίες πριν αποκρυσταλλωθούν σε λογοτεχνική κληρονομιά. Και μεταλλαχθούν σε μαζική κουλτούρα και εμμονή που αργότερα κθα γεννούσε το ολοδικό της, αισθητικό, μουσικό, πολιτισμικό και συμπεριφεριολογικό γοτθικό κίνημα.
Η αρχη του μετα βαμπιρ
Η Αν Ράις, ήταν μια τυπικά συντηρητική αλλά υπερβολικά ταλαντούχα αμερικανίδα, με καθολική ανατροφή που ερχόταν ανέκαθεν σε δημιουργική κόντρα με την παγανιστική αισθησιακή ατμόσφαιρα της Νέας Ορλεάνης στην οποία μεγάλωσε. Με ένα μάλλον τραυματικό παρελθόν και μετά από σημαντικές απώλειες στη ζωή της (η κόρη της πέθανε από λευχαιμία), άρχισε στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 70, να αμφισβητεί το Θεό, και να περιπλανιέται στα ψυχικά τοπία βασανισμένων ψυχών που διέσχισαν ωκεανούς χρόνου χωρίς να βρούνε την αγάπη ή την λύτρωση. Το αποτέλεσμα της δουλειάς της, έμελλε να αλλάξει για πάντα το βαμπιρικό τοπίο όπως το γνωρίζαμε και να προαναγγείλει την σημερινή του αναβίωση. Το 1976, κυκλοφορεί η θρυλική «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα», το πρώτο από μια ντουζίνα περίπου βιβλία με τον ίδιο ήρωα, το βαμπίρ Λεστάτ και ο μύθος ξεκινάει από την αρχή, βουτώντας στο ευγενικό φλερτάρισμα με την ερωτική ακρότητα, τον ξώφαλτσα ψαγμένο αθεϊσμό και το καταραμένο ρομάντζο σε μια σειρά βιβλίων που στα χρόνια του 80 ειδικά, ήταν ευαγγέλιο παραλίας για ευαίσθητες βασανισμένες γοτθικές ψυχές (με τάγκα στο Super Paradise) και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1994 με τους Τομ Κρουζ και τον Μπραντ Πιτ σε σκηνοθεσία του Νιλ Τζόρνταν. Πολλά χρόνια πριν τη συγκεκριμένη κινηματογραφική δουλειά, πάνω στον απόηχο του υπαρξιακού γαμησιάτικου που κυριαρχεί στα βιβλία της Ράις, ένας άγνωστος τότε σκηνοθέτης, θα ανακατέψει στην οπτική μαρμίτα του σελιλόιντ, τα πάντα. Τον Μπέλα Λουγκόζι, τον ερωτισμό, την γκόθικ κουλτούρα, τη αισθητική της διαφήμισης, και το απαράμιλλο στιλ των Ντέιβιντ Μπάουι και Κατρίν Ντενέβ (η τελευταία σε μια από τις πιο συγκλονιστικές λεσβιακές σκηνές που γυρίστηκαν ποτέ μαζί με την Σούζαν Σάραντον). Ο σκηνοθέτης είναι ο υπερεπιτυχημένος σήμερα Τόνι Σκοτ (αδελφός του Ρίντλεϊ) και η ταινία του 1983 που ονομάζεται «The Hunger» («Αίμα και Πάθος στα Ελληνικά) ξεκινάει με τον Πίτερ Μέρφι των Bauhaus να τραγουδάει ζωντανά σε club «Ο Μπέλα Λουγκόζι πέθανε» την ώρα που η Ντενέβ και ο Μπάουι ψωνίζονται με νεαρό ζευγάρι προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για ενυδάτωση.
Οσκαρ δαγκωτο
Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι στην ίδια δεκαετία, αυτή του 80 δηλαδή με τις κινηματογραφικές ανανεώσεις στην παρέα των δαγκωνιάρηδων που δημιούργησαν τα “Lost Boys” και το «The Hunger”, έκανε το πρώτο της μεγάλο κινηματογραφικό σουξέ και η γυναίκα που έμελλε χρόνια μετά, δηλαδή φέτος, να είναι η πρώτη γυναίκα στα χρονικά που κέρδισε το Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία «The Hurt Locker». Η Κάθριν Μπιγκελόου, μια από τις πιο τσαμπουκαλεμένες, αρτίστικες και συναρπαστικές action χολιγουντιανές ματιές, γράφει και σκηνοθετεί το cult punk αιματοβαμμένο και τσαμπουκαλεμένο βαμπιρικό έπος “Νear Dark» το 1987 γύρω από έναν ερωτευμένο νέο που γίνεται μέλος μιας βαμπιρικής οικογένειας, προκειμένου να ακολουθήσει την αγαπημένη του η οποία ανήκει σε αυτούς. Η ανάποδη πορεία αν θες του ρομάντζου της Μπέλα και του Έντουαρντ από το «Λυκόφως». Όπως λίγο πολύ, ακόμα και οι πιο ρεαλιστές από μας, ονειρευόμαστε ότι θα ζήσουμε τον έρωτα. Και θα τον ζήσουμε για πάντα. Αλλά με τα ρούχα, το styling, τα ipod και το soundtrack της εποχής μας. Ποπ βαμπίρ, αρνούμενοι τον θάνατο, πρόθυμοι να διασχίσουμε ωκεανούς χρόνου για το σεξ, την αγάπη και πάνω από όλα, το στιλ και την υπέρβαση. Που σαν αξία, ναι, δεν πεθαίνει ποτέ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα