Τέσσερις δημοσιογράφοι καταθέτουν την προσωπική τους εμπειρία

Τέσσερις δημοσιογράφοι καταθέτουν την προσωπική τους εμπειρία

Στον απόηχο του σκανδάλου που συγκλόνισε τη σόουμπιζ, Γαλάτεια Λασκαράκη, Τζένη Αγιανδρίτη, Ρομίνα Ξύδα και Φένια Γιαννουλάδη μιλούν πρώτη φορά ανοιχτά για τη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκαν στα πρώτα τους βήματα

Τέσσερις δημοσιογράφοι καταθέτουν την προσωπική τους εμπειρία
Από το 1975, όταν και γίνεται για πρώτη αναφορά στον όρο «σεξουαλική παρενόχληση» σε άρθρο των «New York Times» υπό τον τίτλο «Women begin to speak out against sexual harassment at work», μέχρι το πρόσφατο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας που ξεσκέπασε -ή, πιο ορθά, ξεβράκωσε- τον κύριο μεγαλοπαραγωγό των κινηματογραφικών εταιρειών Miramax και TVC «κύριο» Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, οι ιστορίες γυναικών που έπεσαν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στο εργασιακό τους -κυρίως- περιβάλλον σε Ευρώπη και Αμερική είναι μάλλον αναρίθμητες.

Τα θύματα δεν ήταν σταρ του Χόλιγουντ αλλά καθημερινές γυναίκες, άγνωστες και ως επί το πλείστον αναγκασμένες να δουλεύουν για να ζουν και όχι να ζουν για να δουλεύουν. Θύματα που δεν διέθεταν κανένα όπλο απέναντι στον θύτη, ανώνυμες φιγούρες μιας κοινωνίας που μετονομάζει τη σεξουαλική παρενόχληση σε... φλερτ και τα υποκείμενά της σε πρόστυχα, προκλητικά, άσεμνα και φτηνά θηλυκά που τα ’θελε ο πισινός τους.

Η «δικαίωσή» τους σκόνταφτε και σε πολλές περιπτώσεις σκοντάφτει ακόμη και σήμερα στην υποκειμενική ρετσινιά του «τι θα πει ο κόσμος;» και στην αντικειμενική δυσκολία του «πού θα βρω άλλη δουλειά;». Και πέρα από κάποια χαριτωμένα hashtags όπως το μετά Γουάινσταϊν εποχής #metoo που λάνσαρε στον χώρο των social media η Αμερικανίδα ηθοποιός Αλίσια Μιλάνο, προτρέποντας θαυμαστές και συναδέλφους της να συσπειρωθούν ενάντια στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις και το γαλλικό #BalanceTonPorc (κατάδωσε το γουρούνι), η πλειονότητα των γυναικών παραμένει ανοχύρωτη, αβοήθητη και βουβή. Οι προσωπικές μαρτυρίες τεσσάρων γυναικών του «ΘΕΜΑτος» είναι μόνο η αρχή μιας κουβέντας που πρέπει να ανοίξει σήμερα και να μην τελειώσει ποτέ... 


Γαλάτεια Λασκαράκη
Διευθύντρια «Marie Claire» 
Δεσποινίς, σας ζητά ο  κύριος διευθυντής

Κλείσιμο




Σου ρίχτηκε; «Οχι», είπα ψέματα με δήθεν έκπληκτο ύφος, αν και νομίζω ότι κανείς δεν με πίστεψε. Τα μάγουλά μου έκαιγαν και πρέπει να ήμουν κατακόκκινη. 

Το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι όταν είσαι 25 χρόνων και δέχεσαι σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας είναι ότι κάτι έκανες λάθος. Ισως να μην έπρεπε να χαμογελάς τόσο πολύ στην εφημερίδα, ίσως τελικά κάτι -χυδαίο;- επάνω σου δείχνει ότι είσαι διαθέσιμη. Ισως, παρά τα πτυχία και το master, και το χειρόγραφο πάνω από το οποίο ίδρωσες για να είναι καλό, εκείνος, λες και είσαι διάφανη, βλέπει μόνο μέσα από το πουλόβερ σου. Αρα μήπως δεν έχεις καθόλου ταλέντο, μήπως είσαι εδώ μόνο και μόνο για να περάσεις αυτό το τεστ σε αυτό το γραφείο που μυρίζει εξουσία; Αυτό είσαι, λοιπόν, μια αποτυχία πριν ακόμη ξεκινήσεις, μια μικρή βρώμικη μετριότητα; 

Μακάρι να μπορούσα να απαντήσω τώρα στον 20χρονο εαυτό μου, αλλά όταν έχεις μόλις προσγειωθεί στη δουλειά των ονείρων σου για να κάνεις καριέρα είναι σχεδόν απίθανο να διαθέτεις τα skills ή το λεξιλόγιο να τα ξεκόψεις κάτι τέτοια μαχαίρι ή να ξεκαθαρίσεις μέσα σου μια και καλή ότι δεν σε κολακεύει η ερωτική προτίμηση κάποιου που δεν σε σέβεται, ακόμη και αν είναι ένας από τους ισχυρότερους άνδρες στη χώρα. Οσες βίωσαν παρόμοιες εμπειρίες με εγχώριους Χάρβεϊ Γουάινσταϊν διαπίστωσαν προφανώς ότι τα συνεσταλμένα «σας παρακαλώ, με φέρνετε σε δύσκολη θέση» δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα απέναντι σε βεβιασμένα φιλιά, μια στύση που καθόλου δεν ζήτησες και την εικόνα ενός άνδρα που γδύνεται μπροστά σου, παρότι τον ποθείς όσο μια σφαίρα στο κεφάλι. 

Βιώνοντας τον εφιάλτη 

Ενώ ένα ολόκληρο σύμπαν αξιών γκρεμιζόταν γύρω μου («τι θα έλεγε γι’ αυτό ο πατέρας μου, που είναι τόσο περήφανος για τη δουλειά μου εδώ;» σκεφτόμουν), διέγραφα μια ανοδική πορεία στην εταιρεία, συνηθίζοντας να ζω με μια ανυπόφορη αγωνία («μη μείνεις τελευταία στο γραφείο, μη σε βάλουν σε λάθος βάρδια») μέχρι που κάποιους μήνες μετά σταμάτησε. 

Η αλήθεια είναι ότι στη δική μου περίπτωση ουδέποτε υπονοήθηκε ότι θα απολυθώ ή ότι θα καταστραφώ. Εμεινα εκεί, έμαθα όσα ξέρω, πήρα μεγάλη ικανοποίηση από αυτή τη δουλειά και την έκανα από πολλές υπεύθυνες θέσεις. Εμαθα ακόμη και να συνυπάρχω σε άλλο επίπεδο πια με τον δικό μου Χάρβεϊ, κρατώντας στη μνήμη μου μια εκλεπτυσμένη εκδοχή της ιστορίας, προσδίδοντάς του με τα χρόνια μια ιδιότητα πατρικής φιγούρας - ή μπορεί να ήταν και ένα λανθάνον Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Αρρωστο; Ισως. Μηχανισμός συγχώρεσης του εαυτού μου για τον όχι ιδιαίτερα δυναμικό χειρισμό της κατάστασης; Οπωσδήποτε.  «Και τι νόημα έχει να μιλάς τώρα με 20 χρόνια καθυστέρηση;» μου είπε πρόσφατα μια όμορφη παθούσα, που εξαιτίας του παραιτήθηκε. Νομίζω, έχει νόημα. Είτε το δεις με τη Βιβλική έννοια («γιατί αυτοί που έχουν φωνή πρέπει να μιλούν για εκείνους που είναι άφωνοι»), είτε για να φτάσει εκείνη η μέρα που oι κόρες μου θα βλέπουν τη σεξουαλική παρενόχληση μόνο σε νοσταλγικές σειρές τύπου «Mad Men». 

Πασπαλίσαμε το παρελθόν με μια δόση γραφικότητας, αλλά δεν είναι καθόλου αστείο να το ζουν αυτό νεαρές γυναίκες. «Ας μιλούσαν τότε όλες αυτές, τότε που συνέβαινε, και ας ρίσκαραν την καριέρα τους», έγραψε πρόσφατα ένας φίλος στο Facebook σχολιάζοντας το #metoo. Ορίστε; Γιατί να ρισκάρω την καριέρα μου; Γιατί να ρισκάρω οτιδήποτε; Δεν θα έπρεπε καν να έχω να ντιλάρω αυτόν τον αντιπερισπασμό. Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά δεν νομίζω ότι οι ορέξεις του διευθυντή απέσπασαν ποτέ τους άνδρες συναδέλφους μου από τη δική τους καριέρα.

Τζένη Αγιανδρίτη

Αρχισυντάκτρια «Thema People» 

Για έναν ξιφία κι ένα εισιτήριο




Διακοπές στη Σαντορίνη, μαθήτρια Λυκείου ακόμα, μαζί με μία φίλη που μόλις είχε κλείσει τα 18. Παρά τις εύλογες αντιρρήσεις των γονιών μου, που η ανήλικη κόρη τους ήθελε ντε και καλά να κάνει dolce vita στα νησιά, ήταν τέτοιο το αντάρτικο -το δικό μου- και το καθημερινό μπίρι-μπίρι που είδαν και απόειδαν και με άφησαν. Υποτίθεται ότι θα πηγαίναμε για 10 μέρες, χαρτζιλικώθηκα με το ποσό που έκριναν οι δικοί μου επαρκές, έδωσα τις απαραίτητες υποσχέσεις ότι θα προσέχω, θα τους τηλεφωνώ καθημερινά, δεν θα μιλάω με αγνώστους, δεν θα δεχτώ να με κεράσουν ποτά, δεν το ένα, δεν το άλλο και έφυγα με φτερά στα πόδια. Ακόμα θυμάμαι το πρώτο σφύριγμα του βαποριού ξεμακραίνοντας από τον Πειραιά, αυτό το παρατεταμένο «βββοοουυυυυ» που σήμανε την αρχή του καλοκαιρινού πάρτυ διάρκειας 10 ημερών. Δύο νέα κορίτσια, με όλη την αφέλεια και την ανωριμότητα της ηλικίας, μόνα στο νησί, χωρίς επίβλεψη, χωρίς περιορισμούς, χωρίς ωράρια, χωρίς ανακριτικού τύπου ερωτήσεις.


«Πολύ cool η φάση», όπως κοκορευόμασταν στις υπόλοιπες κολλητές που ξέμειναν μαντρωμένες σε κάποιο οικογενειακό εξοχικό με τους γονείς κέρβερους να μετράνε και τα λεπτά των εξόδων τους. Στη Σαντορίνη, λοιπόν, κάναμε ακριβώς ό,τι υποσχεθήκαμε ότι δεν θα κάναμε: παρέα με αγνώστους (για καλή μας τύχη ακίνδυνους), ξενύχτια και μεθύσια. Αλλά κυρίως γελάγαμε πολύ και περνάγαμε απλά ΤΕΛΕΙΑ. Τόσο τέλεια που το 10ήμερο πέρασε νεράκι και μου φαινόταν αδιανόητο να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. 

Οταν τελείωσαν τα λεφτά 

Και φυσικά τα λεφτά μας τελείωσαν και μάλιστα νωρίτερα απ’ όσο υπολογίζαμε. Κάτι τα μπαράκια, κάτι τα εμπορικά μαγαζάκια, κάτι από δω και κάτι από κει και δεδομένης της παντελούς έλλειψης χρηστής διαχείρισης, ήρθε η ώρα να πάρω τηλέφωνο στο σπίτι για ενισχύσεις - και για παράταση διαμονής στον παράδεισο. «Ελα, μπαμπάκα μου, σε παρακαλώ, λίγες μέρες ακόμα και θα γυρίσω. Ελα, πλιιιιιιιιιιιιιιιιζ! Προσέχω, σου λέω. Λίγες μέρες μόνο». Μου τα ’σουρε, αλλά με άφησε. Και, το καλύτερο, μου έστειλε και λεφτά με έμβασμα, αρκετά ώστε να παρατείνουμε το πάρτυ για 5 μέρες ακόμα. Η φίλη μου η Ηλέκτρα, πιο συνετή (τρομάρα της) σε σχέση με μένα, που ήμουν σκορποχώρι, ανέλαβε τη διαχείριση. «Θα τρώμε ένα σάντουιτς το μεσημέρι και δύο καλαμάκια το βράδυ. Και το αντίθετο».

Αυτό ήταν το τίμημα για να πίνουμε μπίρες και κοκτέιλ στα beach bars της Περίσσας και να κάνουμε και το πέρασμά μας από το ξακουστό μεν, πανάκριβο δε «Franco’s» στα Φηρά, για να ’χουμε μετά να λέμε ότι ήπιαμε κρασί σαμπανιζέ ακούγοντας (έλεος) κλασική μουσική με θέα το υπερπέραν. Την πέμπτη και τελευταία μέρα μας, λοιπόν, είχαμε λεφτά μόνο για τα εισιτήρια της επιστροφής και ένα σάντουιτς για την καθεμία. Το πλοίο έφευγε το απόγευμα, η φίλη μου ήθελε να πάει βόλτα στα Φηρά, ενώ εγώ ήθελα να πάω στον Μονόλιθο. Δώσαμε ραντεβού στη στάση του λεωφορείου με προορισμό το λιμάνι και η καθεμία θα έκανε τα δικά της. Το στομάχι μου γουργούριζε, πεινούσα διαβολεμένα. Είχα σιχαθεί τα σάντουιτς και ακόμα περισσότερο τα σουβλάκια. Με είχαν πιάσει και οι μυρωδιές από τα χταπόδια που ψήνουν οι ταβερνιάρηδες στη σχάρα κι εκεί πια παραδόθηκα. Στρώθηκα σε μια ταβέρνα και παρήγγειλα χταπόδι, ξιφία, χόρτα και κρασί (ήμουν και μερακλού). Τα έφαγα όλα, μαζί και τα λεφτά της επιστροφής. Ή μάλλον ένα μέρος τους. Η Ηλέκτρα ήθελε να με σκοτώσει, αλλά έπρεπε να βρούμε μια λύση.

Για τηλέφωνο ξανά στον πατέρα μου, ούτε κουβέντα. Τα λεφτά που είχαμε δεν έφταναν για εισιτήριο μέχρι τον Πειραιά, αλλά μέχρι την Πάρο. Φυσικά κατάστρωμα. Οι ελεγκτές που περνούσαν μετά από κάθε στάση σε νησί απέκλεισαν την ιδέα μας να το ρισκάρουμε μέχρι τον Πειραιά. Φτάνουμε στην Πάρο τσακωμένες, τρομαγμένες και απελπιστικά άφραγκες. Κι εκεί η φίλη μου αποφασίζει να πάρουμε σβάρνα τα καφέ-μπαρ και να ρωτάμε αν θέλουν βοήθεια για οποιοδήποτε πόστο, για ένα μόνο βράδυ. Με βάζει εμένα μπροστά ως πιο πιτσιρίκα -φυσικά δεν είχα τα μούτρα να αρνηθώ- και αρχίζουμε το ψάξιμο. Ηθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, δεν ήξερα πώς να ζητήσω δουλειά. Δεν ήξερα τι να πω και πώς να το πω, αλλά τελικά το είπα: «Ναι, γεια σας, συγγνώμη που σας απασχολώ, αλλά μήπως θα θέλατε για ένα βράδυ να δουλέψουμε εδώ με τη φίλη μου; Μας έκλεψαν το πορτοφόλι και θέλουμε λεφτά για τα εισιτήρια».

Στη λάντζα για το εισιτήριο

Στο πρώτο καφέ που μπήκαμε ο υπεύθυνος ούτε καν το σκέφτηκε: «Λυπάμαι, είμαστε ΟΚ από προσωπικό». Το ίδιο έγινε και στο δεύτερο, αλλά η τύχη μας άνοιξε στο τρίτο. Ο ιδιοκτήτης, γύρω στα 45, μέτριας εμφάνισης, σοβαρός και λιγομίλητος, μας κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, μας έβαλε να περιμένουμε πέντε λεπτά σε ένα τραπέζι, μπήκε στην κουζίνα και ξαναβγήκε κατευθυνόμενος προς το μέρος μας. «Λοιπόν, εσύ (δείχνοντας εμένα) θα μαζεύεις τα ποτήρια και θα τα πλένεις κι εσύ (δείχνοντας τη φίλη μου) θα καθαρίζεις το πάτωμα και τις τουαλέτες». Μου δείχνει στον πάγκο τη λάντζα, μου δίνει γάντια και μια ποδιά. Στη φίλη μου, ξακουστή για την αχρηστία της στα θέματα νοικοκυροσύνης, δείχνει το μικρό αποθηκάκι με τις σκούπες, τις σφουγγαρίστρες, τα απορρυπαντικά και τους κουβάδες. Νόμιζα ότι θα πέσω λιπόθυμη αλλά όταν είδα τα μούτρα της Ηλέκτρας, έτοιμη να πάθει συμφόρηση, ήθελα να πεθάνω από τα γέλια. Και γέλασα. Μέγα λάθος. Ή έτσι νόμιζα τότε λόγω όσων ακολούθησαν.

Το καφέ-μπαρ άρχιζε να γεμίζει από κόσμο. Οι παραγγελίες πήγαιναν κι έρχονταν, οι σερβιτόρες το ίδιο, τα ποτήρια βουνό. Ο ιδιοκτήτης από δίπλα μου. «Πώς τα πας, μικρούλα; Τα ’παιξες; Δεν νομίζω. Τι ανάγκη έχεις εσύ;». Εδειχνε να με έχει συμπαθήσει. Στην αρχή έτσι νόμιζα. Μου έκανε πλακίτσες και κομπλιμέντα. Εμπαινε στη σάλα, επιτηρούσε για λίγο και μετά πάλι στον νεροχύτη, δίπλα μου. Τι κάναμε στη Σαντορίνη; Είχαμε αγόρια στην παρέα μας; Πώς μας κλέψανε το πορτοφόλι; Το ξέρουν οι γονείς μας ότι είμαστε στην Πάρο; Εκανε ερωτήσεις με χαλαρό τρόπο, εύθυμα, όπως σε ρωτά ένας φίλος κι εγώ απαντούσα την αλήθεια - πλην σε αυτή με το πορτοφόλι. Τι να του πω, ότι έκανα τα εισιτήρια ξιφία; Με καθησυχάζει ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα πληρωθούμε στο κλείσιμο, ότι αύριο θα είμαι σπίτι μου και δεν χρειάζεται να τον ευχαριστώ. Συγχρόνως πρόσεξα ότι δεν ήταν το ίδιο φιλικός με τις σερβιτόρες του. Τους μιλούσε με νεύρα, τους έκανε συνεχώς παρατηρήσεις κι έβριζε. Κλασικό στραβόξυλο και καρμίρης.

«Αυτό το κτήνος μόλις μου έβαλε χέρι»

Η Ηλέκτρα όλο αυτό το διάστημα πηγαινοερχόταν κατάχλωμη πότε στις τουαλέτες, πότε μέσα στην κουζίνα, πότε έξω στη σάλα αν γινόταν καμιά ζημιά, με τη σφουγγαρίστρα και τον κουβά, ένα θέαμα φοβερά γελοίο μέσα στην κατάντια μας, κοιτώντας με απελπισία. Δεν είχαμε βρει την ευκαιρία να πούμε δυο κουβέντες μόνες μας γιατί είτε αυτός ήταν δίπλα μου είτε την έστελνε να κάνει κάτι. «Ε, καλά, αυτό το θεωρείς καθάρισμα, κοριτσάκι μου:» ακούω τις φωνές του ενώ βγαίνει από την τουαλέτα. Απευθυνόταν στην Ηλέκτρα που μόλις είχε σταθεί δίπλα μου, εκείνη με τον κουβά της κι εγώ με τα χέρια βουτηγμένα στις σαπουνάδες. Φρικάρουμε και οι δύο. «Ελα δω να σου δείξω πώς γίνονται οι δουλειές», της λέει κάνοντάς της νόημα να τον ακολουθήσει. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα, νιώθω ήδη πτώμα αλλά το μαγαζί έχει ακόμα δουλειά. Με ψήνω να κάνω υπομονή, σε 2-3 ώρες το μαρτύριό μας θα έχει τελειώσει και πρωί-πρωί θα πάρουμε το πρώτο πλοίο για Αθήνα, θα έχουμε λεφτά και για ταξί να πάμε σπίτια μας. Ο ιδιοκτήτης, αφού έβαλε την Ηλέκτρα να ξανακαθαρίσει την τουαλέτα, ήρθε πάλι δίπλα μου. Χαμογελαστός, μειλίχιος και με βλέμμα γυαλισμένο. Εγώ εκεί, στη λάντζα μου.

Δεν θυμάμαι σήμερα τι ακριβώς μου έλεγε. Θυμάμαι, όμως, ότι ένιωθα άβολα. Και ότι είχα τύψεις που λίγες ώρες πριν γελούσα μπροστά του με τη φίλη μου. Αρχιζα να σκέφτομαι μήπως με πέρασε για διαθέσιμη, για εύκολη. Κι αυτός ένας φραγκοφονιάς που κάνει σκουπίδι το προσωπικό του για το τίποτα, να κολλάει σαν τη βδέλλα δίπλα μου και να μου κάνει κομπλιμέντα, ανίκανη να αντιδράσω πλένοντας τη στοίβα με τα πιατικά για ένα ψωροεισιτήριο. Δεν τον κοιτούσα, απλώς κουνούσα το κεφάλι και ευχόμουν να ξεκουμπιστεί. Δεν έφυγε όμως. Ισα-ίσα που ήρθε ακόμα πιο κοντά και όπως είμαι με την πλάτη γυρισμένη, αισθάνομαι τα βρωμόχερά του να με αγγίζουν. Μένω κόκαλο. «Τι κάνεις;», ρώτησα ψελλίζοντας και όχι φωνάζοντας όπως θα ’πρεπε. Τα είχα χάσει. Ενώ ήθελα να τον χτυπήσω, έμεινα άγαλμα.

Αυτός είχε πάλι εξαφανιστεί προς τη σάλα. Βγάζω τα γάντια μου και πάω στην τουαλέτα να βρω την Ηλέκτρα. «Αυτό το κτήνος μόλις μου έβαλε χέρι. Μάζεψέ τα να φύγουμε». Η Ηλέκτρα δεν μασάει. Πετάει την ποδιά, κλωτσάει κουβάδες και τον φωνάζει. Ο τύπος από φόβο μήπως τον ξεμπροστιάσουμε μπροστά στο προσωπικό και στους πελάτες, έρχεται τάχα μου ανύποπτος. «Δώσε μας τώρα τα λεφτά μας, ρε αλήτη, για να μη σε χώσω στη φυλακή». Τα ’δωσε χωρίς να πει κουβέντα. Εγώ ούτε που τον κοιτούσα. Ντρεπόμουν πολύ. Σήμερα ντρέπομαι περισσότερο. Οχι γι’ αυτό που έκανε, αλλά γι’ αυτό που δεν έκανα. Ενα χαστούκι έστω. Ενα λεκτικό ξεφτίλισμα. Κάτι. Ημουν όμως 17 ετών. Γεμάτη ενοχές και για τα κρίματα άλλων. 


Ρομίνα Ξύδα 

Δημοσιογράφος 

«Μην είσαι χαζή, δεν θα σε διώξει. Σε όλες μας έχει συμβεί αυτό»



Αθήνα, χρόνια πριν. Μόλις έχω τολμήσει το μεγάλο άλμα από τον χώρο της δικηγορίας σε εκείνον της δημοσιογραφίας. Μια άγνωστη στον κόσμο των γνωστών. Μια ανώνυμη στο σύμπαν των επωνύμων. Μια «Ποιος σ’ έφερε εσένα εδώ. Πώς κατάφερες να μπεις στο μαγαζί αυτό;» στο «Κανένας. Χτύπησα μόνη μου την πόρτα, εκείνη άνοιξε, κι εγώ μπήκα. Ετσι απλά». 
Το πρώτο διάστημα το μεγάλο άλμα δεν έχει μήκος αλλά βάθος. Απύθμενο και σκοτεινό. Αν παραπατήσω, ξέρω καλά πως κανένα χέρι δεν θα με τραβήξει, δεν υπάρχει ώμος σωτηρίας να κρατηθώ, ούτε φιλικές παλάμες να με βγάλουν στην επιφάνεια. Κάθε μέρα παλεύω να μείνω όρθια με τον τσαμπουκά της νιότης και με την υπογραφή μου «που δεν μπορεί να μπει ακόμη.

Είσαι πολύ νέα. Ισως έξι μήνες μετά, στο τέλος του κειμένου, πολύ αργότερα στην κορυφή». Δεν με νοιάζει. Είμαι χαρούμενη, είμαι ευτυχισμένη. Και μόνο που δεν μου κόβεται η ανάσα από βαρεμάρα στους διαδρόμους της Ευελπίδων μού είναι αρκετό. Η τελευταία μου κόβεται, ωστόσο, απότομα λίγους μήνες μετά όταν το ασανσέρ που σταματά στον όροφό μου με συστήνει με έναν άνδρα τον οποίο αντικρίζω για πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν τον γνωρίζω, δεν ξέρω καν τι δουλειά κάνει, δεν έχω όρεξη για κουβέντες, ούτε κέφι για συστάσεις. Το ερώτημά του -μόνιμος αντίλαλος στους διαδρόμους του κτιρίου- «Ποιος σ’ έφερε εσένα εδώ.

Πώς κατάφερες να μπεις στο μαγαζί αυτό;» λαμβάνει την απάντηση «Αμάν πια μ’ αυτή την ερώτηση! Κανείς. Μόνη μου μπήκα» και το ταυτόχρονο γύρισμα της πλάτης μου. Εκείνος με αγγίζει απαλά, υπογραμμίζει όνομα και ιδιότητα και συνοδεύει το άνοιγμα της πόρτας του ασανσέρ, που έχει επιτέλους φτάσει στο ισόγειο, με τη φράση «Αύριο το πρωί σάς περιμένω στο γραφείο μου με το βιογραφικό σας. Στις εννέα ακριβώς. Ούτε λεπτό αργότερα». Τρέμω, κλαίω, παραπατάω, φοβάμαι την απόλυση και την επιστροφή στον δρόμο της δικηγορίας. Εκείνο το βράδυ μένω άυπνη και το πρωί της επομένης, στις εννέα ακριβώς, στέκομαι έξω από το γραφείο του. Οσο τον περιμένω, αισθάνομαι να με περιβάλουν κεφάλια που πηγαίνουν πέρα δώθε σαν να με προειδοποιούν: «Τώρα, κακομοίρα μου, την πάτησες». Ανδρικές ματιές που χαμηλώνουν στα δύσκολα, σερνικά γελάκια που σκάνε μπροστά σε ερωτικά καμώματα, στόματα κλειστά που δεν θα σε υπερασπιστούν ποτέ και για κανέναν λόγο. Φαλλοκράτες του κερατά που για όλα φταίει το καλό σου σώμα και η μίνι φούστα σου. 

«Είμαι έτοιμος να πραγματοποιήσω κάθε σας επιθυμία»

Η πόρτα ανοίγει. Εκείνος κάθεται στο γραφείο του, εγώ αφήνω μπροστά του το βιογραφικό μου. Δεν το κοιτά. Δεν του ρίχνει ούτε μια ματιά. Τόσα χρόνια κόπων πεταμένα στα σκουπίδια, ένα σκουπίδι κι εγώ. «Εμαθα, έμαθα για σας», μου λέει κοφτά ξεκινώντας τον ανατριχιαστικό μονόλογό του: «Και επειδή εχθές γέλασα πολύ μαζί σας, χρόνια είχα να γελάσω τόσο πολύ, αν είναι δυνατόν να μη με γνωρίζετε, δεν υπάρχει γυναίκα σε αυτή τη χώρα που να μη με γνωρίζει, θέλω να σας πω ότι είμαι έτοιμος να πραγματοποιήσω κάθε σας επιθυμία. Τι θέλετε λοιπόν; Να σας βάλω αυτή τη στιγμή στο μισθολόγιο; Να σας αγοράσω κάτι που σας λείπει; Να υπογράψω έναν πολύ καλό μισθό; Ο,τι αποφασίσετε, αυτό θα γίνει». Του λέω ότι δεν θέλω τίποτα.

Με χαρακτηρίζει ηλίθια, «άλλες θα σκότωναν για μια τέτοια ευκαιρία». Τώρα σηκώνεται από το γραφείο και έρχεται προς την πλευρά μου προχωρώντας σε άσεμνες κινήσεις και ερωτικά υπονοούμενα, όλα τους με αντίκρισμα και καλοπληρωμένα. Σηκώνομαι κι εγώ και μ’ ένα «σας παρακαλώ» ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να κατεβαίνω σαν τρελή τα σκαλοπάτια. Φτάνω στο γραφείο μου περιμένοντας την αποπομπή μου. Η διπλανή μου με ρωτάει τι έπαθα, τι έχω, γιατί τρέμω έτσι. Της λέω τα πάντα κι εκείνη γελάει δυνατά: «Μα καλά πλάκα κάνεις; Σε όλες μας έχει συμβεί αυτό. Μην είσαι χαζή. Δεν θα σε διώξει. Απλώς θα σε πρήξει για λίγο καιρό μέχρι να βρει το επόμενο θύμα του. Ετσι κάνει πάντα.

Ο τύπος διψάει για νέο αίμα. Μέχρι τότε θα επιστρέφει ξανά και ξανά». Επέστρεψε αρκετές φορές. Ξανά και ξανά. Με το ίδιο αθόρυβο πάτημα της γάτας, με τα ίδια στριμώγματα σε τοίχους, με τα ίδια υλικά τάματα, με το ίδιο διαστροφικά διψασμένο βλέμμα, μέχρι τη στιγμή που ένα νέο κορίτσι, πολύ νεότερο από μένα, έγινε ο νέος εμμονικός του στόχος. Θυμάμαι τη λυπημένη ματιά όλων μας την πρώτη φορά που την κάλεσε στο γραφείο του. Θυμάμαι τα δικό της τρέμουλο όταν κατέβηκε από εκεί. Θυμάμαι ότι από φόβο, ανάγκη ή ντροπή δεν μιλήσαμε ποτέ και σε κανέναν. Θυμάμαι όσα πάλεψα σκληρά για να ξεχάσω. 


Φένια Γιαννουλάδη
Δημοσιογράφος
«Θα φτιάξουν όλα αν πάμε για καφέ»...



Αρχές Ιουλίου του 1999. Στο κτίριο της Νομικής στην οδό Σόλωνος τα αποτελέσματα των εξετάσεων του εαρινού εξαμήνου των μαθημάτων του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης έχουν αρχίσει να αναρτώνται. Μόνο δύο ακόμα αποτελέσματα με χώριζαν από τις παραλίες της Χαλκιδικής και τη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας στη Θεσσαλονίκη. Μόνο δύο ακόμα αποτελέσματα για να φτάσω λίγο πιο κοντά στο πτυχίο και την κατάκτηση του κόσμου, όπως νόμιζα. Τώρα μονάχα αντιλαμβάνομαι πόσο αθώα -σχεδόν παιδικά- λειτουργούσε τότε το μυαλό μου, πόσο αφελής ήμουν, σαν ανυπεράσπιστο προβατάκι ανάμεσα σε λύκους. Δεν ήμουν από τα κορίτσια που έχουν τσαμπουκά. Που στη ζωή έπρεπε από μικρές να μάθουν να διεκδικούν για να επιβιώσουν. Που τις σπρώχνεις και σε σπρώχνουν. Και που αργότερα στη ζωή θα σε πατήσουν χωρίς καμία ενοχή, θα σε χρησιμοποιήσουν ως σκαλοπάτι για να φτάσουν στο ράφι όπου έχουν τοποθετήσει τις φιλοδοξίες τους με αλφαβητική σειρά. 
Στο δεύτερο έτος του πανεπιστημίου ζούσα ακόμα στο ροζ συννεφάκι μου και η αντίληψή μου για την κοινωνία γύρω μας θύμιζε προεκλογική ομιλία, αφού θεωρούσα ότι διέπεται από τις αρχές της δημοκρατίας, της αξιοκρατίας, της ισονομίας, της δικαιοσύνης και της ευγενούς άμιλλας. Ολοι βεβαίως μαθαίνουμε, αλλά ποτέ δεν μπορούμε να επιλέξουμε αν αυτό θα γίνει τελικά «the hard way». 

Το μηδενικό 

Νωρίς το πρωί μιας Πέμπτης χτυπάει το κινητό μου και ο αριθμός που καλεί είναι άγνωστος. Σχεδόν κοιμισμένη, το σηκώνω. Στην άλλη άκρη της γραμμής η γνώριμη φωνή του καθηγητή Χ που μας έκανε όχι ένα αλλά τέσσερα μαθήματα, όλα σχετικά με τους θεσμούς, την οργάνωση και τις πολιτικές της νεοσύστατης τότε Ε.Ε., η οποία αποτελούσε και το αντικείμενο των περισσότερων μαθημάτων στο τμήμα μου. Μου λέει «καλημέρα» και τον αισθάνομαι να κομπιάζει. «Σχετικά με το μάθημα το οποίο βαθμολογώ μαζί με τον κύριο τάδε, πήρα τη λίστα με τους βαθμούς που έχει βάλει στις εργασίες που δώσατε και τώρα θα βάλω και τους δικούς μου. Ο τελικός βαθμός θα βγει από τον μέσο όρο». Ανακάθομαι στο κρεβάτι. Σκουντάω ελαφρά τον σύντροφό μου δίπλα. Για συμπαράσταση. Δεν ήμουν κακή φοιτήτρια και στα συγκεκριμένα μαθήματα πήγαινα καλά. Είχαν ενδιαφέρον και η έρευνα για τις εργασίες -αν και τότε ακόμα τρέχαμε στις βιβλιοθήκες και δεν κάναμε Google search- ήταν σχεδόν διασκεδαστική. «Ο κύριος τάδε», λέει τελικά ο καθηγητής, «σου έβαλε μηδέν»! Μα μηδέν; Λευκή κόλλα να έδινε κάποιος θα έπαιρνε μονάδα, όχι μηδέν! Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Στο πρόσωπό μου έχει παγώσει μια έκφραση απορίας, έκπληξης και στενοχώριας. Περιμένω.

Ο κόμπος τώρα ανεβαίνει στον δικό μου λαιμό. Ξεροκαταπίνω. «Είμαι πάρα πολύ στενοχωρημένος και δεν ξέρω τι να κάνω... Εγώ σε αγαπάω και γι’ αυτό θα σου βάλω 10 και θα προσπαθήσω να αλλάξω λίγο και την άλλη βαθμολογία. Εγώ δεν τα κάνω αυτά, αλλά εσένα σε αγαπάω, να το ξέρεις αυτό. Και γενικά θέλω να σε βοηθήσω. Τώρα που είναι καλοκαίρι, έχω γνωστούς και όνομα, μπορώ να σου βρω κάποια δουλειά για πρακτική να έχεις προϋπηρεσία. Αυτά μετράνε, αν θέλεις να συνεχίσεις στον τομέα μας». «Μηδέν;» καταφέρνω να ψελλίσω! «Μη στενοχωριέσαι, θα το φτιάξω εγώ. Θα πάρεις εννιά. Να βρεθούμε να πιούμε έναν καφέ να τα συζητήσουμε όλα. Θέλεις να περάσεις από το γραφείο; Εγώ μπορώ να σε δεχτώ και στο σπίτι μου αν θέλεις». Θέλεις; Θέλεις; Θέλεις; Τόσα θέλεις, αλλά καμία επιλογή.

Κλείνω το τηλέφωνο με ένα «Κάντε ό,τι νομίζετε». Ο σύντροφός μου έχει ήδη πάρει το δικό του κινητό και σχηματίζει έναν αριθμό. Ο βοηθός του καθηγητή τάδε, που μου είχε βάλει το μηδέν, ο Ψ, ήταν ένας από τους πιο στενούς του φίλους. «Ελα Ψ, καλημέρα, έχουμε ένα έκτακτο περιστατικό εδώ. Μπορείς να δεις τη λίστα με τη βαθμολογία του τάδε στην εργασία της Φένιας;». «Χθες τη φωτοτύπησα και την έδωσα στον Χ. Περίμενε να δω». Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες. Από το μυαλό μου περνούν αστραπιαία σκέψεις.

Το χέρι του στον ώμο μου όταν έδινα την εργασία, τα πάντοτε γλοιώδη κομπλιμέντα του κάθε φορά που είχαμε μάθημα μαζί του, το επίμονο βλέμμα του σε όποιο ντεκολτέ περνούσε από μπροστά του. Και αυτή η κίνηση που έκανε με το χέρι του και έστρωνε το άσπρο μουστάκι του. «Ο Ψ τής έχει βάλει 9! Τι έγινε;». Μακροσκελής η απάντηση στο τι έγινε. Πολλά και τίποτα. Και αυτό το πολλά και τίποτα περιλαμβάνει μία ακόμη μικρή ψηφίδα ενηλικίωσης που ήρθε και έσκασε σαν ηχηρό χαστούκι πάνω μου, περιλαμβάνει τον φόβο μου να προβώ σε καταγγελία γιατί ήθελα -κάποτε- να πάρω το πτυχίο μου, περιλαμβάνει το μικρόβιο της καχυποψίας του ποτέ ξανά να μην ξέρω αν ένα τυχαίο άγγιγμα στον ώμο είναι όντως ένα τυχαίο άγγιγμα στον ώμο. Ή είναι επειδή κάποιος «με αγαπάει» και «θα τα φτιάξει όλα αν πάμε για καφέ». 
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης