Αριστείδης Αλαφούζος: Ο τελευταίος κανονικός εκδότης

Αριστείδης Αλαφούζος: Ο τελευταίος κανονικός εκδότης

Το συγκλονιστικό οδοιπορικό της ζωής του - Γράφουν οι Θέμος Αναστασιάδης, Τάσος Καραμήτσος, Βασίλης Χιώτης, Αλ. Κασιμάτης, Κ. Τσαούσης

Αριστείδης Αλαφούζος: Ο τελευταίος κανονικός εκδότης
Η Οία είναι ένα χωριό χτισμένο στα βράχια της βόρειας μεριάς της Σαντορίνης πάνω από τη θάλασσα. Τα περισσότερα σπίτια είναι υπόσκαφα στον βράχο. Ξεχωρίζουν όμως τα καπετανόσπιτα, σπίτια κανονικά χτισμένα στην επιφάνεια του εδάφους που μαρτυρούν το έχειν του κύρη τους. Πολλοί από τους κατοίκους της ασχολούνται με το εμπόριο και τη ναυτιλία, εξωθημένοι, όπως και οι άλλοι κάτοικοι της Σαντορίνης, από τη φτώχεια του τόπου. Η πιο σημαντική εντόπια παραγωγή είναι το κρασί. Κρασί δυνατό και ονομαστό που οι δαιμόνιοι Σαντορινιοί το έχουν καταστήσει απαραίτητο για το τραπέζι των Ρώσων παραλήδων.

Σ’ ένα από τα καπετανόσπιτα της Οίας, χτισμένο το 1867, που κτήτοράς του ήταν ο Αντώνιος Αλαφούζος, η Κυριακή, γυναίκα του καπετάνιου Γιάννη Αλαφούζου, περιμένει το δεύτερό τους παιδί. Ο Γιάννης λείπει συχνά ταξιδεύοντας στη Μεσόγειο, στην Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα. Την ευθύνη στην καθημερινότητα του σπιτιού, εκ των πραγμάτων, την έχει η Κυριακή. Το ζευγάρι έχει ήδη μία κόρη, την Ειρήνη, η οποία έχει κλείσει τα πέντε και όλο ρωτάει τη μαμά της για το μωράκι που έχει στην κοιλιά της, αν είναι κοριτσάκι ή αγοράκι και αν θα παίζει μαζί της. 

Η ναυτοσύνη στο DNA του
Κλείσιμο
Στο σπίτι υπάρχει μια σχετική οικονομική άνεση, αλλά όχι σπουδαία πράγματα. Ο μισθός του καπετάνιου δεν είναι υψηλός. Ωστόσο, και ο καπετάν Γιάννης και η Κυριακή έχουν πίσω τους μια παράδοση στέρεα, συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας από τα τέλη του 18ου και όλον τον 19ο αιώνα. Βέβαια οι παραδοσιακοί καραβοκύρηδες δεν έχουν πια την αίγλη των παλαιών ημερών, καθώς ο ατμός αποδυνάμωσε σταδιακά τη ναυτιλία των ιστιοφόρων.

Πατέρας του καπετάν Γιάννη ήταν ο Αριστείδης Αλαφούζος, εφοπλιστής με έδρα τη Μασσαλία, άριστος γνώστης της γαλλικής γλώσσας, που κάποτε έφτασε να έχει πέντε μαζί καράβια. Η γενιά του κρατούσε από μια μεγάλη οικογένεια, τα ίχνη της οποίας φθάνουν πίσω μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα. Από την Επανάσταση του ’21 δεν λείπουν τα τεκμήρια και οι υπογραφές Αλαφούζων προεστών και αγωνιστών. Μέλη της ίδιας μεγάλης οικογένειας καταγράφονται ως καραβοκύρηδες που σπάζουν τον τουρκικό αποκλεισμό στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και απογόνους τους βλέπουμε να διακρίνονται στη Ρωσία. Για να επανέλθουμε, όμως, στον Αριστείδη Αλαφούζο της Μασσαλίας, η δράση του δεν περιοριζόταν στη δυτική Μεσόγειο. Ενα σημαντικό κομμάτι της δραστηριότητάς του είχε να κάνει με τα δρομολόγια Αδριατική - Μαύρη Θάλασσα. Τα καράβια του φόρτωναν σλοβενική ξυλεία από το Τριέστι και τη μετέφεραν στη Σαντορίνη καθώς ήταν απαραίτητη στους βαγενάδες που κατασκεύαζαν τα κρασοβάρελα. 

Το πρώτο πλοίο που απέκτησε ο Αριστείδης Αλαφούζος το 1964 


Φορτωμένα κρασί σαντορινιό έφευγαν για τη Ρωσία όπου τους περίμεναν οι οινέμποροι να ξεφορτώσουν, να πουλήσουν το πράμα και να βγάλουν το διάφορο. Τα στάρια του ρωσικού σιτοβολώνα ήταν το επόμενο φορτίο πίσω για το Τριέστι. Μίλι πλεύσης δεν πήγαινε χαμένο.
Την ημέρα που γεννήθηκε, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας βρισκόταν εν μέσω θυέλλης εφοπλιστών και ναυτεργατών. Τον έλεγαν Αριστομένη Μητσοτάκη. Ο νεογέννητος Αριστείδης, επτά δεκαετίες αργότερα, θα βρισκόταν σε θυελλώδη αντιπαράθεση με τον ανιψιό του Αριστομένη, τον Κωνσταντίνο... 
Οπως είπαμε όμως, κατά το έμπα του 20ού αιώνα η ιστιοφόρος ναυτιλία δεν ήταν αυτό που ήταν μέχρι και τον προηγούμενο. Ο Αριστείδης Αλαφούζος παρουσίασε σχετικά νέος καταρράκτη και γύρισε στο νησί του και έβαλε καπετάνιο τον άνδρα της αδελφής του, τον Συρίγο. Επρεπε να θρέψει και να φροντίσει εφτά παιδιά, τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια: τον Γιώργο που σπούδασε πολιτικός μηχανικός και εξελίχθηκε υψηλός λειτουργός του Ελληνικού Δημοσίου, τον Γιάννη που έγινε καπετάνιος και τον Δημήτρη που πέθανε στη Ρωσία. Τα κορίτσια ήταν η Ειρήνη, η Κατίνα, η Φλώρα και η Κούλα. Αυτός ήταν ο Αριστείδης Αλαφούζος που πέθανε το 1923, πατέρας του καπετάν Γιάννη.

Ο πατέρας της Κυριακής, με το επώνυμο Παράβαλος, είχε αναπτύξει ναυτιλιακή δραστηριότητα και τροφοδοτούσε τα πλοία του ρωσικού πολεμικού στόλου. Μάλιστα ταξίδευε κατά καιρούς με ένα ρωσικό επιβατικό που το έλεγαν «Τσαρίτσα». Γι’ αυτό και η Κυριακή είχε γεννηθεί στην Οδησσό, μα ήταν βέρα Σαντορινιά και μάλιστα Σαντορινιά της Οίας. Ο Παράβαλος της είχε δώσει σημαντική περιουσία, κυρίως αμπέλια, και αυτό το δεδομένο στάθηκε σημαντικός παράγων στις δύσκολες δεκαετίες που ακολούθησαν. Αλλωστε ο Γιάννης ήταν σπουδαίος καπετάνιος και άνδρας ωραίος. Τα κουτσομπολιά λέγανε ότι προτού παντρευτεί είχε «εργολαβίες» με μια δασκάλα στον Πειραιά. Η Κυριακή ήταν αυστηρή, με αρχές που αντιστοιχούσαν στην κοινωνική της θέση.

Η απορία της μικρής Ειρήνης αν το μωράκι θα είναι αγόρι ή κορίτσι ήταν απορία όλων στο σπίτι. Και λύθηκε στις 9 Μαρτίου 1924, ημέρα Κυριακή. Εγεννήθη υιός και το όνομα αυτού Αριστείδης, το όνομα του παππού του. Την ημέρα εκείνη ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας βρισκόταν εν μέσω θυέλλης εφοπλιστών και ναυτεργατών. Τον έλεγαν Αριστομένη Μητσοτάκη. Ο νεογέννητος Αριστείδης, επτά δεκα­ετίες αργότερα, θα βρισκόταν σε θυελλώδη αντιπαράθεση με τον ανιψιό του Αριστομένη, τον Κωνσταντίνο... 

Το βρέφος, μελαχρινό και ζωηρό, με ματιά έξυπνη, άρχισε την άνοιξη του 1925 να μπουσουλάει και να περπατάει με την προτροπή της αδελφής του και την προσοχή της μάνας του. Το καλοκαίρι βρισκόταν στο φόρτε του. Ολοι απολάμβαναν τις δροσιές του Αυγούστου και περίμεναν τη Γιορτή της Παναγίας. Ο εφιάλτης του ηφαιστείου ζούσε πια μόνο στις διηγήσεις των γεροντότερων που είχαν ζήσει την έκρηξη του 1866. Ομως τα νερά της θάλασσας άρχισαν να αλλάζουν και ο εφιάλτης επανήλθε απειλητικός. 11 Αυγούστου και στις 3 το απομεσήμερο ο εφιάλτης έγινε πραγματικότητα. Το ηφαίστειο, που κατά το παρελθόν είχε καταστρέψει έναν ολόκληρο πολιτισμό, που στα νεότερα χρόνια είχε κάνει να γεννηθούν νησίδες, εξερράγη και πάλι από έναν νέο κρατήρα πλάι στον παλαιό. Πυκνοί καπνοί κάλυψαν τη Σαντορίνη εκτοξευόμενοι συνεχώς και συνοδευόμενοι από υπόκωφους κρότους που έκαμαν τους ανθρώπους να τρέμουν από φόβο και τα σπίτια να τραντάζονται. Τις επόμενες μέρες το ηφαίστειο συνέχισε με αυξομειούμενη ένταση τον θυμό του. Οι φλόγες που άρχισαν να βγαίνουν έφταναν τα 50 μέτρα, ενώ νέες νησίδες ξεπετάχτηκαν από τη θάλασσα. Μάταια οι νησιώτες σταυροκοπιόνταν και ζητούσαν από την Παναγία να βάλει το χέρι Της. Τον λόγο είχε ο αρχαίος θεός, ο Ηφαιστος, ή μαλλον ο Εγκέλαδος. Η κόλαση βρισκόταν επί της γης.

Αγαπούσε τη θάλασσα, λάτρευε τη Σαντορίνη 

Ο καπετάν Γιάννης Αλαφούζος το πήρε απόφαση αμέσως. Θα έφευγαν από τον γενέθλιο τόπο. Θα πήγαιναν στον Πειραιά. Οσο ωραία και αν ήταν η Σαντορίνη, η αγωνία για την τύχη των παιδιών του τον ώθησε στη ριζική λύση. Θα άφηναν πίσω το καλό καπετανόσπιτο. Η Κυριακή πούλησε αμπέλια και αγοράστηκε ένα σχετικά μεγάλο οίκημα στη συνοικία του Αγίου Νείλου. Πέντε-έξι δωμάτια στη σειρά και αυλή. Η οικογένεια μετακόμισε. Ο πατέρας έφευγε σε ταξίδια με το βαπόρι. Στην αρχή ήταν υποπλοίαρχος στο ατμόπλοιο «Κυκλάδες» του Τόγια και έκανε το δρομολόγιο από τη Σαντορίνη στον Πειραιά. Ετσι τα παιδιά του τον έβλεπαν συχνά. Η Ειρήνη πήγε σχολείο. Ο Αριστείδης έπαιζε στην αυλή και, μεγαλώνοντας, ανήσυχος ήθελε να βγει έξω για να παίξει με τα παιδιά της γειτονιάς. Μα η μάνα του η Κυριακή δεν τον άφηνε. Αυτός ήταν αρχοντόπουλο και τα άλλα μπόμπιρες της αλάνας. Μέχρι που ήρθε η μέρα και πήγε σχολείο. Εκεί έκανε φίλους και ξέδινε στο παιχνίδι. Επαιζαν βόλους, «Βασιλιά και Βεζίρη» με το κόκαλο και βέβαια ποδόσφαιρο. Πολύ ποδόσφαιρο. 


Ο εκδότης χαιρετά τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο παρουσία της συζύγου του Ελένης


Ο Αριστείδης ήταν μέσα σ’ όλα και φυσικά Ολυμπιακός. Είχε έναν θείο, αδελφό της μητέρας του, ο οποίος τον αγαπούσε πολύ και τον είχε σαν παιδί του. Ηταν ο Θανάσης Παράβαλος, δικηγόρος Πειραιώς, μετέπειτα πρόεδρος του εκεί δικηγορικού συλλόγου και βέβαια Ολυμπιακάκιας. Γεννημένος στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν αρκετά νέος ακόμα για να τρέχει στα γήπεδα. Κάθε Κυριακή έπαιρνε τον Αριστείδη μαζί του στο Ποδηλατοδρόμιο. Καθόντουσαν σε ξύλινους πάγκους, ουσιαστικά χωρίς εξέδρα και έβλεπαν τους αγώνες. Ο Αριστείδης ενθουσιαζόταν, παθιαζόταν. Θαύμαζε τους αδελφούς Ανδριανόπουλους. Εγινε φανατικός Ολυμπιακός. 

Ημεγάλη όμως αγάπη του Αριστείδη ήταν η θάλασσα. Τη χαιρόταν παιδί όταν με τη μάνα του πηγαίνανε για μπάνιο στην Πειραϊκή. Την αγνάντευε από τον Αγιο Νείλο και ονειρευόταν πως ήταν καπετάνιος, σαν τον πατέρα του, σε βαπόρι. Τον πατέρα του τον θαύμαζε. Και εκείνος έβλεπε το μικρό αγόρι που τη λαχταρούσε και, όταν ο ίδιος έγινε πλέον καπετάνιος σε εμπορικά, τον έπαιρνε μαζί του σε μικρά ταξίδια. Τον ανέβαζε στη γέφυρα, τον έκανε «ύπαρχό» του. Μια φορά πήγανε στο Στρατώνι Χαλκιδικής να φορτώσουν σιδηροπυρίτη. Ο Αριστείδης, με το που έβγαινε στη στεριά ένιωθε ελεύθερος, κυρίαρχος του εαυτού του και ο πατέρας του τον άφηνε μόνο του να γυρίζει στον δρόμο. Μια άλλη φορά ο καπετάν Γιάννης, λίγο μετά το 1930, τους πήρε μαζί του όλους, τη γυναίκα του, την κόρη του και τον γιο του. Πρώτο λιμάνι το Σπλιτ στην Αδριατική και μετά πάνω, στο Τριέστι, με ζωντανή ακόμα την ελληνική παροικία εφοπλιστών, εμπόρων και λογίων. Εκεί τους φιλοξένησε ο ναυτικός πράκτορας και έκαναν μια εκδρομή ανάμεσα σε Τεργέστη και Λουμπλιάνα. Πήγαν στα σπήλαια της Ποστούμια (Ποστόινα στα σλοβένικα) που ανήκε τότε στην Ιταλία, κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Η θέα των φωτισμένων σταλακτιτών και σταλαγμιτών μάγεψε τον Αριστείδη και δεν την ξέχασε ποτέ του. Αν η μεγάλη του αγάπη ήταν η θάλασσα, ο κήπος των απολαύσεων της παιδικής του ζωής ήταν η Σαντορίνη. Πηγαίνανε εκεί τα καλοκαίρια.


Ο Αστέρας Βουλιαγμένης κατασκευάστηκε από τον Αριστείδη Αλαφούζο 


Η μάνα του όμως πήγαινε με μισή καρδιά. Αφηνε πίσω της το λαϊκό σπίτι στον Αγιο Νείλο με τα δωμάτια στη σειρά και πήγαινε στο καπετανόσπιτο και την έπιανε σοκ αναλογιζόμενη πού έμενε πρώτα... Για τον Αριστείδη ήταν χαρά Θεού. Πιο συχνά κατέβαινε με τις θειές του στο σπίτι που είχαν στην Αρμένη. Κολύμπι, καβαλαρία με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια και παιχνίδια με τις αγουρίδες στα αμπέλια. Περπατούσε ξυπόλυτος. Στην αρχή πονούσε, αλλά σε μια βδομάδα οι πατούσες του γινόντουσαν σκληρές σαν σόλα. Η πιο μεγάλη απόλαυση ήταν την εποχή του τρύγου. Το σπίτι του είχε κάναβα με ληνό και βαρέλια. Εκεί φέρναν με τα ζώα τα σταφύλια από τ’ αμπέλια και τα πατούσαν. Ηταν η μεγάλη γιορτή για τον Αριστείδη, να μπαίνει κι αυτός στον ληνό και να πατάει τα σταφύλια για να τρέξει ο μούστος. Τα βράδια, αποκαμωμένος και αυτός, καθόταν με τους εργάτες στην αυλή και έτρωγε μαζί τους κοκκινιστό χοιρινό με πατάτες που του άρεσε πολύ. Του άρεσε το κρέας, αλλά τότε, στο σπίτι του στον Πειραιά, όπως στα περισσότερα στην Ελλάδα, δεν είχαν την ευχέρεια της αφθονίας του. Η μάνα του τους έκανε κάθε Κυριακή αρνί με πατάτες που το έστελνε στον φούρνο της γειτονιάς να ψηθεί και κάθε Πέμπτη κεφτέδες ή μακαρόνια με κιμά.

Αθλητής και γόης 

Κάποτε η Σαντορίνη στάθηκε τόπος μαρτυρίου για τον Αριστείδη. Οταν ήταν μικρός είχε πάθει ιλαρά. Την αρρώστια αυτή θα την πλήρωνε ως το τέλος της ζωής του. Αυτή η ιλαρά τού άφησε ωτόρροια. Δεν έφτανε όμως αυτό. Τα χειρότερα ήρθαν μετά. Ενα καλοκαίρι στη Σαντορίνη, όπου παραθέριζε εξ Αθηνών και ο γιατρός Νικόλαος Αλαφούζος, ο Αριστείδης αρρώστησε από αμυγδαλές.
Ο Αριστείδης έπαιζε στην αυλή και,μεγαλώνοντας, ανήσυχος ήθελε να βγει έξω,να παίξει με τα παιδιά της γειτονιάς. Μα η μάνα του η Κυριακή δεν τον άφηνε. Αυτός ήταν αρχοντόπουλο και τα άλλα μπόμπιρες της αλάνας.
Ο γιατρός ανέλαβε να του τις κόψει... Τον έβαλαν στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού και τον κάθισαν με το ζόρι σε μια καρέκλα. Ο Αριστείδης φώναζε, έκλαιγε, όμως η μάνα του τον κρατούσε γερά. Ο εξ Αθηνών γιατρός, με στοιχειώδη εργαλεία, ή μάλλον -όπως θυμόταν ο Αριστείδης- με σκεύη της κουζίνας, του έκοψε τις αμυγδαλές, ή νόμισε πως του τις έκοψε. Μετά από άλλες δύο εγχειρήσεις, μία στον Πειραιά από τον γιατρό Διμέρη και άλλη μία στην Αθήνα από τον Νομικό, εκεί γύρω στα δεκάξι του χρόνια, η βλάβη στις αμυγδαλές αποκαταστάθηκε. Η ζημιά όμως είχε γίνει. Η κατάσταση στα αυτιά του επιδεινώθηκε και έκτοτε σταδιακά έχασε την ακοή του, μέχρι τα μεγάλα άλματα της ιατρικής επιστήμης και της τεχνικής, αλλά και η επιμονή του ίδιου και η τόλμη του να υποκαταστήσουν τη χαμένη ακοή στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Οταν ήρθε η ώρα για το Γυμνάσιο, ο Αριστείδης πήγε στο Β’ Αρρένων Πειραιώς. Ηταν καλός μαθητής. Πιο πολύ απ’ όλα του άρεσαν τα Μαθηματικά και η Ιστορία. Ηταν εξαιρετικός. Αριστούχος. Ισως καλύτερος από τους μαθηματικούς του σχολείου του. Μάρτυράς του ο φίλος του ο Παναγιώτης Τέτσης, ο άλλος εραστής της θάλασσας που αποτύπωσε τον έρωτά του γι’ αυτήν σε πίνακες εντυπωσιακούς. Ηταν τότε που η εφημερίδα «Ασύρματος» δημοσίευσε τα ονόματα των αρίστων στα μαθηματικά και το όνομα του Αριστείδη Αλαφούζου κατέλαβε την πρώτη θέση για τη Γ’ Γυμνασίου. 

Την εποχή εκείνη των γυμνασιακών σπουδών ο Αριστείδης είχε και λαμπρές επιδόσεις ως αθλητής στίβου στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Στον δρόμο 100 μέτρων άγγιξε τα 12'' και στο άλμα εις μήκος έφτασε τα 5,70 μέτρα. Καλός μαθητής, αθλητής και ομορφόπαιδο δεν άφηνε ασυγκίνητα τα θηλυκά. Αλλά και αυτός τα κυνηγούσε. Το Β’ Γυμνάσιο βρισκόταν στου Βρυώνη, Αφεντούλη και Σωκράτους. Το Γυμνάσιο Θηλέων ήταν πιο κάτω. Τα κορίτσια περνάγανε την οδό Αλκιβιάδου και τα αγόρια τη στήνανε εκεί για ματιές και κουβέντες.


Ο Αριστείδης Αλαφούζος (κέντρο) στα εγκαίνια της μονάδας χημειοθεραπείας που δώρισε το 2000 στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Παρόντες ο τότε υπουργός Υγείας Αλέκος Παπαδόπουλος (αριστερά) και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Στεφανής (δεξιά)


Το καλοκαίρι του 1940 η οικογένεια του καπετάν Γιάννη άφησε τον Αγιο Νείλο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η Κυριακή είχε πουλήσει πάλι αμπέλια. Αγόρασαν μια μοντέρνα μονοκατοικία στην Αιγέως 42 (σήμερα εκεί, στο νούμερο 40-42, είναι μια πολυκατοικία του ’60) και ένα εξοχικό στο Μπογιάτι. Η Αιγέως είναι ακόμα ένας ήσυχος δρόμος κάτω από την Αχαρνών στο ύψος του Αγίου Παντελεήμονα, παράλληλος της Μιχαήλ Βόδα και της Αλκαμένους. Ο Αριστείδης γράφτηκε στο περίφημο Β’ Αρρένων Αθηνών, γωνία Χέυδεν και Αχαρνών.

Εκείνο το καλοκαίρι το πέρασαν στο Μπογιάτι. Αλλες παρέες, άλλες βόλτες στις γραμμές του τρένου, στο βρυσάκι. Αλλα κορίτσια. Ξένοιαστοι νέοι, άκουσαν για τον τορπιλισμό της «Ελλης», κατάλαβαν ότι πυκνώνουν τα σύννεφα, αλλά συνέχιζαν τις εξαίσιες διακοπές στο αττικό πευκοδάσος. 
Η οικογένεια γύρισε στην Αθήνα. Τα σχολεία άρχισαν. Ο Αριστείδης, με τη φιλοδοξία εμπνευσμένη από τη μάνα του, σχεδίαζε να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Δοκίμων και από εκεί να μεταπηδήσει αργότερα στην εμπορική ναυτιλία. Να γίνει καπετάνιος. Αρχισε να πηγαίνει φροντιστήριο στου Αριστείδη Πάλλα, στη Χαριλάου Τρικούπη.

Στις 26 Οκτωβρίου η μάνα του κατέβηκε στον Πειραιά για τις γιορτές των Δημήτρηδων. Ο Αριστείδης ήταν μόνος του στο σπίτι και διάβαζε Γεωμετρία. Η μητέρα του έμεινε τη νύχτα στους συγγενείς της και επέστρεψε με τον Ηλεκτρικό την άλλη μέρα, την Κυριακή. Από όσα είχε ακούσει στις επισκέψεις και στο τρένο «η κατάστασις ήτο σοβαρά». Ο Αριστείδης γνώριζε πόσο βαριά ήταν η ατμόσφαιρα των σχέσεων με την Ιταλία. Η σχετική οικονομική ευχέρεια που είχε αποκτήσει από το σπίτι του τού επέτρεπε να αγοράζει την εφημερίδα «Ακρόπολη» και να ακούει τα νέα από το καινούριο τους ραδιόφωνο. Κοντά τους, στην οδό Περγάμου, ήταν το σπίτι του θείου του τού Γιώργου. Εκείνος, σοβαρός, αγόραζε την «Καθημερινή» και έτσι τη διάβαζε και ο Αριστείδης και ήταν ενημερωμένος. Πού να φανταζόταν τότε ότι μισόν αιώνα αργότερα θα γινόταν ο σωτήρας της. Θα την έπαιρνε κουρέλι και θα την ξανάκανε εφημερίδα κύρους και αναφοράς.

Είχε, λοιπόν, γνώση για το τι παιζόταν. Η ανησυχία της μάνας του ήταν δικαιολογημένη. Επεσε για ύπνο και είδε ένα όνειρο που δεν το ξέχασε ποτέ. Ο ήλιος μετατράπηκε σε κάτι σαν δορυφόρο, έσκασε και βαθύ σκοτάδι απλώθηκε παντού. Αλαφιασμένος ξύπνησε και είπε στη μάνα του: «Πόλεμος, γίνεται πόλεμος!». Λίγες ώρες αργότερα ήχησαν οι σειρήνες. Από τότε πείστηκε ότι είχε ιδιαίτερες ικανότητες. Προέβλεπε. Και αυτό, όπως ο ίδιος παραδεχόταν αργότερα, τον βοήθησε πολύ στον επαγγελματικό του βίο. Ακουγε τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων.

Την πρώτη μέρα του πολέμου έφυγε από το σπίτι. Ανέβηκε την Κεφαλληνίας και πήρε την Πατησίων με κατεύθυνση προς την Ομόνοια. Αργότερα αφηγήθηκε: «Θυμάμαι εκείνο που μου έχει μείνει. Κατέβαινε ο κόσμος και εκεί στην “Casa di Italia” που ήταν απέναντι από το Πολυτεχνείο τής αλλάξανε τα φώτα. Ανεβαίνοντας την οδό Σταδίου, ήταν ο “Kauffmann”, το βιβλιοπωλείο. Ο Kauffmann είχε γράψει σε ένα χαρτί “Δεν είμαι Γερμανός, είμαι...”, δεν θυμάμαι... “Δεν είμαι Γερμανός” για να μην τον πειράξουν. Οι Ιταλοί τα μαζέψανε και φύγανε... Στις διαδηλώσεις ήμουν πρώτος. Κάθε μέρα. Στον πόλεμο ήμουν πανευτυχής στις νίκες. Εκείνο, όμως, που ήταν τρομερό ήταν όταν πέθανε ο Μεταξάς... Σαν να έχασα τον πατέρα μου. Στην κηδεία του ήμουν παράταξη στην οδό Αμαλίας. Περνούσε η πομπή. Ολος ο κόσμος έκλαιγε...».

Στην Εθνική Οργάνωση Νεολαίας του Μεταξά, την ΕΟΝ, ο Αριστείδης είχε γραφτεί υποχρεωτικά από τον καιρό που φοιτούσε ακόμη στο Β’ Αρρένων Πειραιά. Κάθε Τετάρτη δεν έκαναν μάθημα και έπρεπε να πάνε στη Νεολαία.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2009 ο πρεσβευτής της Ιαπωνίας Τακινόρι Κιταμούρα επέδωσε στον Αριστείδη Αλαφούζο το Παράσημο του Τάγματος του Ανατέλλοντος Ηλίου,με το σχετικό δίπλωμα γραμμένο σε περγαμηνή και υπογεγραμμένο από τον αυτοκράτορα Ακιχίτο.
Τη βαριόταν. Εβρισκε τη δραστηριότητά της ανιαρή. Με τον πόλεμο, όμως, κινητοποιήθηκε και ο ίδιος. Ερανοι για φανέλες για τους στρατιώτες του μετώπου, επίβλεψη συσκότισης. Μάλιστα είχε κάνει και ένα κόλπο, όπως το αφηγήθηκε προ ετών ο ίδιος: «Στον Πειραιά ήμουν ένας απλός φαλαγγίτης της ΕΟΝ και δεν ξέρω αν είχα και στολή, δεν θυμάμαι να είχα στολή. Οταν ανεβήκαμε στην Αθήνα ήταν πόλεμος και έπρεπε να πάω να παρουσιαστώ και παρουσιάστηκα αλλά ήταν... μπάχαλο. Εγώ ήμουν... τίποτα, ανθυποφαντάρος. Οταν πήγα εκεί στην Αθήνα, στο Β’ Γυμνάσιο, μου λένε: “Βαθμός;”. Λέω: “Ομαδάρχης”. Με γράψαν, λοιπόν, ομαδάρχη, πήρα τα γαλόνια».

Τον Απρίλιο του ’41, στις 27, ημέρα Κυριακή, ο Αριστείδης είδε από κοντά το πρόσωπο του πολέμου. Ηταν μια σειρά από βαριά οχήματα της Βέρμαχτ που κατέβαιναν την Κεφαλληνίας και έστριβαν στη Μιχαήλ Βόδα για να κατευθυνθούν από τη Βάθη στο κέντρο της κατακτημένης πρωτεύουσας.

Ο θάνατος του πατέρα του, η υποτροφία και ο γάμος

Ο πόλεμος χτύπησε και την οικογένειά του. Ενα γερμανικό υποβρύχιο έξω από τη Τζια σταμάτησε το βαπόρι που κυβερνούσε ο καπετάν Γιάννης. Υποχρέωσε καπετάνιο και πλήρωμα να μπουν στις σωστικές λέμβους και βύθισε το βαπόρι. Ηταν ένα σοκαριστικό συμβάν. Ο καπετάν Γιάννης δεν έζησε πολύ. Τον πρώτο φοβερό χειμώνα της Κατοχής, στις 14 Δεκεμβρίου, πέθανε. Η οικογένεια δεν μπόρεσε να τον θάψει στην Αθήνα καθώς εκατοντάδες πεινασμένοι σωριάζονταν στους δρόμους νεκροί από την πείνα. Τον έθαψαν στον Πειραιά. Η απώλεια του πατέρα ήταν σκληρή. Ο Αριστείδης αυτομάτως μετετράπη σε προστάτη της οικογένειας. Επιασε δουλειά σε ένα υλοτομείο στη Μαλακάσα. Οταν δεν δούλευε έπαιρνε τον Ηλεκτρικό ή πήγαινε με τα πόδια στον Πειραιά να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του. Συνέχισε να το κάνει για καιρό.

Εν τω μεταξύ η Σχολή Δοκίμων έκλεισε και ο Αριστείδης αποφάσισε να δώσει εξετάσεις για το Πολυτεχνείο. Οι εξετάσεις ήταν δύσκολες, σε αντίθεση με το Πανεπιστήμιο που λόγω Κατοχής εισήχθησαν σωρηδόν και άνευ εξετάσεων. Εφυγε από το Φροντιστήριο του Πάλλα που ήταν εξειδικευμένο τότε στις στρατιωτικές σχολές και πήγε στου Λαμπρινόπουλου, στην οδό Θουκυδίδου στην Πλάκα. Αλλαξε και σχολείο γιατί οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το Β’ και πήγε στο Η’ Αρρένων με τα τεράστια κυπαρίσσια στην οδό Νικοπόλεως. 

Το 1943 εισήχθη από τους πρώτους στο Πολυτεχνείο. Στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών διακρίθηκε όχι μόνο για τις επιδόσεις του ως φοιτητής, αλλά και για την εκτίμηση των συναδέλφων του. Βρέθηκε, χωρίς φανατισμό, κοντά σε πολιτικές οργανώσεις, αλλά πάντα είχε καλές σχέσεις με όλους. Αλλωστε ήταν σε όλους χρήσιμος. Μέσα στη ένδεια των μέσων είχε την πρωτοβουλία να αναλάβει, μαζί με κάποιους συμφοιτητές του, την έκδοση βιβλίων των καθηγητών σε φυλλάδια με χαμηλό κόστος και μικρή τιμή. Παράλληλα άρχισε να παραδίδει μαθήματα σε συμφοιτητές του. Δεν του έλειπε όμως και η χαρά της ζωής μέσα στον ζόφο. Ηταν καλλίφωνος και περιζήτητος στα πάρτυ ρεφενέ. 

Ο πόλεμος τελείωσε και ο Εμφύλιος τον βρήκε φοιτητή εν αναβολή. Οι σπουδές όλων είχαν καθυστερήσει κατά ένα έτος καθώς είχε διακοπεί η λειτουργία του ΕΜΠ. Τα δύο τελευταία χρόνια των σπουδών του, γιατί πάντα η χρεία το καλούσε, έπαιρνε μελετητική εργασία από τεχνικά γραφεία. Το 1949, ενώ ο Εμφύλιος βρισκόταν στην πιο επικίνδυνη φάση της τελικής έκβασης, ολοκλήρωσε τις σπουδές του και κατετάγη στον Στρατό. Θυμόταν παλαιότερους φοιτητές από τον ίδιο που τελείωναν και κατατάσσονταν: «Εκεί ήταν το δράμα, έφυγαν συμμαθητές μου από το Πολυτεχνείο και πήγαιναν στο μέτωπο και χάνανε τα πόδια τους και ερχόντουσαν... Ολοι αυτοί πέθαναν, σε λίγα χρόνια πέθαναν, δεν έζησε κανείς...».

Αφυπηρέτησε το 1951. Εναν χρόνο μετά, στις 9 Δεκεμβρίου 1952, στα κοινωνικά της «Καθημερινής» τυπώθηκε το εξής: «Αριστείδης Αλαφούζος και Λένα Βαλαούρα ηρραβωνίσθησαν». Ο γάμος ήρθε γρήγορα. Και μετά τα παιδιά τους, ο Γιάννης και ο Θεμιστοκλής. Εζησαν 60 χρόνια μαζί μέχρι που εκείνη έφυγε στα 83 της χρόνια, στις 10 Μαΐου 2012. Εχοντας πλάι του τη Λένα με τη φινετσάτη φυσιογνωμία, λεπτή και διακριτική να του γλυκαίνει τη ζωή, ο Αριστείδης συνέχισε να επιτυγχάνει τον έναν στόχο του μετά τον άλλον και να θέτει συνεχώς καινούριους. Είχε διαβλέψει εγκαίρως τις ανάγκες για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας μετά τις μεγάλες ανά την επικράτεια καταστροφές του πολέμου και του Εμφυλίου. Γι’ αυτό και ειδικεύτηκε στην υδραυλική, σε έργα οδοποιίας, σε κατασκευαστικές εργασίες, σε οικοδομικά, σιδηροδρομικά, λιμενικά και βιομηχανικά έργα. 
Οι επιστημονικές, οργανωτικές και ηγετικές ικανότητές του διαφάνηκαν και του ανατέθηκε η επίβλεψη κατασκευαστικών εργασιών στο λιμάνι του Πειραιά, στο Εργοστάσιο Λιπασμάτων και, στα τέλη του 1953, ανέλαβε την κατασκευή του συγκροτήματος νικελίου στη Λάρυμνα.

Από τις κατασκευές στη ναυτιλία 

Τον Αύγουστο του 1954, λιτός στο βίο του και δημιουργικός, διαβλέποντας την προοπτική της ανοικοδόμησης είχε εξοικονομήσει δικά του κεφάλαια για να μπορεί να αναλαμβάνει έργα κατασκευής κατοικιών. Μέχρι το 1956 είχε αρκετή εμπειρία ώστε να λάβει άδεια που του επέτρεπε να υποβάλει προσφορές για μεγάλα δημόσια έργα. Ηταν το επόμενο μεγάλο βήμα του. Εκείνη τη χρονιά ίδρυσε την τεχνική εταιρεία «Αριστείδης Αλαφούζος», η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε ΑΤΕ Εργων Α.Ε. Η εταιρεία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της Ελλάδος. Τα κύρια έργα τα οποία ανέλαβε ήταν η πρώτη μονάδα παραγωγής ενέργειας στην Πτολεμαΐδα στη Βόρεια Ελλάδα. Αλλα σημαντικά έργα ήταν το περίφημο ξενοδοχείο «Mont Parnes», καμάρι του Καραμανλή στην Πάρνηθα, το ξενοδοχειακό συγκρότημα του «Αστέρα» στη Βουλιαγμένη, αλλά και βασικά υδραυλικά και οδικά έργα υποδομής στις κοιλάδες του Νέστου και του Αξιού.  Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, 1967-1974, δεν ανέλαβε κανένα έργο και εγκατέλειψε την Ελλάδα. Είπε αργότερα: «Με τη δικτατορία δεν μου έδωσαν δουλειές. Δεν λέω ότι έκανα αντίσταση, αλλά ήμουν μειοδότης σε διάφορα έργα και δεν μου τα δίνανε. Και σιγά-σιγά η εταιρεία μου άρχισε να φθίνει. Και τότε είχα τους συγγενείς μου, τους δικούς μου και σιγά-σιγά παρασύρθηκα στη ναυτιλία. Τα πρώτα χρήματα τα οποία διέθεσα για να αγοράσω πλοία τα πήρα από δραχμές. Μου έδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος συνάλλαγμα και αγόρασα πλοία από τα κέρδη μου που είχα από την τεχνική εταιρεία, τα οποία βέβαια γύρισαν πίσω στο πολλαπλάσιο».
 Στην πραγματικότητα, τα πρώτα βήματά του στη ναυτιλία ο Αριστείδης Αλαφούζος τα έκανε το 1964. Ξεκινώντας τη δεύτερη μεγάλη σταδιοδρομία του άρχισε να κάνει πραγματικότητα το εφηβικό όνειρο συνέχισης της οικογενειακής ναυτικής παράδοσης, σε μια εποχή μάλιστα που ο ναυτιλιακός κόσμος περνούσε σοβαρή κρίση. Ανέλαβε το ρίσκο, τόλμησε και το 1965 αγόρασε το πρώτο του μεταχειρισμένο πλοίο και μέχρι το 1967 είχε συνολικά 5 μεταχειρισμένα φορτηγά. Ηταν ο πρώτος που βλέποντας τον κοιμώμενο γίγαντα να ξυπνάει άρχισε δουλειές με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το 1968. Ανοιξε γραφείο στο Λονδίνο όπου έμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1988. Παράλληλα είχε ανοίξει και γραφείο στο Τόκιο, καθώς είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με την ιαπωνική αγορά. Επίσης διατηρούσε γραφείο στη Μόσχα. Η σχέση του με τους Ιάπωνες και τους Κινέζους επιβραβεύτηκε επίσημα αργότερα. Στις 12 Δεκεμβρίου 2009 ο πρεσβευτής της Ιαπωνίας Τακινόρι Κιταμούρα επέδωσε στον Αριστείδη Αλαφούζο το Παράσημο του Τάγματος του Ανατέλλοντος Ηλίου, των Χρυσών Ακτίνων και Ροζέτας με το σχετικό δίπλωμα γραμμένο σε περγαμηνή και υπογεγραμμένο από τον αυτοκράτορα Ακιχίτο. Στις 7 Ιουλίου 2011, ο πρεσβευτής της Κίνας Λούο Λινκουάν τού επέδωσε την ανώτατη διάκριση που απονέμεται σε πολίτες άλλων κρατών, τον τίτλο του Πρέσβη της Λαϊκής Φιλίας. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Αριστείδης Αλαφούζος κατείχε 42 νεόκτιστα φορτηγά, κατασκευασμένα κυρίως στην Ιαπωνία. Ιδρυσε την Glafki (Hellas) Maritime Company και την Kyklades Maritime Corporation, οι οποίες από το 1980 είναι μεταξύ των μεγαλύτερων ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών.



Με τον χαράκτη και ζωγράφο Παναγιώτη Τέτση


Η συνεχής αύξηση της δύναμης του στόλου του τον κατέστησε διακεκριμένο μέλος του εφοπλιστικού κόσμου. Μάλιστα από το 1977 ήταν μέλος της Ελληνικής Επιτροπής του Βρετανικού Νηογνώμονα Lloyd’s Register of Shipping. Στις 26 Ιανουαρίου 1981 το παγκοσμίου φήμης περιοδικό «ΤΙΜΕ», σε ένα εγκωμιαστικό άρθρο του, με φωτογραφία του πλάι σε ένα ομοίωμα από τα νεότευκτα πλοία του, τον χαρακτήριζε «επιτυχημένο πολιτικό μηχανικό που εξελίχθηκε σε εφοπλιστή με τον πιο μοντέρνο στόλο της Ελλάδος, από 30 πλοία». Προχθές ακόμα, με τον θάνατό του στις 17 Μαΐου, ο Νάιτζελ Λόουρι του Lloyd’s List, σε άρθρο του τον χαρακτήριζε «μείζονα προσωπικότητα της σύγχρονης ελληνικής ναυτιλίας».
Τολμηρός πάντα, έβλεπε μπροστά του νέες ευκαιρίες. Το 1985 μπήκε στην αγορά των πετρελαιοφόρων όταν, εκμεταλλευόμενος πάλι την τότε κρίση στη ναυτιλία, αγόρασε 16 πετρελαιοφόρα ηλικίας 3-10 ετών σε χαμηλό κόστος. Από τα τέλη του 1980 ξεκίνησε να παραγγέλνει καινούρια πλοία, αποκτώντας 17 πετρελαιοφόρα.

Η ανάκτηση του κύρους της «Καθημερινής» 


Το 1988 άνοιξε για τον Αριστείδη Αλαφούζο η τρίτη μεγάλη σταδιοδρομία, η οποία σφράγισε την ελληνική κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της Ελλάδος. Αγόρασε την εφημερίδα «Καθημερινή» και από την πλήρη παρακμή τη μετέτρεψε σε ηγετική εφημερίδα της Ελλάδας και με διεθνή φήμη, ενώ έναν χρόνο αργότερα εισήλθε και στον χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης, ως εταίρος στον τηλεοπτικό σταθμό MEGA. Η αγορά της ήταν μια μεγάλη οικονομική και νομική μάχη την οποία διεξήγαγε ο Αριστείδης Αλαφούζος με μεγάλη μαεστρία, παρότι δεν γνώριζε τον κόσμο της πολιτικής. Η φιλοδοξία του ήταν, σε πρώτο στάδιο, να σώσει την εφημερίδα. Ταυτόχρονα, με μνημόνιο που συνυπέγραψε με τους συντάκτες της εφημερίδας, έθεσαν από κοινού την κατευθυντήρια γραμμή της νέας «Καθημερινής» ορίζοντας ότι θα συνεχίσει να κινείται «στον ιδεολογικό χώρο που εκκινείτο στο παρελθόν, εξελιγμένο, τροποποιημένο με τις σημερινές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και πάντοτε αναπροσαρμοζόμενο με την ελληνική πραγματικότητα στο πλαίσιο της Ευρώπης». Εκτοτε η «Καθημερινή» άρχισε να επαναποκτά το κύρος της, χάρις όμως πρωτίστως στις υψηλές επιδόσεις που ο ίδιος ο Αριστείδης Αλαφούζος απαιτούσε από τα στελέχη, τους συντάκτες και όλο το προσωπικό της εφημερίδας. Η νέα «Καθημερινή» έθεσε σε εφαρμογή δύο καθοριστικές για την τύχη της καινοτομίες: την καθιέρωση των λεγομένων σομόν σελίδων της οικονομίας και την έκδοση ειδικού κυριακάτικου ένθετου, χρώματος γαλάζιου, με μικρές αγγελίες, το οποίο απέσπασε μεγάλη πίτα από την αγορά. Ακολούθησαν τα ένθετα περιοδικά που κάλυπταν τις ανάγκες του σύγχρονου αναγνώστη και απετέλεσαν πρότυπα μίμησης. Ολα αυτά δεν έγιναν βεβαίως χωρίς θυσίες. Είναι παροιμιώδης η συνεχής αλλαγή διευθυντών, μέχρι την αναίρεση του φαινομένου κατά την τελευταία δεκαετία με τον «μακράς πνοής» διευθυντή της Αλέξη Παπαχελά. Η διεθνής φήμη της «Καθημερινής» ενισχύθηκε από το 1988 και μετά όταν ο Αριστείδης Αλαφούζος σύστησε από κοινού επιχείρηση με την «International Herald Tribune» (η οποία ανήκε στους «New York Times») για να εκδώσει την αγγλόφωνη καθημερινή έκδοση της «Καθημερινής» στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στην Αλβανία με τίτλο «Kathimerini», ενσωματωμένη στην «International Herald Tribune», η οποία συνεχίζεται πλέον με τον τίτλο της «The New York Times».

Επίμονος και τολμηρός, ο Αριστείδης Αλαφούζος ενδιαφερόταν για τη μάχη. Θα μπορούσε να προτάξει τα κέρδη που θα του απέδιδε η παρουσία και η δράση της εφημερίδας του μέσα στο ελληνικό πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Ηταν ο εύκολος δρόμος. Αυτός διάλεξε τον δύσκολο. Τον δρόμο της μάχης. Εχει περάσει πλέον στην ιστορία του σύγχρονου πολιτικού βίου η αντιπαράθεση με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που κορυφώθηκε εν μέσω της πρωθυπουργίας του στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και πέρασε σε φάση αποδρομής μετά την ανατροπή του, τον Σεπτέμβριο του 1993. Από τότε πέρασε χρόνος πολύς...

Ο Αριστείδης Αλαφούζος δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει μάχες και να ανοίγει νέες προοπτικές. Μόλις ένας μήνας έχει περάσει από τις 20 Απριλίου 2017 που στη ναυτιλιακή ειδησεογραφία αναφερόταν ότι «μια μεγάλη επένδυση ύψους τουλάχιστον 280 εκατ. δολαρίων στο υγρό φορτίο ετοιμάζεται να κάνει ο Ελληνας εφοπλιστής Αριστείδης Αλαφούζος, καθώς επεξεργάζεται σοβαρά -για λογαριασμό της ναυτιλιακής του Kyklades Maritime Corporation- την παραγγελία επτά δεξαμενόπλοιων μεταφοράς αργού πετρελαίου. Ειδικότερα, η διοίκηση της ναυτιλιακής πρόκειται να παραγγείλει στα νοτιοκορεάτικα ναυπηγεία Sungdong Shipbuilding & Marine Engineering -με τα οποία έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν- την κατασκευή έως και επτά δεξαμενόπλοιων τύπου aframax. Αν εξασκηθούν όλες οι options του ναυπηγικού προγράμματος και κατασκευαστούν και τα επτά, τότε η επένδυση μπορεί να φτάσει το ποσό των 280 εκατ. δολαρίων, ενώ θα πρόκειται για το πρώτο συμβόλαιο των συγκεκριμένων ναυπηγείων σε διάστημα 18 μηνών. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, πρόκειται να παραγγείλει πέντε aframaxes, με το ναυπηγικό συμβόλαιο να περιλαμβάνει δύο options για την κατασκευή ακόμη δύο tankers όμοιας χωρητικότητας. Η παράδοσή τους στον στόλο της Kyklades Maritime έχει προγραμματιστεί για τα τέλη του 2018 έως και τα μέσα του 2019».  Μέχρι λίγες εβδομάδες πριν από τον ήρεμο θάνατό του, ο Αριστείδης Αλαφούζος ήταν κάθε μέρα στις 5 το απόγευμα στον 8ο όροφο του μεγάρου του Νέου Φαλήρου για την ενημέρωσή του από τη δημοσιογραφική ηγεσία της «Καθημερινής». Στο τέλος κάθε αποτίμησης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης δεν έπαψε να επαναλαμβάνει: «Και μην ξεχνάτε, κύριοι, η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει». Εφυγε αφήνοντας πίσω του, στους δύο γιους του, στα εφτά εγγόνια του και στους συνεργάτες του μια περιουσία εκατοντάδων  εκατομμυρίων δολαρίων και μια  λαμπρή παρακαταθήκη μόχθου, συνέπειας και ευθύνης...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης