Εξοπλιστικά - οι λογιστικές αλχημείες με την ΕΛΣΤΑΤ
kammenos_dimitris

Δημήτρης Καμμένος

Εξοπλιστικά - οι λογιστικές αλχημείες με την ΕΛΣΤΑΤ

Παιχνίδια με το δημόσιο χρέος που πληρώνουμε όλοι σήμερα


Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Λογιστικό Σύστημα (ESA) οι στρατιωτικές δαπάνες πρέπει να καταγράφονται σύμφωνα με τους κανόνες για την ενδιάμεση ανάλωση και να αποτιμώνται τη στιγμή που εισέρχονται στη διαδικασία παραγωγής. 

Αυτοί οι κανόνες, σύμφωνα με την ερμηνεία που τους δίνεται, σημαίνουν ότι ο στρατιωτικός εξοπλισμός  θα πρέπει να καταγράφεται ως δημόσια δαπάνη κατά τη στιγμή της παράδοσής του, ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα των πληρωμών του, οι οποίες μπορούν να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια της παραγγελίας, της κατασκευής, κατά την παράδοση ή ακόμη και σε μεταγενέστερο στάδιο. Στην περίπτωση που οι πληρωμές πραγματοποιούνται  μεταξύ της παραγγελίας και της παράδοσης - μια κατάσταση μάλλον κοινή σε στρατιωτικές προμήθειες - οι πληρωμές καταγράφονται ως  χρηματοοικονομικές προκαταβολές με αντίκτυπο στο ακαθάριστο χρέος, αλλά όχι στο έλλειμμα. 
Κλείσιμο

Όπως αναφέρεται από την ίδια τη Eurostat, δεδομένου πως στην πλειονότητα των κρατών (συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας) τα στοιχεία σχετικά με τις παραδόσεις των στρατιωτικών εξοπλισμών είναι εμπιστευτικά ή δεν χρησιμοποιούνται στους εθνικούς λογαριασμούς κάποιος μπορεί να αντλήσει πληροφορίες γι’ αυτά από τους λογαριασμούς μετρητών. 

Το 2003 η Eurostat αποφάσισε να δημιουργήσει μια ομάδα εργασίας για τις στρατιωτικές δαπάνες η οποία μεταξύ άλλων θα εξετάζει τον τρόπο καταγραφής του εξοπλισμού σε περίπτωση μίσθωσης ή μακροπρόθεσμες εμπορικές πιστώσεις, με θέματα εμπιστευτικότητας, κατάλληλης στιγμής  παράδοσης για ιδιαίτερα πολύπλοκες περιπτώσεις

Δυσκολίες στην καταγραφή στρατιωτικών δαπανών στην Ελλάδα
Ήδη από το 1994, που ανέλαβε Υπουργός Οικονομικών ο κ. Παπαντωνίου μέχρι και το 2001, (θυμίζουμε ότι ο κ. Παπαντωνίου διετέλεσε στις Κυβερνήσεις του κ. Σημίτη Υπουργός Εθνικής Οικονομίας από το 1994, Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών από το 1996 έως τον Οκτώβριο του 2001, και Υπουργός Εθνικής Άμυνας από τον Οκτώβριο του 2001 έως το Μάρτιο του 2004), υπήρχαν επαφές μεταξύ της Eurostat και των Ελληνικών Στατιστικών Υπηρεσιών για την καταγραφή των στρατιωτικών δαπανών ενώ τα δεδομένα που παρείχε η Ελλάδα χαρακτηρίζονταν από ασυνέπεια και οι πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις για στρατιωτικό εξοπλισμό ήταν αντιφατικές.

Το 1996, οι ελληνικές αρχές αναγνώρισαν ότι « ορισμένα σημαντικά στοιχεία σχετικά με τις στρατιωτικές δαπάνες και τη χρηματοδότηση τους, θεωρούνται ως απόρρητα από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές, και δεν κοινοποιούνται στους υπαλλήλους που είναι επιφορτισμένοι με την κατάρτιση των εθνικών λογαριασμών, του δημόσιου ελλείμματος και τα στατιστικά στοιχεία του χρέους στο Υπουργείο Οικονομίας. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους « ένα πολύ μεγάλο μέρος του στρατιωτικού χρέους είναι υπό τη μορφή «μακράς διαρκείας [εμπορικές συναλλαγές] πιστώσεις που χορηγούνται από τους φορείς παροχής στρατιωτικού εξοπλισμού». 
Δεδομένου ότι τα στοιχεία παράδοσης είναι απόρρητα, η δαπάνη προσεγγίστηκε ως επιστροφές (κεφάλαιο και τόκος) που πραγματοποιήθηκαν  μέσα στη χρονιά σχετικά  με το εκκρεμές στρατιωτικό χρέος. Επιπλέον, δεδομένης της φύσης των εμπορικών πιστώσεων, η χρηματοδότηση των στρατιωτικών εξοπλισμών δεν είχε καν εγγραφεί στο δημόσιο χρέος.
Η Eurostatτότε, όπως φαίνεται άλλωστε και επίσημα μέσα από την Έκθεση της το 2004, θεώρησε ότι η εκτίμηση που χρησιμοποιείται από την Ελλάδα δεν ήταν ικανοποιητική και « μπορεί, για δεδομένες χρονιές να κάνει εκτιμήσεις του ποσού των δαπανών για στρατιωτικό εξοπλισμό πολύ διαφορετικές από τις πραγματικές αξίες». Το 1997, η κατάσταση δεν είχε αλλάξει και η Eurostat σημείωσε ότι η μέθοδος που υιοθετήθηκε από την Ελλάδα ήταν « μη ικανοποιητική». Επιπλέον, η Eurostat εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσον « η πλειοψηφία των πιστώσεων για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού χορηγείται με τη μορφή εμπορικών πιστώσεων προς την ελληνική κυβέρνηση και δεν χρηματοδοτούνται από το (εθνικό ή διεθνές) τραπεζικό σύστημα». Η κατάσταση ήταν επίσης αμετάβλητη το 1998.

Η Ελλάδα δήλωσε ότι «το στρατιωτικό χρέος ανέρχεται σε ποσοστό 4,2% του ΑΕΠ δηλαδή σε 1 δις δρχ..
 Το 1999, η περιγραφή της κατάστασης από τις ελληνικές στατιστικές αρχές είχεελαφρώς αλλάξει, όπως υποστήριξαν, παρά τα όσα έλεγαν πριν, το στρατιωτικό χρέος δεν υπάρχει πια διότι αναλήφθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών το 1994και άρα συμπεριλαμβάνεται τώρα στο γενικό χρέος της Κυβέρνησης. Ωστόσο, η έλλειψη διαθεσιμότητας και πάλι των δεδομένων συνεχίστηκε και ως εκ τούτου, οι δαπάνες στρατιωτικού εξοπλισμού εξακολούθησαν να υπολογίζονται με βάση την εξόφληση χρεών (άρα οι πληρωμές των στρατιωτικών δυνάμεων συμπεριλαμβάνονταν στο έλλειμμα).

Το 2002, που ο κ. Παπαντωνίου ήταν πια Υπουργός Εθνικής Άμυνας, το θέμα των στρατιωτικών δαπανών συζητήθηκε εκ νέου. Οι ελληνικές αρχές « εξήγησαν το σύστημα των στρατιωτικών αποκτήσεων μέσω από προκαταβολές στους παραγωγούς των εξοπλιστικών. Οι προκαταβολές που καταβάλλονταν στους προμηθευτές των στρατιωτικών προϊόντων αντιμετωπίζονταν ως χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Όταν τα αγαθά αποστέλλονταν στην Ελλάδα, η στατιστική υπηρεσία λάμβανε πληροφορίες σχετικά με την παράδοση των εμπορευμάτων και κατέγραφε τα ποσά αυτά στους εθνικούς λογαριασμούς ως τελική κατανάλωση». Σύμφωνα με τις ελληνικές στατιστικές αρχές, το Λογιστήριο του Υπουργείου Οικονομικών και η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος είχε πλήρη ενημέρωση σχετικά με τις παραδόσεις και δεν είχε καμία ιδιαίτερη δυσκολία εφαρμογής των κανόνων του ESA 95. Ως εκ τούτου, η Eurostat θεώρησε ότι το θέμα έκλεισε. 

Τον Απρίλιο του 2004 ωστόσο, από την απάντηση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας σε ένα ερωτηματολόγιο που απεστάλη από την Eurostat προς όλα τα κράτη μέλη σχετικά με τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις για στρατιωτικό εξοπλισμό, και προφανώς σε αντίθεση με τη δήλωση της τον Οκτωβρίου του 2002, φάνηκε ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις παραδόσεις ήταν εμπιστευτικές. Έγινε τότε σαφές ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει πλήρως τους κανόνες του ESA95. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από την αποστολή της Eurostat στην Ελλάδα στις 26 και 27 Απριλίου του 2004, όπου παραδέχθηκε ότι μόνο ένα σχετικά μικρό τμήμα των παραδόσεων καταγράφηκε. 

Οι ελληνικές αρχές αναγνώρισαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης ότι η μέθοδος καταγραφής ήταν η αιτία για τη σοβαρή υποεκτίμηση των δημόσιων δαπανών και κατά συνέπεια του δημοσιονομικού ελλείμματος. Επίσης έγινε γνωστό ότι « οι κυβερνητικές δαπάνες πιθανόν να μην έχουν καταγραφεί καθόλου για το υλικό που παραδόθηκε από το 1997 έως και το 2003. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδα δεσμεύτηκε να προσπαθήσει να πάρει πλήρη ενημέρωση σχετικά με τις παραδόσεις εξοπλισμού από το Υπουργείο Άμυνας. Αν αυτό δεν ήταν δυνατόν, τότε οι στρατιωτικές δαπάνες θα έπρεπε να καταλογιστούνστις οφειλές που θα πρέπει να καλυφθούνως τον Σεπτέμβριο του 2004.
Όπως παραδέχτηκαν οι ελληνικές αρχές « αν και η μέθοδος για την καταγραφή των δαπανών έγινε με βάση τις παραδόσεις, στην πραγματικότητα, δεν ελήφθησαν ποτέ πληροφορίες για τις παραδόσεις από την ΕΣΥΕ και το Υπουργείο Οικονομικών από το 1997. Ως εκ τούτου οι περισσότερες στρατιωτικές δαπάνες που καλύπτονταν από δανεισμό, δεν έχουν καταγραφεί τα τελευταία 7 χρόνια». Καθώς δεν μπορούσαν να ληφθούν πληροφορίες σχετικά με τις παραδόσεις «Οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να καταγράψουν αυτά τα ποσά σε ταμειακή βάση».


 


Δεδομένης της εμπιστευτικής φύσης των δεδομένων που αφορούν τις παραδόσεις στην Ελλάδα μόνο η ταμειακή λογιστική μπορούσε να εγγυηθεί οτι καμία δαπάνη δεν θα μείνει χωρίς να καταγραφεί.



Επίσημη Αλληλογραφία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- Eurostat με τον Γενικό Γραμματέα της ΕΣΥΕ κ. Εμμανουήλ Κοντοπυράκη στις 18.10.2004 όπου η Eurostat σημείωσε ότι έχει λάβει υπόψιν το ποσό των μη καταγεγραμμένωνστρατιωτικώνδαπανώνμεταξύ 1997 και 1999, και τα οποία θα πρέπειτώρα να προστεθούν στο έλλειμμα των παραπάνω χρόνων και πιο συγκεκριμένα
149 εκατ € το 1997, 
70 εκατ € το 1998 και 
974 εκατ € το 1999
Επίσης η Eurostat παραδέχεται μεταξύ άλλον πως έλαβε πληροφόρηση από το ΥπουργείοΟικονομίας και Οικονομικών, ότι δεν υπήρχανσυμφωνίεςεμπορικήςπίστωσης για την προμήθειαστρατιωτικού εξοπλισμού κατά τα έτη 1997-1999. Αυτό όμως, έρχεται σε αντίθεση με ό, τι είχε δηλωθεί σε εκείνους και σε προηγούμενεςπεριπτώσειςαπό τις ΕλληνικέςΣτατιστικέςΑρχές. Αναφέρουν μάλιστα συγκεκριμένα ότι σε αποστολή που έλαβε στις 8-9 Φεβρουάριου του 1996, οι Έλληνεςαντιπρόσωποι είπαν ότι «έναπολύ μεγάλομέρος των στρατιωτικών χρεών είναιυπό τη μορφή «μακροπρόθεσμωνπιστώσεων» που χορηγούνταιαπό τους φορείςπαροχήςστρατιωτικού εξοπλισμού ». 
Επίσης στις 17-18 Μαρτίου του 1997, δηλώθηκεότι «Υπάρχουνεπίσηςκάποιεςαμφιβολίες ( από την Eurostat) ότι η πλειοψηφία των πιστώσεων για την προμήθειαστρατιωτικού εξοπλισμού χορηγείται με τη μορφή εμπορικώνπιστώσεων προς την ελληνική κυβέρνηση και δεν χρηματοδοτείται από το (εθνικό ή διεθνές) τραπεζικό συστήμα». 
Τέλος, στα πρακτικά της αποστολής τους του Αυγούστου 1998, είχε γραφτεί ότι «το στρατιωτικό χρέος βρίσκεταιαυτή τη στιγμή στις 1000 εκ. δραχμές, εκ των οποίων οι 200 εκ. δραχμές αντιπροσωπεύονταιαπό εμπορικέςπιστώσεις» 
Καταλήγοντας των επιστολή της η Eurostat αναφέρει ότι οι προηγούμενεςδηλώσεις στο διάστημα 1996-1998 από τις ελληνικέςαρχέςφαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με τον παρόν ισχυρισμό ότι οι εμπορικές πιστωτικές συμφωνίες δεν χρησιμοποιήθηκαν για την προμήθειαστρατιωτικού εξοπλισμού από το 1997 έως και το 1999. Σε αυτό το πλαίσιο, ζήτησαν μάλιστα επίσημη ενημέρωση αν οι προηγούμενεςδηλώσεις που διατυπώθηκαναπό τις ελληνικέςαρχές για το θέμααυτό πρέπει να θεωρηθούν ως εσφαλμένες. 
Τέλος, ζήτησαν να τους γνωστοποιηθεί το ποσό των τόκων που καταβλήθηκαν για το στρατιωτικό χρέος (με τη μορφή εμπορικώνπιστώσεων ή άλλων) μεταξύ 1997-1999, και αν το ποσό αυτό καταγράφτηκε στο δημοσιονομικό έλλειμμακατά την ίδιαπερίοδο.


Επίσημη αλληλογραφία μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών της Ελλάδας- Στατιστική Υπηρεσία και τον Γενικό Διευθυντή του γραφείου στατιστικών των ευρωπαϊκών κοινοτήτων κ. VandenAbbele στις 27/10/2004 

Όπως δήλωσε στην επιστολή της η Στατιστική Υπηρεσία δεν υπάρχουν διαθέσιμα που να δείχνουν την ύπαρξη εμπορικών πιστώσεων κατά την περίοδο του 1997 έως 2003 (εκτός των 20 εκατ. ευρώ κατά το έτος 2003). Οι εμπορικές πιστώσεις, όπως δήλωσαν, δεν αποτελούν μέρος του χρέους, αλλά αποτελούν στοιχείο του ελλείμματος, όταν οι εμπορικές πιστώσεις καταβάλλονται ενώ γνωστοποίησαν ότι με τη νέα κοινοποίηση η οποία βασίζεται στην προσέγγιση των μετρητών, όλες οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν πλήρως καταγραφεί από το έτος 1997 και μέχρι το έτος 2003, ενώ τα σχετικά στοιχεία έχουν διαβιβαστεί στην Eurostat. Τέλος, σύμφωνα με την επιστολή,ο τόκος για το στρατιωτικό χρέος για τα έτη 1997, 1998 και 1999 ανήλθε σε 231, 239 και 235 εκατ. ευρώ και ενσωματώθηκε στο έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης των αντίστοιχων ετών. 

Σχετικά με τους τόκουςπου κεφαλαιοποιήθηκαν για τα έτη 1997, 1998 και 1999 αυτοί ανήλθαν σε 990, 282 και 108 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα. Τα ποσά αυτά αντιπροσωπεύουν τις πληρωμές τόκων επί των ομολόγων του Δημοσίου, που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών και που αναβλήθηκαν χωρίς να επηρεάζεται το έλλειμμα. Ως εκ τούτου, το έλλειμμα των ετών 1997-1999 πρέπει να αυξηθεί κατά τα προαναφερθέντα ποσά. Για το έτος 1995, το αντίστοιχο ποσό είναι 1964 εκ. ευρώ και για το έτος 1996 1765 εκατ. ευρώ ενώ το ποσό για το σύνολο της περιόδου ήταν 5109 εκατ. ευρώ. 
Συμπεράσματα

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω και αναγνώρισε και επίσημα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι κυβερνήσεις Σημίτη με Υπουργό Οικονομικών τον κ. Παπαντωνίου και μετέπειτα Άμυνας όφειλαν να καταγράψουν τα κονδύλια για εξοπλισμούς στους προϋπολογισμούς (άρα και στο έλλειμα) των ετών κατά τη διάρκεια των οποίων  παραλαμβάνονταν τα όπλα.
Όπως προκύπτει και από τον Πίνακα παραπάνω και μέσα από την επίσημη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση των στοιχείων του ελλείμματος και του χρέους την περίοδο 1997-2003, η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2004 παρουσίασε στις Βρυξέλλες δαπάνες για εξοπλισμούς συνολικού ύψους 8,64 δισ. ευρώ, οι οποίες δεν είχαν εμφανισθεί στους εθνικούς λογαριασμούς, παρ' ότι επιβάρυναν το δημόσιο χρέος με την δικαιολογία πως τα στοιχεία αυτά είναι εμπιστευτικά και απόρρητα.

Όπως φαίνεται, οι δαπάνες αυτές αύξησαν το έλλειμμα επί σειρά επτά ετών με ποσοστά από 0,1% του ΑΕΠ το 1998 ως 1,7% το 2002. Αθροιστικά το έλλειμμα επιβαρύνθηκε με περισσότερες από 6,7 μονάδες του ΑΕΠ.

Άλλωστε και ο ίδιος ο κ. Παπαντωνίου ως Υπουργός Οικονομικών και Άμυνας στη συνέχεια είχε επιβεβαιώσει τότε το υψηλό επίπεδο των στρατιωτικών δαπανών και τη συγκέντρωση μεγάλου μέρους των παραγγελιών κατά την περίοδο 2000-2002 που εξηγεί την εκρηκτική διόγκωση των ελλειμμάτων αυτής της περιόδου.

Ωστόσο, παρέλειψε να μας ενημερώσει γιατί καμία από τις αγορές εξοπλιστικών, ενδεικτικά αναφέρω υπέρογκες αγορές F-16, μονάδες των περίφημων TOR-M1, μονάδες Patriot, Super Puma αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ, δεν είχαν καταγραφεί στους προϋπολογισμούς των ετών που πραγματοποιήθηκε η αγορά τους αλλά τα περνούσαν όποτε ήθελαν με συγκάλυψη φυσικά της Eurostat που από τότε ήξερε αλλά δεν έκανε κάτι γι’ αυτό ή έκανε τα στραβά μάτια. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν τα έτη 2004-2009 ο ελληνικός λαός να πρέπει να καταβάλει 195 δις τοκοχρεολύσια που ήταν αποκλειστικά έξοδα των προηγούμενων ετών και κατ’ επέκταση των τότεκυβερνήσεων και πιο συγκεκριμένατων κυβερνήσεων του κ. Σημίτη.

Όλα τα παραπάνω η τεχνητή διόγκωση των ελλειμμάτων, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των φορολογικών εσόδων, επέφερε μείωση της ανάπτυξης οδηγώντας σε χρόνια λιτότητας και  υπέρογκου δανεισμού μέχρι και σήμερα.

ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΝΑΖΗΤΗΘΟΥΝ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ ΚΑΙ ΕΞΕΤΕΛΕΣΑΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΟ ΔΟΛΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΖΟΝΤΑΣ* ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ; 
*ΠΟΙΟΤΙΚΑ/ΕΞΑΫΛΩΣΗΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣΤΗΣ ΧΩΡΑΣ αλλά και ΠΟΣΟΤΙΚΑ/ΛΑΘΡΟΧΕΙΡΙΑΣΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΝΤΑΣ ΚΑΙΗ  ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ;

Η Εξεταστική της Κυβέρνησης Σύριζα-Ανέλ τολμά επιτέλους να ασχοληθεί και να διερευνήσει τις ευθύνες του κ. Παπαντωνίου και στενών συνεργατών του επι κυβερνήσεως Σημίτη για τα εξοπλιστικά, το ύψος των οποίων κανείς δεν μπορούσε τότε να διευκρινίσει και τα οποία υπερχρέωσαν τη χώρα μας οδηγώντας την σε οικονομική ασφυξία.Τα χρόνια της διαφθοράς και της μίζας έχουν περάσει ανεπίστρεπτή, τώρα είναι η ώρα της απόδοσης ευθυνών. Το χρωστάμε άλλωστε στον ελληνικό λαό που καλείται κάθε φορά μέχρι και σήμερα να πληρώσει τις αποτυχημένες πολιτικές και τα φορολογικά- οικονομικά τερτίπια όσων έκαναν πολυτελή ζωή στις πλάτες του.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΚΑΜΜΕΝΟΣ
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΝΕΛ
Πηγή: Eurostat 22 Nov 2004

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ