Πέτρος Κωστόπουλος: «Δεν υπάρχει μ@λ@κι@ για την οποία δεν έχω μετανιώσει»

Πέτρος Κωστόπουλος: «Δεν υπάρχει μ@λ@κι@ για την οποία δεν έχω μετανιώσει»

Στο τρέιλερ για την εκπομπή του «Βράδυ» τον φιλάνε, τον χαϊδεύουν, τον βγάζουν selfies, τον χαστουκίζουν, του κόβουν τη γραβάτα, τον μπουγελώνουν. Μπορεί να επιμένει ότι ποτέ ξανά δεν θα κρεμάσει την ψυχή του στο περίπτερο, όμως ο Πέτρος Κωστόπουλος μοιάζει αποφασισμένος να ταράξει με τον δικό του πνευματώδη τρόπο τα βαλτωμένα νερά της τηλεόρασης, να απασχολεί και να συζητιέται για την τηλεοπτική αλλά και τη φυσική παρουσία του   

Πέτρος Κωστόπουλος: «Δεν υπάρχει μ@λ@κι@ για την οποία  δεν έχω μετανιώσει»
Στον καναπέ του γραφείου του, στην εταιρεία Koolworks, βρίσκονται αραδιασμένα 5-6 κοστούμια. Είναι αυτά που θα φορά στην εκπομπή «Βράδυ», με την οποία επιστρέφει στον ALPHA από τις 17 του μήνα. Είναι κοστούμια ως επί το πλείστον παλιά, τα οποία ο ράφτης του μεταποιεί υπό τη δική του καθοδήγηση. «Είμαι αρρωστημένος με το στυλ. Οχι με το ρούχο. Με το στυλ», λέει. Φορά φόρμα και αθλητικά παπούτσια, αφού λίγο αργότερα το απόγευμα θα πάει, όπως συνηθίζει, για γυμναστική. Το βλέμμα του φεύγει καμιά φορά προς τα μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στη λεωφόρο Κηφισίας και τον συννεφιασμένο ουρανό, κυρίως όμως προς την οθόνη του κινητού τηλεφώνου του.

Είναι η ημέρα των γενεθλίων του, γεγονός που δικαιολογεί τον σχεδόν μονότονο, διαρροϊκό καταιγισμό των SMS. Το βράδυ του θα το περάσει με μερικούς φίλους και τον γιο του, τον Μάξιμο. Θα τους μαγειρέψει -ιεροτελεστία μάλλον καθημερινή για εκείνον- και μαζί θα δουν το παιχνίδι του Ολυμπιακού με την Κίμκι στην τηλεόραση. Θα περίμενε κανείς μια κατά τι συναρπαστικότερη ρουτίνα από τον άνθρωπο που -δικαίως ή αδίκως- θεωρείται προπάτορας του όρου «cool». Παρεμπιπτόντως, ο ίδιος δεν αρνείται τον χαρακτηρισμό. Απλώς αυτοπροσδιορίζεται ως οτιδήποτε άλλο εκτός από cool - και σνομπ. 
Κλείσιμο

Επιστροφή ξανά στον Alpha με την εκπομπή «Βράδυ»




Για το δεύτερο τουλάχιστον συνηγορεί η φράση «ρώτα με ό,τι θες» στην αρχή της κουβέντας. Κανείς βέβαια μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να απαντήσει με επάρκεια αν όταν συνομιλείς με τον Πέτρο Κωστόπουλο είναι καλύτερα να ρωτάς ή απλώς να ακούς. Οχι ιστορίες ειπωμένες με καλλιέπεια, αλλά αφηγήσεις τόσο αληθινές που ώρες-ώρες μοιάζουν προϊόν περιοδικίστικης άδειας. 

Η θεμελιώδης απορία μου σχετικά με το -πολυθρύλητο, αν υπολογίσει κανείς πόσο έχει απασχολήσει η τηλεοπτική παύση του μετά την παρουσίαση της πρωινής ζώνης του MEGA- comeback του είναι γιατί επέλεξε το ίδιο concept εκπομπής και τον ίδιο τίτλο. «Τι εκπομπή να κάνω; Αλλιώτικη; Οσο για τον τίτλο, πιστεύω ότι πρέπει να σε ακολουθεί διαχρονικά. Μπορεί να περάσουν τα χρόνια, εσύ να εξαφανιστείς, αλλά ο τίτλος πρέπει να υπάρχει». Γιατί όμως «Βράδυ» και όχι «Νύχτα»; «Το βράδυ είναι άλλο πράγμα. Είναι πιο γλυκό. Λες “καλό βράδυ” σε κάποιον που πάει να βγει. Καληνύχτα λες σ’ αυτόν που πάει να κοιμηθεί. Το concept εννοείται ότι το έχω κάνει “clopy”-paste από τα αμερικανικά σόου», λέει. Του αντιτείνω ότι με ξαφνιάζει η ειλικρίνεια. «Ψέματα να πω; Από την εποχή του Τζόνι Κάρσον, της μεγαλύτερης προσωπικότητας της τηλεόρασης για μένα, έτσι είναι τα late night shows. Eνα γραφείο, μια καρέκλα, μια δεύτερη καρέκλα και άνθρωποι να μιλάνε. Προσωπικά πάντα ήθελα η εκπομπή να είχε και λίγη πλάκα. Για την πλάκα έχουν βρεθεί διάφοροι τρόποι. Εντάξει, μια ατάκα παρέας την έχω κι εγώ. Ως εκεί όμως. Ο Φάλον ή ο Κίμελ παίζουν, τραγουδάνε, τα κάνουν όλα. Εμείς εδώ είμαστε κουλοί». 



Και με τους καλεσμένους τι γίνεται; Με ποιους θα περνάει τα τηλεοπτικά βράδια του; «Θέλω να ’χω την γκάμα όλων των ανθρώπων. Εχω βαρεθεί το θέμα σόουμπιζ, διότι και μικρή ήταν παλιά και νεκρή είναι πλέον. Εχουμε φτάσει να θεωρούμε σόουμπιζ την τηλεόραση, πράγμα τελείως λαθεμένο. Η τηλεόραση είναι media. Σόουμπιζ είναι το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική. Υπάρχουν πολλοί ενδιαφέροντες άνθρωποι που μπορούν να μιλήσουν: δημοσιογράφοι, πολιτικοί, ήρωες της καθημερινότητας. Ανθρωποι που κάνανε κάτι σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Ενας πυροσβέστης που μπούκαρε κάπου και έσωσε πέντε παιδιά έχει ένα νόημα να μιλήσει. Αρκεί βέβαια να μπορεί να διηγηθεί το στόρι στην τηλεόραση.

Μια άλλη κατηγορία καλεσμένων θα μπορούσε να είναι άνθρωποι που βγάζουν πλάκα. Αναφέρομαι σε ανθρώπους που δεν είναι αυτοί που έχουμε στο μυαλό μας ως κωμικούς ηθοποιούς, αλλά αυτοί που μπορούν να τσαλακωθούν, να παίξουν μαζί σου. Υπάρχουν κι αυτοί. Θα τους δεις. Δεν θα κάνουμε τυποποιημένα παιχνιδάκια. Θα ’ναι περισσότερο αναπαραγωγή σκηνών με αναφορά σε κινηματόγραφο ή σίριαλ», εξηγεί. 
«Σνόμπαρα βλακωδώς»

Του ζητώ να μου πει ποιον θα ήθελε συνομιλητή απέναντι στο εμβληματικό πια τηλεοπτικό γραφείο του. «Τον Τσίπρα θα ήθελα να καλέσω. Δε θα ’ρθει όμως. Είναι αυστηρός φαντάζομαι. Γιατί εγώ είμαι του lifestyle (λέμε τώρα) κι αυτός πολύ αριστερός (λέμε τώρα). Δεν το λέω με καμία επιθετικότητα. Θέλω να καταλάβω τι είναι. Να ακούσω τη φωνή του, να καταλάβω αν είναι ίδια με του Ανδρέα ή αν έχει κάνει προπόνηση πάνω στον Ανδρέα - που τον ήξερα και καλά. Μου φαίνεται ενδιαφέρων τύπος, η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση των τελευταίων ετών. Ωραίο στόρι». 



Οι κόρες του, οι δύο μεγάλοι του έρωτες 



Ο Κωστόπουλος δεν αρνείται ότι η τηλεόραση είναι μια μάλλον νεόκοπη, αν όχι όψιμη, αγάπη του. «Δεν ήθελα να κάνω τηλεόραση παλιότερα. Επειδή είχα πάντα πολλή δουλειά, αρνιόμουν οποιαδήποτε πρόταση. Την πρώτη φορά που δέχτηκα να κάνω τηλεόραση ήταν με τον Μαστοράκη στο STAR. Εκανα το “Ο Πέτρος και ο Λύκος”, ένα talk show, ενώ κατόπιν παρουσίαζα και το “Αργά”, όταν έφυγε ο Μαστοράκης από το κανάλι. Μετά αρνήθηκα να ξαναπάω. Ασχολιόμουν σοβαρά με τη δική μου τη δουλειά και σνόμπαρα. Ελεγα ότι είναι λαϊκιά η τηλεόραση. Εχασα και λεφτά, έχασα και μια δουλειά που μ’ αρέσει πάρα πολύ. Σνόμπαρα βλακωδώς. Εκανα τον προχωρημένο, τον μοντέρνο». 




Δεν μπορώ παρά να μην τον ρωτήσω τι είναι εκείνο που τον γοητεύει στην τηλεόραση. «Τι μου αρέσει στην τηλεόραση; Εχει ένα σασπένς που δεν το ’χει μια συνέντευξη βραδείας καύσεως που βγαίνει σε ένα περιοδικό. Στην τηλεόραση ό,τι κάτσει, έκατσε. Εγώ είμαι σπιντάτος άνθρωπος - κι αυτό το σπιντ μου πάει πολύ. Δεν μπορώ να πηγαίνω σε κίνηση slow motion, δεν την αντέχω. Είναι σαν να ’χω κάποια ασθένεια. Δεν κάθομαι στον κώλο μου. Επειτα, στην τηλεόραση ανακάλυψα ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν είναι τόσο βαρετό. Δεν ξέρω αν είναι ρόλος ή αν είμαι εγώ. Πιστεύω ότι είμαι εγώ. Είμαι πιο χαριτωμένος απ’ ό,τι είμαι στην πραγματικότητα. Μ’ αρέσει να γίνομαι πιο αστείος, δέχομαι να μου κάνουν πλάκες,
αυτοσαρκάζομαι χοντρά. Για δεκάδες λοιπόν λόγους, από οικονομικούς και ψυχολογικούς μέχρι την πλάκα και το fun, κάνω τηλεόραση. Κομπλεξικός ήμουν που δεν έκανα παλιότερα». 
Δηλαδή μετανιώνει; «Υπάρχει μαλακία για την οποία δεν έχω μετανιώσει;» αναρωτιέται - προφανώς ρητορικά. «Οταν είσαι σε μια Χ εποχή απορρίπτεις το σύμπαν. Μετά ανακαλείς. Για παράδειγμα, κάποτε έλεγα “σιγά μην παντρευτώ”. Παντρεύτηκα. Ελεγα “σιγά μη βάλω κοστούμι”. Εβαλα κοστούμι και μου άρεσε και πάρα πολύ. Είναι καμιά φορά σαν είσαι έξω από το πάρτυ και πετάς πέτρες στα παράθυρα. Κι όταν σε βάλουν μέσα, πας και χορεύεις. Κάπως έτσι τη βλέπω την ιστορία». Του λέω ότι με ξαφνιάζει η ειλικρίνειά του. «Μεγάλωσα. Να μην το λέω;» ανταπαντά. Αναρωτιέμαι αν η τηλεόραση είναι κι ένας χειροπιαστός τρόπος να λουστράρει λίγο παραπάνω την εικόνα του, να θρέψει τον ναρκισσισμό του μέσω της διασημότητας. 



«Εννοείται ότι υπάρχει ναρκισσισμός στην τηλεόραση και ότι θες να βγαίνεις όμορφος. Κι όποιος λέει ότι δεν τον νοιάζει, είναι ψεύτης big time. Ομως εγώ δυστυχώς την αναγνωρισιμότητα -και όχι τη διασημότητα, όπως είπες, γιατί στην Ελλάδα είναι αστείο να μιλάμε για διάσημους, είμαστε αναγνωρίσιμοι για καλό ή για κακό από τους συμπατριώτες μας κι αυτό δεν είναι ούτε διάσημο, ούτε celebrity- την είχα από παλιά. Τη μάπα μου την ξέρουν εδώ και 30 χρόνια. Εχουν βαρεθεί να τη βλέπουν. Δεν κερδίζω κάτι παραπάνω εκεί πέρα έξω. Το θέμα για μένα είναι να πετάξεις μια πέτρα προς τον ναρκισσισμό σου, να τον σπάσεις λίγο. Να αφήνεις τους άλλους να σ’ τη λένε, να μην κάνεις τον παντογνώστη. Δεν υπάρχει μόνο ο νάρκισσος της εικόνας, υπάρχει κι εκείνος που θέλει να τους βουλώσει όλους με τις γνώσεις του. Αυτός είναι χειρότερος. Δεν το ’χω. Το βαρέθηκα κι αυτό. Νομίζω είμαι χορτάτος από κάποια πράγματα στη ζωή μου. Από την άλλη, στη δουλειά που κάνουμε, στα media εννοώ, είναι πολύ χρήσιμο για τις άλλες σου δουλειές το να βγαίνεις στην τηλεόραση. Και site να έχεις και εφημερίδα και ραδιοφωνική εκπομπή, η τηλεόραση σου δίνει μεγάλη ώθηση.

Είναι απολύτως μετρήσιμο αυτό. Μπορείς να βγάλεις και λεφτά. Μη βλέπεις τώρα που είμαστε μαύρη μαυρίλα πλάκωσε στου Λιάκου το ταμπούρι». Μια και η κουβέντα ακούμπησε έστω ακροθιγώς τα οικονομικά, τον ρωτώ αν στο «Βράδυ» θα κάνει -κατά τη νεόκοπη συνήθεια των τηλεαστέρων- και τοποθέτηση προϊόντων. «Να κάνω τοποθέτηση προϊόντων; Θα σε δείρω. Να ’χω έναν σπόνσορα και να πω λόγου χάρη “τι ωραίο είναι το ποτό που πίνουμε”, να το κάνω. Αλλά δεν θα βγάλω καμιά μηχανή κοπτοραπτικής ή κανένα ψυγείο να πουλήσω. Δεν μπορώ να πω, ο χρυσός ενώνει. Δεν μου πηγαίνει κιόλας για πλασιέ, παρότι έχω κάνει και πλασιέ εγκυκλοπαιδειών».

«Είμαι ανθρωποφοβικός»

Εχοντας στον νου μου τα λόγια του για την σε κάθε περίπτωση μικρή σε πλήθος και πλέον ασθμαίνουσα ντόπια σόουμπιζ, ρωτώ με απορία αν πίστευε το ίδιο όταν μέχρι πριν από  μερικά χρόνια φιλοξενούσε τους αυτόχθονες διάσημους στα περιοδικά του. «Εκείνο που ήθελα ήταν να κάνω τους ανθρώπους της σόουμπιζ να θυμίζουν σταρ στα περιοδικά. Η βιομηχανία πρέπει να στηρίζει τον εαυτό της. Αυτή τη στιγμή είμαστε σε μια βιομηχανία που σβήνει τον εαυτό της. Λέμε ότι όλοι οι πολιτικοί είναι λαμόγια, όλοι οι δημοσιογράφοι είναι πουλημένοι, όλοι η σόουμπιζ είναι εξώλης και προώλης. Αν βγαίνει μια εκπομπή και τα χώνει στους σταρ του απέναντι καναλιού, στην ουσία ναρκοθετεί τον εαυτό της. Πλέον είμαστε σε μια φάση με τα περιοδικά που ό,τι γίνεται το μαθαίνεις. Ο γνωστός άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει. Μπορώ να πάω εγώ σε ένα ξενοδοχείο με μια γκόμενα και να μην το μάθει όλη η Ελλάδα; Να πας να φας και να μη σε γνωρίσουν 500; Από την άλλη, πρέπει να υπάρχει κι ένας μύθος καλός. Οι Αμερικάνοι το κάνουν αμφίπλευρα. Δεν κατακρημνίζουν μόνο, ανεβάζουν και κάποιους ανθρώπους. Εδώ όλους τους λέμε νούμερα και καβαλημένους. Ε, δεν είναι έτσι». 

Ο ίδιος ξέρει από πρώτο χέρι τι σημαίνει χτυπήματα, κουτσομπολιό, χαιρεκακία, κυρίως το αίσθημα που περιγράφεται από τον περιοδικίστικο όρο «αγαπομίσος», μια και εκών άκων ενσαρκώνει ένα πρόσωπο «πουληστερό» για τον Τύπο. Εχει βρει την εξήγηση; «Υπάρχουν άνθρωποι που τραβάνε πιο πολύ τα φώτα. Και το κουτσομπολιό. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που ζει σε σήψη εδώ και πάρα πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να τρώει τον εαυτό της. Καθένας θέλει αυτά που υποφέρει ο ίδιος να τα βλέπει να τα παθαίνουν και αυτοί οι εκεί έξω, οι επώνυμοι, οι δυνατοί. Είμαστε πλέον τόσο λίγοι που γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας.

Ολο αυτό λοιπόν συμβαίνει στο πλαίσιο του κουτσομπολιού, μαζί με λίγο φθόνο και λίγη ταυτοποίηση του πάθους μας, ότι δηλαδή ο άλλος είναι χειρότερα από μας. Από την άλλη μεριά είναι το ενδιαφέρον να γεμίσουν περιοδικά, σελίδες, sites. Τι με κάνει, όπως λες, “πουληστερό”; Η ζωή που έζησα ή η ζωή που νόμιζαν οι άλλοι ότι έζησα. Κανείς δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Τα περιοδικά που φιλοξενούσαν τα πλούσια και τα φανταχτερά προϊόντα δεν ήταν το “Nitro”, το “ΚΛΙΚ” ή το “Esquire”. Ηταν άλλα. Εμείς είχαμε τα μοντέρνα περιοδικά. Δεν παρουσιάζαμε τις Porsche και τα χρυσά ρολόγια. Σε μας όμως έμεινε η ρετσινιά. Εγώ ήθελα να κάνω μια ζωή που ήταν κάπως. Σαν μικρό παιδί έκανα βόλτες δεξιά κι αριστερά - κι αυτό δημιούργησε μια κατάσταση γύρω-γύρω που άλλοι τη γούσταραν κι άλλοι τη μισούσαν. Δεν καταλαβαίνεις πώς γίνεται αυτό. Εκ των υστέρων το αντιλαμβάνεσαι. Ξέρεις κάτι; Είμαι κάτι που δεν μπορεί κανείς να το υποθέσει - κι ας πουν ότι λέω μαλακίες τώρα. Είμαι ανθρωποφοβικός. Οταν πάω σε έναν χώρο με πολύ κόσμο κομπλάρω. Εχω ανασφάλεια. Από μικρό παιδί.

Ο τρόπος που είμαι και φαίνομαι δεν δείχνει ότι το νιώθω αυτό. Κάποιοι υποθέτουν ότι είμαι σνομπ ή απρόσιτος. Μου το ’χουν πει 10-15 άνθρωποι που μ’ έχουν γνωρίσει τα τελευταία χρόνια. Κι έχω μείνει κόκκαλο. Στην πραγματικότητα είμαι κομπλεξικός επειδή έρχομαι από τον Βόλο και είμαι γιος ταξιτζή. Αισθάνομαι υποχρεωμένος να μιλάω σε όλον τον κόσμο. Αισθάνομαι ότι ως γιος ταξιτζή δεν δικαιούμαι να είμαι σνομπ». Σκέφτομαι, ωστόσο, ότι δεν προσδιορίζεται μόνο από εκείνα τα χρόνια. Του το λέω. «Προσδιορίζομαι από όλη μου την πορεία. Και η πορεία ξεκίνησε από τον Βόλο. Ξέρεις, μισούσα πάντοτε την ιδεολογία του νεόπλουτου. Το κάτι να γυαλίζει, κάτι χρυσό. Αν και υπήρξα κι εγώ νεόπλουτος, ήμουν πάντοτε μίνιμαλ - στην αισθητική τουλάχιστον. Και αυτό το ταξί του μπαμπά μου πάντα με προσδιόριζε. Ισως γιατί σαν οδηγός είσαι υποχρεωμένος να μιλάς με όλον τον κόσμο». 
«Δεν νοσταλγώ τίποτα. Δεν μου λείπει τίποτα»


Τα τελευταία πέντε χρόνια η ζωή του Πέτρου Κωστόπουλου αποδομήθηκε. Αναρωτιέμαι αν νιώθει -και αν είναι- ο ίδιος άνθρωπος μετά το κλείσιμο της ΙΜΑΚΟ. «Ο ίδιος άνθρωπος παραμένεις, αλλά είσαι πολύ στενοχωρημένος. Συνήθως οι άντρες που τους συμβαίνει μια οικονομική καταστροφή μετά τα 50 πεθαίνουν και βιολογικά. Ο άνθρωπος μαραζώνει και χρειάζονται πάρα, πάρα, πάρα πολλές εξωγενείς ενέσεις για να τα βγάλει πέρα. Να νιώσεις αγάπη, ενδιαφέρον, παρέα. Κυρίως να βλέπεις μάτια παιδιών που σε κοιτάνε και λένε “πιστεύουμε σε σένα”. Αλλον κριτή δεν έχω πια. Κλείσαμε. Τι χειρότερο να ακούσω; Πήγα στον πάτο. Πέρασα και τους εννιά κύκλους της Κόλασης του Δάντη. Δεν ξέρω τι άλλο μου επιφυλάσσει η μοίρα. Ακόμη, πάντως, δεν τα ’χω βγάλει πέρα. Αλλά είμαι λίγο καλύτερα. Τώρα δεν θέλω να πηδήξω από το παράθυρο. Στα μεγάλα τραύματα το ζήτημα είναι να καταλάβεις τι έγινε, να το αποδεχτείς, να υπάρξει μια περίοδος ανάρρωσης και μετά να αρχίσεις να ξαναχτίζεις τον εαυτό σου, τον χαρακτήρα, τη δουλειά σου.

Αυτή τη στιγμή είμαι ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο στάδιο». Επιμένω, ζητώντας να μάθω αν υπάρχει κάτι που του λείπει από τότε. Αν νιώθει νοσταλγία. «Δεν νοσταλγώ τίποτα. Δεν μου λείπουν οι 500 υπάλληλοι, τα 20 περιοδικά, τα 3 ραδιόφωνα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Μου λείπει η δυνατότητα να κάνω μερικά πράγματα από εκείνα που έκανα. Οπως τα ταξίδια. Δεν πηγαίνω πια ταξίδια. Είχα μάθει να κάνω ωραία ταξίδια. Ηταν η καλύτερη διαφυγή. Εφευγα 10 φορές τον χρόνο να πάω κάπου. Τώρα δεν γίνεται. Αυτό μου λείπει πάρα πολύ. Αλλά τίποτα άλλο. Τι να σου λείψει στην Ελλάδα σήμερα; Εχουμε καταντήσει έτσι που δεν μπορεί να σου λείψει τίποτα. Πρέπει να είσαι πολύ χοντρό ψώνιο για να θες να κάνεις εξτραβαγκάντζες. Δεν νοσταλγώ τίποτα, δεν θα ξανάκανα τίποτα». Ούτε περιοδικά; Με παραπέμπει σε μια ρήση του Κορνήλιου Καστοριάδη: «Και η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου δεν μπορεί να δώσει παραπάνω από αυτά που έχει. Ενα έχει. Οχι, δεν θα ξανάκανα περιοδικά. Σαν μπίζνα είναι τελειωμένη». 

Πώς είναι όμως η ζωή του ή, πιο σωστά, η καθημερινότητά του στη νέα περίοδο στην οποία ιχνηλατεί; «Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή πηγαίνω για γυμναστική το απόγευμα. Το πρωί πάω στη δουλειά μου. Μετά τη γυμναστική πηγαίνω σπίτι με τον Θανάση, τον Ακη και μερικούς άλλους φίλους και βλέπουμε συνέχεια ταινίες και σειρές. Τους μαγειρεύω κιόλας. Ομως αυτοί πλένουν τα πιάτα. Παρασκευή και Σαββατοκύριακο τη θέση τους παίρνει ο Μαξ. Μαγειρεύουμε, βλέπουμε ταινίες, τρώμε. Σάββατο και Κυριακή έχουμε μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Πέντε-έξι μέρες κάνω γυμναστική, πέντε-έξι μέρες μαγειρεύω, τις Πέμπτες που είναι οι νέες Παρασκευές που ήταν τα νέα Σάββατα βγαίνω», περιγράφει γελώντας. Στέκομαι στο κομμάτι της γυμναστικής και της ευδιάκριτα πολύ καλής φυσικής κατάστασής του. Γιατί τόση γυμναστική; «Με τον χρόνο μπορείς να κάνεις μπρα-ντε-φερ με δύο τρόπους:
συνομιλώντας με νέους ανθρώπους και κάνοντας γυμναστική. Προσωπικά τη γυμναστική τη χρησιμοποίησα και ως αγχολυτικό και αντικαταθλιπτικό. Είναι το καλύτερο στον πλανήτη. Η έκκριση ενδορφινών σού δημιουργεί καλή διάθεση για κάνα δίωρο. Είναι κι αυτή μια ντόπα. Λες “χάλια είμαστε, αλλά κρατιόμαστε”. Σου ανεβάζει το ηθικό. Μ’ αρέσουν τα κομπλιμέντα. Πιστεύω ότι η γυμναστική σε διατηρεί σε ένα πιο νεανικό shape από αυτό της ηλικίας σου, μπορείς να φοράς τα ρούχα που θες, να είσαι σε καλή φόρμα. Μ’ αρέσει να είμαι καλοντυμένος - είτε με σπορ είτε με κοστούμι. Μπορεί να ‘μαι ψώνιο και να πρέπει να καταδικαστώ. Αλλά μ’ αρέσει». 

«Εχω γραμμένη την υστεροφημία»

Η συγκυρία των γενεθλίων του μοιάζει ιδανική, αν όχι τραγικά ειρωνική, για να ρωτήσω την άποψη ή καλύτερα την αίσθησή του για τον χρόνο. «Περνάει γρήγορα ο χρόνος. Πολύ. Πήρα σήμερα μια ευχή από τον πρώτο έρωτα της ζωής μου, στα 16. Και δάκρυσα. Σκέφτηκα πόσα χρόνια περάσανε από τότε, ότι εμείς τώρα είμαστε μεγαλύτεροι απ’ όσο ήταν οι γονείς μας τότε. Είναι σοκαριστικό. Δεν τον καταλαβαίνεις τον χρόνο. Θα ξανάλεγα το “η ζωή είναι μικρή για να ‘ναι θλιβερή”, για το οποίο με έχουν κατηγορήσει. Θα έλεγα στους πιτσιρικάδες “μην αφήνεις μέρα να περνάει”. Αφηνα να δω τις κόρες μου το Σαββατοκύριακο μέχρι που γίνανε 17 και 18 ετών και έδιναν προτεραιότητα στους δικούς τους φίλους. Λογικό. Γι’ αυτό τώρα με τον Μαξ δεν χάνω δευτερόλεπτο. Εγώ, πάντως, νομίζω ότι είμαι 20 χρόνια μικρότερος. Μπέντζαμιν Μπάτον, ψώνιο δεν είπαμε;» καταλήγει. 

Τελικά, τον ρωτώ, έπειτα από μια κουβέντα που διήρκεσε σχεδόν μία ώρα, τι πρόσημο έχει ο απολογισμός των τελευταίων χρόνων; Τι θα απαντούσε ο ίδιος στην κλασική ερώτηση που φιλοξενούσαν το πάλαι ποτέ τα περιοδικά του; Τι του έμαθε η ζωή; «Εμαθα ότι ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί την επόμενη μέρα. Ούτε καλό, ούτε κακό. Οτι ενός κακού μύρια έπονται. Ομως έμαθα ότι από την καμένη γη μπορείς να δουλέψεις, να σκάψεις, να σπείρεις και να πατήσεις ξανά στα πόδια σου. Ο,τι και να ’κανα στη ζωή μου, ό,τι και να γεύτηκα σε ταξίδια, σε γυναίκες, σε ζωή, σε λεφτά, είναι μηδενικό μπροστά στα παιδιά μου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από αυτή. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Δεν με ενδιαφέρει η Ιστορία, έχω γραμμένη την υστεροφημία. Με ενδιαφέρει μόνο η γνώμη των παιδιών μου. Σ’ αυτά δίνω πια λόγο». 
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης