Η Coca-Cola ταυτίζεται διαχρονικά με τα Χριστούγεννα και τις εορτές του νέου έτους και το κάνει πάντοτε μοναδικά. Φέτος το κάνει ακόμη καλύτερα, πραγματοποιώντας με το κατακόκκινο φορτηγό το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο tour που έγινε ποτέ στην Ελλάδα και μας προσκαλεί να φέρουμε τη μαγεία... στο χωριό μας!
O Αντύπας είναι πολύ στα χάι του
O Αντύπας είναι πολύ στα χάι του
«Aραγε». «Eνα σου σημάδι μόνο». «Καταιγίδα». «Μετακομίζω γιατί χωρίζω». «Μωρό μου καλησπέρα». «Οδηγώ και σε σκέφτομαι». «Ωρες ώρες». «Για να μην τρελαθώ». «Το ερώτημα είναι». «Σε γουστάρω πολύ». «Δε σ’ αλλάζω»...
Τίτλοι τραγουδιών που έχουν εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο ενός
ολόκληρου λαού. Τίτλοι τραγουδιών του Αντύπα, ενός ερμηνευτή, γνήσιου
διασκεδαστή, που για τους πολλούς πιστούς φαν του είναι απλά ο μύθος της
πίστας.
Θεσσαλονικιός γέννημα θρέμμα - το πραγματικό του επίθετο είναι Μαζλουμίδης. Μεγαλωμένος στις αλάνες της Νεάπολης. Παιδί δυτικών λαϊκών συνοικιών. Αναθρεμμένος σε γειτονιές όπου κανείς δεν κλείδωνε την πόρτα του. «Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που οι άνθρωποι είχαν ανοιχτή πόρτα και ανοιχτή καρδιά. Ανταλλάσσαμε εκατό καλημέρες κάθε πρωί και άλλες τόσες καληνύχτες. Ο πατέρας μου, ο Πρόδρομος, καταγόταν από την Καισαρεία. Η μάνα μου, η Ολγα, κατάγεται από την Προύσα της Μικράς Ασίας και γεννήθηκε στη Δράμα. Ομορφα και αλησμόνητα χρόνια. Ο μπαμπάς μου ήταν ανεπανάληπτος. Μέσα στη στοά του Λαϊκού είχε παλαιοπωλείο. Ο καλύτερος έμπορος ήταν. Εγώ έπαιζα ποδόσφαιρο από μικρός. Στον Αρη ξεκίνησα στα τσικό. Τότε προπονητής μου ήταν ο Παπουτσόπουλος. Μετά μπήκα στους Ερασιτέχνες. Ο παππούς μου, ο Αντύπας, έπαιζε ούτι στην Τουρκία. Καλά μάλιστα. Η μητέρα μου είχε πάρα πολύ καλή φωνή. Τραγουδούσε στο σπίτι συνέχεια Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου. Ο μπαμπάς έλεγε κομμάτια του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Στο πάρκο της Κρήτης τραγούδησα εγώ για πρώτη φορά. Γραβιάς και Κρήτης ήταν το πατρικό μου. Με τα παιδιά της γειτονιάς μαζευόμασταν στο πάρκο. Εκεί έλεγα Νταλάρα, Βοσκόπουλο, Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο. Ε, μου έλεγαν να γίνω τραγουδιστής. Να πάω να τραγουδήσω σε κέντρο. Πήγα στην "Καλύβα". Στον Εύοσμο. Με τον Χοντρονάκο μαζί. Εξι μέρες δουλεύαμε τότε και υπήρχε περίπτωση να μείνει ο κόσμος στο μαγαζί δώδεκα ώρες. Μέχρι και μετά το ξημέρωμα κρατούσε το γλέντι. Ακολούθησαν το “Μινουί” στην Καμάρα, το “Αριγκάτο” στην Ιωνία, η παλιά “Remvi”. Δυστυχώς δεν έμεινε κανένα μαγαζί. Θρυλικά κέντρα. Φυσικά ξεκίνησα από τα χαμηλά. Ανοιγα το πρόγραμμα. Μια μέρα ήρθαν σε ένα μαγαζί που εμφανιζόμουν η Χαρούλα (σ.σ.: Αλεξίου) και ο Πάριος. Να κατέβεις στην Αθήνα, μου είπαν. Ο Κοσμάς ο Μενιδιάτης που είχε τη “Φαντασία’’ μου έκανε πρόταση. Κατέβηκα. Ασπριζε η πίστα από τις γαρδένιες που πετούσαν όταν έβγαινα».
Μονόλογος που θυμίζει σε εκείνον την ιστορία όχι απλώς της ζωής του, αλλά μιας ολόκληρης γενιάς και μιας πόλης που κάποτε δεν κοιμόταν ποτέ. Η Θεσσαλονίκη των αρχών του ’70 γλεντούσε. «Το ’72 ή το ’73 κατέβηκα, λοιπόν. Εντάξει, αρνητικά το είδαν οι γονείς μου. Τι περίμενες... Δεν ήθελαν να δουλεύω νύχτα, ήμουν και μικρός, 17 χρονών. Μαζί οικογενειακώς κατεβήκαμε. Ζήτησα άδεια να δοκιμάσουμε για έξι μήνες, να κλείσουμε το σπίτι για μισό χρόνο και τελικά επιστρέψαμε μετά από είκοσι χρόνια. Φοβόντουσαν να με αφήσουν να κατέβω μονάχος. Επί χρόνια δεν είχα δισκογραφία. Τραγουδούσα στο “Ενατον”, το θυμάμαι γιατί ήταν στο 9ο χιλιόμετρο της εθνικής. Μαζί με τη Χαρούλα Λαμπράκη, τον Θόδωρο Κάτσαρη, τον Πάνο Γαβαλά. Πού μείναμε όταν πρωτοκατεβήκαμε; Στην Καλλιθέα. Πίστευαν σε μένα οι γονείς μου. Μου είχαν μεγάλη αδυναμία. Μεγάλωσα μέσα σε αγκαλιές. Είχα πολύ καλούς γονείς. Πιστεύω ότι ήταν το παράδειγμά μου και γι’ αυτό έχω μια σωστή οικογένεια. Αμέτρητοι οι πειρασμοί και πολλές οι κακές επιρροές. Παρασύρονται εύκολα οι τραγουδιστές. Ολοι μικροί μπαίνουν στον χώρο. Αντιλαμβάνονται το λάθος, βέβαια. Αργότερα. Αλλά τότε είναι πλέον αργά. Εγώ στάθηκα τυχερός. Γνώρισα τη Στέλλα και έκανα μια σωστή οικογένεια. Πώς γνωριστήκαμε; Τυχαία, στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Λίγες μέρες μετά, εντελώς τυχαία, ήρθε να διασκεδάσει στο μαγαζί, τραγουδούσα με τον Καρουσάκη. Στις Τζιτζιφιές. Ηταν 18 χρονών, μου πέταξε ένα τριαντάφυλλο, το έπιασα και το έβαλα στο πέτο και ξεκίνησε το παιχνίδι. Μέχρι σήμερα συνεχίζεται. Να ακούν οι νέοι να μαθαίνουν. Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις τον γάμο σου πετυχημένο. Πρέπει να διεκδικείς τον άνθρωπό σου κάθε μέρα».
«Βοτανικός Live Stage», Κασσάνδρας 19 (Ιερά Οδός 72 & Σπύρου Πάτση), τηλ.: 210 3473835. Η επιτυχία συνεχίζεται εκεί που χτυπά η καρδιά της διασκέδασης! Ο ΑΝΤΥΠΑΣ και ο ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ, για πρώτη φορά μαζί, μας περιμένουν στον «Βοτανικό» από τις 20 Σεπτεμβρίου! Μαζί τους η ΕΛΕΑΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ και οι ΚΙΝGS. Τιμή απλής φιάλης κομπλέ 160 ευρώ / 4 άτομα. Τιμή φιάλης κρασιού 80 ευρώ / 2 άτομα. Είσοδος στο bar 15 ευρώ (με ποτό)
Θεσσαλονικιός γέννημα θρέμμα - το πραγματικό του επίθετο είναι Μαζλουμίδης. Μεγαλωμένος στις αλάνες της Νεάπολης. Παιδί δυτικών λαϊκών συνοικιών. Αναθρεμμένος σε γειτονιές όπου κανείς δεν κλείδωνε την πόρτα του. «Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που οι άνθρωποι είχαν ανοιχτή πόρτα και ανοιχτή καρδιά. Ανταλλάσσαμε εκατό καλημέρες κάθε πρωί και άλλες τόσες καληνύχτες. Ο πατέρας μου, ο Πρόδρομος, καταγόταν από την Καισαρεία. Η μάνα μου, η Ολγα, κατάγεται από την Προύσα της Μικράς Ασίας και γεννήθηκε στη Δράμα. Ομορφα και αλησμόνητα χρόνια. Ο μπαμπάς μου ήταν ανεπανάληπτος. Μέσα στη στοά του Λαϊκού είχε παλαιοπωλείο. Ο καλύτερος έμπορος ήταν. Εγώ έπαιζα ποδόσφαιρο από μικρός. Στον Αρη ξεκίνησα στα τσικό. Τότε προπονητής μου ήταν ο Παπουτσόπουλος. Μετά μπήκα στους Ερασιτέχνες. Ο παππούς μου, ο Αντύπας, έπαιζε ούτι στην Τουρκία. Καλά μάλιστα. Η μητέρα μου είχε πάρα πολύ καλή φωνή. Τραγουδούσε στο σπίτι συνέχεια Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου. Ο μπαμπάς έλεγε κομμάτια του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Στο πάρκο της Κρήτης τραγούδησα εγώ για πρώτη φορά. Γραβιάς και Κρήτης ήταν το πατρικό μου. Με τα παιδιά της γειτονιάς μαζευόμασταν στο πάρκο. Εκεί έλεγα Νταλάρα, Βοσκόπουλο, Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο. Ε, μου έλεγαν να γίνω τραγουδιστής. Να πάω να τραγουδήσω σε κέντρο. Πήγα στην "Καλύβα". Στον Εύοσμο. Με τον Χοντρονάκο μαζί. Εξι μέρες δουλεύαμε τότε και υπήρχε περίπτωση να μείνει ο κόσμος στο μαγαζί δώδεκα ώρες. Μέχρι και μετά το ξημέρωμα κρατούσε το γλέντι. Ακολούθησαν το “Μινουί” στην Καμάρα, το “Αριγκάτο” στην Ιωνία, η παλιά “Remvi”. Δυστυχώς δεν έμεινε κανένα μαγαζί. Θρυλικά κέντρα. Φυσικά ξεκίνησα από τα χαμηλά. Ανοιγα το πρόγραμμα. Μια μέρα ήρθαν σε ένα μαγαζί που εμφανιζόμουν η Χαρούλα (σ.σ.: Αλεξίου) και ο Πάριος. Να κατέβεις στην Αθήνα, μου είπαν. Ο Κοσμάς ο Μενιδιάτης που είχε τη “Φαντασία’’ μου έκανε πρόταση. Κατέβηκα. Ασπριζε η πίστα από τις γαρδένιες που πετούσαν όταν έβγαινα».
Μονόλογος που θυμίζει σε εκείνον την ιστορία όχι απλώς της ζωής του, αλλά μιας ολόκληρης γενιάς και μιας πόλης που κάποτε δεν κοιμόταν ποτέ. Η Θεσσαλονίκη των αρχών του ’70 γλεντούσε. «Το ’72 ή το ’73 κατέβηκα, λοιπόν. Εντάξει, αρνητικά το είδαν οι γονείς μου. Τι περίμενες... Δεν ήθελαν να δουλεύω νύχτα, ήμουν και μικρός, 17 χρονών. Μαζί οικογενειακώς κατεβήκαμε. Ζήτησα άδεια να δοκιμάσουμε για έξι μήνες, να κλείσουμε το σπίτι για μισό χρόνο και τελικά επιστρέψαμε μετά από είκοσι χρόνια. Φοβόντουσαν να με αφήσουν να κατέβω μονάχος. Επί χρόνια δεν είχα δισκογραφία. Τραγουδούσα στο “Ενατον”, το θυμάμαι γιατί ήταν στο 9ο χιλιόμετρο της εθνικής. Μαζί με τη Χαρούλα Λαμπράκη, τον Θόδωρο Κάτσαρη, τον Πάνο Γαβαλά. Πού μείναμε όταν πρωτοκατεβήκαμε; Στην Καλλιθέα. Πίστευαν σε μένα οι γονείς μου. Μου είχαν μεγάλη αδυναμία. Μεγάλωσα μέσα σε αγκαλιές. Είχα πολύ καλούς γονείς. Πιστεύω ότι ήταν το παράδειγμά μου και γι’ αυτό έχω μια σωστή οικογένεια. Αμέτρητοι οι πειρασμοί και πολλές οι κακές επιρροές. Παρασύρονται εύκολα οι τραγουδιστές. Ολοι μικροί μπαίνουν στον χώρο. Αντιλαμβάνονται το λάθος, βέβαια. Αργότερα. Αλλά τότε είναι πλέον αργά. Εγώ στάθηκα τυχερός. Γνώρισα τη Στέλλα και έκανα μια σωστή οικογένεια. Πώς γνωριστήκαμε; Τυχαία, στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Λίγες μέρες μετά, εντελώς τυχαία, ήρθε να διασκεδάσει στο μαγαζί, τραγουδούσα με τον Καρουσάκη. Στις Τζιτζιφιές. Ηταν 18 χρονών, μου πέταξε ένα τριαντάφυλλο, το έπιασα και το έβαλα στο πέτο και ξεκίνησε το παιχνίδι. Μέχρι σήμερα συνεχίζεται. Να ακούν οι νέοι να μαθαίνουν. Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις τον γάμο σου πετυχημένο. Πρέπει να διεκδικείς τον άνθρωπό σου κάθε μέρα».
«Βοτανικός Live Stage», Κασσάνδρας 19 (Ιερά Οδός 72 & Σπύρου Πάτση), τηλ.: 210 3473835. Η επιτυχία συνεχίζεται εκεί που χτυπά η καρδιά της διασκέδασης! Ο ΑΝΤΥΠΑΣ και ο ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ, για πρώτη φορά μαζί, μας περιμένουν στον «Βοτανικό» από τις 20 Σεπτεμβρίου! Μαζί τους η ΕΛΕΑΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ και οι ΚΙΝGS. Τιμή απλής φιάλης κομπλέ 160 ευρώ / 4 άτομα. Τιμή φιάλης κρασιού 80 ευρώ / 2 άτομα. Είσοδος στο bar 15 ευρώ (με ποτό)
Από το 1973 μέχρι το 1982 ο Αντύπας μετρούσε χιλιόμετρα στις πίστες. «Δεν με ενδιέφεραν τότε τα λεφτά. Ηξερα ότι κάποια μέρα θα έρθουν. Εκανα υπομονή και δούλευα με επιμονή. Σκληρή δουλειά. Μόνος μου κέρδισα τα πάντα. Υπήρχαν και τότε κλίκες. Και εμπόδια. Αυτή η δουλειά είναι μια ζούγκλα και λίγοι βγαίνουν ζωντανοί. Εγώ δεν είχα κανένα παραπόνο. Περίμενα τη σειρά μου. Ηξερα ότι θα έρθει. Να ξέρεις, τίποτα δεν χαρίζεται σε κανέναν. Μέχρι σήμερα, τώρα που μιλάμε, εγώ συνεχίζω να δουλεύω ασταμάτητα. Η στιγμή μου ήρθε το 1982. Πήρα το τρίτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Γκρέμισαν το Παλαί φωνάζοντας “το τρίτο πρώτο, το τρίτο πρώτο”. Η Ελένη Δήμου είχε πάρει το πρώτο βραβείο. Φωνάρα. Το βραβείο αυτό στάθηκε η αφετηρία μου γιατί μπήκα στη δισκογραφία. Εβγαλα και ένα ποτ πουρί με τραγούδια του Βοσκόπουλου. Αγαπώ πολύ τον Τόλη Βοσκόπουλο. Γίναμε φίλοι και ακόμη και σήμερα μιλάμε τρεις-τέσσερις φορές τον μήνα στο τηλέφωνο. Με αγαπάει και με αγκάλιασε στα πρώτα μου βήματα. Αλλά αυτά τα πράγματα είναι αμοιβαία. Κύριος είναι και ο Γιάννης Πάριος. Ο μεγαλύτερος Ελληνας τραγουδιστής. Περίπου το 1983-84 βγαίνουν τα τραγούδια “Μετακομίζω γιατί χωρίζω” και το “Είσαι γυναίκα φίλου μου”. Ηξεραν τα κομμάτια και δεν ήξεραν τον Αντύπα. Το μπαμ έγινε το 1985. Εκτοτε ήξεραν και τον Αντύπα και τα τραγούδια. Μέχρι το 1995 έκανα κάθε χρόνο επιτυχία. Μία μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Με όλους έχω δουλέψει. Μόνο με τον Νταλάρα και την Αλεξίου δεν βρεθήκαμε. Ποια ήταν η καλύτερη συνεργασία της καριέρας μου;
Το 1977-78 στις Τζιτζιφιές μαζί με την Τζένη Βάνου, τη Ρίτα Σακελλαρίου, τον Κώστα Καρουσάκη και τον Κώστα Κόλλια. Καθαροί, γνήσιοι, αληθινοί καλλιτέχνες. Ούτε ανταγωνισμοί, ούτε τα παιχνίδια που παίζονται τώρα. Εύκολο είναι να κάνεις μια επιτυχία. Το δύσκολο είναι να την επαναλάβεις. Μία και δύο και τρεις». Ο ίδιος πώς και δεν την ψώνισε ποτέ; «Δεν είμαι δήθεν. Είμαι ξεκάθαρος και ηθικός άνθρωπος. Ελειψα από τη δουλειά από το 2000 μέχρι το 2004. Ηθελα να ασχοληθώ με τον γιο μου. Να είμαι δίπλα στα παιδιά μου στην εφηβεία τους. Να τα χαρώ. Κάναμε πολλά ταξίδια οικογενειακώς. Στη Σκιάθο, στην Υδρα, στην Κέρκυρα, στην Κρήτη και στη Ρόδο. Ηθελα να τους χαρίσω αναμνήσεις. Το 2004 επέστρεψα στις “Μούσες”, στη Συγγρού. Και έκτοτε δεν σταμάτησα. Αντάμωσα με τον Σάκη, την Καίτη Γαρμπή, την Πάολα, τη Δέσποινα Βανδή και τον Νίκο Κουρκούλη. Μετά μου έγραψε ο Φοίβος το “Ωρες ώρες” και φέτος ο Θεοφάνους το “Βάλτε κάτι να πιω”, καινούρια μου τραγούδια που αγαπάει η νεολαία».
«Είχα πολύ καλούς γονείς. Πιστεύω ότι ήταν το παράδειγμά μου και γι’ αυτό έχω μια σωστή οικογένεια. Αμέτρητοι οι πειρασμοί και πολλές οι κακές επιρροές. Παρασύρονται εύκολα οι τραγουδιστές. Ολοι μικροί μπαίνουν στον χώρο. Αντιλαμβάνονται το λάθος, βέβαια. Αργότερα.Αλλά τότε είναι πλέον αργά»
Σαράντα χρόνια στην πίστα δεν τα λες και λίγα! Σκέφτηκε ποτέ να κάνει άλλη δουλειά; «Είχα πει ‘‘είμαι σίγουρος, θα πετύχω’’ από το ξεκίνημα. Είχα φλόγα. Είχα φτερά. Πάντοτε όταν βγαίνω στην πίστα ανοίγω τα χέρια μου και πετάω, ανοίγω τα χέρια μου και όλοι γινόμαστε μια αγκαλιά. Τους ευχαριστώ και τους ευγνωμονώ».
Το 1977-78 στις Τζιτζιφιές μαζί με την Τζένη Βάνου, τη Ρίτα Σακελλαρίου, τον Κώστα Καρουσάκη και τον Κώστα Κόλλια. Καθαροί, γνήσιοι, αληθινοί καλλιτέχνες. Ούτε ανταγωνισμοί, ούτε τα παιχνίδια που παίζονται τώρα. Εύκολο είναι να κάνεις μια επιτυχία. Το δύσκολο είναι να την επαναλάβεις. Μία και δύο και τρεις». Ο ίδιος πώς και δεν την ψώνισε ποτέ; «Δεν είμαι δήθεν. Είμαι ξεκάθαρος και ηθικός άνθρωπος. Ελειψα από τη δουλειά από το 2000 μέχρι το 2004. Ηθελα να ασχοληθώ με τον γιο μου. Να είμαι δίπλα στα παιδιά μου στην εφηβεία τους. Να τα χαρώ. Κάναμε πολλά ταξίδια οικογενειακώς. Στη Σκιάθο, στην Υδρα, στην Κέρκυρα, στην Κρήτη και στη Ρόδο. Ηθελα να τους χαρίσω αναμνήσεις. Το 2004 επέστρεψα στις “Μούσες”, στη Συγγρού. Και έκτοτε δεν σταμάτησα. Αντάμωσα με τον Σάκη, την Καίτη Γαρμπή, την Πάολα, τη Δέσποινα Βανδή και τον Νίκο Κουρκούλη. Μετά μου έγραψε ο Φοίβος το “Ωρες ώρες” και φέτος ο Θεοφάνους το “Βάλτε κάτι να πιω”, καινούρια μου τραγούδια που αγαπάει η νεολαία».
«Είχα πολύ καλούς γονείς. Πιστεύω ότι ήταν το παράδειγμά μου και γι’ αυτό έχω μια σωστή οικογένεια. Αμέτρητοι οι πειρασμοί και πολλές οι κακές επιρροές. Παρασύρονται εύκολα οι τραγουδιστές. Ολοι μικροί μπαίνουν στον χώρο. Αντιλαμβάνονται το λάθος, βέβαια. Αργότερα.Αλλά τότε είναι πλέον αργά»
Σαράντα χρόνια στην πίστα δεν τα λες και λίγα! Σκέφτηκε ποτέ να κάνει άλλη δουλειά; «Είχα πει ‘‘είμαι σίγουρος, θα πετύχω’’ από το ξεκίνημα. Είχα φλόγα. Είχα φτερά. Πάντοτε όταν βγαίνω στην πίστα ανοίγω τα χέρια μου και πετάω, ανοίγω τα χέρια μου και όλοι γινόμαστε μια αγκαλιά. Τους ευχαριστώ και τους ευγνωμονώ».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα