Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Σπύρος Γιαννιώτης: «Εσφιξα τα δόντια και τερμάτισα πρώτος»
Σπύρος Γιαννιώτης: «Εσφιξα τα δόντια και τερμάτισα πρώτος»
Για δεύτερη συνεχόμενη φορά παγκόσμιος πρωταθλητής σε ένα από τα πιο σκληρά αγωνίσματα, αυτό της κολύμβησης ανοιχτής θάλασσας, ο Σπύρος Γιαννιώτης έκανε ξανά την Ελλάδα υπερήφανη. Κυρίως διότι δεν έπαψε ποτέ να παλεύει
κόντρα σε κάθε εμπόδιο που βρέθηκε μπροστά του
Το χρυσό του μετάλλιο, αυτό που κατέκτησε στη Βαρκελώνη πριν από μερικές ημέρες, επιβεβαίωσε μια σειρά από πράγματα σχετικά με τον Σπύρο Γιαννιώτη. Πρώτα απ’ όλα το αδιαμφισβήτητο και προφανές, ότι δηλαδή είναι ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος στην κολύμβηση αντοχής σε ανοιχτή θάλασσα. Για δεύτερη συνεχόμενη διοργάνωση, μετά τη Σανγκάη το 2011, αναδεικνύεται παγκόσμιος πρωταθλητής και ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες αθλητές - και όχι μόνο για την τρέχουσα περίοδο, αλλά όλων των εποχών. Κι αυτό σημαίνει αυτομάτως ότι ανάμεσα σε κάθε είδους εμπόδιο που χρειάστηκε να υπερβεί, τόσο στη σταδιοδρομία όσο και στην προσωπική του ζωή, ήταν και η ελληνική μιζέρια - ιδιαίτερα στον τομέα του αθλητισμού όπου η κρίση ήταν ανέκαθεν δεδομένη.
Ακριβώς όμως όπως σηκώνεται μέσα από το νερό κυνηγώντας με πάθος και πείσμα τη διάκριση, έτσι έχει μάθει να υψώνεται πάνω από τα προβλήματα, μένοντας προσηλωμένος μόνο στο όνειρό του. Κι αυτό το όνειρο είναι πάντα ξεκάθαρα δικό του αλλά και ελληνικό: «Εχω μεγαλώσει και έχω ανδρωθεί στην Ελλάδα, επομένως είμαι 100% Ελληνας», λέει με έμφαση ο Σπύρος Γιαννιώτης, παρόλο που κατά το ήμισυ, λόγω της μητέρας του, είναι Βρετανός. «Φυσικά και ήθελα να πετύχω για τον εαυτό μου, το ήθελα όμως και για την Ελλάδα. Αλλωστε διαθέτω τσαγανό Ρωμιού και τρέλα Επτανήσιου, πετώ πάνω από τα όνειρά μου εκπλήσσοντας κάποιες φορές ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό».
Λόγω της -σχεδόν εκνευριστικής- σεμνότητάς του, ο Σπύρος Γιαννιώτης δεν απολαμβάνει την προβολή που θα ταίριαζε στην επίζηλη θέση που κατέχει ανάμεσα στους κορυφαίους κολυμβητές ανοιχτής θάλασσας στον κόσμο. Λόγω της επίμονης μετριοφροσύνης του υποβαθμίζει όχι μόνο τους θριάμβους του, αλλά και το τι σημαίνει να κολυμπά κάποιος επί 10 χιλιόμετρα παλεύοντας με τις αντιξοότητες της πραγματικής θάλασσας. «Αμέσως μετά από κάθε αγώνα δεν μπορείς να σηκώσεις τα χέρια πάνω από τους ώμους σου, τόσο έντονοι είναι οι πόνοι της κόπωσης. Και συμβαίνει κάτι παράξενο», λέει και συνεχίζει: «Δύο ώρες μετά τον τερματισμό αρχίζεις να μπαίνεις σε λήθαργο, το σώμα σου λειτουργεί σαν να έχεις μείνει άυπνος επί 2-3 ημέρες. Ομως, παρά την εξάντληση δεν μπορείς να κοιμηθείς λόγω της υπερέντασης. Χρειάζονται τουλάχιστον τρεις ημέρες αποκατάστασης».
Τα 10 χιλιόμετρα κολύμβησης σε ανοιχτή θάλασσα ισοδυναμούν με 40 χλμ. τρεξίματος στον δρόμο - ή, αλλιώς, με έναν μαραθώνιο. Και όπως αποκαλύπτει ο Γιαννιώτης, «μιλάμε για ένα ιδιαίτερα ζόρικο άθλημα. Μπορεί να μη φαίνονται όλα αυτά, αλλά πρέπει να φανταστεί κανείς, π.χ., 70 αθλητές να σπριντάρουν προσπαθώντας να στρίψουν γύρω από μια σημαδούρα. Κόλαση. Καθώς το κεφάλι είναι μέσα στο νερό, δεν βλέπεις ακριβώς πού κινούνται τα χέρια των αντιπάλων σου. Και πέφτει πολύ ξύλο. Ορισμένοι το κάνουν σκόπιμα, ευτυχώς όμως όχι όλοι. Και συνήθως αυτοί που τσακώνονται δεν διακρίνονται».
Ακριβώς όμως όπως σηκώνεται μέσα από το νερό κυνηγώντας με πάθος και πείσμα τη διάκριση, έτσι έχει μάθει να υψώνεται πάνω από τα προβλήματα, μένοντας προσηλωμένος μόνο στο όνειρό του. Κι αυτό το όνειρο είναι πάντα ξεκάθαρα δικό του αλλά και ελληνικό: «Εχω μεγαλώσει και έχω ανδρωθεί στην Ελλάδα, επομένως είμαι 100% Ελληνας», λέει με έμφαση ο Σπύρος Γιαννιώτης, παρόλο που κατά το ήμισυ, λόγω της μητέρας του, είναι Βρετανός. «Φυσικά και ήθελα να πετύχω για τον εαυτό μου, το ήθελα όμως και για την Ελλάδα. Αλλωστε διαθέτω τσαγανό Ρωμιού και τρέλα Επτανήσιου, πετώ πάνω από τα όνειρά μου εκπλήσσοντας κάποιες φορές ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό».
Λόγω της -σχεδόν εκνευριστικής- σεμνότητάς του, ο Σπύρος Γιαννιώτης δεν απολαμβάνει την προβολή που θα ταίριαζε στην επίζηλη θέση που κατέχει ανάμεσα στους κορυφαίους κολυμβητές ανοιχτής θάλασσας στον κόσμο. Λόγω της επίμονης μετριοφροσύνης του υποβαθμίζει όχι μόνο τους θριάμβους του, αλλά και το τι σημαίνει να κολυμπά κάποιος επί 10 χιλιόμετρα παλεύοντας με τις αντιξοότητες της πραγματικής θάλασσας. «Αμέσως μετά από κάθε αγώνα δεν μπορείς να σηκώσεις τα χέρια πάνω από τους ώμους σου, τόσο έντονοι είναι οι πόνοι της κόπωσης. Και συμβαίνει κάτι παράξενο», λέει και συνεχίζει: «Δύο ώρες μετά τον τερματισμό αρχίζεις να μπαίνεις σε λήθαργο, το σώμα σου λειτουργεί σαν να έχεις μείνει άυπνος επί 2-3 ημέρες. Ομως, παρά την εξάντληση δεν μπορείς να κοιμηθείς λόγω της υπερέντασης. Χρειάζονται τουλάχιστον τρεις ημέρες αποκατάστασης».
Τα 10 χιλιόμετρα κολύμβησης σε ανοιχτή θάλασσα ισοδυναμούν με 40 χλμ. τρεξίματος στον δρόμο - ή, αλλιώς, με έναν μαραθώνιο. Και όπως αποκαλύπτει ο Γιαννιώτης, «μιλάμε για ένα ιδιαίτερα ζόρικο άθλημα. Μπορεί να μη φαίνονται όλα αυτά, αλλά πρέπει να φανταστεί κανείς, π.χ., 70 αθλητές να σπριντάρουν προσπαθώντας να στρίψουν γύρω από μια σημαδούρα. Κόλαση. Καθώς το κεφάλι είναι μέσα στο νερό, δεν βλέπεις ακριβώς πού κινούνται τα χέρια των αντιπάλων σου. Και πέφτει πολύ ξύλο. Ορισμένοι το κάνουν σκόπιμα, ευτυχώς όμως όχι όλοι. Και συνήθως αυτοί που τσακώνονται δεν διακρίνονται».
Περιγράφοντας τις κακουχίες της κούρσας του στη Σανγκάη, όταν είχε κατακτήσει για πρώτη φορά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, ο Γιαννιώτης είχε αποκαλύψει ότι όταν βγήκε από το νερό διαπίστωσε πως είχε εξόγκωμα στο κεφάλι, ένα πρησμένο μάτι και μελανιές στα πλευρά. «Την ώρα του αγώνα πονούσα και αναρωτιόμουν τι έχω. Αλλά το ζήτημα είναι να διατηρήσεις τη συγκέντρωσή σου και αυτό το έχω καταφέρει τα τελευταία χρόνια, γιατί κι εγώ όταν άρχισα να συμμετέχω σε αυτό το αγώνισμα δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Δεχόμουν χτυπήματα στο κεφάλι και κατόπιν κυνηγούσα εκείνους που με είχαν χτυπήσει για να ανταποδώσω.
Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτό δεν οδηγούσε πουθενά». Η κούρσα στη Βαρκελώνη που του απέφερε τον δεύτερο στη σειρά παγκόσμιο τίτλο του μόνο εύκολη δεν ήταν. Οπως αποκαλύπτει ο Ελληνας πρωταθλητής, «ήταν σίγουρα τα δυσκολότερα μέτρα της ζωής μου. Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ άλλοτε τέτοια πίεση. Ειδικά στο τελευταίο κατοστάρι είχα την αίσθηση ότι δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Οι χτύποι της καρδιάς μου ήταν τόσο έντονοι και τόσο γρήγοροι που νόμιζα ότι ακούω ένα βουητό μέσα στο κεφάλι μου. Αλλά δεν θέλησα να κοιτάξω πίσω μου. Ηξερα πως ήμουν πρώτος, αλλά με είχαν εγκαταλείψει οι δυνάμεις μου. Τότε σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να αφήσω την ευκαιρία να πάει χαμένη. Το μυαλό μου πήγε στην Ελλάδα, στους δικούς μου, σε όλους εκείνους που χρόνια τώρα πιστεύουν σε μένα. Εσφιξα τα δόντια και τερμάτισα πρώτος».
Είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο να τον φανταστεί κάποιος στη θέση του παιδιού που αντιμετωπίζει την περιφρόνηση, ή, έστω, τη σκληρή κριτική επειδή δεν τα καταφέρνει αρκετά καλά. Οπως όμως εξομολογείται ο ίδιος, «στράφηκα στη θάλασσα επειδή μου έδινε την αίσθηση της απελευθέρωσης. Τα μαθητικά μου χρόνια ήταν δύσκολα και τυραννικά. Μου έχουν αποτυπωθεί ως εφιάλτης, καθώς διάβαζα με τις ώρες αλλά ήταν αδύνατον να αποδώσω. Αποτέλεσμα δεν υπήρχε και οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί μαζί μου, έως ότου στην προτελευταία τάξη βρέθηκε κάποιος καθηγητής που είπε: “Μην κρίνετε αυστηρά το παιδί. Δεν το βλέπετε; Eίναι δυσλεκτικό”. Δεν είχε όμως νόημα πια. Το σχολείο είχε βγει πλέον από τα ενδιαφέροντά μου, καθώς εγώ είχα βρει ήδη διέξοδο στον χώρο του αθλητισμού».
Μεγαλώνοντας στην Κέρκυρα, το υγρό στοιχείο ήταν μια αυτονόητη επιλογή, για τη στροφή του στον αθλητισμό όμως ο Σπύρος ανατρέχει στα οικογενειακά του γονίδια: «Η μητέρα μου Μπρέντα Σουίνι υπήρξε πρωταθλήτρια κολύμβησης. Είναι Αγγλίδα και κάποτε αποφάσισε να έρθει για διακοπές στην Κέρκυρα.
Εκεί ερωτεύτηκε τον πατέρα μου, σε δύο χρόνια παντρεύτηκαν και σε άλλα τρία γεννήθηκα εγώ στο Λίβερπουλ. Τους πρώτους μήνες της ζωής μου έμεινα στη Μεγάλη Βρετανία, κατόπιν όμως επιστρέψαμε στην Κέρκυρα». Πρόθυμη να προσαρμοστεί όσο καλύτερα γινόταν στην ελληνική νοοτροπία, η Μπρέντα Γιαννιώτη γρήγορα υιοθέτησε τις ελληνικές συνήθειες: «Το πατρικό μου σπίτι πάντα μοσχομύριζε παστιτσάδα και σοφρίτο», θυμάται ο Σπύρος. «Η μαμά μου έγινε υπερπροστατευτική όπως όλες οι Ελληνίδες μάνες και τα Χριστούγεννα μας έστελνε στη Μεγάλη Βρετανία για διακοπές. Η χαρά του παππού μου ήταν να με πηγαίνει μαζί με τα τρία αδέλφια μου στο γήπεδο, για να θαυμάσω την αγαπημένη του ομάδα, τη Λίβερπουλ. Στην Κέρκυρα είχα τέτοια λατρεία για τη θάλασσα ώστε έπρεπε να δύσει ο ήλιος για να βγω στη στεριά. Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου με βρεγμένο μαγιό, μέσα στα αλάτια, και τη μάνα μου να φωνάζει στην ακροθαλασσιά ένα μακρόσυρτο “Σπύροοοο”».
Ο Σπύρος Γιαννιώτης συνήθισε να λειτουργεί στο πλαίσιο μιας πολυμελούς οικογένειας, κάτι που διαμόρφωσε ανάλογα τον χαρακτήρα του: «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι με τέσσερα παιδιά, όπου όντας ο πρωτότοκος -με διαφορά δέκα χρόνων από τον μικρότερο αδελφό μου- λειτουργούσα και λίγο ως δεύτερος μπαμπάς. Αγαπώ τα παιδιά και εύχομαι ο Θεός να αξιώσει την Ισμήνη κι εμένα να αποκτήσουμε σύντομα ένα δικό μας».
Ανακάλυψε, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, ότι «ο αθλητισμός ήταν το δυνατό μου σημείο και επένδυσα σε αυτό. Εκτοτε μου έγινε μάθημα ζωής το “μάθε να εξαφανίζεις τις αδυναμίες σου αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματά σου”. Κι αυτό πιστεύω γενικώς για την Ελλάδα. Με τη θέληση, κάθε εμπόδιο μπορεί να μετατραπεί σε κάτι θετικό. Παρά τις όποιες δυσκολίες, πάντα υπάρχει ένα φως στην άκρη του τούνελ».
Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτό δεν οδηγούσε πουθενά». Η κούρσα στη Βαρκελώνη που του απέφερε τον δεύτερο στη σειρά παγκόσμιο τίτλο του μόνο εύκολη δεν ήταν. Οπως αποκαλύπτει ο Ελληνας πρωταθλητής, «ήταν σίγουρα τα δυσκολότερα μέτρα της ζωής μου. Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ άλλοτε τέτοια πίεση. Ειδικά στο τελευταίο κατοστάρι είχα την αίσθηση ότι δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Οι χτύποι της καρδιάς μου ήταν τόσο έντονοι και τόσο γρήγοροι που νόμιζα ότι ακούω ένα βουητό μέσα στο κεφάλι μου. Αλλά δεν θέλησα να κοιτάξω πίσω μου. Ηξερα πως ήμουν πρώτος, αλλά με είχαν εγκαταλείψει οι δυνάμεις μου. Τότε σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να αφήσω την ευκαιρία να πάει χαμένη. Το μυαλό μου πήγε στην Ελλάδα, στους δικούς μου, σε όλους εκείνους που χρόνια τώρα πιστεύουν σε μένα. Εσφιξα τα δόντια και τερμάτισα πρώτος».
Το μετάλλιο που χάθηκε στο Λονδίνο και τα δύσκολα μαθητικά χρόνια
Πριν από περίπου έναν χρόνο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, ο Σπύρος Γιαννιώτης έφτασε πολύ κοντά στο να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του: να στεφθεί Ολυμπιονίκης. Ωστόσο, δεν κατάφερε να ανέβει στο βάθρο των νικητών. Ισως όμως σε εκείνη την ατυχία να οφείλεται το φετινό χρυσό στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Βαρκελώνης: «Η αποτυχία του Λονδίνου με στεναχώρησε, αλλά δεν το έβαλα κάτω», λέει ο Γιαννιώτης και συνεχίζει: «Είμαι 33 ετών και επομένως έχω την ωριμότητα να αντιμετωπίζω με ψυχραιμία τα πάντα. Ακόμη και τις αποτυχίες μου. Κι όταν νόμιζα ότι δεν έχω τίποτα πια να δώσω στη Βαρκελώνη, λειτούργησε σαν αντίδοτο στην κούραση μια εικόνα που είχα στο μυαλό μου: μετά τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, μερικά νέα παιδιά ήρθαν να με συναντήσουν λέγοντας: “Δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά. Για εμάς είσαι μεγάλος αθλητής”». Και, όντως, ο Σπύρος Γιαννιώτης θεωρείται σήμερα ένας από τους κορυφαίους κολυμβητές παγκοσμίως.Είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο να τον φανταστεί κάποιος στη θέση του παιδιού που αντιμετωπίζει την περιφρόνηση, ή, έστω, τη σκληρή κριτική επειδή δεν τα καταφέρνει αρκετά καλά. Οπως όμως εξομολογείται ο ίδιος, «στράφηκα στη θάλασσα επειδή μου έδινε την αίσθηση της απελευθέρωσης. Τα μαθητικά μου χρόνια ήταν δύσκολα και τυραννικά. Μου έχουν αποτυπωθεί ως εφιάλτης, καθώς διάβαζα με τις ώρες αλλά ήταν αδύνατον να αποδώσω. Αποτέλεσμα δεν υπήρχε και οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί μαζί μου, έως ότου στην προτελευταία τάξη βρέθηκε κάποιος καθηγητής που είπε: “Μην κρίνετε αυστηρά το παιδί. Δεν το βλέπετε; Eίναι δυσλεκτικό”. Δεν είχε όμως νόημα πια. Το σχολείο είχε βγει πλέον από τα ενδιαφέροντά μου, καθώς εγώ είχα βρει ήδη διέξοδο στον χώρο του αθλητισμού».
Μεγαλώνοντας στην Κέρκυρα, το υγρό στοιχείο ήταν μια αυτονόητη επιλογή, για τη στροφή του στον αθλητισμό όμως ο Σπύρος ανατρέχει στα οικογενειακά του γονίδια: «Η μητέρα μου Μπρέντα Σουίνι υπήρξε πρωταθλήτρια κολύμβησης. Είναι Αγγλίδα και κάποτε αποφάσισε να έρθει για διακοπές στην Κέρκυρα.
Εκεί ερωτεύτηκε τον πατέρα μου, σε δύο χρόνια παντρεύτηκαν και σε άλλα τρία γεννήθηκα εγώ στο Λίβερπουλ. Τους πρώτους μήνες της ζωής μου έμεινα στη Μεγάλη Βρετανία, κατόπιν όμως επιστρέψαμε στην Κέρκυρα». Πρόθυμη να προσαρμοστεί όσο καλύτερα γινόταν στην ελληνική νοοτροπία, η Μπρέντα Γιαννιώτη γρήγορα υιοθέτησε τις ελληνικές συνήθειες: «Το πατρικό μου σπίτι πάντα μοσχομύριζε παστιτσάδα και σοφρίτο», θυμάται ο Σπύρος. «Η μαμά μου έγινε υπερπροστατευτική όπως όλες οι Ελληνίδες μάνες και τα Χριστούγεννα μας έστελνε στη Μεγάλη Βρετανία για διακοπές. Η χαρά του παππού μου ήταν να με πηγαίνει μαζί με τα τρία αδέλφια μου στο γήπεδο, για να θαυμάσω την αγαπημένη του ομάδα, τη Λίβερπουλ. Στην Κέρκυρα είχα τέτοια λατρεία για τη θάλασσα ώστε έπρεπε να δύσει ο ήλιος για να βγω στη στεριά. Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου με βρεγμένο μαγιό, μέσα στα αλάτια, και τη μάνα μου να φωνάζει στην ακροθαλασσιά ένα μακρόσυρτο “Σπύροοοο”».
Οι γυναίκες πίσω από τον πρωταθλητή
Η μητέρα του Σπύρου Γιαννιώτη ήταν ο πρώτος άνθρωπος που τον κάλεσε στο τηλέφωνο για να τον συγχαρεί αμέσως μετά τον θρίαμβό του στη Βαρκελώνη. Ωστόσο, δεν είναι η μόνη γυναίκα στη ζωή του. Οπως λέει ο ίδιος, «αμέσως μετά τη μητέρα μου μίλησα με τη σύζυγό μου, την Ισμήνη. Ηταν συγκινημένη και μου εκμυστηρεύτηκε για ακόμη μια φορά πόσο πολύ πιστεύει σε μένα. Η Ισμήνη είναι το καταφύγιό μου, ο άνθρωπος που έχει τον τρόπο να με χειρίζεται αλλά και να με ηρεμεί. Δεν είναι εύκολο να συμβιώνεις με κάποιον όπως εγώ, ο οποίος δίνει καθημερινά αγώνα για να ξεπεράσει τον εαυτό του και που λόγω των πιέσεων η ψυχική του διάθεση είναι εξαιρετικά ευάλωτη. Η Ισμήνη, παρόλο που διαθέτει πτυχίο Κοινωνιολογίας, έχει παραμερίσει τις προτεραιότητές της αφήνοντας χώρο σ’ εμένα και τις υποχρεώσεις μου. Φτιάχνει το πρόγραμμά της με βάση το δικό μου, γι’ αυτό και της χρωστώ πολλά. Κακά τα ψέματα: δεν μπορείς να είσαι αθλητής υψηλών ταχυτήτων αν δεν διαθέτεις δίπλα σου έναν άνθρωπο-στήριγμα».Ο Σπύρος Γιαννιώτης συνήθισε να λειτουργεί στο πλαίσιο μιας πολυμελούς οικογένειας, κάτι που διαμόρφωσε ανάλογα τον χαρακτήρα του: «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι με τέσσερα παιδιά, όπου όντας ο πρωτότοκος -με διαφορά δέκα χρόνων από τον μικρότερο αδελφό μου- λειτουργούσα και λίγο ως δεύτερος μπαμπάς. Αγαπώ τα παιδιά και εύχομαι ο Θεός να αξιώσει την Ισμήνη κι εμένα να αποκτήσουμε σύντομα ένα δικό μας».
Ονειρα και μαθήματα ζωής
Ενα από τα τατουάζ που έχει χτυπήσει στο σώμα του γράφει στα αγγλικά «Αντοχή». Ενα άλλο είναι όμως οι πέντε ολυμπιακοί κύκλοι, σαν διαρκής υπενθύμιση του μεγάλου ονείρου: ενός ολυμπιακού μεταλλίου. Εχοντας λάβει μέρος σε τρεις διοργανώσεις Ολυμπιακών Αγώνων, ο Σπύρος Γιαννιώτης ελπίζει ότι θα βρεθεί ξανά να αγωνίζεται με τα ελληνικά χρώματα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το καλοκαίρι του 2016. Μολονότι τότε θα είναι 36 ετών, ο Ελληνας πρωταθλητής σκοπεύει να τα δώσει όλα, τόσο για να προκριθεί όσο και για να διακριθεί. Γι’ αυτό, άλλωστε, μία μέρα μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στη Βαρκελώνη βρισκόταν κανονικά στην πισίνα κολυμπώντας σύμφωνα με το πρόγραμμά του, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο. Ομως αυτός είναι ο Σπύρος Γιαννιώτης, το παιδί που κάποτε ανακάλυψε ότι η δυσλεξία που δεν είχε διαγνωστεί έγκαιρα μπορεί να στεκόταν εμπόδιο στην εκπαίδευσή του, όχι όμως και στη ζωή του.Ανακάλυψε, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, ότι «ο αθλητισμός ήταν το δυνατό μου σημείο και επένδυσα σε αυτό. Εκτοτε μου έγινε μάθημα ζωής το “μάθε να εξαφανίζεις τις αδυναμίες σου αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματά σου”. Κι αυτό πιστεύω γενικώς για την Ελλάδα. Με τη θέληση, κάθε εμπόδιο μπορεί να μετατραπεί σε κάτι θετικό. Παρά τις όποιες δυσκολίες, πάντα υπάρχει ένα φως στην άκρη του τούνελ».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα