Τα καλοκαίρια της Ελένης Ψυχούλη

Τα καλοκαίρια της Ελένης Ψυχούλη

Η γνωστή δημοσιογράφος αποκαλύπτει τα μυστικά του τόπου καταγωγής της, περιγράφει ωραίες στιγμές με τους φίλους της και δείχνει έναν διαφορετικό τρόπο να αγαπήσουμε -ακολουθώντας τη- το αιώνιο, αυθεντικό, αξεπέραστο ελληνικό καλοκαίρι. Η Ελένη Ψυχούλη μέσα από το βιβλίο της «Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού» επιβεβαιώνει πανηγυρικά ότι τελικά το «καλού καιρού» είναι εξίσου σημαντικό με το να μαγειρεύει.

Τα καλοκαίρια της Ελένης Ψυχούλη
Τη φαντάζεσαι να βολοδέρνει ξυπόλητη ανάμεσα στα αρμυρίκια, να τρώει με τα χέρια ένα φρεσκοκομμένο καρπούζι, να μοιράζεται το ψωμί με τη γειτόνισσα - και όλα αυτά σε ένα χωριό εντελώς δικό της, που μόνο αυτή ξέρει πού βρίσκεται και δεν κατονομάζει.

Οπως με λίγους αντίστοιχα -εν προκειμένω τους αναγνώστες και ελάχιστους φίλους- μοιράζεται τα ατέλειωτα μυστικά του μέσα από κείμενα, φωτογραφίες και σκόρπιες αναφορές (εννοείται και συνταγές). Δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα καλοκαίρια της Ελένης Ψυχούλη, που χώρεσαν σε ένα πανέμορφο και ολόφρεσκο καλοκαιρινό βιβλίο, γεμάτο αναμνήσεις, ιστορίες και συνταγές που φέρει αυτούσια την υπογραφή της - και τον τίτλο «Η Ελένη μαγειρεύει του καλού καιρού» (από τις εκδόσεις Πατάκη). Μέσα από προσωπικές της εξομολογήσεις για τον τόπο καταγωγής της, κάπου στο Πήλιο, η Ελένη Ψυχούλη ανασκαλεύει μνήμες -περίπου με τον τρόπο του Προυστ-, περιγράφει παιδικές συνήθειες που παρέμειναν σχεδόν αταβιστικά μέχρι σήμερα στο προσκήνιο, «ξεμπροστιάζει» με τον γλυκύτερο τρόπο τους φίλους της και ανακατεύει μυρωδιές, περιγράφοντας ουσιαστικά έναν ολάκερο αυθεντικό τρόπο ζωής (ως ειρωνική απάντηση στο lifestyle).

Σε κάποια σκηνή που αναφέρεται στην παιδική της ηλικία, ο αδελφός της Αλέξανδρος γλιτώνει τον καταναγκασμό να πίνει το μισητό του γάλα επειδή του το ήπιε ένα φίδι, σε κάποια άλλη η ίδια η Ελένη δοξάζει τα κεντήματα που έμαθε να φτιάχνει -ακόμη το κάνει- σε μικρή ηλικία, αλλού θυμάται το απλό φρικασέ που έφτιαξε κατακαλόκαιρο με κοτόπουλο και βλίτα και αλλού αποκαλύπτει τα κρυμμένα μαγαζάκια της περιοχής, όπως το λουκουματζίδικο του «Παππού». Ποτέ όμως δεν ξεχνάει να αναφέρει την παρέα με την οποία μοιράζεται τις όμορφες στιγμές και τις υπέροχες απολαύσεις: «Στο τέλος φτιάχνεις τη δική σου οικογένεια, την κάθε-χρόνο-μαζί-χωρίς-ιδιαίτερες-προσκλήσεις, την αυτονόητη παρέα, που έχει τη δική της θέση στη στριμωγμένη ντουλάπα, αυτή που δεν νιώθει φιλοξενούμενη αλλά κάτι σαν προέκταση του κήπου, της θέας, των ματιών σου και του τρόπου που κοιτάζουν το τοπίο, το μέσα και το έξω. Σ’ αυτή την παρέα χωράει ο Εμμανουήλ που χωρίς να του το πεις ξεχορταριάζει τα πέριξ του μονοπατιού, στήνει βέργες για να σκαρφαλώσει η κληματαριά, επισκευάζει τις πολυθρόνες, κάνει ό,τι μπορεί για να λύσει τους κόμπους στο κουβάρι με τους εφηβικούς πανικούς της παρέας του παιδιού σου, κατεβάζει τα σκουπίδια και αλλάζει τις βρύσες.

Η Κατερίνα που, χωρίς να της πεις, φτιάχνει ένα ραβανί όσο εσύ γεμίζεις τις ντομάτες, περνάει την ηλεκτρική, απολυμαίνει το πιάνο και μοιράζεται πρόθυμα το ίδιο κρεβάτι με εσένα. Η Αννα που το σπίτι το νιώθει σαν δικό της, το επεκτείνει με ένα μποστάνι, πληγώνεται και ανησυχεί όταν κατεβάζει υγρασίες, βρίσκει τον μάστορα που θα καταδεχθεί να ανεβεί στο κατσάβραχο για να μας φρεσκάρει την πρόσοψη. Χωράει η Ιωάννα και η λεμονοτάρτα της. Ο Μάκος που χωράει παντού. Χωράει η Νανά, ο Βασίλης, η Νέλλυ, η Ράνια και ο Γιώργος, για να κλείσουν πίσω τους την πόρτα σε όσους δεν ξέρουν να κλείνουν το μάτι στις άβολες, ακαλαίσθητες, μα τόσο χαριτωμένες μνήμες της παιδικής μας Ελλάδας του ’60. Το σπίτι αντιστέκεται σε όσους δεν ξεπλύθηκαν με το λάστιχο γιατί δεν είχαν θερμοσίφωνο, σε όσους δεν έκαναν την μπουγάδα τους στη σκάφη με νερό ζεσταμένο στον ήλιο γιατί δεν είχαν πλυντήριο, σε όσους δεν έχουν φάει γεμιστά ψημένα στην κάζα, σε όσους δεν έχουν μεγαλώσει με σαυρίδι τηγανισμένο σε πετρογκάζ, σε όσους δεν έχουν κοιμηθεί στρωματσάδα στην αυλή.

Σε όσους δεν καταφέρνουν να κλείσουν το αληθινό νόημα της ζωής στη θέα των χρωμάτων που αλλάζει η θάλασσα μέσα στη μέρα». Για όλους αυτούς τους λαμπερά απενοχοποιημένους προορίζει -κλείνοντας το μάτι- η Ελένη Ψυχούλη το βιβλίο της. Με εξαιρετικό στήσιμο που έχει επιμεληθεί ο Διονύσης Θεοδόσης και με το δημιουργικό κομμάτι να αποδίδεται στον γνωστό εικαστικό και αδελφό της Ελένης Ψυχούλη, Αλέξανδρο Ψυχούλη, το βιβλίο της Ελένης είναι η ιδανική, πολύχρωμη, θερινή και πολλά υποσχόμενη συντροφιά του καλοκαιριού.
 
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα

Δείτε Επίσης