Η ολοκλήρωση της εξαγοράς του διάσημου σαντορινιού οινοποιείου και οι προοπτικές που ανοίγονται - Ο πρωτοπόρος Πάρις Σιγάλας και η καρμική σχέση του Στέλλιου Μπουτάρη με τον πολύτιμο αμπελώνα του Ασύρτικου
Ενα deal με παρελθόν, που ανοίγει δρόμους για το μέλλον, σηματοδότησε η πρόσφατη ολοκλήρωση της εξαγοράς του Κτήματος Σιγάλα από την Κυρ-Γιάννη της οικογένειας Μπουτάρη. Αν και η εξέλιξη αυτή φαντάζει μάλλον φυσική συνέχεια μιας μακράς σχέσης μεταξύ των δύο οινοποιητικών επιχειρήσεων, τάραξε τα νερά του πολύπαθου κλάδου - και όχι άδικα...
Και τούτο καθώς αποτελεί την πρώτη, έπειτα από πολλά χρόνια «ανομβρίας», εξαγορά ενός οινοποιείου από ένα άλλο οινοποιείο. Με άλλα λόγια, ένα deal μεταξύ «κρασάδων» την ώρα που άλλες εμβληματικές επιχειρήσεις έχουν περάσει στον έλεγχο επενδυτικών κεφαλαίων ή βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ακόμη και με πλειστηριασμούς.
Κόντρα σε όλα αυτά, ο Στέλλιος Μπουτάρης αναδεικνύεται στον πρωταγωνιστή της συγκεκριμένης εξέλιξης, που ήταν για αυτόν κάτι περισσότερο από ένα προσωπικό στοίχημα.
Το Κτήμα Σιγάλα θεωρείται εμβληματικό για την παραγωγή του Ασύρτικου και άλλων ποικιλιών της Σαντορίνης. Καλλιεργεί 450 στρέμματα στην Οία και έχει ολοκληρώσει νέες φυτεύσεις 170 στρεμμάτων.
Είναι κυρίως ένα «ραντεβού με την Ιστορία», τη δική του και της οικογένειάς του. Ετσι, δεν πρόκειται απλώς για μια επενδυτική σπορά, αλλά ίσως για ένα χρέος με το βλέμμα ακριβώς στο παρελθόν και στο μέλλον. Αλλωστε, πάρα τη σύνδεση της οικογένειάς του με την περιοχή της Νάουσας, εκεί σε αυτά τα μοναδικά και ιδιαίτερα χώματα της Σαντορίνης έκανε τον πρώτο του τρύγο το μακρινό 1985. Στα ίδια χώματα ξεκίνησε τη δική του διαδρομή με τον πρώτο του τρύγο και ο γιος του Γιάννης Μπουτάρης ο νεότερος, με τη φιλοδοξία της συνέχειας, αλλά και της διαφορετικότητας.
Είναι ο τρίτος Γιάννης Μπουτάρης στην οικογένεια, μετά τον Ιωάννη Μπουτάρη που το 1879 έθετε στη Νάουσα τον θεμέλιο λίθο της οινοποιίας του και τον παππού του που δημιούργησε την Κυρ-Γιάννη. Αν και δοκίμασε να κάνει καριέρα στα Ναυτιλιακά, θητεύοντας για λίγο καιρό στην εφοπλιστική εταιρεία του Θανάση Μαρτίνου, επέστρεψε στα αμπέλια, με τον πατέρα του Στέλλιο να έχει δηλώσει σίγουρος ότι εκείνος θα χτίσει πιο εύκολα το «μεγάλο κρασί». Ετσι, η Σαντορίνη ενώνει δύο γενιές της οικογένειας Μπουτάρη.
Το 2009 ο αείμνηστος Γιάννης Μπουτάρης (πάνω φωτογραφία) είχε εξαγοράσει το 40% της εταιρείας του Σιγάλα, ενώ ο εφοπλιστής Θανάσης Μαρτίνος (κάτω φωτογραφία) το υπόλοιπο 60%
Προτάσσει το συλλογικό
Ο Στέλλιος Μπουτάρης κουβαλάει τη συσσωρευμένη εμπειρία της οικογένειας πάνω στην οινοποίηση, αλλά και την επιχειρηματική επιβίωση. Ωστόσο, όπως και ο πατέρας του, δεν διστάζει να προτάξει το συλλογικό από το ατομικό συμφέρον. Να διεκδικήσει για τον κλάδο του και τους συναδέλφους του παρά για το δικό του «μαγαζί». Γι’ αυτό και πριν λίγο καιρό βγήκε ξανά μπροστά και εξελέγη πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του Γιάννη, αλλά και του παππού του, οι οποίοι υπήρξαν ιδρυτικά μέλη του συνδέσμου και πρόεδροι για αρκετές θητείες. Και αυτό σε μια περίοδο όπου το ελληνικό κρασί ναι μεν γνωρίζει την καταξίωση, αλλά ο κλάδος συνολικά διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ελληνικός αμπελώνας έχει έκταση περίπου 610.000 στρέμματα με πτωτική τάση, δηλαδή περίπου το 1/5 του Μπορντό, ενώ η ελληνική οινοπαραγωγή την περίοδο 2024-2025 ήταν η δεύτερη χαμηλότερη όλων των εποχών, φτάνοντας στα 1.430.666 εκατόλιτρα.
Ο Στέλλιος Μπουτάρης δεν σπούδασε οινοποιός, αλλά Μαθηματικά, Οικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, τον κέρδισε το κρασί και εξειδικεύτηκε σε αυτό εργαζόμενος στην Αμερική προτού ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση ήδη από το 1995. Από το 2004 ανέλαβε τα ηνία του Κτήματος Κυρ-Γιάννη, ενώ το 2020 επέστρεψε στη Σαντορίνη, 35 χρόνια μετά τον πρώτο του τρύγο στο νησί, ως οινοποιός και διευθύνων σύμβουλος του Κτήματος Σιγάλα. Πιστεύει ότι το ελληνικό κρασί έχει θεμελιώσει μια δυναμική αναγνωρισιμότητα που του ανοίγει δρόμους καθιέρωσης σε επιδραστικές αγορές και ευκαιρίες διείσδυσης σε ανερχόμενες, αλλά ταυτόχρονα «έχει ανάγκη την επιτυχία του καθένα μας, καθώς μόνο μέσα από τη συνεργασία θα γίνει διαχρονικά επίκαιρο».
Το Κτήμα Σιγάλα
Το Κτήμα Σιγάλα, δημιούργημα του πρωτοπόρου Πάρη Σιγάλα, γράφει τη δική του ιστορία από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχοντας προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια ξεχωριστές και διακεκριμένες ετικέτες που κινούνται σαφώς στην κατηγορία υψηλής ποιότητας. Ο Πάρις Σιγάλας αποτελεί μία από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες της ελληνικής οινοποιίας, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάδειξη του Ασύρτικου και των γηγενών ποικιλιών της Σαντορίνης.
Γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου τελείωσε την Ιωνίδειο Σχολή. Στη συνέχεια σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την περίοδο της δικτατορίας πήγε στο Παρίσι προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του. Το 1973 γύρισε στην Ελλάδα και λίγους μήνες μετά διορίστηκε καθηγητής σε σχολείο. Βέβαια, ποτέ δεν έκοψε τους δεσμούς του με τη Σαντορίνη. Ετσι, κάθε καλοκαίρι βρισκόταν στο νησί τρυγώντας τα αμπέλια της οικογένειας και συμμετέχοντας στη διαδικασία οινοποίησης. Το 1979 επέστρεψε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε για μια τετραετία γνωρίζοντας από κοντά τους γαλλικούς αμπελώνες και τα διάσημα κρασιά τους. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Ελλάδα διορίζεται ξανά σε σχολείο, στην πατρίδα του, τη Σαντορίνη, αυτή τη φορά, και αρχίζει να ασχολείται παράλληλα με την οινοποιία. Με τον καιρό, ανέλαβε τα ηνία και στα αμπέλια του παππού του.
Το 1991 αποφασίζει να επανασυνδεθεί με τις οικογενειακές καταβολές και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην οινοπαραγωγή. Εκείνη τη χρονιά-ορόσημο ιδρύεται το Κτήμα Σιγάλα (Σιγάλας Οινοποιία), με έδρα την παραδοσιακή κάναβα της οικογένειας στους Μπαξέδες της Οίας. Στη συνέχεια, το 1998, κατασκευάστηκε και λειτούργησε σε ιδιόκτητο χώρο η νέα μονάδα παραγωγής, εμφιάλωσης και παλαίωσης, ένα οινοποιείο που σύντομα εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για την ποιότητα και την καινοτομία του. Επί της ουσίας, ο Π. Σιγάλας επένδυσε στη δυναμική του σαντορινιού αμπελώνα, εφαρμόζοντας καινοτόμες ιδέες τόσο στην αμπελοκαλλιέργεια όσο και στις μεθόδους οινοποίησης, οδηγώντας έτσι στη «δυναμική εξέλιξη της παράδοσης», στην οποία και παραμένει προσηλωμένος.
Το 2003 διευρύνθηκε η μετοχική σύνθεσή της εταιρείας και έκτοτε, έπειτα από διαρκείς επενδύσεις εκσυγχρονισμού και επεκτάσεις, αναβαθμίστηκε η παραγωγική υποδομή με δυνατότητα εμφιάλωσης 300.000 φιαλών ετησίως. Τα κρασιά του Κτήματος Σιγάλα κατέκτησαν τις διεθνείς αγορές με εξαγωγές σε πολλές χώρες, όπως Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Αυστρία, Ολλανδία, Αγγλία, Κύπρο, Ελβετία, Χονγκ Κονγκ, Κίνα, Σουηδία, Σιγκαπούρη, Αυστραλία, Βραζιλία, ΗΠΑ και Καναδάς.
«Το κρασί είναι προϊόν επιστήμης και τέχνης. Ισως αυτός είναι και ο λόγος που του αφιερώθηκα. Ο άνθρωπος έκανε κρασί πολύ πριν αξιοποιήσει την επιστήμη. Η επιστημονική έρευνα τα τελευταία χρόνια συνέβαλε καθοριστικά στη βελτίωση της ποιότητας, αλλά το μεγάλο κρασί ανήκει στην τέχνη. Η επιστήμη αδυνατεί να αποφανθεί αν ένα κρασί είναι ωραίο, μεγάλο ή έχει χαρακτήρα. Μόνο μέσω της γεύσης και της όσφρησης μπορεί να κριθεί η αξία του», έχει γράψει, αποτυπώνοντας τη φιλοσοφία του γύρω από το κρασί.
Η σχέση του με το νησί είναι ακατάλυτη. «Οταν πίνω μόνος ένα παλιό Ασύρτικο από αυτόν τον αμπελώνα, μου έρχεται στον νου ο στίχος του Ελύτη για τη Σαντορίνη: Κόρη κορυφαίου θυμού. Πράγματι, αυτό το αμπελοτόπι είναι γέννημα ακραίας δημιουργικότητας της φύσης και ο θησαυρός που κρύβει αποτελεί προσωπική πρόκληση. Χρειάζεται φροντίδα και αγάπη για να αποκαλύψει τα πολλά μυστικά του και να δημιουργήσουμε ακόμη μεγαλύτερα κρασιά», έχει εξομολογηθεί σε άρθρο του (για το Santorini Life Magazine).
Η είσοδος Μπουτάρη και Μαρτίνου
Ο εμβληματικός και αξέχαστος Γιάννης Μπουτάρης υπήρξε από την αρχή συμπαραστάτης του Πάρη Σιγάλα στο επιχειρηματικό του εγχείρημα. Το 2009, στηρίζοντας το όραμά του, η Κυρ-Γιάννη εξαγόρασε ποσοστό 40% της εταιρείας, ενώ το 2020 ο εφοπλιστής Θανάσης Μαρτίνος εξαγόρασε το υπόλοιπο 60% από τον Πάρη Σιγάλα, με τίμημα που, σύμφωνα με πληροφορίες της εποχής, ανερχόταν στα επίπεδα των 2,3 εκατ. ευρώ, με την Κυρ-Γιάννη να αναλαμβάνει το μάνατζμεντ του οινοποιείου και τον Στέλλιο Μπουτάρη τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου. Σε εκείνη τη φάση ο Πάρις Σιγάλας παρέμεινε πρόεδρος της εταιρείας. Εκτοτε, η Κυρ-Γιάννη έθεσε σε εφαρμογή ένα πολυετές πλάνο επενδύσεων σε ανθρώπους, αμπελώνες και υποδομές, με το σχέδιο να περιλαμβάνει την αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας, την ανάπτυξη των εξαγωγών, αλλά και τη βελτίωση της πρώτης ύλης μέσω της αναδιάρθρωσης του αμπελώνα.
Εκείνη την περίοδο το 1/3 της παραγωγής του Κτήματος Σιγάλα κατευθυνόταν σε εξαγωγές, το υπόλοιπο 1/3 στην τοπική αγορά της Σαντορίνης και το 1/3 στην υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ τη διανομή ανέλαβε η Β.Σ. Καρούλιας. Ακόμη, επιστρατεύτηκε μια ομάδα νέων επιστημόνων, με επικεφαλής την οινολόγο Σάρα Ιακωβίδου, τους γεωπόνους Στράτο Γκιγιάμ-Ξυράφη και Κώστα Τέλλη, καθώς και τον Γιάννη Μπουτάρη τον νεότερο, που εκπροσωπεί την 6η γενιά της οικογένειας στο κρασί. Στις 3 Νοεμβρίου 2025, η Κυρ-Γιάννη ανακοίνωσε την εξαγορά του Κτήματος Σιγάλα ολοκληρώνοντας τη μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών (60%) από εταιρεία συμφερόντων του εφοπλιστή Θανάση Μαρτίνου. Με την απόκτηση του πλήρους ελέγχου από την Κυρ-Γιάννη, ξεκινά μια νέα εποχή για το εμβληματικό οινοποιείο της Σαντορίνης, αλλά και για την ίδια, που έχει ενισχύσει τις εξαγωγές της καθώς απευθύνεται στις διεθνείς αγορές με ένα πολύ ισχυρό δίδυμο: το διαρκώς ανερχόμενο βορειοελλαδικό Ξινόμαυρο και το δημοφιλές Ασύρτικο Σαντορίνης.
Οπως τονίζεται σχετικά, η εταιρεία της οικογένειας Μπουτάρη «ενδυναμώνει το αποτύπωμά της στον ελληνικό και διεθνή οινικό χάρτη και καθιερώνεται ως κορυφαίος πρεσβευτής του ελληνικού κρασιού διεθνώς, καθώς δημιουργείται ένα νέο, εξόχως ανταγωνιστικό σχήμα που ενώνει τρεις κορυφαίες αμπελοοινικές ζώνες της χώρας: Νάουσα και Αμύνταιο με το Κτήμα Κυρ-Γιάννη, Σαντορίνη με το Κτήμα Σιγάλα, με κοινό τόπο και στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ανάδειξη των μοναδικών terroirs και την παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας».
Ο Στέλλιος Μπουτάρης χαρακτήρισε την εξαγορά του Κτήματος Σιγάλα ως την πιο ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης στη Σαντορίνη. «Εχουμε βαθιές ρίζες στο νησί, στο οποίο έκανα κι εγώ τον πρώτο μου τρύγο το 1985. Πιστεύουμε στη μοναδικότητα της Σαντορίνης και επενδύουμε στο βιώσιμο μέλλον της, με σεβασμό στην παράδοση και συστηματική επένδυση στην επιστήμη και την καινοτομία. Ο φετινός τρύγος έδωσε τροφή σε έντονη ανησυχία έως και αμφισβήτηση. Αυτές είναι οι στιγμές που αποδεικνύεις αν έχεις σχέδιο - κι εμείς έχουμε», όπως τόνισε.
Η οικονομική διάσταση
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε μια συγκυρία όπου ο συνολικός τζίρος του ελληνικού κρασιού είναι μικρότερος της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας (480,6 εκατ. ευρώ το 2024) και με 80 ελληνικά οινοποιεία να βρίσκονται σε ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική θέση, η επιχειρηματική δυναμική και εξωστρέφεια του ομίλου Κυρ-Γιάννη αναμένεται να ξεπεράσει τα 20 εκατ. ευρώ σε κύκλο εργασιών, με παρουσία σε 55 χώρες και τις εξαγωγές να αγγίζουν τα 7 εκατ. ευρώ.
Περαιτέρω, η επένδυση στον ποιοτικό, βιώσιμο οινοτουρισμό αποτελεί επίσης αιχμή του δόρατος του νέου σχήματος. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι περισσότεροι από 35.000 επισκέπτες επισκέφθηκαν φέτος τους τρεις προορισμούς (Νάουσα, Αμύνταιο και Σαντορίνη) των Κτημάτων Κυρ-Γιάννη και Σιγάλα αντίστοιχα. Οσον αφορά στην Κτήμα Σιγάλα Οινοποιητική, ο κύκλος εργασιών της το 2024 ανήλθε σε 3,5 εκατ. ευρώ έναντι 3,65 εκατ. ευρώ το 2023, καταγράφοντας οριακή προ φόρων κερδοφορία. Ακόμη, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το «ΘΕΜΑ», η Γενική Συνέλευση των μετόχων της Κτήμα Σιγάλα, στις 7 Οκτωβρίου 2025, αποφάσισε την έκδοση κοινού μη μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου ποσού 800.000 ευρώ, διάρκειας 5 ετών, και την κατάρτιση σχετικής σύμβασης για την κάλυψή του με τη μέτοχο της εταιρείας, την Κυρ-Γιάννη Α.Ε.
Σήμερα, το Κτήμα Σιγάλα καλλιεργεί 450 στρέμματα στην Οία και στις γύρω περιοχές στο βόρειο τμήμα του νησιού, έχοντας ήδη ολοκληρώσει νέες φυτεύσεις 170 στρεμμάτων, ενώ για το μέλλον προβλέπεται επέκταση του αμπελώνα με ρυθμό 30 στρεμμάτων ετησίως. Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Στέλλιου Μπουτάρη (στο ΑΠΕ-ΜΠΕ), μέσα στην επόμενη τριετία αναμένεται να αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς οι νέες φυτεύσεις, σε έκταση 170 στρεμμάτων, που πραγματοποιήθηκαν στο πρόσφορο ηφαιστειογενές έδαφος του νησιού.
«Τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι δύσκολα γιατί το 2024 και το 2025 ήταν έτη με πολύ μειωμένη παραγωγή για τη Σαντορίνη. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν έχουμε αρκετό κρασί να πουλήσουμε παρά τη ζήτηση που υπάρχει. Εχουμε ένα έλλειμμα άνω του 5%, κυρίως σε Ασύρτικο Σαντορίνης, που το ζητούν όλες οι αγορές και κυρίως η αμερικανική», ανέφερε. Παρά ταύτα «προσπαθούμε να κάνουμε δουλειά στον αμπελώνα για να βελτιωθεί η παραγωγή στα επόμενα χρόνια, με αναδιάρθρωση και νέες φυτεύσεις, ώστε να μπορέσουν τα αμπέλια να αυξήσουν την παραγόμενη ποσότητα. Φέτος, πήραμε περίπου 60 τόνους Ασύρτικου και 30 τόνους από άλλες ποικιλίες. Την ποσότητα αυτή ελπίζουμε να την αυξήσουμε στους 200 τόνους μέσα στην επόμενη τριετία», τόνισε ο κ. Μπουτάρης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο Κτήμα Σιγάλα εφαρμόζονται καινοτόμες πρακτικές βιώσιμης αμπελοκαλλιέργειας και διαχείρισης νερού, ενώ υλοποιείται και ένα πιλοτικό πρόγραμμα αξιοποίησης του «γκρίζου νερού» σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τη ΔΕΥΑ Θήρας και τον Σύνδεσμο Οινοποιών Σαντορίνης. Ετσι, το 2026 το 100% της απαιτούμενης άρδευσης για τον αμπελώνα αναμένεται να καλύπτεται από αυτό το νερό. Κάτι απαραίτητο, καθώς αν και ο αμπελώνας δεν είναι τεχνητά αρδευόμενος, χρειάζεται αναπλήρωση των ποσοτήτων νερού που μειώνονται διαρκώς λόγω της κλιματικής κρίσης.
Κτήμα Σιγάλα χωρίς... Πάρη
Μπορεί το Κτήμα Σιγάλα να θεωρείται εμβληματικό για την παραγωγή του Ασύρτικου και άλλων ποικιλιών της Σαντορίνης, με βάση τις «συνταγές» του Πάρη Σιγάλα, αλλά ο ίδιος ο σπουδαίος οινοποιός δεν βρίσκεται πλέον εκεί. Μετά το πέρασμα του ελέγχου στην Κυρ-Γιάννη και σε εταιρεία του Θ. Μαρτίνου, παρέμεινε στη θέση του προέδρου του Δ.Σ. μέχρι τα τέλη του 2020. Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο που εξελέγη τον Σεπτέμβριο του 2021 και διοικεί την εταιρεία μέχρι σήμερα έχει πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον Στέλλιο Μπουτάρη, αντιπρόεδρο τον Λάμπρο Παπαδημητρίου και μέλος την Αντιγόνη Μαυραγάνη.
Και αυτό γιατί το 2021 ο Πάρις Σιγάλας επέστρεψε στο οικογενειακό του οινοποιείο, τον τόπο όπου γεννήθηκε το Κτήμα Σιγάλα, «με μια βαθύτερη κατανόηση του σπουδαίου terroir της Σαντορίνης και του Ασύρτικου» . Εκεί, έστησε το οινοποιείο OENO P, με όραμα «να δημιουργήσει το καλύτερο Ασύρτικο, πιστεύοντας ότι αυτός ο μοναδικός αμπελώνας έχει ακόμα πολλά να μας αποκαλύψει». Το OENO P έχει σχεδιαστεί για μικρή παραγωγή με παραδοσιακές μεθόδους και στόχο την υψηλή ποιότητα που μπορεί να εκφράσει την πολυπλοκότητα του αμπελώνα της Σαντορίνης. Τα κρασιά παρασκευάζονται με αμφορείς μεγάλου όγκου και φυσική ζύμωση για τουλάχιστον 16 μήνες.
Η καμπή για τη Σαντορίνη
Η Σαντορίνη είναι ένα από τα αρχαιότερα οινοπέδια του κόσμου, το οποίο παραμένει ενεργό για περισσότερα από 3.000 συνεχή χρόνια. Η παράδοση του κρασιού στο νησί ξεκινά τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα π.Χ., αλλά διακόπηκε με την ηφαιστειακή έκρηξη της μινωικής περιόδου το 1.630 π.Χ. Τρεις αιώνες μετά την καταστροφή, το νησί κατοικήθηκε ξανά και ο αμπελώνας δημιουργήθηκε στο ηφαιστειακό έδαφος που δίνει στα κρασιά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την εξαιρετική ποιότητά τους.
Ο αμπελώνας της Σαντορίνης, ωστόσο, βρίσκεται αντιμέτωπος με την πρόκληση της κλιματικής κρίσης. Οπως είχε αναδείξει στο «ΘΕΜΑ» ο Γιάννης Καρακάσης (ένας από τους 418 Masters of Wine στον κόσμο) τον περασμένο Αύγουστο, «η συνολική παραγωγή φέτος αναμένεται να κινηθεί λίγο πάνω από 350-400 τόνους, ένας απειροελάχιστος, σχεδόν συμβολικός, όγκος για μια ονομασία παγκόσμιας φήμης, όταν το συνηθισμένο εύρος όλης της προηγούμενης δεκαετίας κυμαινόταν μεταξύ 2.500 και 3.000 τόνων, ενώ στο όχι μακρινό 2003 η παραγωγή είχε φτάσει τους 5.000 τόνους».
Κατά τον ίδιο, το μεγαλύτερο διακύβευμα -ήδη ορατό στον ορίζοντα- είναι η ερημοποίηση του αμπελώνα. «Από περίπου 30.000 στρέμματα πριν από λίγες δεκαετίες, σήμερα απομένουν στα χαρτιά περίπου 12.000, στην πραγματικότητα όμως μάλλον λιγότερα από 10.000. Αν η τάση συνεχιστεί, δεν αποκλείεται σε πέντε χρόνια να μιλάμε για έναν αμπελώνα μόλις 5.000 στρεμμάτων, με τεράστια απώλεια πολύτιμου γενετικού υλικού του Ασύρτικου, που διαθέτει πολύ μεγάλη παραλλακτικότητα με ύπαρξη πολλών βιοτύπων στο νησί. Παρομοίως ανάλογο πλήγμα θα υποστούν και οι υπόλοιπες σαντορινιές ποικιλίες». Το μόνο αισιόδοξο και παράδοξο είναι ότι ενώ η ποσότητα καταρρέει, η ποιότητα παραμένει προς το παρόν εξαιρετική.