Γενικός Γραμματέας υπουργείου Δικαιοσύνης: «Κακής ανάγνωσης» έτυχε η γνωμοδότηση για τα υποθηκοφυλακεία
Γενικός Γραμματέας υπουργείου Δικαιοσύνης: «Κακής ανάγνωσης» έτυχε η γνωμοδότηση για τα υποθηκοφυλακεία
Είπε ότι 15 διατάγματα, έτυχαν «κακής ανάγνωσης» και «παρά τα γραφόμενα, δεν κρίθηκαν μη νόμιμα ή αντισυνταγματικά» - Δείτε τη γνωμοδότηση του ΣτΕ
Μετά τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη που πραγματοποίησε επίθεση στους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήρθε σήμερα ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γεώργιος Σάρλης (και όχι ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής) να πει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δεν γνωρίζει ανάγνωση και νομικά, αλλά και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έκαναν «κακή ανάγνωση» της γνωμοδότησης του ΣτΕ για τα υποθηκοφυλακεία.
Κοντολογίς ο κ. Σάρλης σε μακροσκελή δήλωσή του αναφέρει ότι το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο γνωμοδότησε για το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος που αφορά την ανάθεση καθηκόντων υποθηκοφύλακα (Παπάγου) σε Ειρηνοδίκη και αναμένονται ακόμα και άλλα 15 όμοια διατάγματα, έτυχαν «κακής ανάγνωσης» και «παρά τα γραφόμενα, δεν κρίθηκαν μη νόμιμα ή αντισυνταγματικά».
Μάλιστα, ο κ. Σάρλης, εκφράζοντας τις επιλογές, προθέσεις, θέσεις και πρακτικές του κ. Κοντονή, τις οποίες μεταφέρει στην δήλωσή του, ο υπουργός Δικαιοσύνης θα συνεχίσει το δρόμο των επιλογών του.
Υπενθυμίζεται, ότι το πρωί η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με ανακοίνωσή της κάλεσε την Κυβέρνηση μετά την γνωμοδότηση του ΣτΕ να προβεί στην κατάλληλη νομοθετική τροποποίηση, ενώ παραθέτει το εξής απόσπασμα από την γνωμοδότηση: «Μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν μπορούν να ανατεθούν σε δικαστικό λειτουργό ούτε προσωρινώς, διότι δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος».
Ειδικότερα, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γεώργιος Σάρλης ο οποίος επωμίστηκε το βάρος να υπερασπιστεί τις επιλογές του κ. Κοντονή, οι οποίες τρώθηκαν από το ΣτΕ, σε δήλωση του αναφέρει:
«Κακής ανάγνωσης έτυχαν τόσο το πρακτικό επεξεργασίας (υπ’ αρ. 113/2017) του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και οι προθέσεις και πρακτικές του υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με το ζήτημα της εμμισθοποίησης 20 άμισθων υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν με αναπλήρωση. Η επιλογή του υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Σταύρου Κοντονή να προχωρήσει σε αυτή παραμένει σταθερή. Θα ενισχυθεί δε, από την αξιοποίηση στοιχείων που περιλαμβάνονται στο ίδιο το πρακτικό επεξεργασίας του αρμόδιου Τμήματος του ΣτΕ
Κοντολογίς ο κ. Σάρλης σε μακροσκελή δήλωσή του αναφέρει ότι το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο γνωμοδότησε για το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος που αφορά την ανάθεση καθηκόντων υποθηκοφύλακα (Παπάγου) σε Ειρηνοδίκη και αναμένονται ακόμα και άλλα 15 όμοια διατάγματα, έτυχαν «κακής ανάγνωσης» και «παρά τα γραφόμενα, δεν κρίθηκαν μη νόμιμα ή αντισυνταγματικά».
Μάλιστα, ο κ. Σάρλης, εκφράζοντας τις επιλογές, προθέσεις, θέσεις και πρακτικές του κ. Κοντονή, τις οποίες μεταφέρει στην δήλωσή του, ο υπουργός Δικαιοσύνης θα συνεχίσει το δρόμο των επιλογών του.
Υπενθυμίζεται, ότι το πρωί η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με ανακοίνωσή της κάλεσε την Κυβέρνηση μετά την γνωμοδότηση του ΣτΕ να προβεί στην κατάλληλη νομοθετική τροποποίηση, ενώ παραθέτει το εξής απόσπασμα από την γνωμοδότηση: «Μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν μπορούν να ανατεθούν σε δικαστικό λειτουργό ούτε προσωρινώς, διότι δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος».
Ειδικότερα, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γεώργιος Σάρλης ο οποίος επωμίστηκε το βάρος να υπερασπιστεί τις επιλογές του κ. Κοντονή, οι οποίες τρώθηκαν από το ΣτΕ, σε δήλωση του αναφέρει:
«Κακής ανάγνωσης έτυχαν τόσο το πρακτικό επεξεργασίας (υπ’ αρ. 113/2017) του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και οι προθέσεις και πρακτικές του υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με το ζήτημα της εμμισθοποίησης 20 άμισθων υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν με αναπλήρωση. Η επιλογή του υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Σταύρου Κοντονή να προχωρήσει σε αυτή παραμένει σταθερή. Θα ενισχυθεί δε, από την αξιοποίηση στοιχείων που περιλαμβάνονται στο ίδιο το πρακτικό επεξεργασίας του αρμόδιου Τμήματος του ΣτΕ
».
Στη συνέχεια ο κ. Σάρλης αναφέρει:
«Η πολιτική αυτή του υπουργείου εκκινούσε από τη διαχρονική ανάδειξη της δικαστικής λειτουργίας στο οικείο πεδίο. Τα υποθηκοφυλακεία επί πολλές δεκαετίες και έως σήμερα συνιστούσαν σημαντικούς θεσμούς για τον νομικό έλεγχο και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών επί των ακινήτων και αναγκαία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των δικαστικών αρχών.
Εξ ου και η αναπλήρωση υποθηκοφύλακα από Ειρηνοδίκη αποτελούσε πάγια, αυτονόητη αντίληψη που μπορεί ο καθένας να τη βρει εκφρασμένη στο οικείο νομοθετικό πλαίσιο, που ισχύει εδώ και περισσότερο από 75 χρόνια και έως σήμερα (ά. 5 παρ. 1 του Κανονιστικού Διατάγματος της 19.7.1941)».
Ακόμα, ο γενικός γραμματέας σημειώνει:
«Η πρωτοβουλία, συνεπώς, άμεσης εμμισθοποίησης υποθηκοφυλακείων, εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης που οδήγησε πολλά από αυτά στο να υπολειτουργούν, δεν συνιστούσε σύγκρουση με τη δικαστική λειτουργία, αλλά προσπάθεια διαφύλαξης κρίσιμων υπηρεσιών που εντάσσονται στον κύκλο λειτουργίας της και έχουν μεγάλη κοινωνική σημασία. Μάλιστα, κατ’ εκτίμηση και των οικείων οικονομικών εκθέσεων, από τα έσοδα των υποθηκοφυλακείων που θα εμμισθοποιηθούν αναμένεται όχι μόνο να καλυφθούν οι αναγκαίες δαπάνες λειτουργίας των ίδιων, αλλά και να αποδοθούν κέρδη στον κρατικό προϋπολογισμό.
Εξάλλου, το δικαστήριο σαφώς αναγνώρισε τη δικαιοδοτική, με την ευρεία έννοια, φύση της σχετικής αρμοδιότητας. Το υπουργείο Δικαιοσύνης δε, προσδοκούσε ότι αυτή η διαπίστωση θα αρκούσε για την ανάθεση της ευθύνης για πράξεις, εν ευρεία εννοία δικαιοδοτικές και ιδιαίτερης σημασίας για την ασφάλεια των συναλλαγών και την προστασία των εμπράγματων δικαιωμάτων, στους κατεξοχήν έμπειρους, δηλαδή τους δικαστικούς λειτουργούς».
Κλείνοντας, τη δήλωσή του ο κ. Σάρλης τονίζει:
«Τα Προεδρικά Διατάγματα για την εμμισθοποίηση των πρώτων υποθηκοφυλακείων, παρά τα γραφόμενα, δεν κρίθηκαν μη νόμιμα ή αντισυνταγματικά, και θα εκδοθούν σύντομα, ενώ θα ληφθεί κάθε άλλη αναγκαία νομοθετική πρωτοβουλία για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της διαδικασία που έχει επιλεγεί».
1) δεν επέτρεψε την ανάθεση αρμοδιοτήτων του υποθηκοφύλακα σε Ειρηνοδίκη,
2) επέβαλε την διαγραφή πέντε άρθρων του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος του κ. Κοντονή,
3) καταγράφει την αλλαγή των θέσεων του υπουργού Δικαιοσύνης για το εάν οι επιλογές του επιφέρουν ή όχι επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, κ.λπ., παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα (παράγραφοι 3, 4,7,8,14 και 17) από την επίμαχη γνωμοδότηση του ΣτΕ.
«3. Η Ολομέλεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την 2/2017 απόφασή της σε συμβούλιο, γνωμοδότησε αρνητικά για τη μετατροπή του προαναφερθέντος άμισθου Υποθηκοφυλακείου σε έμμισθο, με τη σκέψη ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 (εδάφιο τελευταίο) του ν.δ. 811/1971 με την οποία προβλέπεται η ανάθεση σε ειρηνοδίκη της καταχώρισης ορισμένων πράξεων ή αποφάσεων στα βιβλία του μετατρεπόμενου υποθηκοφυλακείου, προσκρούει στο άρθρο 89 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, κατά το οποίο απαγορεύεται η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικό λειτουργό».
«4. Στο στοιχείο «6» (5) του προοιμίου του σχεδίου αναφέρεται ότι «… δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού», ενώ στο επόμενο στοιχείο («5») μνημονεύεται η από 24.3.2017 εισήγηση της Γενικής Διευθύντριας Οικονομικών Υπηρεσιών, Διοικητικής Υποστήριξης και Ηλ. Διακυβέρνησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην εισήγηση αυτή αναφέρονται ορισμένα υποθηκοφυλακεία, μετατρεπόμενα σε έμμισθα, και βεβαιώνεται ότι από τη μετατροπή, πλην άλλων, του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε έμμισθο δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, διότι από τα σχετικά στοιχεία προκύπτει ότι τα έσοδα από τη μετατροπή των Υποθηκοφυλακείων αυτών, θα καλύψουν τη μισθοδοσία και τα λοιπά λειτουργικά έξοδα, ενώ θα προκύψει και θετική υπέρ του Δημοσίου διαφορά. Πριν από την εισαγωγή του σχεδίου προς επεξεργασία, με το 44738οικ/2.6.2017 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 43912οικ/31.5.2017 (ΥπΔΔΑΔ) έγγραφο των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προς τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο (παραγρ. 7) το ανωτέρω στοιχείο «6» (5) του προοιμίου του σχεδίου αντικαθίσταται ως εξής: «Το γεγονός ότι προκαλείται δαπάνη ύψους 98.220,00 ευρώ, η οποία καλύπτεται από το ύψος των εισπραττομένων δικαιωμάτων».(...).
«7. Όπως έχει κριθεί, παγίως, με το διάταγμα που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση του νόμου πρέπει να θεσπίζονται νέοι κανόνες δικαίου και δεν επιτρέπεται η επανάληψη σ' αυτό ισχυουσών διατάξεων τυπικού νόμου, παρά μόνο κατ' εξαίρεση και για λόγους πληρότητας των επιχειρούμενων με το διάταγμα ρυθμίσεων. Εφόσον συντρέχει η τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να επαναλαμβάνεται κατά λέξη η ρύθμιση του νόμου και στη συνέχεια να μνημονεύεται η σχετική διάταξη σε παρένθεση, ώστε να μην προκαλείται σύγχυση ως προς τον πράγματι ισχύοντα κανόνα δικαίου (ΠΕ 81/2017 παρ. 16, 51/2017 παρ. 7 κ.ά.)».
«8. Εν προκειμένω, με τα άρθρα 2 παρ. 2, 4, 5, 6 και 7 του υπό επεξεργασία σχεδίου δεν θεσπίζονται νέοι κανόνες δικαίου, αλλά επαναλαμβάνονται, σχεδόν αυτούσιες, οι διατάξεις των παρ. 2 (εδάφια δεύτερο έως πέμπτο), 7, 8, 9 και 10 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, όπως ισχύει, αντίστοιχα. Εξάλλου, από νομοτεχνική άποψη δεν είναι αναγκαία η επανάληψη διατάξεων του τυπικού νόμου στο υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος, δεδομένου ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, όπως ισχύει, συγκροτούν πλήρες, κατ’ αρχήν, σύστημα κανόνων που διέπει τον τρόπο στελέχωσης, λειτουργίας και στέγασης των ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων, τα οποία μετατρέπονται σε έμμισθα με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παρ. 1 του αυτού άρθρου 4. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2, 4, 5, 6 και 7 του σχεδίου πρέπει να διαγραφούν και στη συνέχεια πρέπει να αναριθμηθούν προσηκόντως τα λοιπά άρθρα του σχεδίου».(....).
«14. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1.1.2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Εξαίρεση από τη γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως, είναι, για τον λόγο αυτό, στενώς ερμηνευτέα, προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, από την εν λόγω εξαιρετικού χαρακτήρα διάταξη, στενώς, κατά τα ανωτέρω ερμηνευτέα, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλ. και πρακτικά Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής Ι΄ Περιόδου, Α΄ Συνόδου, Συνεδρ. ΡΛΒ΄, σελ. 597). Και τούτο διότι στην περίπτωση του μονομελούς οργάνου η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού επί προσβολής ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεών του ως ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 2980-1/2010). Περαιτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν επιτρέπεται, πολλώ μάλλον, η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, η άσκηση των οποίων έχει ανατεθεί από τον νόμο σε δικαστικό υπάλληλο ή άλλο δημόσιο λειτουργό, εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν συνάπτονται αμέσως με την απονομή της δικαιοσύνης». (....).
«17. Από το άρθρο 92 παρ. 4 του Συντάγματος, στο οποίο προβλέπεται ότι οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων (έμμισθων) είναι δικαστικοί υπάλληλοι και ότι στους άμισθους φύλακες υποθηκών και μεταγραφών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 94 για τους δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά και από την προπαρατεθείσα νομοθεσία, όπως αυτή ίσχυσε διαδοχικώς, συνάγεται ότι ο έλεγχος από τους υποθηκοφύλακες των μεταγραπτέων πράξεων στα βιβλία του οικείου υποθηκοφυλακείου θεωρείται ανέκαθεν από τον νομοθέτη ως νομικός έλεγχος που ασκείται από πρόσωπα που έχουν αυξημένα ουσιαστικά προσόντα και ειδικές γνώσεις. Για τον λόγο, άλλωστε αυτόν, πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, η υπηρεσία του υποθηκοφυλακείου ανατίθετο από τον κοινό νομοθέτη σε ειρηνοδίκη σε όσες έδρες ειρηνοδικείων δεν υφίστατο ειδικό υποθηκοφυλακείο ή συμβολαιογράφος (βλ. άρθρο 3 παρ. 3 του από 19/23.7.1941 διατάγματος). Ο έλεγχος, όμως, αυτός, ή η «υπηρεσία του υποθηκοφυλακείου» κατά τη διατύπωση του νόμου, δεν συνιστά, πάντως, εν στενή εννοία δικαιοδοτικό έργο ούτε συναρτάται με τη συγκρότηση και λειτουργία των δικαστηρίων. Εξάλλου, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, οι οποίες είναι στενώς ερμηνευτέες, καθόσον εισάγουν εξαίρεση από τον συνταγματικό κανόνα της απαγόρευσης ανάθεσης άλλων, μη δικαιοδοτικών, καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Ειδικότερα, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 89, προεχόντως διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται σε συλλογικά όργανα (συμβούλια ή επιτροπές). Επίσης, δεν εμπίπτουν στο γράμμα και τον σκοπό της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 89, διότι δεν συνιστούν άσκηση διοικητικών ή εκπαιδευτικών καθηκόντων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ούτε ανάθεση εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Επομένως, μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν μπορούν να ανατεθούν σε δικαστικό λειτουργό ούτε προσωρινώς, διότι δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2980-1/2010). Ως εκ τούτου, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης σε ειρηνοδίκη καθηκόντων ή «υπηρεσίας» υποθηκοφύλακα έμμισθου υποθηκοφυλακείου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Περαιτέρω, εν όψει του ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης της Βουλής και τη σχετική αγόρευση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά τη συζήτηση του ψηφισθέντος στη συνέχεια ν. 4456/2017, σκοπός των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 4456/2017, είναι η επίλυση του εξαιρετικά σοβαρού κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος που ανέκυψε από την παύση, ουσιαστικά, της λειτουργίας ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων στη Χώρα, λόγω οριστικής αποχώρησης από την υπηρεσία ή θανάτου ειδικού άμισθου υποθηκοφύλακα, και αδυναμίας αναπλήρωσής του, λόγω απροθυμίας, εξακολουθούν να ισχύουν και οι λοιπές, παγίως ισχύουσες, διατάξεις που προβλέπουν την άσκηση των καθηκόντων αυτών στα έμμισθα υποθηκοφυλακεία ή την πλήρωση των θέσεων των έμμισθων Υποθηκοφυλάκων ή την αναπλήρωσή τους σε περίπτωση ελλείψεως ή κωλύματος των προϊσταμένων των έμμισθων υποθηκοφυλακείων (πρβλ. και άρθρο 1 του υπό επεξεργασία σχεδίου). Εν πάση περιπτώσει, η Διοίκηση, σε περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί με άλλον τρόπο η καταχώριση πράξεων στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Παπάγου από δικαστικό υπάλληλο ή συμβολαιογράφο, είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 είτε κατά τις πάγιες διατάξεις περί εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, έχει τη δυνατότητα να αναθέσει προσωρινώς, κατά προτεινόμενη τροποποίηση της σχετικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 του ν.δ. 811/1971, τα καθήκοντα αυτά στον προϊστάμενο της γραμματείας του οικείου ειρηνοδικείου και εν ελλείψει αυτού στον προϊστάμενο της γραμματείας του οικείου πρωτοδικείου, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι πτυχίο νομικής (πρβλ. και εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 17 του ν. 724/1977 για το προϊσχύσαν καθεστώς)».
Στη συνέχεια ο κ. Σάρλης αναφέρει:
«Η πολιτική αυτή του υπουργείου εκκινούσε από τη διαχρονική ανάδειξη της δικαστικής λειτουργίας στο οικείο πεδίο. Τα υποθηκοφυλακεία επί πολλές δεκαετίες και έως σήμερα συνιστούσαν σημαντικούς θεσμούς για τον νομικό έλεγχο και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών επί των ακινήτων και αναγκαία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των δικαστικών αρχών.
Εξ ου και η αναπλήρωση υποθηκοφύλακα από Ειρηνοδίκη αποτελούσε πάγια, αυτονόητη αντίληψη που μπορεί ο καθένας να τη βρει εκφρασμένη στο οικείο νομοθετικό πλαίσιο, που ισχύει εδώ και περισσότερο από 75 χρόνια και έως σήμερα (ά. 5 παρ. 1 του Κανονιστικού Διατάγματος της 19.7.1941)».
Ακόμα, ο γενικός γραμματέας σημειώνει:
«Η πρωτοβουλία, συνεπώς, άμεσης εμμισθοποίησης υποθηκοφυλακείων, εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης που οδήγησε πολλά από αυτά στο να υπολειτουργούν, δεν συνιστούσε σύγκρουση με τη δικαστική λειτουργία, αλλά προσπάθεια διαφύλαξης κρίσιμων υπηρεσιών που εντάσσονται στον κύκλο λειτουργίας της και έχουν μεγάλη κοινωνική σημασία. Μάλιστα, κατ’ εκτίμηση και των οικείων οικονομικών εκθέσεων, από τα έσοδα των υποθηκοφυλακείων που θα εμμισθοποιηθούν αναμένεται όχι μόνο να καλυφθούν οι αναγκαίες δαπάνες λειτουργίας των ίδιων, αλλά και να αποδοθούν κέρδη στον κρατικό προϋπολογισμό.
Εξάλλου, το δικαστήριο σαφώς αναγνώρισε τη δικαιοδοτική, με την ευρεία έννοια, φύση της σχετικής αρμοδιότητας. Το υπουργείο Δικαιοσύνης δε, προσδοκούσε ότι αυτή η διαπίστωση θα αρκούσε για την ανάθεση της ευθύνης για πράξεις, εν ευρεία εννοία δικαιοδοτικές και ιδιαίτερης σημασίας για την ασφάλεια των συναλλαγών και την προστασία των εμπράγματων δικαιωμάτων, στους κατεξοχήν έμπειρους, δηλαδή τους δικαστικούς λειτουργούς».
Κλείνοντας, τη δήλωσή του ο κ. Σάρλης τονίζει:
«Τα Προεδρικά Διατάγματα για την εμμισθοποίηση των πρώτων υποθηκοφυλακείων, παρά τα γραφόμενα, δεν κρίθηκαν μη νόμιμα ή αντισυνταγματικά, και θα εκδοθούν σύντομα, ενώ θα ληφθεί κάθε άλλη αναγκαία νομοθετική πρωτοβουλία για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της διαδικασία που έχει επιλεγεί».
Η γνωμοδότηση του ΣτΕ και η καλή ανάγνωσή της
Το protothema.gr στην προσπάθεια της κατανόησης και καλής ανάγνωσης της επίμαχης γνωμοδότησης του Συμβουλίου της Επικρατείας που:1) δεν επέτρεψε την ανάθεση αρμοδιοτήτων του υποθηκοφύλακα σε Ειρηνοδίκη,
2) επέβαλε την διαγραφή πέντε άρθρων του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος του κ. Κοντονή,
3) καταγράφει την αλλαγή των θέσεων του υπουργού Δικαιοσύνης για το εάν οι επιλογές του επιφέρουν ή όχι επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, κ.λπ., παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα (παράγραφοι 3, 4,7,8,14 και 17) από την επίμαχη γνωμοδότηση του ΣτΕ.
«3. Η Ολομέλεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την 2/2017 απόφασή της σε συμβούλιο, γνωμοδότησε αρνητικά για τη μετατροπή του προαναφερθέντος άμισθου Υποθηκοφυλακείου σε έμμισθο, με τη σκέψη ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 (εδάφιο τελευταίο) του ν.δ. 811/1971 με την οποία προβλέπεται η ανάθεση σε ειρηνοδίκη της καταχώρισης ορισμένων πράξεων ή αποφάσεων στα βιβλία του μετατρεπόμενου υποθηκοφυλακείου, προσκρούει στο άρθρο 89 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, κατά το οποίο απαγορεύεται η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικό λειτουργό».
«4. Στο στοιχείο «6» (5) του προοιμίου του σχεδίου αναφέρεται ότι «… δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού», ενώ στο επόμενο στοιχείο («5») μνημονεύεται η από 24.3.2017 εισήγηση της Γενικής Διευθύντριας Οικονομικών Υπηρεσιών, Διοικητικής Υποστήριξης και Ηλ. Διακυβέρνησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην εισήγηση αυτή αναφέρονται ορισμένα υποθηκοφυλακεία, μετατρεπόμενα σε έμμισθα, και βεβαιώνεται ότι από τη μετατροπή, πλην άλλων, του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε έμμισθο δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, διότι από τα σχετικά στοιχεία προκύπτει ότι τα έσοδα από τη μετατροπή των Υποθηκοφυλακείων αυτών, θα καλύψουν τη μισθοδοσία και τα λοιπά λειτουργικά έξοδα, ενώ θα προκύψει και θετική υπέρ του Δημοσίου διαφορά. Πριν από την εισαγωγή του σχεδίου προς επεξεργασία, με το 44738οικ/2.6.2017 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 43912οικ/31.5.2017 (ΥπΔΔΑΔ) έγγραφο των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προς τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο (παραγρ. 7) το ανωτέρω στοιχείο «6» (5) του προοιμίου του σχεδίου αντικαθίσταται ως εξής: «Το γεγονός ότι προκαλείται δαπάνη ύψους 98.220,00 ευρώ, η οποία καλύπτεται από το ύψος των εισπραττομένων δικαιωμάτων».(...).
«7. Όπως έχει κριθεί, παγίως, με το διάταγμα που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση του νόμου πρέπει να θεσπίζονται νέοι κανόνες δικαίου και δεν επιτρέπεται η επανάληψη σ' αυτό ισχυουσών διατάξεων τυπικού νόμου, παρά μόνο κατ' εξαίρεση και για λόγους πληρότητας των επιχειρούμενων με το διάταγμα ρυθμίσεων. Εφόσον συντρέχει η τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να επαναλαμβάνεται κατά λέξη η ρύθμιση του νόμου και στη συνέχεια να μνημονεύεται η σχετική διάταξη σε παρένθεση, ώστε να μην προκαλείται σύγχυση ως προς τον πράγματι ισχύοντα κανόνα δικαίου (ΠΕ 81/2017 παρ. 16, 51/2017 παρ. 7 κ.ά.)».
«8. Εν προκειμένω, με τα άρθρα 2 παρ. 2, 4, 5, 6 και 7 του υπό επεξεργασία σχεδίου δεν θεσπίζονται νέοι κανόνες δικαίου, αλλά επαναλαμβάνονται, σχεδόν αυτούσιες, οι διατάξεις των παρ. 2 (εδάφια δεύτερο έως πέμπτο), 7, 8, 9 και 10 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, όπως ισχύει, αντίστοιχα. Εξάλλου, από νομοτεχνική άποψη δεν είναι αναγκαία η επανάληψη διατάξεων του τυπικού νόμου στο υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος, δεδομένου ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, όπως ισχύει, συγκροτούν πλήρες, κατ’ αρχήν, σύστημα κανόνων που διέπει τον τρόπο στελέχωσης, λειτουργίας και στέγασης των ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων, τα οποία μετατρέπονται σε έμμισθα με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παρ. 1 του αυτού άρθρου 4. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2, 4, 5, 6 και 7 του σχεδίου πρέπει να διαγραφούν και στη συνέχεια πρέπει να αναριθμηθούν προσηκόντως τα λοιπά άρθρα του σχεδίου».(....).
«14. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1.1.2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Εξαίρεση από τη γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως, είναι, για τον λόγο αυτό, στενώς ερμηνευτέα, προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, από την εν λόγω εξαιρετικού χαρακτήρα διάταξη, στενώς, κατά τα ανωτέρω ερμηνευτέα, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλ. και πρακτικά Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής Ι΄ Περιόδου, Α΄ Συνόδου, Συνεδρ. ΡΛΒ΄, σελ. 597). Και τούτο διότι στην περίπτωση του μονομελούς οργάνου η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού επί προσβολής ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεών του ως ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 2980-1/2010). Περαιτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν επιτρέπεται, πολλώ μάλλον, η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, η άσκηση των οποίων έχει ανατεθεί από τον νόμο σε δικαστικό υπάλληλο ή άλλο δημόσιο λειτουργό, εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν συνάπτονται αμέσως με την απονομή της δικαιοσύνης». (....).
«17. Από το άρθρο 92 παρ. 4 του Συντάγματος, στο οποίο προβλέπεται ότι οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων (έμμισθων) είναι δικαστικοί υπάλληλοι και ότι στους άμισθους φύλακες υποθηκών και μεταγραφών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 94 για τους δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά και από την προπαρατεθείσα νομοθεσία, όπως αυτή ίσχυσε διαδοχικώς, συνάγεται ότι ο έλεγχος από τους υποθηκοφύλακες των μεταγραπτέων πράξεων στα βιβλία του οικείου υποθηκοφυλακείου θεωρείται ανέκαθεν από τον νομοθέτη ως νομικός έλεγχος που ασκείται από πρόσωπα που έχουν αυξημένα ουσιαστικά προσόντα και ειδικές γνώσεις. Για τον λόγο, άλλωστε αυτόν, πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, η υπηρεσία του υποθηκοφυλακείου ανατίθετο από τον κοινό νομοθέτη σε ειρηνοδίκη σε όσες έδρες ειρηνοδικείων δεν υφίστατο ειδικό υποθηκοφυλακείο ή συμβολαιογράφος (βλ. άρθρο 3 παρ. 3 του από 19/23.7.1941 διατάγματος). Ο έλεγχος, όμως, αυτός, ή η «υπηρεσία του υποθηκοφυλακείου» κατά τη διατύπωση του νόμου, δεν συνιστά, πάντως, εν στενή εννοία δικαιοδοτικό έργο ούτε συναρτάται με τη συγκρότηση και λειτουργία των δικαστηρίων. Εξάλλου, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, οι οποίες είναι στενώς ερμηνευτέες, καθόσον εισάγουν εξαίρεση από τον συνταγματικό κανόνα της απαγόρευσης ανάθεσης άλλων, μη δικαιοδοτικών, καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Ειδικότερα, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 89, προεχόντως διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται σε συλλογικά όργανα (συμβούλια ή επιτροπές). Επίσης, δεν εμπίπτουν στο γράμμα και τον σκοπό της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 89, διότι δεν συνιστούν άσκηση διοικητικών ή εκπαιδευτικών καθηκόντων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ούτε ανάθεση εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Επομένως, μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν μπορούν να ανατεθούν σε δικαστικό λειτουργό ούτε προσωρινώς, διότι δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2980-1/2010). Ως εκ τούτου, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης σε ειρηνοδίκη καθηκόντων ή «υπηρεσίας» υποθηκοφύλακα έμμισθου υποθηκοφυλακείου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Περαιτέρω, εν όψει του ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης της Βουλής και τη σχετική αγόρευση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά τη συζήτηση του ψηφισθέντος στη συνέχεια ν. 4456/2017, σκοπός των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 4456/2017, είναι η επίλυση του εξαιρετικά σοβαρού κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος που ανέκυψε από την παύση, ουσιαστικά, της λειτουργίας ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων στη Χώρα, λόγω οριστικής αποχώρησης από την υπηρεσία ή θανάτου ειδικού άμισθου υποθηκοφύλακα, και αδυναμίας αναπλήρωσής του, λόγω απροθυμίας, εξακολουθούν να ισχύουν και οι λοιπές, παγίως ισχύουσες, διατάξεις που προβλέπουν την άσκηση των καθηκόντων αυτών στα έμμισθα υποθηκοφυλακεία ή την πλήρωση των θέσεων των έμμισθων Υποθηκοφυλάκων ή την αναπλήρωσή τους σε περίπτωση ελλείψεως ή κωλύματος των προϊσταμένων των έμμισθων υποθηκοφυλακείων (πρβλ. και άρθρο 1 του υπό επεξεργασία σχεδίου). Εν πάση περιπτώσει, η Διοίκηση, σε περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί με άλλον τρόπο η καταχώριση πράξεων στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Παπάγου από δικαστικό υπάλληλο ή συμβολαιογράφο, είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 είτε κατά τις πάγιες διατάξεις περί εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, έχει τη δυνατότητα να αναθέσει προσωρινώς, κατά προτεινόμενη τροποποίηση της σχετικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 του ν.δ. 811/1971, τα καθήκοντα αυτά στον προϊστάμενο της γραμματείας του οικείου ειρηνοδικείου και εν ελλείψει αυτού στον προϊστάμενο της γραμματείας του οικείου πρωτοδικείου, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι πτυχίο νομικής (πρβλ. και εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 17 του ν. 724/1977 για το προϊσχύσαν καθεστώς)».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα