Οδός Ερμού: Η ιστορία του δρόμου που άνοιξε το 1833 και είναι σήμερα ο 15ος ακριβότερος στον κόσμο

Η οδός της «τρυφηλής ασωτίας» αποτυπώνει διαχρονικά την ιστορική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Αθήνας

Οταν το 1833 οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ σχεδίαζαν τη «νέα Αθήνα», επιχειρώντας να της προσδώσουν μια αστική ταυτότητα αντάξια των τότε σύγχρονων ευρωπαϊκών μητροπόλεων, ουδέποτε φαντάζονταν ότι ένας από τους πρώτους δρόμους και βασικούς άξονές της, η οδός Ερμού, θα γινόταν μετά από κάποιες δεκαετίες ένας από τους ακριβότερους εμπορικούς δρόμους ολόκληρου του κόσμου. Ενας δρόμος που από την ώρα που κατασκευάστηκε και μέχρι σήμερα αποτελεί την «ψυχή» της Αθήνας.

Ξεχωριστό τοπόσημο και ισχυρό σύμβολο της νεότερης ιστορικής και κοινωνικής της εξέλιξης, αποτυπώνει όλες τις εποχές του χρόνου τον καταναλωτικό σφυγμό της συγκεντρώνοντας κορυφαία brands και δεκάδες ακόμα καταστήματα για σχεδόν δύο αιώνες, πρωτίστως στο πεζοδρομημένο τμήμα του, που είναι και το μεγαλύτερο στην ελληνική πρωτεύουσα. Δρόμος-μαγνήτης για Ελληνες και ξένους καταναλωτές, στον οποίο επικεντρώνεται και διαφημίζεται ακόμα η κίνηση της αθηναϊκής αγοράς με τη μορφή μιας συνεχώς κινούμενης λαοθάλασσας.

1885
2025

Ενας δρόμος ταυτοτικός της αρχοντιάς και της μεγαλοπρέπειας, με σπάνια μέγαρα-μικρά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα που ζουν ακόμα, υπενθυμίζοντας ένα ένδοξο παρελθόν, υπερπολυτελή ξενοδοχεία όπως και ιστορικά καφενεία που σήμερα δεν υπάρχουν, αλλά οι ιστορίες τους έχουν γίνει ζωντανοί θρύλοι. Ενας δρόμος ακόμα με τρεις βυζαντινές εκκλησίες.

Δρόμος συνώνυμος της νοσταλγίας και της ελπίδας, της ζώσας αγοράς, ταυτισμένος με την εμπορική αίγλη, αλλά και τη συναναστροφή όλων των γενεών, των τάξεων και των πολιτισμών από τότε που «γεννήθηκε» σαν ένας χωματόδρομος κακοτράχαλος, με βράχους ακόμα στη μέση, μέχρι σήμερα που λάμπει 15ος στη λίστα με τους ακριβότερους δρόμους του πλανήτη.

Ο «μεγάλος δρόμος»

Στον αρχικό πολεοδομικό σχεδιασμό της Αθήνας, η Ερμού προοριζόταν να γίνει ο κεντρικός εμπορικός δρόμος της νέας πρωτεύουσας. Γι’ αυτό και το όνομα που της δόθηκε ήταν του θεού του εμπορίου, Ερμή. Ηταν η «Ερμαϊκή οδός», που ξεκινούσε από την Πειραιώς και έφτανε μέχρι την πλατεία Συντάγματος.

Ερμού 47: Οικοδομήθηκε στα τέλη της οθωνικής περιόδου και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α' (1860-1870)

Και έγινε σχεδόν αμέσως. Την έλεγαν ο «μεγάλος δρόμος». Ξεχώριζε από τους άλλους δρόμους για το πλάτος του. Οχι γιατί ήταν πραγματικά φαρδύς, αλλά επειδή οι άλλοι, αυτοί που βλέπουμε και σήμερα στην Πλάκα, στου Ψυρρή και το Μοναστηράκι, οι πάροδοι της Ερμού, της Αιόλου και της Αθηνάς, έγιναν υπερβολικά στενοί και δύσβατοι τελικά.

Σφύζοντας από εμπορική κίνηση στο πρώτο τμήμα του, μέχρι την Καπνικαρέα, με τη βασίλισσα Αμαλία να δίνει τον τόνο της επισκεψιμότητας για την τότε «υψηλή κοινωνία» της πρωτεύουσας. Με ένα δεύτερο τμήμα, επίσης με εμπορικά κυρίως καταστήματα και καφενεία μέχρι και το ύψος του Μοναστηρακίου. Στη συμβολή της μάλιστα με τη Μιαούλη δέσποζε μια χουρμαδιά «περιώνυμος διά το ύψος και την ευμορφιά της», όπως αναφέρει εντυπωσιασμένος ο περίφημος Χανς Κρίστιαν Αντερσεν στο Οδοιπορικό του στην Ελλάδα. Η οποία ξεριζώθηκε το 1857. Και το τρίτο του κομμάτι ήταν αρχικά και για χρόνια ένας παραμελημένος χωματόδρομος, γεμάτος σκόνη, φτωχικά σπίτια και φθηνά μαγαζιά, παλαιοπωλεία, τσαρουχάδικα, ταβέρνες, στάβλους και χάνια. Αυτά τα τρία διαφορετικά τμήματα της Ερμού, σε γενικές γραμμές, παραμένουν και σήμερα.

Η Ερμού των σχεδόν 1.600 μέτρων στρώθηκε το 1838 με σύστημα μακαντάμ, μια ιδιαίτερης τεχνικής χαλικόστρωση, αργότερα απέκτησε πεζοδρόμια και ασφαλτοστρώθηκε το 1910. Είχε δε υποχρεωτικά «διώροφα κτίρια με ισόγειο και ένα ανώγειο πάτωμα και να σχηματίζουν σειρά συνεχή και αδιάκοπο», όπως πρόβλεπε βασιλικό διάταγμα του 1856.

Η περιοχή μεταξύ της πλατείας Μοναστηρακίου και της πλατείας Ασωμάτων ήταν γνωστή και ως Εκατόγχειρ λόγω ενός γύψινου κοσμήματος τετραώροφης κατοικίας που παρίστανε γιγαντιαίο Εκατόγχειρα, ο οποίος κρατούσε στην αγκαλιά του έναν τεράστιο ογκόλιθο.

Ναός Αγίων Ασωμάτων

Η χάραξη του δρόμου από το Θησείο έως την Πειραιώς έγινε το 1857 με την κατασκευή του σταθμού στο Θησείο. Τότε, ο Μιχαήλ Τοσίτσας δώρισε στον Δήμο Αθηναίων 50.000 φράγκα για έργα οδοποιίας και αμέσως ξεκίνησε η οδόστρωση της Ερμού, ενώ εγκρίθηκε και η διαπλάτυνσή της (από 10 σε 15 μέτρα) από τον σταθμό έως την οδό Αθηνάς. Επρεπε όμως να περάσουν 15 χρόνια για να πραγματωθεί, καθώς εκκρεμούσαν υποθέσεις αποζημιώσεων των ιδιοκτητών. Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν η διαπλάτυνση να φτάσει τα 20 μέτρα σε όλο το μήκος της Ερμού. Ξεκίνησε από το Σύνταγμα, αλλά σταμάτησε στο ύψος της οδού Βουλής εξαιτίας των αντιδράσεων. Αυτή είναι η εικόνα της Ερμού μέχρι και σήμερα.

Παναγία Παντάνασσα


Οπως όλοι οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας, έτσι και η Ερμού άλλαζε σταδιακά το πρόσωπό της σύμφωνα με τις οικονομικές εξελίξεις, τις κοινωνικές επιταγές και τις τεχνικές δυνατότητες. Μεταπολεμικά, και ιδίως προς τις δεκαετίες του '70 και του '80, η συγκέντρωση πληθυσμού, όπως και αυτοκινήτων στην Αθήνα, έπληξε καίρια τον κορυφαίο εμπορικό δρόμο. Θόρυβος, ρύπανση παντός είδους, κυκλοφοριακή συμφόρηση εξελίχθηκαν σε μεγάλες απειλές ακόμη και για τη βιωσιμότητά του.

Ερμού 62 & Αιόλου 32: Χτίστηκε περί το 1870. Κατά το 1900 στέγαζε αρτοποιεία και χρυσοχοείο. Κηρύχθηκε διατηρητέο το 1985

Κομβική στιγμή για την αλλαγή πορείας αποτέλεσε η απόφαση πεζοδρόμησης της Ερμού από την Αιόλου μέχρι το Σύνταγμα. Ολοκληρώθηκε παραμονές της Πρωτοχρονιάς του 1998. Η υλοποίησή της συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις από εμπόρους και άλλους καταστηματάρχες, καθώς φοβόντουσαν ότι θα μειωνόταν η αγοραστική κίνηση. Από τη στιγμή πάντως που η «νέα Ερμού» παραδόθηκε σε λειτουργία πεζοδρομημένη, οι αντιδράσεις έπαψαν διαμιάς.

Τα εμβληματικά κτίρια

Από τα πρώτα χρόνια της ζωής της, η Ερμού άρχισε να γεμίζει με νεοκλασικές κατοικίες, ιδίως στο τμήμα της από την Αιόλου προς το Σύνταγμα. Ανάμεσά τους η οικία Καβάκου. Βρισκόταν στη γωνία Ερμού 67 και Αιόλου 15. Ενα τριώροφο κτίριο, αξιόλογο δείγμα του εκλεκτικιστικού ρυθμού της εποχής εκείνης. Αρχικά ανήκε στον Θωμά Καβάκο και το 1871 μεταβιβάστηκε στους κληρονόμους του και κατά τα 5/16 στην «Ελεήμονα Εταιρεία», που διαχειριζόταν το Πτωχοκομείο. Εκτοτε περιήλθε διαδοχικά σε διάφορες ιδιοκτησίες, καταλήγοντας στο τέλος στην οικογένεια Τρουπάκη (1958).

Οικία Καβάκου: Βρισκόταν στη γωνία Ερμού 67 και Αιόλου 15. Είχε στεγάσει ξενοδοχείο στους ορόφους και το φαρμακείο Καβάκου στο ισόγειο


Διατηρητέο με πλούσια διακοσμημένες όψεις, είχε στεγάσει ξενοδοχείο στους ορόφους και το φαρμακείο Καβάκου στο ισόγειο. Στις μέρες μας, στεγάζει εμπορικά καταστήματα.

Στη γωνία Ερμού 54 και πλατεία Καπνικαρέας 10, αμέσως μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, είχε ανεγερθεί η κατοικία Κόνιαρη, στην οποία από το 1837 στεγάστηκε το υπουργείο των Εκκλησιαστικών. Το οίκημα κατεδαφίστηκε το 1883 και στη θέση του ανεγέρθηκε για λογαριασμό του μεγαλέμπορου Βασιλείου Μελά το σημερινό τετραώροφο νεοκλασικό μέγαρο «μετά της υαλοσκεπούς διόδου», της πρώτης δηλαδή στο είδος της εμπορικής στοάς των Αθηνών, στο πρότυπο των ευρωπαϊκών «galleries», που ανακαινίστηκε στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η Στοά Κόνιαρη-Μελά.


Στοά Κόνιαρη: Η πρώτη στο είδος της εμπορική στοά των Αθηνών

Στοά Πύρρου και Ερμείον

Το 1885, ακριβώς δίπλα (Ερμού 56) στη Στοά Κόνιαρη, κατεδαφίστηκε η οικία του Λουκά Πύρρου για να κατασκευαστεί παρόμοιο τριώροφο νεοκλασικό μέγαρο με αντίστοιχη στοά. Η Στοά Πύρρου ήταν η δεύτερη της ελληνικής πρωτεύουσας «μετά της υαλοσκεπούς διόδου», στα γαλλικά πρότυπα. Μέχρι σήμερα συνδέει την Ερμού με την οδό Αθηναΐδος. Ανακαινίστηκε κι αυτή στα τέλη του 20ού αιώνα.

Στοά Πύρρου: Συνδέει την Ερμού με την οδό Αθηναΐδος


Υπάρχουν δύο ακόμη σημαντικά νεοκλασικά κτίρια. Το πρώτο επί της Ερμού 47. Ενα διώροφο που οικοδομήθηκε στα τέλη της οθωνικής περιόδου και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α' (1860-1870). Χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς ως κατάστημα, κυρίως εμπορίας υφασμάτων, για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα της φίρμας Παπαγιάννη (1900-1930). Το δεύτερο, επίσης διώροφο, στη γωνία Ερμού 62 και Αιόλου 32, χτίστηκε περί το 1870.

Κατά το 1900 στέγαζε αρτοποιεία και χρυσοχοείο, ενώ από το 1920 τη θέση τους είχε καταλάβει το χρυσοχοείο-αδαμαντοπωλείο του Αθ. Τουλούπα, στο οποίο προστέθηκαν το 1930 το υποδηματοποιείο, η αντιπροσωπεία της Michelin και ένα εμπορικό γυναικείων υφασμάτων. Το 1931 το κτίριο ανήκε στον Δημήτριο Θωμαΐδη, ο οποίος το κληροδότησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Χαρακτηρίστηκε έργο τέχνης από το υπουργείο Πολιτισμού το 1980 και κηρύχθηκε διατηρητέο το 1985. Ανακαινίστηκε πλήρως το 1999. Σε ένα κτίριο, εξάλλου, στη μέση της Ερμού είχε στεγαστεί αρχικά το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Τα μέλη του οποίου με μία ιστορική προκήρυξη επικύρωσαν τις επαναστατικές πράξεις της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, αναπληρώνοντας κατά κάποιον τρόπο το νομοθετικό σώμα, και απαιτούσαν την αποδοχή της, με τη θέσπιση Συντάγματος, από τον τότε βασιλιά. Στο κτίριο αυτό σχηματίστηκε και η πρώτη συνταγματική κυβέρνηση του ελληνικού κράτους.

Καταστήματα

Από το 1837 η Ερμού άρχισε να αποκτά τα πρώτα εμπορικά της καταστήματα, μέχρι να φτάσει στη σημερινή εικόνα «ασφυξίας». Αρκετά μάλιστα από τα καταστήματά της ήταν εφάμιλλα των ευρωπαϊκών, πουλώντας αρχικά σχεδόν αποκλειστικά υφάσματα. Αργότερα ήρθε η εποχή του έτοιμου ρούχου, με εισαγωγές ενδυμάτων από επώνυμους οίκους του εξωτερικού, πρωτίστως του Λονδίνου, του Μιλάνου και του Παρισιού.

Ακολούθησε μια περίοδος «πολυχρωμίας» και έντονου συγχρωτισμού, καθώς η Ερμού διαμόρφωνε την ιδιαίτερη ταυτότητά της. Ανάμεσα στα καταστήματα ενδυμάτων και υποδημάτων, ραφεία και υφασματάδικα, εμφανίστηκαν και καταστήματα τροφίμων, καπνοπωλεία, χαρτοπωλεία, φωτογραφεία και πολύ περισσότερα ζαχαροπλαστεία και καφενεία, ενώ όσο προχωρούσε κανείς δυτικότερα συναντούσε μέχρι και σιδεράδικα και τσαρουχάδικα. Από τα πρώιμα χρόνια της η Ερμού απέκτησε το προσωνύμιο η οδός της «Τρυφηλής Ασωτίας», αποτυπώνοντας την εικόνα του κόσμου, τα πολυτελή εμπορικά καταστήματα της εποχής, αλλά και τα παντοπωλεία μαζί με τα μπακάλικα να μοιράζονται τον ίδιο δρόμο.

Εντυπωσιακή ήταν η παρουσία ξένων εμπόρων. Δημοφιλές κατάστημα ήταν εκείνο του Ροδόλφου Μάιφαρτ, φημισμένου γυναικοκατακτητή της εποχής, ο οποίος είχε κληθεί από τον Οθωνα για να διδάξει τη βιβλιοδεσία, όμως αντ’ αυτού επιδόθηκε στο εμπόριο. Ανοιξε ένα κατάστημα με κομψοτεχνήματα εισαγόμενα από Βιέννη, Βενετία, Φλωρεντία, Δρέσδη και Παρίσι.

Ακόμη, στο κατάστημα των Γάλλων αδελφών Φιλίπ οι εκλεκτικοί Αθηναίοι έβρισκαν τα ωραιότερα υφάσματα, ενώ στην πλατεία της Καπνικαρέας είχε δραστηριοποιηθεί η Λιζιέ, η πρώτη Ευρωπαία μοδίστρα, που ήρθε στην Ελλάδα και πουλούσε στις κυρίες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων της παλιάς Αθήνας ρούχα, καπέλα και άλλα γυναικεία είδη, τα οποία πωλούνταν έως τότε μόνο στην παρισινή αγορά. Κοσμικό κέντρο δε της Ερμού ήταν το ζαχαροπλαστείο του Τζίτζικα, δίπλα στο κατάστημα του Μάιφαρτ, όπου για πρώτη φορά παρασκευάστηκαν οι «εργολάβοι» και η πάστα «Κοπεγχάγη».

Εμβληματικό και το κατάστημα του Αλεξανδράκη, το πρώτο ετοίμων ενδυμάτων στην Αθήνα. Ανάμεσα στους πελάτες του στο διάβα του χρόνου, οι Ελευθέριος Βενιζέλος, ο γιος του Σοφοκλής, Κυβέλη, Μαρίκα Κοτοπούλη, το ζεύγος Ζολώτα, η Βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας, αλλά και η Αμαλία Καραμανλή, που ψώνιζε η ίδια για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Καπνικαρέα

Ξενοδοχεία

Σήμα κατατεθέν στην αρχική περίοδο της Ερμού, αλλά και μέχρι τα μισά του περασμένου αιώνα, τα ξενοδοχεία. Μεταξύ 1860-1880 από τα 24 ξενοδοχεία που υπήρχαν στην Αθήνα τα 13 βρίσκονταν στην Ερμού, τα περισσότερα πολυτελή. Ανάμεσά τους και δύο εμβληματικά.

Το πρώτο, το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο «Grand Hotel d’ Anglettere», γνωστό και ως «Ξενοδοχείο της Αγγλίας», στο οποίο φιλοξενούντο οι επίσημοι ξένοι και επισκέπτες της Αθήνας. Στη γωνία της Ερμού με την πλατεία Συντάγματος. Χτίστηκε περί το 1875. Πρώτος ιδιοκτήτης ο εκ Σμύρνης προερχόμενος Συριανός τραπεζίτης Ψιακής. Ομώνυμο ξενοδοχείο, ωστόσο, λειτουργούσε από το 1833 στην πλατεία Κοτζιά.

«Grand Hotel d’ Anglettere»: Ηταν γνωστό και ως «Ξενοδοχείο της Αγγλίας» και αντίπαλον δέος της γειτονικής «Μεγάλης Βρετανίας»

Ηταν το αντίπαλον δέος της κορυφαίας «Μεγάλης Βρετανίας» στο απέναντι άκρο της πλατείας. Οι εγκαταστάσεις του συμπεριελάμβαναν εστιατόρια, αίθουσα χορού, εντευκτήριο και αναγνωστήριο.

Στο ισόγειο του ξενοδοχείου, στα τέλη της δεκαετίας του 1890, λειτούργησε το πρώτο ταξιδιωτικό γραφείο της Thomas Cook στην Ελλάδα. Το 1930 αγοράστηκε από την οικογένεια Μπράουν, μετονομάστηκε σε «Νέον Αγγλίας» και το 1932 ανακαινίστηκε. Σε άλλο χώρο του ισογείου για μερικά χρόνια λειτουργούσε καμπαρέ όπου πρωτοεμφανίστηκαν οι αδελφές Καλουτά.

Στη θέση του μεταπολεμικά και επί δεκαετίες λειτούργησε το ζαχαροπλαστείο «Παπασπύρου». Φιλοξένησε κατά καιρούς κορυφαίες διεθνείς προσωπικότητες, όπως οι Γεχούντι Μενουχίν, Τζον Στάινμπεκ και Ερνεστ Χέμινγουεϊ, καθώς και πολλούς επώνυμους Ελληνες. Κατεδαφίστηκε το 1961. Ενα τετράγωνο πιο πέρα, στη γωνία Ερμού και Βουλής 18, ένα άλλο πολυτελές ξενοδοχείο, το «Τουριστικόν» ή «Tourist’s Palace» λειτούργησε για πρώτη φορά το 1906 και διέθετε 80 δωμάτια.

«Tourist’s Palace» Βρισκόταν στη γωνία Ερμού και Βουλής 18, λειτούργησε για πρώτη φορά το 1906 και διέθετε 80 δωμάτια

Αναφερόταν ως «Ξενοδοχείο των Περιηγητών», από τα καλύτερα ξενοδοχεία της εποχής, με ωραία δωμάτια, ασανσέρ και εστιατόριο. Μεταξύ 1914-1920 μετονομάσθηκε σε «Grand Hotel Continental et Tourist» ή «Μέγα Ξενοδοχείον των Περιηγητών», τελικά όμως επικράτησε το απλό «Tourist». Διέκοψε οριστικά τη λειτουργία του στη δεκαετία του 1950.

Καφενεία

Στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου, στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη, το 1839, ένας Ιταλός ονόματι Santo άνοιξε ένα καφενείο, που λίγα χρόνια αργότερα το αγόρασε ο Παναγής Βενετσάνος και το ονόμασε «Η Ωραία Ελλάς». Σύντομα εξελίχθηκε σε επίκεντρο της πολιτικής ζωής, αλλά και της διανόησης της πόλης, στέκι πολιτικών, λογοτεχνών, ποιητών, περιηγητών, δημοσιογράφων, αλλά και σημαντικών επισκεπτών της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Μπάμπη Αννινο, αποτελούσε «οιονεί τον Αρειον Πάγον της κοινής γνώμης».

Σταδιακά έγινε το κέντρο των αντιβασιλικών, γι’ αυτό συχνά Βαυαροί στρατιώτες αλλά και «αγανακτισμένοι πολίτες» εισέβαλαν και ξυλοκοπούσαν τους θαμώνες. Ειδικά όσους φορούσαν ψάθινα καπέλα (σκιάδια), τους λεγόμενους σκιαδιστές.

Στο ίδιο κτίριο με το καφενείο, αλλά στον πρώτο όροφο, λειτούργησε από το 1870 η «Λέσχη των Εμπόρων Αθηνών» που χρησίμευε ως τόπος συνάντησης των επαγγελματιών, αλλά και διαπραγμάτευσης ομολογιακών δανείων και μετοχών αφού η Αθήνα δεν διέθετε χρηματιστήριο. Οταν μαζεύονταν πολλοί, κατέβαιναν και στο καφενείο όπου γύρω από ένα μπιλιάρδο συνέχιζαν τις διαπραγματεύσεις. Εκεί εξελίχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1870 και το δράμα των «Λαυρεωτικών».

Φημισμένο ήταν και το «Καφενείο της Ανατολής», μετέπειτα «Zαγορίτη». Στεγαζόταν στο ισόγειο της οικίας Ανδρέα Kορομηλά, στη γωνία Ερμού και πλατείας Συντάγματος. Χτίστηκε το 1850 από τον αρχιτέκτονα Παναγή Kάλκο και λειτούργησε, γνωρίζοντας μεγάλες πιένες, μέχρι την κατεδάφιση του κτιρίου, το 1964.

Το ότι η Ερμού συγκαταλέγεται στους κορυφαίους δρόμους του κόσμου καταγράφεται -και επίσημα πλέον- εδώ και δεκαετίες. Εδώ και 35 χρόνια, πάντα στις πρώτες θέσεις της λίστας της ετήσιας έκθεσης «Main Streets Across the World» της Cushman & Wakefield - μάλιστα λίγο πριν τη σφοδρή οικονομική κρίση έφτασε στη 10η. Αλλά και αργότερα, στη μνημονιακή περίοδο, το ναδίρ της Ερμού ήταν το 2013 η 31η θέση αυτής της λίστας.

Σήμερα έχει επανέλθει στη 15η θέση των ακριβότερων εμπορικών δρόμων, με τα ενοίκια να αυξάνονται κατά 7% και να διαμορφώνονται στα 3.720 ευρώ/τ.μ. ετησίως (έναντι 3.480 ευρώ/τ.μ. πέρυσι), ισχυρή παρουσία διεθνών και κορυφαίων ελληνικών brands και σταθερά ανοδική ζήτηση. Μάλιστα στα προνομιακά σημεία, στο τμήμα μεταξύ Συντάγματος και Καπνικαρέας, οι τιμές αγγίζουν εξαιρετικά υψηλά επίπεδα ακόμη και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Αυτή η σταθερά υψηλή παγκοσμίως εμπορική θέση της Ερμού προσφέρει πολλαπλά στη χώρα, και ιδίως στην Αθήνα, η οποία διαθέτει έναν δρόμο που αναγνωρίζεται ως διεθνής εμπορικός προορισμός. Με την Αθήνα συνεχώς ανερχόμενο «city break» τουριστικό προορισμό, η Ερμού είναι ελκυστικότατο και βεβαίως αναπόσπαστο κομμάτι της διαδρομής των ξένων, πέρα των Ελλήνων, επισκεπτών. Ακριβώς εκεί αποδίδεται η επιτυχία της Ερμού: στον τουρισμό, στις επενδύσεις, στην αυξημένη επισκεψιμότητα, στην ελκυστικότητα για ξένα brands, που αναβαθμίζουν την εμπορική αξία και την τουριστική εικόνα συνολικά ολόκληρης της περιοχής του ιστορικού κέντρου.

Αυτά, σε μια λίστα όπου στην κορυφή της βρίσκονται δρόμοι όπως η New Bond Street του Λονδίνου (για πρώτη φορά), η Via Montenapoleone του Μιλάνου και η Upper Fifth Avenue της Νέας Υόρκης. Η Ερμού, έβδομη στην Ευρώπη και δεύτερη ανάμεσα στους δρόμους των πόλεων του ευρωπαϊκού Νότου, πάνω από τους δρόμους της Ρώμης, της Μαδρίτης, της Βαρκελώνης κ.ά.

Τα επόμενα στοιχήματα

ερμοθ
Μετά την πεζοδρόμηση της Ερμού μεταξύ Συντάγματος - Αιόλου
, ακολούθησε εκείνη του τμήματος Πλατείας Ασωμάτων - Πειραιώς, το 2003 ώστε να βελτιωθεί η εικόνα της περιοχής και να αναδειχθεί ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού.

Τα επόμενα στοιχήματα της Ερμού, που τώρα δρομολογούνται, αφορούν την ανακατασκευή του πρώτου πεζοδρομημένου τμήματος, αλλά και την ανάπλαση του «μεσαίου» τμήματος της οδού, μεταξύ Καπνικαρέας - Θησείου, που θα οδηγήσουν τον δημοφιλή δρόμο στην «επόμενη μέρα». Είναι προφανές ότι από το πρώτο σκέλος ειδικά, η εμπορική αξία της Ερμού θα ανέβει ακόμη περισσότερο. Ενώ με την ανάπλαση του πιο υποβαθμισμένου -και επιβαρυμένου κυκλοφοριακά- σήμερα τμήματός της θα γίνει ακόμη πιο φιλική στους πεζούς.

Φωτογραφίες: ΑΡΧΕΙΟ, EUROKINISSI, Shutterstock
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr