Οι διαχρονικές μεταβολές στην ηλιακή δραστηριότητα και στην κοσμική ακτινοβολία που φθάνει στη Γη από τον γαλαξία μας, έχουν συμβάλει όχι πάνω από 10% στην παγκόσμια υπερθέρμανση του πλανήτη μας κατά τον 20ό αιώνα, σύμφωνα με δύο νέες επιστημονικές έρευνες, μία βρετανική και μία νορβηγική.
Οι μελέτες ουσιαστικά «αθωώνουν» τον Ήλιο και τις κοσμικές ακτίνες για τον ρόλο τους στην κλιματική αλλαγή, αφαιρώντας έτσι επιχειρήματα από τους υπέρμαχους της θεωρίας ότι η άνοδος της θερμοκρασίας δεν οφείλεται τόσο σε ανθρώπινους παράγοντες, όσο σε φυσικούς.
Οι Βρετανοί ερευνητές, με επικεφαλής τους καθηγητές Τέρι Σλόαν του πανεπιστημίου του Λάνκαστερ και Σερ Άρνολντ Γουλφεντέιλ του πανεπιστημίου του Ντέραμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για περιβαλλοντικά θέματα "Environmental Research Letters", συσχέτισαν δεδομένα για τις κοσμικές ακτίνες που διαπερνούν την ατμόσφαιρα, καθώς και στοιχεία για την ηλιακή δραστηριότητα, με τις μεταβολές της θερμοκρασίας της Γης μετά το 1955.
Η συσχέτιση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αλλαγές στις ηλιακές και κοσμικές ακτίνες που πέφτουν στον πλανήτη μας, έχουν συνεισφέρει το πολύ το 10% της ανόδου της θερμοκρασίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Συνεπώς το υπόλοιπο 90% πρέπει να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες, κυρίως ανθρωπογενείς.
Στο παρελθόν, ορισμένοι επιστήμονες -ιδίως οι σκεπτικιστές της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής- έχουν υποστηρίξει ότι η ενέργεια του Ήλιου που φθάνει στη Γη, επιδρά σημαντικά στη θερμοκρασία, τόσο άμεσα, όσο και έμμεσα, επειδή η ηλιακή ακτινοβολία αλληλεπιδρά με την κοσμική. Όπως υποστηρίζουν, ο Ήλιος, όταν βρίσκεται σε «έξαψη», μπορεί μέσω του ενισχυμένου ηλιακού «ανέμου» (του ρεύματος φορτισμένων σωματιδίων) να μπλοκάρει τις κοσμικές ακτίνες του διαστήματος. Εμποδίζοντας έτσι τις τελευταίες να ιονίσουν τη γήινη ατμόσφαιρα και να βοηθήσουν στη δημιουργία νεφών στον πλανήτη μας, τα οποία με τη σειρά τους θα αντανακλούσαν πίσω στο διάστημα την ηλιακή ακτινοβολία.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, σε περιόδους έντονης ηλιακής δραστηριότητας, ένα μέρος της κοσμικής ακτινοβολίας (που προέρχεται κυρίως από μακρινές εκρήξεις σούπερ - νόβα) εμποδίζεται να φθάσει στη Γη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται λιγότερα νέφη, άρα να ανακλάται στο διάστημα λιγότερη ηλιακή ενέργεια και, τελικά, να ανεβαίνει η θερμοκρασία στον πλανήτη μας. Σύμφωνα όμως με τη νέα μελέτη, οι διαχρονικές αυξομειώσεις στην ηλιακή και κοσμική ακτινοβολία δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη επίδραση στην παγκόσμια θερμοκρασία.
Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγει μια παρεμφερής έρευνα με επικεφαλής τον Ράσμους Μπένεσταντ του Νορβηγικού Μετεωρολογικού Ινστιτούτου, που συνέκρινε τις μεταβολές της κοσμικής ακτινοβολίας, με τις μεταβολές της γήινης θερμοκρασίας κατά την περίοδο 1951 - 2006. Το συμπέρασμα -σχεδόν ταυτόσημο με εκείνο της βρετανικής μελέτης- ήταν ότι δεν προκύπτουν αξιόπιστες ενδείξεις πως η κλιματική αλλαγή μπορεί να εξηγηθεί από την επίπτωση των κοσμικών ακτίνων.
Όπως ανέφερε, «τα ευρήματα ήσαν αρνητικά. Βρήκα ελάχιστα στοιχεία που να δείχνουν ότι οι κοσμικές ακτίνες έχουν κάποιο αισθητό αποτέλεσμα πάνω σε μετεωρολογικά δεδομένα, όπως η θερμοκρασία, η βαρομετρική πίεση και οι βροχοπτώσεις - τουλάχιστον όχι σε παγκόσμιο επίπεδο, με μια πιθανή εξαίρεση μόνο για ορισμένα τμήματα της ανατολικής Ευρώπης».