Εθνική: 1,5 μονάδα ανάπτυξη, αν αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα
Εθνική: 1,5 μονάδα ανάπτυξη, αν αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα
Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η αξιοποίηση από την Ελλάδα των υφιστάμενων και δυνητικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας μας σε εξωστρεφείς, κατά το πλείστον, τομείς, θα μπορούσε να αυξήσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κατά τουλάχιστον 1,5 ποσοστιαία μονάδα ετησίως.
UPD:
Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η αξιοποίηση από την
Ελλάδα των υφιστάμενων και δυνητικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της
οικονομίας μας σε εξωστρεφείς, κατά το πλείστον, τομείς, θα μπορούσε να
αυξήσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κατά τουλάχιστον 1,5
ποσοστιαία μονάδα ετησίως (σε επίπεδο υψηλότερο του 2,5% ετησίως), συντελώντας αποφασιστικά στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, εφόσον
οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές προωθηθούν με αποφασιστικότητα.
Ειδικότερα, η μελέτη αναφέρει ότι η παρατεταμένη περίοδος συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας θα περιορίσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα... Η εντεινόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας συνεπάγεται ένα σημαντικό βραχυπρόθεσμο κόστος για την ελληνική οικονομία σε όρους απώλειας παραγωγικού δυναμικού, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αναμενόμενη σωρευτική μείωση της απασχόλησης (κατά 6-7 % την τριετία 2009-2011) και της επένδυσης ως ποσοστού στο ΑΕΠ από (21 σε 14½ το 2011).
Ως συνέπεια της συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, ο δυνητικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης θα περιοριστεί στο 1,5% περίπου το 2011 από 3,0%, κατά μέσο όρο, την περίοδο 2000-2008 και θα παραμείνει χαμηλός, εάν δεν αυξηθεί η αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς ο μεσοπρόθεσμος μέσος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης (2011-2015) θα υπολείπεται του μ.ο. της προηγούμενης δεκαετίας (+0.8% έναντι 1.4% την περίοδο 2000-2008, μη συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης της αδήλωτης εργασίας), ενώ το ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο ΑΕΠ θα ανακάμψει προς το μακροχρόνιο μέσο όρο του 19,5% (συγκριτικά με 23,5% κατά μ.ο. μεταξύ 2000-2008).
Ειδικότερα, η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία -και βασική πηγή αμφιβολιών για αυτούς που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την ελληνική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης- είναι η επανάκαμψη του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης σε ένα επίπεδο υψηλότερο του 2,5%, το οποίο αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μία βιώσιμη πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και ειδικά του δημόσιου χρέους.
... ενώ η ανάκαμψη θα πρέπει να επιτευχθεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο ευνοϊκό από αυτό που χαρακτήρισε το μεγαλύτερο τμήμα της προηγούμενης δεκαετίας
Η οικονομική ανάκαμψη θα πρέπει να συντελεστεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο φιλικό, συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία. Συγκεκριμένα, οι εξαιρετικά ευνοϊκές μακροοικονομικές και χρηματοδοτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, σε συνδυασμό με το ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον (τουλάχιστον κατά την περίοδο 2003-2007) και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, εξασφάλισαν έναν ισχυρό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση και όχι στις εξαγωγές.
Ειδικότερα, η μελέτη αναφέρει ότι η παρατεταμένη περίοδος συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας θα περιορίσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα... Η εντεινόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας συνεπάγεται ένα σημαντικό βραχυπρόθεσμο κόστος για την ελληνική οικονομία σε όρους απώλειας παραγωγικού δυναμικού, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αναμενόμενη σωρευτική μείωση της απασχόλησης (κατά 6-7 % την τριετία 2009-2011) και της επένδυσης ως ποσοστού στο ΑΕΠ από (21 σε 14½ το 2011).
Ως συνέπεια της συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, ο δυνητικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης θα περιοριστεί στο 1,5% περίπου το 2011 από 3,0%, κατά μέσο όρο, την περίοδο 2000-2008 και θα παραμείνει χαμηλός, εάν δεν αυξηθεί η αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς ο μεσοπρόθεσμος μέσος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης (2011-2015) θα υπολείπεται του μ.ο. της προηγούμενης δεκαετίας (+0.8% έναντι 1.4% την περίοδο 2000-2008, μη συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης της αδήλωτης εργασίας), ενώ το ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο ΑΕΠ θα ανακάμψει προς το μακροχρόνιο μέσο όρο του 19,5% (συγκριτικά με 23,5% κατά μ.ο. μεταξύ 2000-2008).
Ειδικότερα, η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία -και βασική πηγή αμφιβολιών για αυτούς που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την ελληνική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης- είναι η επανάκαμψη του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης σε ένα επίπεδο υψηλότερο του 2,5%, το οποίο αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μία βιώσιμη πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και ειδικά του δημόσιου χρέους.
... ενώ η ανάκαμψη θα πρέπει να επιτευχθεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο ευνοϊκό από αυτό που χαρακτήρισε το μεγαλύτερο τμήμα της προηγούμενης δεκαετίας
Η οικονομική ανάκαμψη θα πρέπει να συντελεστεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο φιλικό, συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία. Συγκεκριμένα, οι εξαιρετικά ευνοϊκές μακροοικονομικές και χρηματοδοτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, σε συνδυασμό με το ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον (τουλάχιστον κατά την περίοδο 2003-2007) και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, εξασφάλισαν έναν ισχυρό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση και όχι στις εξαγωγές.
Ο υψηλός ρυθμός αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας όμως δεν συνοδεύτηκε από μία αναδιάρθρωση του υποδείγματος οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η στρεβλή δομή των κινήτρων σε επιχειρηματικό επίπεδο ανατροφοδοτήθηκε από τις εμφανείς ανεπάρκειες του δημόσιου τομέα και αυτό αντανακλάται στη σημαντική διεύρυνση των μακροοικονομικών ανισορροπιών (δημοσιονομικό έλλειμμα, έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).
Ως εκ τούτου, η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε εξαιρετικά ευάλωτη στην κυκλική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία ξεκίνησε με έναυσμα τη διεθνή οικονομική κρίση, συνεχίστηκε με ταχεία μείωση της εγχώριας ζήτησης -η οποία συνοδεύτηκε από επιβράδυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου και σταδιακή μείωση της απασχόλησης-, αναδεικνύοντας το πλήρες μέγεθος των ανισορροπιών της οικονομίας.
Οι δημοσιονομικές ανισορροπίες μεγεθύνθηκαν σε πρωτοφανές επίπεδο, λόγω της εξαιρετικά δυσμενούς επανεκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου της χώρας από τις αγορές, που επιδείνωσε δραματικά τις συνθήκες χρηματοδότησης του ελληνικού Δημοσίου (μέχρι την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης), και κατ' επέκταση, των τραπεζών, με αποτέλεσμα οι πιστωτικές συνθήκες για τον ιδιωτικό τομέα να γίνουν δυσχερέστερες και οι υφεσιακές πιέσεις να γίνουν αυτοτροφοδοτούμενες.
... αλλά η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, καθώς τα περιθώρια βελτίωσης της οικονομικής αποτελεσματικότητας είναι ευρύτατα…
Βασικές συνιστώσες αύξησης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και της απασχόλησης την τελευταία δεκαετία, και αποδέκτες ενός σημαντικού ποσοστού -του φαινομενικά υψηλού συνολικού επιπέδου επενδύσεων στην ελληνική οικονομία- ήταν κλάδοι οι οποίοι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, έχουν μικρή επίδραση στην οικονομική αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας.
Κύρια παραδείγματα αποτελούν ο τομέας λιανικών και χονδρικών πωλήσεων, οι κατασκευές (κυρίως το σκέλος των οικιστικών κατασκευών και των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων) και οι υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Οι προαναφερθέντες κλάδοι, επωφελούμενοι από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, τη μικρή έκθεση στον ανταγωνισμό από το εξωτερικό και τις χρόνιες διαρθρωτικές ακαμψίες στη λειτουργία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα, εξασφάλισαν ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους. Πράγματι, το περιθώριο κέρδους στον κλάδο του λιανικού και χονδρικού εμπορίου σε κλαδικό επίπεδο ανερχόταν την τελευταία δεκαετία σε σχεδόν 10%, συγκριτικά με 5,7% για την ευρωζώνη.
Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και μεσαζόντων στον ίδιο κλάδο -όπου ο συνολικός κύκλος εργασιών σαν ποσοστό του ΑΕΠ ήταν κατά 1,7 φορές υψηλότερος στην Ελλάδα- περιόριζε το μέσο κέρδος ανά επιχείρηση σε επίπεδο 65% χαμηλότερο από την ευρωζώνη.
Παράλληλα, συνετέλεσε στη διαιώνιση μιας επιχειρηματικής διάρθρωσης, σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, βασισμένης κατά συντριπτικό ποσοστό σε πολύ μικρές επιχειρήσεις (το μέσο μέγεθος της μέσης ελληνικής επιχείρησης είναι 80% μικρότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης σε όρους απασχολούμενων ατόμων). Η ιδιόμορφη αυτή διάρθρωση δεν συναντάται σε αυτή την έκταση ούτε σε χώρες ούτε σε τμήματα χωρών με παρόμοια επιχειρηματικά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, όπως η Πορτογαλία ή η νότια Ιταλία.
UPD:
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα