Ολ. Σπυροπούλου, η γυναίκα που νοικιάζει πολυτέλεια
Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς η Αθήνα γέμισε ξαφνικά με γυναίκες που κρατούν «Tous» και «Gucci»; Χάρη στους μαύρους παράνομους πλανόδιους πωλητές με τις «μαϊμούδες». Το σύνδρομο της Σταχτοπούτας, όμως, δεν θεραπεύεται με imitation του πεζοδρομίου και με λαθραία. Χρειάζεται ένα αξεσουάρ με γνήσια τη διάσημη υπογραφή, από εκείνα που φορούν σε επίσημα γκαλά οι σταρ και οι «επώνυμες». Γι’ αυτό είναι άπιαστο το όνειρο της σύγχρονης Σταχτοπούτας. Ενα τέτοιο αξεσουάρ κοστίζει από 3.000 έως 4.000 ευρώ
Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς η Αθήνα γέμισε ξαφνικά με γυναίκες που κρατούν «Tous» και «Gucci»; Χάρη στους μαύρους παράνομους πλανόδιους πωλητές με τις «μαϊμούδες». Το σύνδρομο της Σταχτοπούτας, όμως, δεν θεραπεύεται με imitation του πεζοδρομίου και με λαθραία. Χρειάζεται ένα αξεσουάρ με γνήσια τη διάσημη υπογραφή, από εκείνα που φορούν σε επίσημα γκαλά οι σταρ και οι «επώνυμες». Γι’ αυτό είναι άπιαστο το όνειρο της σύγχρονης Σταχτοπούτας. Ενα τέτοιο αξεσουάρ κοστίζει από 3.000 έως 4.000 ευρώ. Και χρειάζεται μεγάλο πορτοφόλι.
«Πολυτέλεια είναι μια ανάγκη που ξεκινάει όταν τελειώσουν όλες οι άλλες ανάγκες», είχε πει η Κοκό Σανέλ. Κι επειδή όλες οι άλλες ανάγκες της Ελληνίδας του 2008 δεν θα τελειώσουν ποτέ, μια πρωτότυπη επιχείρηση ήρθε να δώσει τη λύση με το… μαγικό της ραβδί.
Η κυρία Ολιάνα Σπυριδοπούλου, μια νέα businesswoman που δραστηριοποιείται στον χώρο της μόδας εδώ και μερικά χρόνια, δεν αποσκοπεί μόνο στο κέρδος. Προσφέρει ενός είδους «κοινωνικό έργο» σε όσες γυναίκες θα ήθελαν, έστω και για μία φορά, να κλέψουν την παράσταση με την εμφάνισή τους, χωρίς να ξοδέψουν μια μικρή περιουσία και να επιβαρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Πώς; Προσφέρει αξεσουάρ αυθεντικά και «επώνυμα», που κρύβουν όμως καλά μέσα τους το μυστικό. «Prada», «Yves-Saint Laurent», «Valentino», «Dolce & Gabbana», «Chanel», «Balenciaga», διάσημες τσάντες με «βαριά» υπογραφή, γίνονται προσιτές για όλα τα βαλάντια, αντί ενοικίου! Για μία βδομάδα, για έναν μήνα, για όσο δηλαδή επιβάλλει η ματαιοδοξία κάθε γυναίκας που έχει την ανάγκη να νιώσει… Αγγελοπούλου και Λάτση.
Ο συλλογισμός της κυρίας Σπυριδοπούλου ήταν απλός: οι ιλουστρασιόν σελίδες των περιοδικών γέμισαν με αξεσουάρ δημιουργών-θρύλων, τα οποία κοστίζουν έως και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Δηλαδή είναι απρόσιτα στην Ελληνίδα. Ετσι, επένδυσε στην απόκτηση πανάκριβων τσαντών και έκανε το όνειρο αρκετών γυναικών πραγματικότητα και την «κοινωνική προσφορά» της business.
Πώς όμως ασχολήθηκε με τον συγκεκριμένο τομέα και έπιασε το μήνυμα των καιρών; «Ολα ξεκίνησαν από μια προσωπική ανάγκη. Ηθελα να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι που θα μου άρεσε. Νομίζω ότι ούτε οι γονείς μου έχουν καταλάβει καλά τι ακριβώς επάγγελμα κάνω. Οι σπουδές μου στα οικονομικά μού άνοιξαν ορίζοντες, χωρίς όμως να μου δίνουν και την ανάλογη ικανοποίηση. Ενα βράδυ μια φίλη μου, αστειευόμενη, μου ζήτησε να δανειστεί την τσάντα μου, έστω και με πληρωμή, για μια έξοδό της. That’s it, σκέφτηκα και έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιο».
Η κυρία Σπυριδοπούλου εμφανίστηκε στο ραντεβού μας σαν έφηβη που μόλις βγήκε από το αμφιθέατρο κάποιου πανεπιστημίου, διαψεύδοντας τη φαντασία μας, η οποία την είχε πλάσει ως μια γυναίκα «φορτωμένη» με ό,τι επώνυμο προϊόν κυκλοφορεί στην αγορά. Αλλωστε, το γεγονός της μη οπτικής επαφής με τους πελάτες-ενοικιαστές των αξεσουάρ, της προσφέρει την πολυτέλεια να απολαμβάνει την καθημερινότητα όπως η ίδια επιθυμεί. Ποιες όμως είναι οι πελάτισσές της;
«Εχω και διάσημες αλλά και γυναίκες της διπλανής πόρτας. Οι ευκατάστατες είναι ίσως και περισσότερο “αχόρταγες”, άπληστες, σε αντίθεση με τις γυναίκες που διαθέτουν περιορισμένο βαλάντιο και μπορούν να χαρούν πιο πολύ. Οι συνήθεις ηλικίες που απευθύνονται στη λύση μας είναι μεταξύ 25 και 50 ετών. Αισθάνονται πιο έντονα την ικανοποίηση του επώνυμου αξεσουάρ. Δεν αισθάνονται το ίδιο βολικά να κυκλοφορούν με μια τσάντα που είναι απομίμηση. Αλλωστε, όπως σχολιάζουν, αισθάνονται πολλές φορές άβολα ότι κάποιος θα το αντιληφθεί και ενδεχομένως θα το σχολιάσει.
Θυμάμαι την περίπτωση μιας νεαρής γυναίκας που θα πήγαινε σε κάποιο επαγγελματικό ραντεβού και ήθελε να εντυπωσιάσει και να διεκδικήσει κάποιον ικανοποιητικό μισθό. Μου τηλεφώνησε ανώνυμα και ζήτησε τη συμβουλή μου. Λίγες μέρες αργότερα, μου ζήτησε να αγοράσει την τσάντα που νοίκιασε, χαρακτηρίζοντάς τη γουρλίδικη, καθώς προσελήφθη.
Από τα μέχρι σήμερα δεδομένα της εταιρείας, γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων βρίσκουν λύση μέσω της ενοικίασης. Μου έτυχε περίπτωση νεαρής κοπέλας, η οποία κάθε εβδομάδα νοίκιαζε σειρά από τσάντες. Είχε δημιουργήσει στον εαυτό της ένα είδος εθισμού, ότι μπορεί να τα έχει όλα. Οσο και να φαίνεται παράξενο, τηλεφωνηθήκαμε και της πρότεινα να απέχει για ένα διάστημα.
Ασφαλώς, στην πλειοψηφία τους οι πελάτισσες θέλουν να διασφαλίσουν την ανωνυμία τους. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις που κάνουν παραγγελίες στο όνομα κάποιου τρίτου. Αλλωστε, δεν ερχόμαστε σε απευθείας επαφή με τον πελάτη. Μόνο ηλεκτρονικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε και τηλεφωνική επαφή. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πελάτισσες που ζητούν τη γνώμη μας για κάποια εμφάνισή τους και τι θα τους προτείναμε ως αξεσουάρ.
Τι είναι όμως αυτό που εισπράττει μέσα από αυτή τη δουλειά, πέρα από το οικονομικό όφελος;«Η μόδα είναι ένας χώρος πολύ ανταγωνιστικός και για μένα είναι προτροπή. Θα ήθελα να αναβαθμίσω την εικόνα του “μεταχειρισμένου”, κάτι που στο εξωτερικό είναι αποδεκτό. Είναι γεγονός ότι μέσα από αυτή τη δουλειά γνώρισα περισσότερο την Ελληνίδα και την νοοτροπία της. Είναι μια σκληρά εργαζόμενη Ευρωπαία, με γούστο. Εχει όμως πολλές εικόνες μπερδεμένες. Της συζύγου, της εργαζόμενης, της μητέρας. Ισως αυτό που της προσφέρω είναι ένα μικρό δωράκι, μια πολυτέλεια που επιτρέπει στον εαυτό της. Με συγκινεί το γεγονός ότι αρκετές φορές μέσα στις τσάντες που μου επιστρέφουν βρίσκω και ένα μικρό μήνυμα, ευχαριστήριο, ακόμη και μπομπονιέρα».
Σε αυτό το σημείο η κυρία Σπυριδοπούλου διστάζει να συνεχίσει. Ισως, όμως, τελικά αυτό να είναι και η καλύτερη ανταμοιβή της, μια και δεν υπάρχει η άμεση επαφή με τον πελάτη. Είναι ένας τρόπος έκφρασης για μια γυναίκα που έστω και για κάποιες ώρες έκλεψε την παράσταση και απέσπασε βλέμματα ζήλιας ή θαυμασμού. Τι και να είναι νοικιασμένα. Η εντύπωση μετράει και, τελικά, είναι αυτό που μένει. Διότι, όπως λέει, «ο Ελληνας εξακολουθεί ναι πέφτει στην παγίδα της εμφάνισης. Φοράει επώνυμο και θέλεί να το ξέρουν και οι άλλοι, να το βλέπουν».
Μπορεί τελικά το εφηβικό όνειρό της σταδιοδρομίας της ως πρίμα μπαλαρίνα στο Royal Ballet να μην εκπληρώθηκε, εξαιτίας της αντίδρασης της οικογένειάς της, όμως η ίδια δείχνει πλέον να βρίσκει έναν πιο… γήινο ρόλο σε έναν πιο εμπορικό χώρο. Εχοντας θητεύσει στην επαγγελματική της πορεία κοντά σε διάσημα ονόματα, καλλιέργησε κάποιες έμφυτες τάσεις.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ράτμαν και o δημιουργός Τζάσπερ Κόνραν ήταν ορισμένοι από τους ανθρώπους που στιγμάτισαν τις επιλογές της. «Πέρασα από κτηματομεσιτικά γραφεία, εκδοτικούς οίκους, οίκους μόδας. Πάντα ζήλευα τους ανθρώπους που από μικρή ηλικία είχαν ξεκαθαρίσει τις επιλογές τους που αφορούσαν τα επαγγελματικά. Επιζητούσα την καριέρα, αλλά δεν είχα κάτι ξεκάθαρο στο μυαλό μου», εξομολογείται.
Ποια μπορεί να είναι, λοιπόν, η αίσθηση του να κρατάς μια τσάντα που από μόνη της κοστίζει 1.000 ευρώ; Μόνο η αληθινή γυναίκα μπορεί να το ξέρει. Για τις υπόλοιπες απλώς κάνει τη δουλειά της. Αλλωστε, μέσα σε κάθε τσάντα μεταφέρεται και ένα γυναικείο μυστικό.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr