Οταν ο Νταλάρας συνάντησε τον Λάλα (και μαζί έγιναν βιβλίο...)

Οταν ο Νταλάρας συνάντησε τον Λάλα (και μαζί έγιναν βιβλίο...)

«Γιώργος Νταλάρας... και το καλοκαίρι κρυώνω!»... Μια αυτοβιογραφία μέσα από διαλόγους και μνήμες που ζεσταίνουν τον χειμώνα μας

lalas01
«Το παρελθόν μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις», έλεγε συχνά ο Μάνος Ελευθερίου. Για τον Γιώργο Νταλάρα, η παραπάνω φράση αποτελεί μότο ζωής. Για τον Θανάση Λάλα, το δακτυλικό αποτύπωμα μιας καταδίκης καθαρής από κάθε είδους ποινή. Μία μόνο φράση, η παραπάνω του μεγάλου Ελληνα ποιητή, αρκούσε για τη μαγική ένωση του δημοσιογράφου και του μουσικού. Οι δυο τους έγιναν φίλοι, από εκείνους τους καλούς που τσακώνονται και τα ξαναβρίσκουν, που διαφωνούν για να συμφωνήσουν, που παρότι χάνονται εδώ κι εκεί, ο ένας για τον άλλον είναι πάντα εδώ. Σ’ αυτό το «εδώ», υποκινούμενο από την εμμονή του Λάλα να κάνει ένα είδος αυτοβιογραφίας μέσω διαλόγων, έδωσε το «παρών» το «εγώ» του Γιώργου Νταλάρα και από την ένωση αυτή γεννήθηκε το βιβλίο με τίτλο «Γιώργος Νταλάρας... και το καλοκαίρι κρυώνω!». Και κάπως έτσι ζεστάθηκε ο χειμώνας μας και η ψυχή μας...

Δύο άνθρωποι μιλούν πίνοντας καφέ. Σύντομοι διάλογοι, στιγμιότυπα σκέψης και γεγονότων, όλα τους κρεμασμένα στο σκοινί του χρόνου, σαν εκείνες τις Polaroid που ζητούσαν αέρα για να αποτυπώσουν στα ανυπόμονα μάτια μας την πόζα της στιγμής. Το βιβλίο αυτό δεν έχει χρονική σειρά -είναι μάταιο να βάζεις ημερομηνίες στο συναίσθημα, δεν έχει έναν μονοδιάστατο πρωταγωνιστή-, «ο άνθρωπος δεν είναι “ένας” μια ζωή, είναι “χίλιοι ένας” σε μια ζωή». Αυτό το βιβλίο έχει συναντήσεις που έπλασαν κουβέντες, κουβέντες που κυοφόρησαν αναμνήσεις, αναμνήσεις που γέννησαν ιστορίες, ιστορίες που αποτυπώθηκαν σε γρήγορους διαλόγους και ασπρόμαυρα φωτογραφικά ενσταντανέ - κάθε άλλο χρώμα θα ήταν περιττό.

dalaras01
Τα χρώματα σ’ αυτό το βιβλίο ξεπηδούν μέσα από τις μνήμες του Γιώργου Νταλάρα. Μνήμες λαμπερές, που έπεσαν σαν δυνατοί προβολείς στο μονοπάτι της ζωής του, μνήμες που καθόρισαν την πορεία του - παρότι συνειδητά σπρωγμένες στο σκοτάδι του ασυνείδητου, μνήμες βαριές σαν αλυσίδες που ο ίδιος κατάφερε να σπάσει αλλά ποτέ να ξεχάσει τον ήχο τους: «Δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς η ζωή μου ήταν τόσο σκληρή, τόσο δύσκολη. Στην αρχή νόμιζα ότι αυτή είναι η ζωή για όλους. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτά που έβλεπα δεν ήταν η γενική εικόνα... Θυμάμαι ότι μικρός κρύωνα πολύ. Ακόμα και το καλοκαίρι μερικές φορές το βράδυ κρύωνα... Δεν το άντεχα το κρύο, υπέφερα ως παιδί... Να σκεφτείς ότι αυτό μου έμεινε κουσούρι και μεγάλος τώρα πια, είναι καλοκαίρι και κρυώνω...». Κοκκινιά, Δάφνη, Υμηττός, Βύρωνας, Χαϊδάρι, Εξάρχεια, μια ανάπηρη ηρωίδα μάνα, ένας λατρεμένος αδελφός, ένας ρεμπέτης πατέρας που «όλο έφευγε κι όλο επέστρεφε», μεγάλη φτώχεια, μεροκάματο από την πρώτη δημοτικού, πολλές δουλειές, αστείρευτη αξιοπρέπεια, ζωντανά όνειρα, μέτριοι βαθμοί, καλοί δάσκαλοι, κανένα ίνδαλμα, μυαλό-ξυράφι, μια σφεντόνα, ένας, δύο, τρεις, δεκάδες φόβοι που έγιναν μαγικό χαλί και συνέχισε το ταξίδι. «Τα δύσκολα δεν με φόβιζαν πια... Στις γειτονιές που μεγάλωσα κατάλαβα ότι δεν υπάρχει “αδύνατον” αλλά αδύνατοι χαρακτήρες».

Κι ύστερα η μουσική

Κλείσιμο
Πάντα η μουσική: «Ο,τι κι αν έκανα, παράλληλα τραγουδούσα και στα δύσκολα και στα εύκολα της ζωής μου. Ακουγα Caterina Valente, Trio Los Panchos, latin και αραβική μουσική... Μ’ άρεσε πολύ και το δημοτικό τραγούδι και το σμυρνέικο και η βαλκανική μουσική... Στα δέκα-έντεκα, όταν άκουσα για πρώτη φορά Θεοδωράκη και Χατζηδάκι, έγινε μέσα μου σεισμός... Τραγουδούσα και μάθαινα. Μάθαινα και τραγουδούσα... Η μάνα μου προσπαθούσε να με κρατήσει μακριά από τα όργανα αλλά εγώ, μετά τις διάφορες δουλειές του ποδαριού, μ’ αυτά τρωγόμουν. Και μάθαινα, μάθαινα. Τις εισαγωγές των τραγουδιών, τις μουσικές, τους στίχους... μεγάλη χωρητικότητα. Πολλά giga. Ολα στο μυαλό μου. Και στην ψυχή μου και στην καρδιά μου, γιατί έβαζα και τη δική μου άποψη όπως τα καταχώριζα από μικρός». Η απόρριψη από Καζαντζίδη, Ξαρχάκο και Ζαμπέτα, το μεγάλο «ναι» του Μάκη Μάτσα, η γνωριμία με Τσιτσάνη, Καλδάρα, Λοΐζο, Μάνο Ελευθερίου, οι άνθρωποι που «με προίκισαν σαν πατεράδες». Η γυναίκα της ζωής του, η Αννα, που «χωρίς αυτήν θα ήμουν αλλιώς. Οχι μόνο μπορεί να μην είχα αντέξει, αλλά μπορεί και να μη ζούσα...», η κόρη του που «όταν ήρθε στη ζωή μας η Γιωργιάννα, το θαύμα έγινε», τα εγγόνια του, «ένα υπερκόσμιο θεϊκό δώρο», το μεγαλείο του καλλιτέχνη: «Ηθελα να είχα περισσότερο μουσικό ταλέντο. Να ήμουν ακόμα καλύτερος...».

Ανθρωποι καθισμένοι στο σαλόνι της μνήμης του, όπως ο Nelson Mandela, ο Fidel Castro, ο δικός του Σταύρος Κουγιουμτζής, ο πατέρας Απόστολος Καλδάρας, η αγκαλιά του Μπιθικώτση, το χάδι του Τσιτσάνη, ο μεγάλος Μίκης, ο σπουδαίος Μάνος, οι παντοτινοί δάσκαλοι, οι δικοί του άνθρωποι που «με στήριξαν από την αρχή με τα τραγούδια τους και μου έδωσαν φωνή», το μέλλον του που θα ’ναι πάντα μουσική... Και πιο μετά, η ουτοπία της τελειότητας, το ταλέντο ως έβδομη αίσθηση, το υπέρμετρο «εγώ», η γοητεία της ατυχίας, η ανία της κατά συρροή τύχης, η ουσία των επιλογών, ο ιός της φήμης, η επικράτηση της αισθητικής έναντι της επιβίωσης, ο αληθινός Γιώργος Νταλάρας. Ο δικός μας παντοτινός «μέτοικος» που για πρώτη φορά μας έκανε να δακρύσουμε όχι με τα τραγούδια του αλλά με τις αλήθειες της ζωής του. Γιώργο, Θανάση, σας ευχαριστούμε. Πολύ!

Info: Το βιβλίο του Θανάση Λάλα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης