Το fēnix 8 της Garmin είναι το απόλυτο εργαλείο που θα σε βοηθήσει να ανταπεξέλθεις στην πολυάσχολη και απαιτητική καθημερινότητά σου.
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης μας παρουσιάζει τις «Τέσσερις Εποχές της Μέλισσας»
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης μας παρουσιάζει τις «Τέσσερις Εποχές της Μέλισσας»
Μία συνέντευξη με τον συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός του από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Χωράει ένας άντρας στον «κλειστό» κύκλο του γυναικείου μυθιστορήματος; Οταν πρόκειται για τον Κυριάκο Αθανασιάδη, φαίνεται πως όχι μόνο χωράει, αλλά καταφέρνει να τραβήξει προς το μέρος του ένα κοινό που παραδοσιακά αγαπάει να διαβάζει γυναίκες μυθιστοριογράφους.
Οι «Τέσσερις εποχές της Μέλισσας» του Κυριάκου Αθανασιάδη απευθύνεται πρωτίστως στο γυναικείο κοινό, αλλά όχι μόνο, και έχει καταφέρει να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Οπως μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας «Η Μέλισσα κυκλοφορεί εδώ και δυόμισι μήνες, ένα μεγάλο διάστημα για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα —ή τέλος πάντων ικανό διάστημα για να φανεί πώς προτίθενται να την αντιμετωπίσουν οι δυνάμει αναγνώστριές της—, και στέκεται πολύ καλά. Δεν είμαι κάποια γνωστή γυναίκα μυθιστοριογράφος, ούτε έχω ένα μεγάλο, συγκροτημένο κοινό να περιμένει τα βιβλία μου. Παρά ταύτα, η Μέλισσα δείχνει να πετυχαίνει τον σκοπό της: διαβάζεται πολύ, και αρέσει. Τολμώ να πω ότι αγαπιέται κιόλας».
Μαζί του συζητήσαμε για τη ζωή του, για το αν μαθαίνεται το γράψιμο, αλλά και πώς βλέπει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ή πώς είναι η ζωή του στην Πράγα, όπου έχει πλέον μετακομίσει με τη σύζυγό του. Τέλος μας αποκάλυψε τις αγαπημένες του συνήθειες, καθώς θελήσαμε να γνωρίσουμε καλύτερα το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το βιβλίο «Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Πώς θα περιγράφατε το ταξίδι σας στον χώρο της συγγραφής; Πώς και πότε μπήκε μέσα σας το «μικρόβιο»;
Μικρός πίστευα πως ήμουν συγγραφέας, μέχρι που, όχι νεαρός πια, κοντά στο είκοσι τρία μου, κλήθηκα να το αποδείξω (μου ζητήθηκε ένα βιβλίο, μία συλλογή διηγημάτων) και ανακάλυψα πως δεν είχα γράψει τίποτε μέχρι τότε. Απολύτως τίποτε. Οπότε στρώθηκα να γράψω, γιατί είχα εκτεθεί πολύ. Κάπως έτσι. Ωστόσο, ήμουν στον χώρο των εκδόσεων από πιο παλιά, από μαθητής — μου άρεσε η δουλειά, η ενασχόληση με τα βιβλία, και διάβαζα και πολύ τότε. Πολύ.
Γράφετε και για μεγάλους και για παιδιά. Χρειάζεται να μεταμορφώνεστε συγγραφικά για αυτή τη μετάβαση; Πιο κοινό είναι πιο «δύσκολο»;
Ναι, το στιλ είναι τελείως διαφορετικό. Άλλο κοινό τα παιδιά, άλλο οι έφηβοι, άλλο οι ενήλικες. Ακόμη και ακριβώς την ίδια ιστορία να έχεις να πεις, προφανώς θα την αφηγηθείς διαφορετικά, αναλόγως του κοινού στο οποίο απευθύνεσαι κάθε φορά. Οφείλει κανείς να προσαρμόζεται, λοιπόν. Αλλά απέναντι στον καθένα προσαρμοζόμαστε: οι συγγραφείς γράφουν για το κοινό τους, δεν γράφουν για τους ίδιους. Τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας γράφτηκαν για να αρέσουν. Και, ναι, ασφαλώς και πιο «δύσκολο», πιο απαιτητικό κοινό, είναι οι ενήλικες. Η αναγνωστική εμπειρία είναι αθροιστική. Το πιο ελάχιστα προσβάσιμο, από την άλλη, κοινό είναι οι Έλληνες έφηβοι. Απλώς δεν διαβάζουν — δεν προλαβαίνουν, αλλά δεν θέλουν κιόλας. Μεγάλο πρόβλημα αυτό, και όχι μόνο για τους συγγραφείς και τους εκδότες. Μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία και το μέλλον της, συνολικά.
Τι σημαίνει η Μέλισσα για εσάς;
Πολλά. Την αγαπώ. Οι «Τέσσερις εποχές της Μέλισσας» είναι το πρώτο από μία σειρά μυθιστορήματα που θα απευθύνονται στο γυναικείο κοινό, πρωτίστως, και που θα έχουν κυρίως γυναίκες πρωταγωνίστριες, γυναίκες ηρωίδες. Έχω ήδη σχεδιάσει κάποια από τα επόμενα και ανυπομονώ να καταπιαστώ μαζί τους και να γίνουν η δουλειά μου και η ζωή μου. Η Μέλισσα κυκλοφορεί εδώ και δυόμισι μήνες, ένα μεγάλο διάστημα για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα —ή τέλος πάντων ικανό διάστημα για να φανεί πώς προτίθενται να την αντιμετωπίσουν οι δυνάμει αναγνώστριές της—, και στέκεται πολύ καλά. Δεν είμαι κάποια γνωστή γυναίκα μυθιστοριογράφος, ούτε έχω ένα μεγάλο, συγκροτημένο κοινό να περιμένει τα βιβλία μου. Παρά ταύτα, η Μέλισσα δείχνει να πετυχαίνει τον σκοπό της: διαβάζεται πολύ, και αρέσει. Τολμώ να πω ότι αγαπιέται κιόλας. Και σιγά-σιγά παίρνει και (καλές) κριτικές. Είναι ένα δύσκολο είδος αυτό, με μεγάλο και ισχυρό ανταγωνισμό, και πολύ μεγάλα ονόματα, συγγραφείς με μεγάλη απήχηση, και απευθύνεται σε ένα κοινό πολύ πλατύ μεν, μα που έχει οξύ κριτήριο και κάνει σχολαστικές επιλογές — μάλιστα, ολοένα και πιο σχολαστικές. Για αυτό και χαίρομαι διπλά που επιλέγει και τη Μέλισσά μου. Και όλα αυτά, μην ξεχνάμε, με όχημα τον leader του χώρου, τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Ζείτε πλέον στην Πράγα, εδώ και περίπου ένα χρόνο. Πώς λάβατε αυτή την απόφαση και πώς νιώθετε σήμερα για αυτήν;
Και εγώ και η γυναίκα μου βρεθήκαμε, αν και σε διαφορετικές ηλικίες, σε ένα τέλμα στην Ελλάδα. Θέλαμε επιτακτικά να αλλάξουμε περιβάλλον, για να δώσουμε στον εαυτό μία (τελευταία, αν θέλετε) ευκαιρία. Όχι καθαρά επαγγελματική ή μόνο επαγγελματική, αλλά μια ευκαιρία να ζήσουμε σε ένα περιβάλλον με πιο καθαρή ατμόσφαιρα, πιο πρόσφορο για να δουλέψεις και να ανταμειφθείς για τη δουλειά σου. Η γυναίκα μου είναι μισή Τσέχα, οπότε αμέσως σκεφτήκαμε την Πράγα. Προετοιμαστήκαμε επί έναν ολόκληρο χρόνο, πουλήσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, και ήρθαμε εδώ. Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι στο παρελθόν μου, δεν θα έχανα χρόνο με το αναρωτιέμαι ποιο έπρεπε να είναι αυτό: θα επέσπευδα απλώς την ημερομηνία της μετεγκατάστασής μας μία δεκαετία πίσω.
Οι «Τέσσερις εποχές της Μέλισσας» του Κυριάκου Αθανασιάδη απευθύνεται πρωτίστως στο γυναικείο κοινό, αλλά όχι μόνο, και έχει καταφέρει να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Οπως μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας «Η Μέλισσα κυκλοφορεί εδώ και δυόμισι μήνες, ένα μεγάλο διάστημα για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα —ή τέλος πάντων ικανό διάστημα για να φανεί πώς προτίθενται να την αντιμετωπίσουν οι δυνάμει αναγνώστριές της—, και στέκεται πολύ καλά. Δεν είμαι κάποια γνωστή γυναίκα μυθιστοριογράφος, ούτε έχω ένα μεγάλο, συγκροτημένο κοινό να περιμένει τα βιβλία μου. Παρά ταύτα, η Μέλισσα δείχνει να πετυχαίνει τον σκοπό της: διαβάζεται πολύ, και αρέσει. Τολμώ να πω ότι αγαπιέται κιόλας».
Μαζί του συζητήσαμε για τη ζωή του, για το αν μαθαίνεται το γράψιμο, αλλά και πώς βλέπει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ή πώς είναι η ζωή του στην Πράγα, όπου έχει πλέον μετακομίσει με τη σύζυγό του. Τέλος μας αποκάλυψε τις αγαπημένες του συνήθειες, καθώς θελήσαμε να γνωρίσουμε καλύτερα το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το βιβλίο «Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Πώς θα περιγράφατε το ταξίδι σας στον χώρο της συγγραφής; Πώς και πότε μπήκε μέσα σας το «μικρόβιο»;
Μικρός πίστευα πως ήμουν συγγραφέας, μέχρι που, όχι νεαρός πια, κοντά στο είκοσι τρία μου, κλήθηκα να το αποδείξω (μου ζητήθηκε ένα βιβλίο, μία συλλογή διηγημάτων) και ανακάλυψα πως δεν είχα γράψει τίποτε μέχρι τότε. Απολύτως τίποτε. Οπότε στρώθηκα να γράψω, γιατί είχα εκτεθεί πολύ. Κάπως έτσι. Ωστόσο, ήμουν στον χώρο των εκδόσεων από πιο παλιά, από μαθητής — μου άρεσε η δουλειά, η ενασχόληση με τα βιβλία, και διάβαζα και πολύ τότε. Πολύ.
Γράφετε και για μεγάλους και για παιδιά. Χρειάζεται να μεταμορφώνεστε συγγραφικά για αυτή τη μετάβαση; Πιο κοινό είναι πιο «δύσκολο»;
Ναι, το στιλ είναι τελείως διαφορετικό. Άλλο κοινό τα παιδιά, άλλο οι έφηβοι, άλλο οι ενήλικες. Ακόμη και ακριβώς την ίδια ιστορία να έχεις να πεις, προφανώς θα την αφηγηθείς διαφορετικά, αναλόγως του κοινού στο οποίο απευθύνεσαι κάθε φορά. Οφείλει κανείς να προσαρμόζεται, λοιπόν. Αλλά απέναντι στον καθένα προσαρμοζόμαστε: οι συγγραφείς γράφουν για το κοινό τους, δεν γράφουν για τους ίδιους. Τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας γράφτηκαν για να αρέσουν. Και, ναι, ασφαλώς και πιο «δύσκολο», πιο απαιτητικό κοινό, είναι οι ενήλικες. Η αναγνωστική εμπειρία είναι αθροιστική. Το πιο ελάχιστα προσβάσιμο, από την άλλη, κοινό είναι οι Έλληνες έφηβοι. Απλώς δεν διαβάζουν — δεν προλαβαίνουν, αλλά δεν θέλουν κιόλας. Μεγάλο πρόβλημα αυτό, και όχι μόνο για τους συγγραφείς και τους εκδότες. Μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία και το μέλλον της, συνολικά.
Τι σημαίνει η Μέλισσα για εσάς;
Πολλά. Την αγαπώ. Οι «Τέσσερις εποχές της Μέλισσας» είναι το πρώτο από μία σειρά μυθιστορήματα που θα απευθύνονται στο γυναικείο κοινό, πρωτίστως, και που θα έχουν κυρίως γυναίκες πρωταγωνίστριες, γυναίκες ηρωίδες. Έχω ήδη σχεδιάσει κάποια από τα επόμενα και ανυπομονώ να καταπιαστώ μαζί τους και να γίνουν η δουλειά μου και η ζωή μου. Η Μέλισσα κυκλοφορεί εδώ και δυόμισι μήνες, ένα μεγάλο διάστημα για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα —ή τέλος πάντων ικανό διάστημα για να φανεί πώς προτίθενται να την αντιμετωπίσουν οι δυνάμει αναγνώστριές της—, και στέκεται πολύ καλά. Δεν είμαι κάποια γνωστή γυναίκα μυθιστοριογράφος, ούτε έχω ένα μεγάλο, συγκροτημένο κοινό να περιμένει τα βιβλία μου. Παρά ταύτα, η Μέλισσα δείχνει να πετυχαίνει τον σκοπό της: διαβάζεται πολύ, και αρέσει. Τολμώ να πω ότι αγαπιέται κιόλας. Και σιγά-σιγά παίρνει και (καλές) κριτικές. Είναι ένα δύσκολο είδος αυτό, με μεγάλο και ισχυρό ανταγωνισμό, και πολύ μεγάλα ονόματα, συγγραφείς με μεγάλη απήχηση, και απευθύνεται σε ένα κοινό πολύ πλατύ μεν, μα που έχει οξύ κριτήριο και κάνει σχολαστικές επιλογές — μάλιστα, ολοένα και πιο σχολαστικές. Για αυτό και χαίρομαι διπλά που επιλέγει και τη Μέλισσά μου. Και όλα αυτά, μην ξεχνάμε, με όχημα τον leader του χώρου, τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Ζείτε πλέον στην Πράγα, εδώ και περίπου ένα χρόνο. Πώς λάβατε αυτή την απόφαση και πώς νιώθετε σήμερα για αυτήν;
Και εγώ και η γυναίκα μου βρεθήκαμε, αν και σε διαφορετικές ηλικίες, σε ένα τέλμα στην Ελλάδα. Θέλαμε επιτακτικά να αλλάξουμε περιβάλλον, για να δώσουμε στον εαυτό μία (τελευταία, αν θέλετε) ευκαιρία. Όχι καθαρά επαγγελματική ή μόνο επαγγελματική, αλλά μια ευκαιρία να ζήσουμε σε ένα περιβάλλον με πιο καθαρή ατμόσφαιρα, πιο πρόσφορο για να δουλέψεις και να ανταμειφθείς για τη δουλειά σου. Η γυναίκα μου είναι μισή Τσέχα, οπότε αμέσως σκεφτήκαμε την Πράγα. Προετοιμαστήκαμε επί έναν ολόκληρο χρόνο, πουλήσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, και ήρθαμε εδώ. Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι στο παρελθόν μου, δεν θα έχανα χρόνο με το αναρωτιέμαι ποιο έπρεπε να είναι αυτό: θα επέσπευδα απλώς την ημερομηνία της μετεγκατάστασής μας μία δεκαετία πίσω.
Θεσσαλονίκη, Αθήνα ή Πράγα;
Αν είσαι Ρώσος ολιγάρχης και θέλεις να εποικήσεις μία πόλη που κατοικείται από κουρασμένους, δυστυχείς, αφελείς και εντέλει εύκολα χειραγωγήσιμους ανθρώπους, Θεσσαλονίκη. Αν είσαι μπάρμαν, σεφ ή ιδιοκτήτης μικρών διαμερισμάτων που προσφέρονται για Airbnb, Αθήνα. Αν θέλεις να ζεις σε μία οργανωμένη, σοβαρή πόλη υψηλών απαιτήσεων (να έρχεται το λεωφορείο στην ώρα του, επί παραδείγματι), Πράγα.
Η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια σάς επηρεάζει στον τρόπο που γράφετε;
Όχι, γιατί έχω ισχυρούς μηχανισμούς «συγγραφικής απομόνωσης», οπότε ο τρόπος δεν αλλάζει. Αλλά έχω χάσει πολύ χρόνο αδυνατώντας απολύτως να γράψω (μολονότι είμαι σχολαστικά επιμελής και πειθαρχώ καλά στις απαιτήσεις του επαγγέλματος), απασχολούμενος έντονα με τα τρέχοντα, ή απλώς στερούμενος την όποια επιθυμία για γράψιμο λόγω του καθεστώτος που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα από το 2010 και μετά, με τους Αγανακτισμένους και όλη αυτή την προβοκάτσια, και από το 2015 και εξής για όλους τους προφανείς λόγους. Μικρό το κακό, καθώς όλα αυτά σήμαιναν την ακαριαία ή σταδιακή επιβολή εξουθενωτικής δυσπραγίας σε εκατομμύρια συμπολίτες μου, που μάλιστα θα μεγαλώσει πολύ περισσότερο — το να μην μπορείς να γράψεις τα βιβλία σου είναι πρόβλημα, αλλά μικρότερης τάξης πρόβλημα. Ο τρόπος που γράφει κανείς μπορεί να μην αλλάξει. Και δεν πρέπει να αλλάζει. Αλλά μπορούν εύκολα, όπως αποδείχτηκε, να αλλάξουν όλα τα άλλα, όλο το πλαίσιο. Κανείς αποδίδει περισσότερο και καλύτερα μόνο σε μία ανοιχτή, φιλελεύθερη Δημοκρατία δυτικού τύπου. Οτιδήποτε άλλο είναι εμπόδιο, και σκοτάδι.
Θέλει όντως ένα βιβλίο τραγικό τέλος για να ξεχωρίσει, όπως γράφετε κάποια στιγμή στο μυθιστόρημά σας;
Ειλικρινά, δεν θυμάμαι ότι το έγραψα αυτό. Όχι, δεν θέλει. Θέλει να είναι ειλικρινές. Και όχι για να ξεχωρίσει. Άλλα βιβλία ξεχωρίζουν για τον άλφα λόγο, και άλλα για τον βήτα. Ή, τα βιβλία που ξεχωρίζουν για το τάδε κοινό θεωρούνται ανόητα ή κακά για το δείνα κοινό: ξεχωρίζουν για αρνητικούς λόγους. Δεν υπάρχει κάποια συνταγή εδώ. Κανείς πρέπει απλώς να γράφει με όσο πιο πολλή αλήθεια μπορεί. Έντιμα. Αυτό.
Μαθαίνεται τελικά το γράψιμο; Τι θα συμβουλεύατε τους εν δυνάμει συγγραφείς που κάτι έχουν στο μυαλό, αλλά δυσκολεύονται να το αποτυπώσουν στο χαρτί;
Καταρχάς, να προμηθευτούν τον Οδηγό Συγγραφής, είναι μικρό, ευσύνοπτο, φτηνό και ευκολοδιάβαστο βιβλίο (κυκλοφορεί επίσης από τις Εκδόσεις Ψυχογιός). Και μιλά ακριβώς για αυτά τα θέματα. Κατά δεύτερον, και εν συντομία, προτείνω τα εξής, όχι σε όποιον θέλει να γράψει (αυτό χρειάζεται μόνο στιλό και χαρτί, ή έναν υπολογιστή, και δεν έχει κανόνες), αλλά σε όποιους θέλουν να γράψουν ένα βιβλίο που να αξίζει να διαβαστεί και ενδεχομένως να εκδοθεί: Πρώτα-πρώτα, πρέπει να καταλάβουν, να μάθουν, ποια είναι η ιστορία που έχουν και θέλουν να αφηγηθούν. Αυτό είναι το #1. Η ιστορία. Άπαξ και έχουν την ιστορία, δηλαδή το «θέμα», τα υπόλοιπα είναι διαδικαστικά. Όλο και όλο που χρειάζεται κανείς για να γράψει την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί είναι αφοσίωση — και επιμονή. Οι ιστορίες είναι καλές (ή κακές…), αλλά το παν είναι να καταγραφούν, και να τελειώσουν. Αυτό γίνεται μόνο βάσει σκληρού προγράμματος. Και απαιτεί χρόνο. Ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν γίνεται στον πάγκο ενός μπαρ, π.χ., ή με τη βοήθεια αλκοόλ, ή στη χάση και στη φέξη, λίγο σήμερα και λίγο μετά από μια βδομάδα. Επίσης, δεν γίνεται εν μέσω περισπασμών. (Αυτό που κάνει τώρα δα ένας υποψήφιος συγγραφέας, διαβάζοντάς μας, είναι περισπασμός. Αν θέλει να γράψει, πρέπει να κάνει πολλές ώρες την ημέρα log out από το ίντερνετ). Αφοσίωση, επιμονή, χρόνος. Δύσκολα πράγματα, και δεν είναι για τον καθένα. Αν όμως τα εξασφαλίσεις, μπορείς πράγματι να γράψεις την ιστορία σου. Από εκεί και πέρα: τα βιβλία δεν γράφονται στην τύχη. Απαιτούν προγραμματισμό και σχεδιασμό. Οι ήρωες δεν αυτενεργούν. Δεν υπάρχουν καν, είναι ένα συγγραφικό κόλπο. Οι ήρωες είναι μαριονέτες — ή, αν θέλετε, είμαστε εμείς. Αυτό που στ’ αλήθεια υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο που χτίζουμε σιγά-σιγά. Και, προσοχή: το χτίζουμε πράγματι σιγά-σιγά, και με ένα βήμα τη φορά, έχοντας στο μυαλό μας πάντα το τέλος και φροντίζοντας να μην ξεχάσουμε την ιστορία που αφηγούμαστε. Οι «μύθοι» μάς αρέσουν γιατί είναι μεγάλες συνθέσεις, χωρίς περιττά στολίδια, με σαφή δομή και με ζωντανούς χαρακτήρες που συγκρούονται μεταξύ τους και πλήττονται από τη «μοίρα»… Αλλά για να το κλείσουμε, επειδή είπα ήδη πολλά και επειδή πολύ καλύτερα τα λέω στον Οδηγό Συγγραφής, ας πούμε και ένα τελευταίο: μην κάνετε επιμέλεια στο κείμενό σας όσο γράφετε. Αλλά να είστε προετοιμασμένοι να το επιμεληθείτε εκ βάθρων όταν το τελειώσετε. Να είστε προετοιμασμένοι να πετάξετε, να κόψετε, να κουτσουρέψετε, να σμιλέψετε και να «χαραμίσετε» πολλά από όσα σάς φαίνονταν υπέροχα όσο γράφατε. Δεν ήταν υπέροχα, κάνατε λάθος. Τα καλύτερα πράγματα στο γράψιμο συμβαίνουν πριν και μετά το γράψιμο.
Καθώς είστε πολυγραφότατος, τι ετοιμάζετε αυτό τον καιρό;
Βρίσκομαι στη φάση της συλλογής στοιχείων για την εποχή, ή μάλλον τις εποχές, και τους τόπους του επόμενου μυθιστορήματός μου, του δεύτερου μετά τη Μέλισσα. Δεν είναι ακριβώς συναρπαστική δουλειά, αλλά είναι απολύτως απαραίτητη. Στο κοινωνικό-ιστορικό μυθιστόρημα δεν είσαι ελεύθερος να γράψεις ό,τι θέλεις, ό,τι νομίζεις ή ό,τι σού αρέσει. Η ιστορία σου (και τη δική μου την ξέρω και την έχω ήδη σχεδιάσει καταλεπτώς) πρέπει να ενταχθεί σωστά και ομαλά στο ιστορικό, κοινωνικό, οικονομικό κλπ. πλαίσιο του καιρού της. Όχι για να νομιμοποιηθεί ή για να «φαίνεται» αληθινή. Είναι ηθικό, αισθητικό θέμα. Τα βιβλία λένε αλήθειες, και μιλούν για το τώρα, ακόμη και αν διαδραματίζονται στο χτες. Αν θέλεις να εντάξεις την ιστορία σου σε έναν συγκεκριμένο χρόνο (στην περίπτωσή μου, στην Ελλάδα από το 1900 μέχρι τη χούντα), πρέπει να είσαι όσο πιο έντιμος μπορείς. Οπότε διαβάζω και συλλέγω στοιχεία. Αυτό θα κρατήσει πολύ περισσότερο από το καθαυτό γράψιμο, όπως πρέπει άλλωστε.
Θα μας πείτε μερικά από τα αγαπημένα σας πράγματα;
Μετά χαράς.
Βιβλίο;
Βιβλίο… Δεν ξέρω, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο. Είναι πολλά αυτά που αγαπώ, που τα ζηλεύω, που τα θαυμάζω, που συνιστούν τον μεγάλο Κανόνα, που τα ξαναδιαβάζω, ή μάλλον τα ξαναξεφυλλίζω, που με σημάδεψαν, με καθόρισαν κλπ. κλπ., ή που απλώς θα τα πρότεινα (για να μην πω, «Θα τα επέβαλλα») σε όποιον θέλει να ξέρει τι συζητάμε όταν συζητάμε για λογοτεχνία — αλλά θα ήταν ψέμα να πω ότι έχω ένα «αγαπημένο» βιβλίο. Πάντως, αν έλεγα όντως έναν τίτλο, δεν θα ήταν μέσα στα, ας πούμε, Εκατό Σημαντικότερα Βιβλία Που Γράφτηκαν Ποτέ, θα ήταν κάποιο λαϊκό ανάγνωσμα, ένα νουάρ ενδεχομένως.
Μυρωδιά;
Δεν έχω αγαπημένες μυρωδιές. Μου αρέσει βέβαια πώς μυρίζουν κάποια φαγητά, ή τα κέικ όταν ψήνονται. Οι μυρωδιές της φύσης ή των τεχνητών αρωμάτων, τα λουλούδια, η θάλασσα, οι κολόνιες και όλα αυτά, δεν μου αρέσουν, δεν τα αγαπώ.
Ταινία:
Επί περίπου μία τριακονταετία ήταν το «Στάλκερ», αλλά μετά τα πενήντα μου ωρίμασα και πλέον είναι το πρώτο Star Wars.
Δρόμος της Αθήνας;
Η Πανεπιστημίου, το βράδυ αργά. Αλλά νομίζω πως όλοι αυτοί την απάντηση θα έδιναν. Η Πανεπιστημίου, το βράδυ αργά, είναι ο πιο ωραίος δρόμος του κόσμου.
Τραγούδι;
Δεν έχω κάποιο αγαπημένο τραγούδι. Για την ακρίβεια, δεν ακούω ποτέ μουσική. Δυστυχώς.
Προορισμός διακοπών;
Δεν κάνω διακοπές.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σάς ευχαριστώ. Και το κοινό σας που έκατσε και μας διάβασε. Ελπίζω πως θα τους αρέσει και η Μέλισσα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ηταν βάσανο να την κοιτάς τη Μέλισσα. Γιατί η πολλή ομορφιά είναι πράγμα σπαρακτικό, σαν ζωοδότης ήλιος που σου καίει το βλέμμα. Μα πώς να κάνεις αλλιώς; Πώς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της; Όλο το νησί, εκείνο το μικρό και ξεχασμένο νησί του Ιονίου, είχε να λέει γι’ αυτήν. Και να ονειρεύεται. Μα είχε δίκιο ο μεγάλος της αδελφός: δεν έπρεπε να τη στεφανωθεί κανένας χωριάτης, αλλά μόνο κάποιος μεγάλος και τρανός. Γιατί η Μέλισσα θα γινότανε αρχόντισσα και θα διαφέντευε τον τόπο. Εκτός κι αν, τελικά, δεν τα κατάφερνε να ξεφύγει από την κατάρα. Ο μεγάλος τεχνίτης ονειρεύτηκε τη μικρούλα Ελένη μελένια, κι έτσι την ιστόρησε, έτσι τη ζωγράφισε και έτσι την παρέδωσε στο Βάθεμα, γι’ αυτό κι εκείνοι, όλοι στο χωριό, ξέχασαν τ’ όνομά της και πια την έλεγαν Ελένη, Μελένη, Μελένια. Και το Μελένια μετά δεν τους έφτασε, γιατί δεν ήταν μόνο μελένια η Ελένη, ήταν και πονετική, σε πόναγαν η ομορφιά της και το μέλι της, σε τάραζαν, σε σούβλιζαν, σε τσίμπαγαν, κι έτσι της το άλλαξαν κι αυτό, και την είπανε αλλιώς. Την είπαν Μέλισσα.
Μια συγκινητική ιστορία αγάπης και μυστικών που νίκησε τον χρόνο και τη λήθη.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Αν είσαι Ρώσος ολιγάρχης και θέλεις να εποικήσεις μία πόλη που κατοικείται από κουρασμένους, δυστυχείς, αφελείς και εντέλει εύκολα χειραγωγήσιμους ανθρώπους, Θεσσαλονίκη. Αν είσαι μπάρμαν, σεφ ή ιδιοκτήτης μικρών διαμερισμάτων που προσφέρονται για Airbnb, Αθήνα. Αν θέλεις να ζεις σε μία οργανωμένη, σοβαρή πόλη υψηλών απαιτήσεων (να έρχεται το λεωφορείο στην ώρα του, επί παραδείγματι), Πράγα.
Η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια σάς επηρεάζει στον τρόπο που γράφετε;
Όχι, γιατί έχω ισχυρούς μηχανισμούς «συγγραφικής απομόνωσης», οπότε ο τρόπος δεν αλλάζει. Αλλά έχω χάσει πολύ χρόνο αδυνατώντας απολύτως να γράψω (μολονότι είμαι σχολαστικά επιμελής και πειθαρχώ καλά στις απαιτήσεις του επαγγέλματος), απασχολούμενος έντονα με τα τρέχοντα, ή απλώς στερούμενος την όποια επιθυμία για γράψιμο λόγω του καθεστώτος που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα από το 2010 και μετά, με τους Αγανακτισμένους και όλη αυτή την προβοκάτσια, και από το 2015 και εξής για όλους τους προφανείς λόγους. Μικρό το κακό, καθώς όλα αυτά σήμαιναν την ακαριαία ή σταδιακή επιβολή εξουθενωτικής δυσπραγίας σε εκατομμύρια συμπολίτες μου, που μάλιστα θα μεγαλώσει πολύ περισσότερο — το να μην μπορείς να γράψεις τα βιβλία σου είναι πρόβλημα, αλλά μικρότερης τάξης πρόβλημα. Ο τρόπος που γράφει κανείς μπορεί να μην αλλάξει. Και δεν πρέπει να αλλάζει. Αλλά μπορούν εύκολα, όπως αποδείχτηκε, να αλλάξουν όλα τα άλλα, όλο το πλαίσιο. Κανείς αποδίδει περισσότερο και καλύτερα μόνο σε μία ανοιχτή, φιλελεύθερη Δημοκρατία δυτικού τύπου. Οτιδήποτε άλλο είναι εμπόδιο, και σκοτάδι.
Θέλει όντως ένα βιβλίο τραγικό τέλος για να ξεχωρίσει, όπως γράφετε κάποια στιγμή στο μυθιστόρημά σας;
Ειλικρινά, δεν θυμάμαι ότι το έγραψα αυτό. Όχι, δεν θέλει. Θέλει να είναι ειλικρινές. Και όχι για να ξεχωρίσει. Άλλα βιβλία ξεχωρίζουν για τον άλφα λόγο, και άλλα για τον βήτα. Ή, τα βιβλία που ξεχωρίζουν για το τάδε κοινό θεωρούνται ανόητα ή κακά για το δείνα κοινό: ξεχωρίζουν για αρνητικούς λόγους. Δεν υπάρχει κάποια συνταγή εδώ. Κανείς πρέπει απλώς να γράφει με όσο πιο πολλή αλήθεια μπορεί. Έντιμα. Αυτό.
Μαθαίνεται τελικά το γράψιμο; Τι θα συμβουλεύατε τους εν δυνάμει συγγραφείς που κάτι έχουν στο μυαλό, αλλά δυσκολεύονται να το αποτυπώσουν στο χαρτί;
Καταρχάς, να προμηθευτούν τον Οδηγό Συγγραφής, είναι μικρό, ευσύνοπτο, φτηνό και ευκολοδιάβαστο βιβλίο (κυκλοφορεί επίσης από τις Εκδόσεις Ψυχογιός). Και μιλά ακριβώς για αυτά τα θέματα. Κατά δεύτερον, και εν συντομία, προτείνω τα εξής, όχι σε όποιον θέλει να γράψει (αυτό χρειάζεται μόνο στιλό και χαρτί, ή έναν υπολογιστή, και δεν έχει κανόνες), αλλά σε όποιους θέλουν να γράψουν ένα βιβλίο που να αξίζει να διαβαστεί και ενδεχομένως να εκδοθεί: Πρώτα-πρώτα, πρέπει να καταλάβουν, να μάθουν, ποια είναι η ιστορία που έχουν και θέλουν να αφηγηθούν. Αυτό είναι το #1. Η ιστορία. Άπαξ και έχουν την ιστορία, δηλαδή το «θέμα», τα υπόλοιπα είναι διαδικαστικά. Όλο και όλο που χρειάζεται κανείς για να γράψει την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί είναι αφοσίωση — και επιμονή. Οι ιστορίες είναι καλές (ή κακές…), αλλά το παν είναι να καταγραφούν, και να τελειώσουν. Αυτό γίνεται μόνο βάσει σκληρού προγράμματος. Και απαιτεί χρόνο. Ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν γίνεται στον πάγκο ενός μπαρ, π.χ., ή με τη βοήθεια αλκοόλ, ή στη χάση και στη φέξη, λίγο σήμερα και λίγο μετά από μια βδομάδα. Επίσης, δεν γίνεται εν μέσω περισπασμών. (Αυτό που κάνει τώρα δα ένας υποψήφιος συγγραφέας, διαβάζοντάς μας, είναι περισπασμός. Αν θέλει να γράψει, πρέπει να κάνει πολλές ώρες την ημέρα log out από το ίντερνετ). Αφοσίωση, επιμονή, χρόνος. Δύσκολα πράγματα, και δεν είναι για τον καθένα. Αν όμως τα εξασφαλίσεις, μπορείς πράγματι να γράψεις την ιστορία σου. Από εκεί και πέρα: τα βιβλία δεν γράφονται στην τύχη. Απαιτούν προγραμματισμό και σχεδιασμό. Οι ήρωες δεν αυτενεργούν. Δεν υπάρχουν καν, είναι ένα συγγραφικό κόλπο. Οι ήρωες είναι μαριονέτες — ή, αν θέλετε, είμαστε εμείς. Αυτό που στ’ αλήθεια υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο που χτίζουμε σιγά-σιγά. Και, προσοχή: το χτίζουμε πράγματι σιγά-σιγά, και με ένα βήμα τη φορά, έχοντας στο μυαλό μας πάντα το τέλος και φροντίζοντας να μην ξεχάσουμε την ιστορία που αφηγούμαστε. Οι «μύθοι» μάς αρέσουν γιατί είναι μεγάλες συνθέσεις, χωρίς περιττά στολίδια, με σαφή δομή και με ζωντανούς χαρακτήρες που συγκρούονται μεταξύ τους και πλήττονται από τη «μοίρα»… Αλλά για να το κλείσουμε, επειδή είπα ήδη πολλά και επειδή πολύ καλύτερα τα λέω στον Οδηγό Συγγραφής, ας πούμε και ένα τελευταίο: μην κάνετε επιμέλεια στο κείμενό σας όσο γράφετε. Αλλά να είστε προετοιμασμένοι να το επιμεληθείτε εκ βάθρων όταν το τελειώσετε. Να είστε προετοιμασμένοι να πετάξετε, να κόψετε, να κουτσουρέψετε, να σμιλέψετε και να «χαραμίσετε» πολλά από όσα σάς φαίνονταν υπέροχα όσο γράφατε. Δεν ήταν υπέροχα, κάνατε λάθος. Τα καλύτερα πράγματα στο γράψιμο συμβαίνουν πριν και μετά το γράψιμο.
Καθώς είστε πολυγραφότατος, τι ετοιμάζετε αυτό τον καιρό;
Βρίσκομαι στη φάση της συλλογής στοιχείων για την εποχή, ή μάλλον τις εποχές, και τους τόπους του επόμενου μυθιστορήματός μου, του δεύτερου μετά τη Μέλισσα. Δεν είναι ακριβώς συναρπαστική δουλειά, αλλά είναι απολύτως απαραίτητη. Στο κοινωνικό-ιστορικό μυθιστόρημα δεν είσαι ελεύθερος να γράψεις ό,τι θέλεις, ό,τι νομίζεις ή ό,τι σού αρέσει. Η ιστορία σου (και τη δική μου την ξέρω και την έχω ήδη σχεδιάσει καταλεπτώς) πρέπει να ενταχθεί σωστά και ομαλά στο ιστορικό, κοινωνικό, οικονομικό κλπ. πλαίσιο του καιρού της. Όχι για να νομιμοποιηθεί ή για να «φαίνεται» αληθινή. Είναι ηθικό, αισθητικό θέμα. Τα βιβλία λένε αλήθειες, και μιλούν για το τώρα, ακόμη και αν διαδραματίζονται στο χτες. Αν θέλεις να εντάξεις την ιστορία σου σε έναν συγκεκριμένο χρόνο (στην περίπτωσή μου, στην Ελλάδα από το 1900 μέχρι τη χούντα), πρέπει να είσαι όσο πιο έντιμος μπορείς. Οπότε διαβάζω και συλλέγω στοιχεία. Αυτό θα κρατήσει πολύ περισσότερο από το καθαυτό γράψιμο, όπως πρέπει άλλωστε.
Θα μας πείτε μερικά από τα αγαπημένα σας πράγματα;
Μετά χαράς.
Βιβλίο;
Βιβλίο… Δεν ξέρω, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο. Είναι πολλά αυτά που αγαπώ, που τα ζηλεύω, που τα θαυμάζω, που συνιστούν τον μεγάλο Κανόνα, που τα ξαναδιαβάζω, ή μάλλον τα ξαναξεφυλλίζω, που με σημάδεψαν, με καθόρισαν κλπ. κλπ., ή που απλώς θα τα πρότεινα (για να μην πω, «Θα τα επέβαλλα») σε όποιον θέλει να ξέρει τι συζητάμε όταν συζητάμε για λογοτεχνία — αλλά θα ήταν ψέμα να πω ότι έχω ένα «αγαπημένο» βιβλίο. Πάντως, αν έλεγα όντως έναν τίτλο, δεν θα ήταν μέσα στα, ας πούμε, Εκατό Σημαντικότερα Βιβλία Που Γράφτηκαν Ποτέ, θα ήταν κάποιο λαϊκό ανάγνωσμα, ένα νουάρ ενδεχομένως.
Μυρωδιά;
Δεν έχω αγαπημένες μυρωδιές. Μου αρέσει βέβαια πώς μυρίζουν κάποια φαγητά, ή τα κέικ όταν ψήνονται. Οι μυρωδιές της φύσης ή των τεχνητών αρωμάτων, τα λουλούδια, η θάλασσα, οι κολόνιες και όλα αυτά, δεν μου αρέσουν, δεν τα αγαπώ.
Ταινία:
Επί περίπου μία τριακονταετία ήταν το «Στάλκερ», αλλά μετά τα πενήντα μου ωρίμασα και πλέον είναι το πρώτο Star Wars.
Δρόμος της Αθήνας;
Η Πανεπιστημίου, το βράδυ αργά. Αλλά νομίζω πως όλοι αυτοί την απάντηση θα έδιναν. Η Πανεπιστημίου, το βράδυ αργά, είναι ο πιο ωραίος δρόμος του κόσμου.
Τραγούδι;
Δεν έχω κάποιο αγαπημένο τραγούδι. Για την ακρίβεια, δεν ακούω ποτέ μουσική. Δυστυχώς.
Προορισμός διακοπών;
Δεν κάνω διακοπές.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σάς ευχαριστώ. Και το κοινό σας που έκατσε και μας διάβασε. Ελπίζω πως θα τους αρέσει και η Μέλισσα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ηταν βάσανο να την κοιτάς τη Μέλισσα. Γιατί η πολλή ομορφιά είναι πράγμα σπαρακτικό, σαν ζωοδότης ήλιος που σου καίει το βλέμμα. Μα πώς να κάνεις αλλιώς; Πώς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της; Όλο το νησί, εκείνο το μικρό και ξεχασμένο νησί του Ιονίου, είχε να λέει γι’ αυτήν. Και να ονειρεύεται. Μα είχε δίκιο ο μεγάλος της αδελφός: δεν έπρεπε να τη στεφανωθεί κανένας χωριάτης, αλλά μόνο κάποιος μεγάλος και τρανός. Γιατί η Μέλισσα θα γινότανε αρχόντισσα και θα διαφέντευε τον τόπο. Εκτός κι αν, τελικά, δεν τα κατάφερνε να ξεφύγει από την κατάρα. Ο μεγάλος τεχνίτης ονειρεύτηκε τη μικρούλα Ελένη μελένια, κι έτσι την ιστόρησε, έτσι τη ζωγράφισε και έτσι την παρέδωσε στο Βάθεμα, γι’ αυτό κι εκείνοι, όλοι στο χωριό, ξέχασαν τ’ όνομά της και πια την έλεγαν Ελένη, Μελένη, Μελένια. Και το Μελένια μετά δεν τους έφτασε, γιατί δεν ήταν μόνο μελένια η Ελένη, ήταν και πονετική, σε πόναγαν η ομορφιά της και το μέλι της, σε τάραζαν, σε σούβλιζαν, σε τσίμπαγαν, κι έτσι της το άλλαξαν κι αυτό, και την είπανε αλλιώς. Την είπαν Μέλισσα.
Μια συγκινητική ιστορία αγάπης και μυστικών που νίκησε τον χρόνο και τη λήθη.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα