Το πολιτικό ντόμινο που ισχυροποιεί τον Μητσοτάκη
Τάκης Σπηλιοπουλος
Το πολιτικό ντόμινο που ισχυροποιεί τον Μητσοτάκη
Φεύγοντας το 2020, δεν μπορεί παρά να σταθεί κανείς σε μια ιδιαιτερότητα. Στην αξιοσημείωτη αντοχή της κυβέρνησης της ΝΔ ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές, κάτι ασυνήθιστο για την πολιτική ζωή της χώρας, ιδιαίτερα στις απρόβλεπτες συνθήκες και στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε. Μέχρι σήμερα σχεδόν στο σύνολό τους οι δημοσκοπήσεις δίνουν για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παραπλήσια ποσοστά με αυτά των εκλογών του Ιουλίου του 2019 και παράλληλα καταγράφουν εντυπωσιακή διαφορά 16-17% από τον ΣΥΡΙΖΑ (Δεκέμβριος 2020, MARC, Metron Analysis, Pulse).
Ποτέ στο παρελθόν, τουλάχιστον σε βάθος εικοσαετίας, κόμμα που κέρδισε τις εκλογές δεν κράτησε την εκλογική του επίδοση για καιρό.
Για παράδειγμα η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή, που τον Μάρτιο του 2004 είχε κερδίσει με το εντυπωσιακό 45.4%, είκοσι μήνες μετά (Δεκέμβριος 2005) είχε απωλέσει το 10% του εκλογικού ποσοστού της.
Ακόμη χειρότερα η ΝΔ που είχε κερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007, ένα χρόνο και κάτι μετά (Δεκέμβριος 2008) είχε χάσει δεκαπέντε μονάδες από το εκλογικό της ποσοστό.
Τα ίδια και χειρότερα για το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που ενώ είχε κερδίσει με το εμβληματικό 43.92% τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2009, μόλις εννέα μήνες μετά (Μάιος 2010) είχε ήδη χάσει δεκαεπτά ολόκληρες μονάδες.
Και κάπου εκεί αλλάζουν όλα καθώς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μπαίνουν σιγά -σιγά στο περιθώριο. Από το πενιχρό 29,6% που πήρε η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά κερδίζοντας τις εκλογές τον Ιούνιο του 2012, μέσα σε λιγότερα από έναν χρόνο (Μάιος 2013) είχε χάσει οκτώμιση ποσοστιαίες μονάδες.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι όμως η φθορά του (άφθαρτου μέχρι τότε) ΣΥΡΙΖΑ, που είχε κερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, με την στήριξη του Πάνου Καμμένου.
Χρειάστηκε σύμφωνα με τις τότε δημοσκοπήσεις μόλις πέντε μήνες (Ιανουάριο 2016) για να απωλέσει σχεδόν τη μισή εκλογική του δύναμη. Ήταν η κυβέρνηση με την μεγαλύτερη και ταχύτερη φθορά. Και μάλιστα με τη ΝΔ, που στο μεταξύ είχε αλλάξει ηγεσία, να αυξάνει σταδιακά τα ποσοστά της και να έχει από πάρα πολύ νωρίς καθαρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήδη από τον Φεβρουάριο του 2016, πέντε μήνες δηλαδή μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015, έρευνα της MRB έδινε καθαρό προβάδισμα για τη Ν.Δ. με ποσοστό 26,9% έναντι 23,2% του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα μήνα μετά δημοσκόπηση της Pulse έδινε διαφορά 6 ποσοστιαίων μονάδων υπέρ της Νέας Δημοκρατίας (31% έναντι 25% του ΣΥΡΙΖΑ), ενώ τον Μάιο του 2016, δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας έδινε στη ΝΔ 25,5%, έναντι του 17,5% του ΣΥΡΙΖΑ.
Με μοναδική εξαίρεση την υψηλή συσπείρωση των εκλογών του Ιουλίου του 2019, που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την αναλαμπή του 31,5% - όπως αντίστοιχα έγινε και με τη ΝΔ τον Ιούνιο του 2012 - τίποτα δεν προσιδιάζει για την ανάκαμψη της εκλογικής του απήχησης. Μέχρι και σήμερα τα ποσοστά του σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις είναι καθηλωμένα στη ζώνη του 20% μακριά από την εκλογική επίδοση του Ιουλίου του 2019.
Ωστόσο διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα ποσοστά των δύο κομμάτων διαχρονικά στις δημοσκοπήσεις, διακρίνει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Την εντυπωσιακή ομοιότητα της ΝΔ του 2007, που σε ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές έχασε σχεδόν την μισή εκλογική της δύναμη, με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015.
Η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή από τις εκλογές του 2007, χρειάστηκε να περάσουν δεκατρία ολόκληρα χρόνια, να αλλάξει τέσσερεις προέδρους (Κ. Καραμανλής, Αντ. Σαμαράς, Β. Μεϊμαράκης, Κ. Μητσοτάκης), να περάσει δια πυρός και σιδήρου, να επαναπροσδιοριστεί πολιτικά, για να επανακάμψει το 2019 με το 39.9% του Κυριάκου Μητσοτάκη! Μικρή εξαίρεση ήταν οι εκλογές του Ιουνίου του 2012, που κάτω από πολύ ιδιαίτερες συνθήκες, η ΝΔ έφτασε μια ανάσα από το 30% (29.66%).
Η ΝΔ υποβάθμισε ηθελημένα τη σχέση με το χώρο δεξιά της (άλλωστε ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του χώρου συνεργάστηκε κυβερνητικά με τον ΣΥΡΙΖΑ) και επένδυσε στον εξ αριστερών όμορο χώρο του φιλελεύθερου κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας. Μια κίνηση που ασφαλώς εμπεριείχε ρίσκο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία όμως εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε επιτυχημένη.
Για παράδειγμα η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή, που τον Μάρτιο του 2004 είχε κερδίσει με το εντυπωσιακό 45.4%, είκοσι μήνες μετά (Δεκέμβριος 2005) είχε απωλέσει το 10% του εκλογικού ποσοστού της.
Ακόμη χειρότερα η ΝΔ που είχε κερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007, ένα χρόνο και κάτι μετά (Δεκέμβριος 2008) είχε χάσει δεκαπέντε μονάδες από το εκλογικό της ποσοστό.
Τα ίδια και χειρότερα για το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που ενώ είχε κερδίσει με το εμβληματικό 43.92% τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2009, μόλις εννέα μήνες μετά (Μάιος 2010) είχε ήδη χάσει δεκαεπτά ολόκληρες μονάδες.
Και κάπου εκεί αλλάζουν όλα καθώς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μπαίνουν σιγά -σιγά στο περιθώριο. Από το πενιχρό 29,6% που πήρε η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά κερδίζοντας τις εκλογές τον Ιούνιο του 2012, μέσα σε λιγότερα από έναν χρόνο (Μάιος 2013) είχε χάσει οκτώμιση ποσοστιαίες μονάδες.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι όμως η φθορά του (άφθαρτου μέχρι τότε) ΣΥΡΙΖΑ, που είχε κερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, με την στήριξη του Πάνου Καμμένου.
Χρειάστηκε σύμφωνα με τις τότε δημοσκοπήσεις μόλις πέντε μήνες (Ιανουάριο 2016) για να απωλέσει σχεδόν τη μισή εκλογική του δύναμη. Ήταν η κυβέρνηση με την μεγαλύτερη και ταχύτερη φθορά. Και μάλιστα με τη ΝΔ, που στο μεταξύ είχε αλλάξει ηγεσία, να αυξάνει σταδιακά τα ποσοστά της και να έχει από πάρα πολύ νωρίς καθαρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήδη από τον Φεβρουάριο του 2016, πέντε μήνες δηλαδή μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015, έρευνα της MRB έδινε καθαρό προβάδισμα για τη Ν.Δ. με ποσοστό 26,9% έναντι 23,2% του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα μήνα μετά δημοσκόπηση της Pulse έδινε διαφορά 6 ποσοστιαίων μονάδων υπέρ της Νέας Δημοκρατίας (31% έναντι 25% του ΣΥΡΙΖΑ), ενώ τον Μάιο του 2016, δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας έδινε στη ΝΔ 25,5%, έναντι του 17,5% του ΣΥΡΙΖΑ.
Με μοναδική εξαίρεση την υψηλή συσπείρωση των εκλογών του Ιουλίου του 2019, που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την αναλαμπή του 31,5% - όπως αντίστοιχα έγινε και με τη ΝΔ τον Ιούνιο του 2012 - τίποτα δεν προσιδιάζει για την ανάκαμψη της εκλογικής του απήχησης. Μέχρι και σήμερα τα ποσοστά του σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις είναι καθηλωμένα στη ζώνη του 20% μακριά από την εκλογική επίδοση του Ιουλίου του 2019.
Ωστόσο διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα ποσοστά των δύο κομμάτων διαχρονικά στις δημοσκοπήσεις, διακρίνει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Την εντυπωσιακή ομοιότητα της ΝΔ του 2007, που σε ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές έχασε σχεδόν την μισή εκλογική της δύναμη, με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015.
Η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή από τις εκλογές του 2007, χρειάστηκε να περάσουν δεκατρία ολόκληρα χρόνια, να αλλάξει τέσσερεις προέδρους (Κ. Καραμανλής, Αντ. Σαμαράς, Β. Μεϊμαράκης, Κ. Μητσοτάκης), να περάσει δια πυρός και σιδήρου, να επαναπροσδιοριστεί πολιτικά, για να επανακάμψει το 2019 με το 39.9% του Κυριάκου Μητσοτάκη! Μικρή εξαίρεση ήταν οι εκλογές του Ιουνίου του 2012, που κάτω από πολύ ιδιαίτερες συνθήκες, η ΝΔ έφτασε μια ανάσα από το 30% (29.66%).
Η ΝΔ υποβάθμισε ηθελημένα τη σχέση με το χώρο δεξιά της (άλλωστε ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του χώρου συνεργάστηκε κυβερνητικά με τον ΣΥΡΙΖΑ) και επένδυσε στον εξ αριστερών όμορο χώρο του φιλελεύθερου κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας. Μια κίνηση που ασφαλώς εμπεριείχε ρίσκο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία όμως εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε επιτυχημένη.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η βαριά εκλογική ήττα (δις) δεν αντιμετωπίστηκε με τα αντανακλαστικά που θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα που διακρινόταν για την ευελιξία του στις πολιτικές συμμαχίες και την άνεση να αλλάζει πρόσωπο και πολιτικές. Πέρα από την αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων και την επίκληση μεροληψίας εις βάρος του από τα ΜΜΕ, ελάχιστα έχουν γίνει στην κατεύθυνσης της αναζωογόνησης της πολιτικής του απήχησης.
Το μαρτυρά άλλωστε και η ευκολία με την οποία χρησιμοποιεί σήμερα τον παρωχημένο και ελάχιστα πειστικό για το μεσαίο ακροατήριο, καταγγελτικό του λόγο.
Δέσμιος σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ του σκληρού πολιτικού του πυρήνα, ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να έχει περιορισμένα περιθώρια κινήσεων, Άλλωστε μετά τις αλλεπάλληλες ήττες και με νωπές ακόμη τις εικόνες του δημόσιου σφυκταγκαλισμού με τον Πάνο Καμμένο, με τον Παύλο Χαϊκάλη, τον Τέρενς Κουίκ και την Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, ο Αλέξης Τσίπρας του 2020 δεν έχει καμία σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα του 2015!
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση (δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 3 Δεκεμβρίου) το 64% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προτιμά την εκλογική σύμπραξη με το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, έναντι μόλις του 27% που θα επέλεγε σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με το Κίνημα Αλλαγής. Αν και αποτελεί πολιτικό παράδοξο το εύρημα αυτό, από μια εκλογική βάση υπερβολικά ανεκτική με την συμμαχία με τον Πάνο Κομμένο, δείχνει και τα στενά περιθώρια κινήσεων σήμερα του Αλέξη Τσίπρα.
Όπως και να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρα δύσκολο δρόμο να διαβεί. Ωστόσο το καλό για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως όσο το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) θα καθηλωμένο σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά, ο ΣΥΡΙΖΑ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα επιβιώνει πολιτικά. Αν κάποια στιγμή αναστηθεί πολιτικά ο χώρος του ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) αυτό θα σημάνει αυτόματα την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στα πέτρινα χρόνια.
Συμπέρασμα… Όσο το ΚΙΝΑΛ θα παραμένει συρρικνωμένο σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά, τόσο θα επιβιώνει, ο ΣΥΡΙΖΑ. Και όσο θα επιβιώνει (αυτός) ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ θα έχει έναν προβλέψιμο αντίπαλο!
ΥΓ. Η πρόθεση ψήφου δεν αποτελεί αξιολόγηση της κυβέρνησης, ούτε είναι ένα είδος βαθμολογίας για το έργο της. Είναι η «προτιμητέα» επιλογή όσων αποτελούν το δείγμα της δημοσκόπησης. Ακόμη και αν δεν είναι μια πολύ καλή κυβέρνηση, αρκεί να είναι αισθητά καλύτερη επιλογή από τον βασικό της αντίπαλο! Άλλωστε είναι παράδοση στην Ελλάδα, η ψήφος να έχει συχνά χαρακτήρα διαμαρτυρίας.
Το μαρτυρά άλλωστε και η ευκολία με την οποία χρησιμοποιεί σήμερα τον παρωχημένο και ελάχιστα πειστικό για το μεσαίο ακροατήριο, καταγγελτικό του λόγο.
Δέσμιος σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ του σκληρού πολιτικού του πυρήνα, ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να έχει περιορισμένα περιθώρια κινήσεων, Άλλωστε μετά τις αλλεπάλληλες ήττες και με νωπές ακόμη τις εικόνες του δημόσιου σφυκταγκαλισμού με τον Πάνο Καμμένο, με τον Παύλο Χαϊκάλη, τον Τέρενς Κουίκ και την Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, ο Αλέξης Τσίπρας του 2020 δεν έχει καμία σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα του 2015!
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση (δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 3 Δεκεμβρίου) το 64% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προτιμά την εκλογική σύμπραξη με το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, έναντι μόλις του 27% που θα επέλεγε σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με το Κίνημα Αλλαγής. Αν και αποτελεί πολιτικό παράδοξο το εύρημα αυτό, από μια εκλογική βάση υπερβολικά ανεκτική με την συμμαχία με τον Πάνο Κομμένο, δείχνει και τα στενά περιθώρια κινήσεων σήμερα του Αλέξη Τσίπρα.
Όπως και να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρα δύσκολο δρόμο να διαβεί. Ωστόσο το καλό για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως όσο το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) θα καθηλωμένο σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά, ο ΣΥΡΙΖΑ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα επιβιώνει πολιτικά. Αν κάποια στιγμή αναστηθεί πολιτικά ο χώρος του ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) αυτό θα σημάνει αυτόματα την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στα πέτρινα χρόνια.
Συμπέρασμα… Όσο το ΚΙΝΑΛ θα παραμένει συρρικνωμένο σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά, τόσο θα επιβιώνει, ο ΣΥΡΙΖΑ. Και όσο θα επιβιώνει (αυτός) ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ θα έχει έναν προβλέψιμο αντίπαλο!
ΥΓ. Η πρόθεση ψήφου δεν αποτελεί αξιολόγηση της κυβέρνησης, ούτε είναι ένα είδος βαθμολογίας για το έργο της. Είναι η «προτιμητέα» επιλογή όσων αποτελούν το δείγμα της δημοσκόπησης. Ακόμη και αν δεν είναι μια πολύ καλή κυβέρνηση, αρκεί να είναι αισθητά καλύτερη επιλογή από τον βασικό της αντίπαλο! Άλλωστε είναι παράδοση στην Ελλάδα, η ψήφος να έχει συχνά χαρακτήρα διαμαρτυρίας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα